SIMONE MONGELLI: “ΞΕΧΝΑΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΗ”
O Ιταλός μουσικός Simone Mongelli μάς εξηγεί τι είναι η body music και τι θα ακούσουμε από την πρωτοποριακή ομάδα του Bodyterranean στις 7 και 8 Δεκεμβρίου στο Ωδείο Αθηνών.
Πώς γεννιέται η μουσική χωρίς μουσικά όργανα; Δύσκολο να το περιγράψει κανείς. Πρέπει δεις με τα μάτια σου τον Ιταλό καλλιτέχνη Simone Mongelli στη σκηνή για να καταλάβεις τι σημαίνει body-music. Ήτοι μουσική με το πιο αρχέγονο μουσικό όργανο: το ίδιο το ανθρώπινο σώμα.
O Simone και η πρωτοποριακή ομάδα του Bodyterranean παρουσιάζουν στις 7 και 8 Δεκεμβρίου μια μουσικοκινητική δράση στην οποία σώματα και φωνές μιλούν τη γλώσσα των λαών της Μεσογείου και αφηγούνται ιστορίες για τον έρωτα, την ξενιτιά, τη μητρότητα, τη διαφορετικότητα, τις χαρές και τις λύπες. Ακούγεται πολύπλοκο, σχεδόν αδύνατο να γίνει μια “συναυλία” με τις δονήσεις ενός σώματος. Κι όμως το σώμα – όπως μας λέει ο ίδιος ο Simone – μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες και εμείς να τις αντιληφθούμε σε ένα basic αρχέγονο επίπεδο.
Στις παραστάσεις Bodyterranean 2.0 στο Ωδείο Αθηνών μαζί με τον Simone θα ακούσουμε κάποιες από τις πιο εκφραστικές φωνές της ελληνικής σκηνής, τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Μαρία Παπαγεωργίου και τον Γιάννη Χαρούλη. Όλοι μαζί – με τρόπους που είναι βιωματικοί – θα ερμηνεύσουν τα τραγούδια, σαν θραύσματα μνήμης του οικουμενικού ψηφιδωτού της ανθρώπινης ιστορίας. Από τα τραγούδια των ελληνόφωνων χωριών της Νοτίου Ιταλίας ή της Κρήτης, μέχρι τα ρεμπέτικα τραγούδια των Μικρασιατών συνθετών και από τους Μακεδονίτικους και Θρακιώτικους σκοπούς μέχρι τους χορούς της Αφρικής, το Bodyterranean 2.0 προσεγγίζει τη μουσική παράδοση… όπως δεν ακούστηκε ποτέ!
Simone Mongelli – Το Bodyterranean είναι εμπειρία σώματος-ψυχής
Ο Simone Mongelli είναι μουσικός κρουστών, body music performer, δάσκαλος και αριστούχος της Εθνομουσικολογίας (Ιταλία) και των παραδοσιακών κρουστών (Ελλάδα). Έχει βραβευθεί ως μουσικός στην Ιταλία και την Ελλάδα και με τα χρόνια έχει δημιουργήσει μια έντονα προσωπική “γλώσσα”, βασισμένη κυρίως στη μελέτη και τη γνώση των παραδοσιακών ρυθμών και ήχων.
Μιλήσαμε με τον Simone για όλα όσα σημαίνει η body-music, και το πώς μπορεί να λειτουργήσει σαν εργαλείο ανακάλυψης του εαυτού.
Ήρθε κάποτε στην Ελλάδα για να σπουδάσει την ελληνική παράδοση και δεν έφυγε ποτέ.
“Στην Ελλάδα ήρθα το 2005 για τη μουσική, και πέρασαν 19 χρόνια που είμαι ακόμα εδώ. Αρχικά, ο στόχος μου ήταν να μελετήσω την ελληνική παραδοσιακή μουσική, εστιάζοντας κυρίως στα κρουστά όργανα. Δεν είχα καν σχεδιάσει να μείνω. Ήθελα απλώς να παρακολουθήσω μαθήματα σε ένα ωδείο στην Αθήνα, που είχε τμήμα παραδοσιακής μουσικής. Πριν αποφασίσω να μετακομίσω, είχα έρθει για μια σύντομη επίσκεψη, ώστε να δω από κοντά τη σχολή και τις δυνατότητες που προσέφερε.
Εκείνη την περίοδο ήθελα να φύγω από το Μιλάνο και να βρω έναν τρόπο να αφιερώσω ουσιαστικό χρόνο στη μελέτη της μουσικής που αγαπώ. Στο Μιλάνο ήταν δύσκολο να βρω δασκάλους που να ασχολούνται με τα μεσογειακά όργανα, που με ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Ήταν επίσης δύσκολο να βρω τον χρόνο που απαιτούσε αυτή η ενασχόληση.
Δουλεύοντας στον χώρο της μουσικής, το πρόγραμμά μου ήταν εξαιρετικά φορτωμένο, όπως συμβαίνει σε πολλούς από εμάς: διάφορα πρότζεκτ ταυτόχρονα, σχολεία, ωδεία, ταξίδια. Δεν είχα χρόνο να αφιερώσω αποκλειστικά σε αυτή τη μελέτη, σε μια πιο συστηματική προσέγγιση.
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι, αντί να προσπαθώ να βρω χρόνο κόβοντας κάτι από εδώ κι από εκεί, ίσως η καλύτερη λύση ήταν να τα αφήσω όλα πίσω μου. Να τα παρατήσω όλα και να φύγω. Να πάω κάπου όπου η απόλυτη προτεραιότητά μου θα ήταν η μελέτη της μουσικής. Και αυτό έκανα.
Η ελληνική παραδοσιακή μουσική υπήρξε πάντα ένας στόχος. Είχα μια ιδιαίτερη κλίση και μεγάλο ενδιαφέρον για τις παραδοσιακές μουσικές της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της ιταλικής, ιδιαίτερα της Νότιας Ιταλίας. Είχα επισκεφθεί την Ελλάδα ως ταξιδιώτης και είχα έρθει σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και την παραδοσιακή μουσική. Μάλιστα, είχα ασχοληθεί μελετώντας τη, ακόμη και από απόσταση.
Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως ήταν να εμβαθύνω τη γνώση μου στα παραδοσιακά κρουστά όργανα της ευρύτερης περιοχής. Όταν αποφάσισα να φύγω από την Ιταλία, η πρώτη μου σκέψη ήταν η Ελλάδα. Υπήρχαν κι άλλες εναλλακτικές – θα μπορούσα να πάω στην Τουρκία ή σε κάποια αραβική χώρα, για παράδειγμα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη επιλογή μου, όχι μόνο λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, αλλά και πολιτιστικής.
Είχα νιώσει, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου εδώ, ότι υπήρχαν αρκετά κοινά στοιχεία, κάτι που μου έδινε την αίσθηση ότι η μετάβαση δεν θα ήταν μια “βουτιά στο κενό”. Υπήρχε μια οικειότητα, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο, που με έκανε να νιώθω ότι η Ελλάδα ήταν το σωστό μέρος για να ακολουθήσω το όνειρό μου.
Είχα ήδη γνωρίσει, έστω και επιφανειακά, τον τεράστιο πλούτο της ελληνικής μουσικής, ειδικά σε ό,τι αφορά τα κρουστά και τους ρυθμούς, που ήταν και το βασικό μου ενδιαφέρον. Έτσι, ως πρώτη επιλογή, ξεκίνησα να αναζητώ ευκαιρίες για σπουδές στην Ελλάδα και διαπίστωσα ότι υπήρχαν οργανωμένα τμήματα παραδοσιακής μουσικής σε διάφορα ωδεία.
Αποφάσισα να κάνω αυτό το ταξίδι για να δω από κοντά τι προσφερόταν. Μου άρεσε πολύ αυτό που συνάντησα, τόσο από την ακαδημαϊκή σκοπιά όσο και από την γενικότερη εμπειρία. Έτσι, πήρα την απόφαση να κάνω αυτό το βήμα – και δεν το έχω μετανιώσει ούτε στιγμή.”
Πώς μπορεί να περιγραφεί το body music σε κάποιον που δεν σε έχει δει στη σκηνή;
“Δυσκολευόμαστε λίγο όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε με λόγια τι ακριβώς είναι αυτό που κάνουμε. Φαίνεται κάτι πολύ απλό, και πράγματι είναι. Η μουσική με το σώμα, δηλαδή η μουσική χωρίς τη χρήση οργάνων, βασίζεται σε μια απλούστατη ιδέα: να δημιουργούμε ήχους και ρυθμούς χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το ίδιο μας το σώμα. Είναι κάτι τόσο απλό, αλλά ταυτόχρονα τόσο μοναδικό.
Χρησιμοποιούμε το σώμα μας, χτυπώντας διάφορα σημεία του για να δημιουργήσουμε ρυθμό, ενώ προσθέτουμε τη φωνή, η οποία μπορεί να παράγει μελωδίες, τραγούδια και, σε συνδυασμό με άλλες φωνές, αρμονίες και πολυφωνία. Έτσι, έχουμε στην ουσία όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να δημιουργήσουμε μουσική. Έχουμε ρυθμό, μελωδία, αρμονία – και όλα αυτά χωρίς τη χρήση κανενός εργαλείου ή αντικειμένου.
Είχα ήδη δει τέτοιου τύπου παραστάσεις, όπως αυτές των Stomp, που είναι μια πολύ γνωστή ομάδα παγκοσμίως που ασχολείται με αυτό το είδος. Αν και δεν κάνει αποκλειστικά μουσική με το σώμα, ωστόσο ενσωματώνει αυτό το στοιχείο στο έργο της. Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή αμιγώς με το body-music ήταν το 2007, όταν έτυχε να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο του Max Pollak στην Αθήνα. [Ο Max Pollak είναι χορευτής και ειδικός της World Music. Γεννήθηκε στη Βιέννη, ζει στη Νέα Υόρκη, και έγινε γνωστός για τη δουλειά του στον χορό κρουστών, την World Music, το tap dance και τη χορογραφία. Δημιούργησε το “RumbaTap”, το οποίο συνδύασε το American Rhythm Tap με την αφρο-κουβανέζικη μουσική και χορό.]
Εκεί ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με αυτή την τέχνη. Το πώς παράγουμε ρυθμικούς ήχους με το σώμα μας και πώς μετά προσθέτουμε τη φωνή μας για να ολοκληρώσουμε το μουσικό αποτέλεσμα. Ο Pollak ξεκίνησε από τις κλακέτες, δηλαδή τη χρήση των παπουτσιών για να κάνει ρυθμικούς ήχους μόνο με τα πόδια. Στην πορεία έχει προσθέσει και τα χέρια και έχει διευρύνει και αυτός το δικό του ρυθμικό λεξιλόγιο και τις δυνατότητές του να παράγει διαφορετικούς ήχους.
Αυτό συμβαίνει με σχεδόν όλους τους καλλιτέχνες που ασχολούνται με την Body Music – τη μουσική με το σώμα. Από κάπου αλλού έχουν ξεκινήσει, δεν ξεκινούν κατευθείαν ως body-music περφόρμερς. Συνήθως είτε πρόκειται για μουσικούς, ειδικά τραγουδιστές και κρουστούς, που προσθέτουν σε αυτό που κάνουν τη χρήση του σώματος για το ρυθμικό κομμάτι ή για χορευτές – και ειδικά χορευτές που έχουν μια εξοικείωση και μια εξειδίκευση με ρυθμικούς χορούς, όπως είναι οι κλακέτες, το φλαμένκο, το clog dance της Ιρλανδίας, το αφρικανικό step dance, το αμερικανικό handball καλ. Έρχονται από κάποια βασική εκπαίδευση και προσθέτουν σε αυτό που ήδη κάνουν και άλλους ήχους και άλλες δυνατότητες. Και κάπου στη μέση συναντιόμαστε χορευτές και μουσικοί.
Με τον Max Pollak, που ήταν ο πρώτο μου δάσκαλος στο body music – φτάσαμε μετά από χρόνια να συνεργαστούμε. Συμμετείχε στην ηχογράφηση ενός κομματιού στο άλμπουμ μου, Bodyterranean, και πολύ πρόσφατα, παίξαμε επί σκηνής στο International Body Music Festival που έγινε φέτος στην Αθήνα. Κάπως λοιπόν πολύ όμορφα σαν να έκλεισε αυτός ο κύκλος.
Όταν συμμετείχα στο πρώτο σεμινάριο με τον Μαξ, κατάλαβα ότι αυτή η εμπειρία – το body-music – δεν μου ήταν εντελώς ξένη. Ως κρουστός, έχοντας ήδη ένα υπόβαθρο στους ρυθμούς και τη ρυθμική αντίληψη, συνειδητοποίησα ότι δεν ξεκινούσα από το μηδέν. Το να δημιουργώ μουσική με το σώμα έμοιαζε σαν να μάθαινα ένα νέο όργανο.
Για εμάς τους κρουστούς, αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Παίζουμε ήδη κάποια όργανα και όταν γνωρίζουμε ένα καινούργιο που μας ενδιαφέρει, ξεκινάμε να δουλεύουμε με αυτό, εξερευνώντας τους βασικούς ήχους που μπορεί να παράγει, το ηχόχρωμα και την ενέργειά του. Είναι μια φυσική διαδικασία εξερεύνησης και μάθησης. Κουβαλάμε πάντα την εμπειρία που έχουμε αποκτήσει από όλα τα άλλα κρουστά που έχουμε μάθει να παίζουμε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αυτή η εμπειρία λειτουργεί ως βάση και βοηθάει πολύ στην πρώτη επαφή με ένα νέο όργανο.
Το ίδιο ένιωσα όταν δοκίμασα για πρώτη φορά την τεχνική της μουσικής με το σώμα. Ήταν μια φυσική συνέχεια, γι’ αυτό και σύντομα άρχισα να τη χρησιμοποιώ, προσθέτοντάς την στη “συλλογή” των οργάνων που ήδη είχα. Το σώμα έγινε και αυτό ένα μέσο έκφρασης, που ενσωματώθηκε στις καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις και στα έργα που δημιουργούσα με τα κρουστά.”
“Η αντίληψη του ρυθμού περνά αναγκαστικά μέσα από το σώμα”
Τον ρυθμό τον αντιλαμβανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο; Συχνά κάνουμε πλάκα λέγοντας “δεν έχει ρυθμό, δεν ξέρει να χορεύει έχει δύο αριστερά πόδια” δηλαδή ότι κάποιος δεν συνδέεται με αυτό που ακούει (αν δεν μιλάμε για παθολογία ή ασθένεια):
“Όλοι έχουμε ρυθμό. Από τη στιγμή που όλοι αναπνέουμε ρυθμικά, από τη στιγμή που όλοι περπατάμε με κάποιον ρυθμό. Έχουμε μια καρδιά που χτυπάει ρυθμικά. Έχουμε περάσει εννέα μήνες πριν γνωρίσουμε τι είναι η έξω ζωή, μέσα σε ένα περιβάλλον που ήταν κυρίως ηχητικό. Εκεί είχαμε την πρώτη μας ακουστική εμπειρία. Ακούγαμε μια καρδιά να χτυπάει με κάποιο συγκεκριμένο ρυθμό. Άρα δεν γίνεται να μην έχουμε σχέση με αυτό το πράγμα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπάρχουν δυσκολίες συντονισμού.
Ορισμένοι άνθρωποι, για διάφορους λόγους – είτε λόγω εμπειριών, τραύματος, ψυχολογικής κατάστασης, είτε άλλων παραγόντων – μπορεί να έχουν δημιουργήσει μια απόσταση από τον ρυθμό και να δυσκολεύονται να συντονιστούν με αυτόν. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν καμία αίσθηση του ρυθμού. Η αντίληψη του ρυθμού υπάρχει μέσα τους, ακόμα κι αν δεν είναι άμεσα προσβάσιμη.
Η μουσική με το σώμα είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό και ισχυρό εργαλείο, ειδικά για άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη σχέση τους με το σώμα τους. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να οφείλονται σε έντονη εσωτερική πίεση, άγχος ή μια υπερβολικά εγκεφαλική προσέγγιση στη ζωή. Μέσα από αυτή την τεχνική, τους δίνεται η ευκαιρία να ξανασυνδεθούν με τον ρυθμό και να ανακαλύψουν έναν πιο φυσικό τρόπο έκφρασης και συντονισμού με το σώμα τους.
Πολλές φορές, όταν η σχέση μας με το σώμα είναι πιο δύσκολη ή αντιμετωπίζει εμπόδια, το ίδιο ισχύει και για τη σχέση μας με τον ρυθμό. Η αντίληψη του ρυθμού περνά αναγκαστικά μέσα από το σώμα. Μόνο τότε μετατρέπεται σε νοητική αντίληψη και γίνεται λογική έννοια. Το να προσπαθήσουμε να παίξουμε μουσική χρησιμοποιώντας μόνο το σώμα μας είναι ο πιο γρήγορος, αποτελεσματικός και ευχάριστος τρόπος να αποκτήσουμε μια βαθύτερη σχέση τόσο με το σώμα μας όσο και με τον ρυθμό του. Αυτή την εμπειρία την έχω ζήσει προσωπικά, πρώτα ως μαθητής και στη συνέχεια -κυρίως- ως δάσκαλος.
Όταν άρχισα να διδάσκω μουσική με το σώμα, συνειδητοποίησα πόσο ισχυρό εκπαιδευτικό εργαλείο είναι. Δεν πρόκειται μόνο για τη διδασκαλία μουσικής ή τη βελτίωση της σχέσης μας με το σώμα και τον ρυθμό. Είναι μια διαδικασία που οδηγεί, αναπόφευκτα, στην αυτογνωσία. Και αυτή η αυτογνωσία είναι καθοριστική, όχι μόνο για την εκπαίδευση, αλλά και για να αντιμετωπίσουμε τη σύγχρονη ζωή και τους ρυθμούς της.”
Οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινότητας στο αστικό τοπίο σίγουρα δεν βοηθάνε…
“Πιστεύω ότι αυτό που μας επηρεάζει περισσότερο είναι οι πιεστικές καταστάσεις – αυτό που σωστά αποκαλούμε στρες. Το στρες μάς απομακρύνει έμμεσα από τη σχέση μας με το σώμα. Δεν θεωρώ ότι το πρόβλημα είναι απλώς η ταχύτητα του ρυθμού της ζωής σε σύγκριση με τον δικό μας εσωτερικό ρυθμό. Δεν είναι θέμα διαφοράς ταχύτητας, αλλά κυρίως η πίεση που ασκεί ο γρήγορος – ή, πιο σωστά, ο πιεστικός – ρυθμός ζωής.
Αυτή η πίεση δημιουργεί άγχος και μας απομακρύνει από την ικανότητά μας να ακούμε τον εαυτό μας και να συνδεόμαστε ουσιαστικά μαζί του. Εκεί, νομίζω, εντοπίζεται η ρίζα του προβλήματος που προκαλεί αυτός ο τρόπος ζωής.”
Ένα τέτοιο ανεβοκατέβασμα “ταχυτήτων” έγινε και όταν τον είδα να μοιράζεται τη σκηνή με τον Γιάννη Χαρούλη στο Θέατρο Βράχων. Το κοινό φάνηκε αρχικά κάπως απείθαρχο στο να ακολουθήσει την εμπειρία:
“Ήταν μια έκπληξη που αποφασίσαμε να κάνουμε με τον Γιάννη εκείνο το βράδυ. Το κοινό είχε προετοιμαστεί να παρακολουθήσει μια συναυλία με συγκεκριμένες εντάσεις και ένα συγκεκριμένο μέγεθος εμπειρίας, κάτι που αλλάζει όταν οι θεατές είναι τόσο πολλοί. Δημιουργείται ούτως ή άλλως μια διαφορετική ενέργεια, ειδικά όταν οι άνθρωποι είναι όρθιοι κάτω από τη σκηνή και συμμετέχουν ενεργά στο μουσικό γεγονός που παρακολουθούν.
Ήταν λοιπόν ξαφνικό όταν, αντί για τις εντάσεις της ηλεκτρικής κιθάρας, των ντραμς και του δυνατού ήχου από τους ενισχυτές, που λειτουργούν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο στα σώματα, πήγαμε ξαφνικά στο πολύ μίνιμαλ. Στο ουσιαστικό: τον ήχο ενός σώματος με τους απαλούς τόνους του. Νομίζω ότι είναι φυσιολογικό το ότι δυσκολεύτηκαν οι θεατές να συνδεθούν αρχικά. Από την άλλη, θεωρώ ότι το καταφέραμε τελικά. Κάνοντας την εισαγωγή μόνος μου, χωρίς κανένα άλλο όργανο, δώσαμε τη δυνατότητα να ακουστούν οι ήχοι του σώματος και να κατανοήσουν οι περισσότεροι ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε εκείνη τη στιγμή.”
Ποιο κοινό είναι πολύ “ανοικτό” σε αυτή τη διαδικασία;
“Τα παιδιά δεν χρειάζονται καμία εισαγωγή, καμία εξήγηση, το κατανοούν αμέσως, το διασκεδάζουν και μπαίνουν κατευθείαν στη λογική του. Όσο πιο νεαρά είναι, τόσο πιο εύκολα συνδέονται. Οι ενήλικες, αντίθετα, δυσκολεύονται περισσότερο. Και εδώ επανερχόμαστε στο θέμα της σχέσης με το σώμα.
Σε μια ηλικία όπου ακόμα δεν έχουμε προβληματιστεί έντονα για το τι σημαίνει ζωή, δεν έχουμε αναλάβει πολλές ευθύνες για τις επιλογές μας και δεν έχουμε εμπλακεί βαθιά σε προβληματισμούς που αφορούν τις σχέσεις μας με τους άλλους, η σχέση μας με το σώμα και τον ρυθμό είναι πιο υγιής και άμεση. Είμαστε πιο αυθόρμητοι παρά σκεπτόμενοι, και αυτό μας επιτρέπει να παραμένουμε συνδεδεμένοι με το σώμα μας.
Όσο μεγαλώνουμε και γινόμαστε περισσότερο εγκεφαλικοί, η αντίληψή μας για το σώμα αρχίζει να απομακρύνεται. Ξεχνάμε ότι το σώμα μας έχει τη δική του μνήμη, τους δικούς του κανόνες κίνησης και μια αυτονομία που δεν εξαρτάται πλήρως από τον εγκέφαλο. Προσπαθούμε να περάσουμε τα πάντα μέσα από τη νοητική μας διαδικασία, ακόμα και τις κινήσεις μας, δίνοντας εντολές στο σώμα για κάθε τι.
Κι όμως, οι περισσότερες κινησιολογικές μας δεξιότητες αποκτήθηκαν σε ηλικία που η νοητική αντίληψη σχεδόν δεν υπήρχε. Για παράδειγμα, το περπάτημα. Δεν μάθαμε να περπατάμε μέσω της σκέψης – το μάθαμε μέσω του σώματος, της κίνησης και της μίμησης. Εκπαιδευτήκαμε στο πώς να διαχειριζόμαστε το βάρος του σώματος, να εναλλάσσουμε το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο, κάτι που είναι εξαιρετικά περίπλοκο και σημαντικό.
Σήμερα, περπατάμε τόσο φυσικά, που μπορούμε ταυτόχρονα να μιλάμε, να τρώμε ή να σκεφτόμαστε κάτι άλλο. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πόσο ανεξάρτητο και αυτόνομο είναι το σώμα μας, καθώς και για το πώς μπορεί να αναλάβει λειτουργίες χωρίς την παρέμβαση της σκέψης και της νοητικής διαδικασίας.”
Μίλησέ μας για το Bodyterranean και το πώς δημιουργήθηκε αυτή η ‘μουσικοκινητική δράση’ που θα δούμε στο Ωδείο Αθηνών.
“Το Bodyterranean έχει κυκλοφορήσει πρώτα σαν μουσικό άλμπουμ. Ήταν μια πρόκληση για μένα. Το υλικό που είχα δουλέψει πριν από την ηχογράφηση του άλμπουμ είχε σχεδιαστεί για να παρουσιαστεί επί σκηνής, ως μέρος μιας περφόρμανς. Ωστόσο, όταν το πρότζεκτ για το οποίο είχα ετοιμάσει αυτό το υλικό σταμάτησε στην πανδημία, η πρώτη μου σκέψη ήταν να “σώσω” και να διατηρήσω τη δουλειά που είχα κάνει εκείνη την περίοδο.
Έτσι, σκέφτηκα ότι θα ήταν μια ωραία ιδέα να το μετατρέψω σε μουσικό άλμπουμ. Αποφάσισα να αναμετρηθώ με την πρόκληση να δημιουργήσω ένα έργο αποκλειστικά με ήχους του σώματος, που θα προοριζόταν μόνο για ακρόαση. Ο στόχος μου ήταν να φτιάξω ένα μουσικό έργο που, πέρα από την ιδιαιτερότητα ότι όλοι οι ήχοι θα παράγονται από το ανθρώπινο σώμα, θα είχε ουσιαστική καλλιτεχνική αξία. Δεν ήθελα να είναι απλώς ένα “περίεργο” εγχείρημα που θα προκαλούσε έκπληξη ή θα έκανε κάποιον να πει “άκου να δεις τι ασυνήθιστο!”. Ήθελα να είναι κάτι που θα είχε βάθος και θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομα ως μουσικό έργο.
Ήταν μια δύσκολη διαδικασία. Η ηχογράφηση και όλα όσα τη συνόδευσαν διήρκεσαν αρκετά χρόνια. Όταν τελικά το άλμπουμ κυκλοφόρησε, ένιωσα ότι είχα κάνει ένα σημαντικό βήμα. Στη συνέχεια, αποφάσισα ότι ήθελα αυτό το υλικό να παρουσιαστεί επί σκηνής.
Ο στόχος μου είναι να αναβιώσει με τα μουσικά δεδομένα του άλμπουμ, αλλά ταυτόχρονα να αποκτήσει ξανά την οπτική διάσταση και, κυρίως, τη μοναδική δόνηση της ζωντανής μουσικής που παράγεται από το σώμα. Αυτή είναι μια εμπειρία εντελώς ξεχωριστή. Να παρακολουθήσει κανείς ένα τέτοιο θέαμα και να συντονιστεί με αυτό. Είναι κάτι που, αν δεν το ζήσει κανείς, δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως την ένταση και την ιδιαιτερότητά του.
Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, προχώρησα σε ακροάσεις για να δημιουργήσω μια νέα ομάδα. Εδώ και 3-4 χρόνια η σύνθεση της ομάδας έχει σταθεροποιηθεί και ανυπομονούμε να παρουσιάσουμε την εξέλιξη του έργου της πρώτης έκδοσης του Bodyterranean, με κάποια νέα τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια θα ερμηνευτούν από εξαιρετικούς καλεσμένους: τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Μαρία Παπαγεωργίου και τον Γιάννη Χαρούλη.
Υπάρχει κάποια αφήγηση κάποια ιστορία που αφηγείται το Bodyterranean 2.0;
“Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη δραματουργία ή αφήγηση γεγονότων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια απλή συναυλία. Είναι μια παράσταση που έχει στηθεί με θεατρική λογική και διαθέτει μια γενικότερη αφηγηματική διάσταση. Περιλαμβάνει μουσικές που έχω δημιουργήσει ξεκινώντας από υλικό της παράδοσης. Από διασκευές τραγουδιών, κυρίως της ελληνικής παράδοσης και της παράδοσης της νοτίου Ιταλίας.
Δεν είναι απλώς μια σειρά τραγουδιών. Τα τραγούδια συνδέονται μεταξύ τους με έναν αφηγηματικό τρόπο, δημιουργώντας εικόνες, κάδρα και ατμόσφαιρες που περνούν η μία μέσα από την άλλη, σχηματίζοντας ένα ενιαίο σύνολο. Αυτό που την ενώνει και την κάνει ξεχωριστή είναι η αφηγηματική διάσταση που χαρακτηρίζει το performance, ιδιαίτερα όταν βασίζεται σε ένα τόσο πρωτογενές υλικό, που επικοινωνεί άμεσα με το σώμα του θεατή – το ίδιο το ανθρώπινο σώμα.
Οι πρόβες συνεχίζονται εντατικά. Η χαρά μας είναι τεράστια που έχουμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε με τόσο σπουδαίους καλεσμένους. Για παράδειγμα όταν πρότεινα στη Δήμητρα Γαλάνη να συμμετάσχει, μας ήξερε και ανταποκρίθηκε άμεσα και με ενθουσιασμό. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη μας επικοινωνία, μου πρότεινε ένα τραγούδι που θα μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί. Η διαδικασία αυτή είναι γεμάτη ενέργεια και δημιουργικότητα, και ανυπομονούμε να μοιραστούμε το αποτέλεσμα με το κοινό.”
Performers : Simone Mongelli | σύλληψη, σκηνοθεσία, ενορχηστρώσεις, body percussion, φωνητικά
Σίσσυ Πιντέλα | body percussion, φωνητικά, χορός
Φώτης Φωτόπουλος | body percussion, φωνητικά
Λήδα Δουμουλιάκα | body percussion, τραγούδι, χορός
Ναταλία Λαμπαδάκη | τραγούδι, body percussion, φωνητικά
Μιχάλης Κωτσόγιαννης | φωνητικά, body percussion, τραγούδι
7 και 8 Δεκεμβρίου 2024
Ωδείο Αθηνών
Αμφιθέατρο Ι. Δεσποτόπουλος
ticketservices.gr