ΣΤΟ FERRARI ΤΟΥ ΜΑΙΚΛ ΜΑΝ, Ο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΙΒΕΡ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΤΡΙΓΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Πρώτη φουλ μέρα στο 80ό φεστιβάλ Βενετίας με Ferrari, μια βαμπιρική σάτιρα με τον Πινοσέτ, και το τελείως ανόητο Dogman του Λικ Μπεσόν.
Σε ένα πολύ περίεργο ξεκίνημα για το φετινό φεστιβάλ Βενετίας, το Ferrari του Μάικλ Μαν –παρότι δεν ανήκει σε καμία περίπτωση στις πιο φιλόδοξες ή στιλιστικά περιπετειώδεις εξάρσεις του σκηνοθέτη– ξεχωρίζει ως η πρώτη Στιβαρή-Παύλα-Αληθινή Ταινία του διαγωνιστικού.
Πρότζεκτ πάθους για τον Μαν που προσπαθεί να το γυρίσει σε κάποια μορφή ήδη από τα ‘90s (ο σεναριογράφος Τρόι Κένεντι Μάρτιν, που είχε γράψει πολλά πετυχημένα βρετανικά φιλμ και σειρές στα ‘60s, πέθανε το 2009), το Ferrari εστιάζει στα γεγονότα μιας και μόνο χρονιάς, του 1957. Είναι τότε που η λάμψη του ονόματος απειλείται, με οδηγό αντίπαλου αυτοκινήτου να παίρνει το ρεκόρ ταχύτερου γύρου, με τους ντόπιους να αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της Ferrari, με το εργοστάσιο να βυθίζεται στο χρέος και τον λογιστή να προτείνει διαπραγματεύσεις με την Fiat ή την Ford, κι αυτά την ώρα που ο ίδιος ο Έντσο Φεράρι καλείται να αναγνωρίσει τον γιο που έχει με μια κρυφή του οικογένεια, τη στιγμή που ο γιος του Ντίνο έχει μόλις πεθάνει και ο γάμος του με τη Λάουρα είναι πρακτικά σε διάλυση.
Η ταινία δεν ενδιαφέρεται λοιπόν για μια κλασική βιογραφία δομής ανόδου-πτώσης. Ο Έντσο του Ferrari είναι ένας άντρας που μοιάζει παγιδευμένος – τα πάντα γύρω του μοιάζουν συχνά σαν ακίνητα καθώς εκείνος κινείται από σημείο σε σημείο, διακεκομμένα, ελλειπτικά, δίχως να αλλάζει τίποτα. Οι ήρωες του Μαν (Heat, Miami Vice, Collateral, Thief) είναι πολύ συχνά άντρες που βαθιά μέσα τους επιθυμούν να σταματήσουν να είναι κομμάτι της Ιστορίας, κι ο Έντσο έχει υψώσει άμυνες που τον κρατούν μακριά από τον κόσμο γύρω του– αν μη τι άλλο συναισθηματικά.
Έχει βιώσει θανάτους και τραγωδίες και απώλειες. Μοιάζει, πολύ απλά, περικυκλωμένος από φαντάσματα. Συνομιλεί καθημερινά με τον τάφο του νεκρού γιου του, θυμάται τις καταστροφικές απώλειες πιλότων του, κι ακόμα και το συγκεκριμένο στόρι της ταινίας οριοθετείται από τραγωδίες ή ακόμα κι από νίκες βαμμένες με τα χρώματα της φρίκης. (Υπάρχει μια σκηνή ατυχήματος που απέσπασε ένα τεράστιο συλλογικό ΓΚΑΣΠ από το κοινό στην αίθουσα, σίγουρα μια από τις πιο τρομακτικές σεκάνς που έχουμε δει φέτος σε κινηματογραφική οθόνη.)
Ως ένας μονίμως παγωμένος (νοερά, συναισθηματικά) Έντσο Φεράρι, ο Άνταμ Ντράιβερ είναι σιωπηλά, νεκρικά εντυπωσιακός. Καδραρισμένος από τον Μαν σαν τυπικός ήρωάς του (με πλάνα από την πίσω πλευρά του κεφαλιού του που κρύβουν την αντίδρασή του ή με το πρόσωπό του να γεμίζει το κάδρο σα να μην ανήκει σε αυτό) και ανέκφραστος με ένα τρόπο σαρωτικό κινείται τελικά κι ο ίδιος σαν φάντασμα: Χωρίς να αγγίζει, χωρίς να αντιδρά, παρά μόνο ψιθυρίζοντας κυνικές αλήθειες στα αυτιά των ανθρώπων που χρειάζεται να τους δει να πετυχαίνουν, όποιο κι αν είναι το κόστος. Σε μια φευγαλέα σκηνή, αναφέρεται υποτιμητικά στο παρελθόν του ως οδηγός («τερμάτισα μερικές φορές») όμως ένα άλλο φάντασμα κρέμεται πάνω από την ταινία. Εκείνο της πρώτης, ασπρόμαυρης σκηνής, ψηφιακά κατασκευασμένων «επίκαιρων» όπου ο Έντσο ως οδηγός τερματίζει και –για πρώτη και τελευταία φορά στην ταινία– μοιάζει χαρούμενος.
Γύρω από την μορφή του Έντσο Φεράρι, η ταινία που κατασκευάζει ο Μαν πάνω στο σενάριο του Κένεντι Μάρτιν και με τη συμβολή του πολύπειρου (και πολυ-οσκαρούχου) μοντέρ Πιέτρο Σκάλια, έχει μια αληθινά περίεργη μη-ροή. Είναι γραμμική ως αφήγηση όμως διαρκώς αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα να χτιστεί μομέντουμ, ακόμα κι όταν παραδιδόμαστε σε σκηνές αγώνων άγριου λυρισμού, λουσμένων σε ορμή και ουρλιαχτό. (Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Έρικ Μέσερσμιντ, των Mank και Mindhunter.) Ακόμα και τότε λοιπόν, ο αγώνας καθαρά ως αγώνας δεν αποτυπώνεται ποτέ με αδιάκοπο, αγνό τρόπο – πάντα στην άκρη του κάδρου, ή σε κάποιο παράλληλο μοντάζ, ή στην άκρη της σκέψης, βρίσκονται οι λοιπές διαστάσεις αυτής ιστορίας, δηλαδή η κατεστραμμένη οικογενειακή ζωή του Έντσο και το εμπορικό αδιέξοδο του εργοστασίου του.
Στο πρώτο από αυτά τα σκέλη, και κρατώντας έναν πραγματικά δύσκολα γραμμένα ρόλο που αντιστέκεται στην ανάπτυξη και ξετυλίγεται μέσα από μια συρραφή μικρών δραμάτων, η Πενέλοπε Κρουζ προσδίδει εντυπωσιακή βαρύτητα στη Λάουρα Φεράρι. Το έτερον ήμισυ ενός γάμου αλλά και μιας εμπορικής συνεργασίας, τη στιγμή που και ο γάμος αλλά και το εργοστάσιο μοιάζουν με ζωντανά φαντάσματα, μια σειρά από θλιβερές επαναλήψεις μοτίβων πόνου και απώλειας και αδιεξόδων – ένας γιος που δεν είναι πια εκεί· ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο που δε σταματά να μετατρέπεται σε μεταλλικό τάφο. Η Κρουζ βρίσκει την τραγωδία της κατάστασης μέσα σε πολλές ακίνητες σιωπές, σε μια από τις πιο ιδιόμορφες ερμηνείες της καριέρας της.
Η αρμονία δεν είναι πάντα εκεί στον τρόπο που η εστίαση μετατοπίζεται ανάμεσα στα διαφορετικά κομμάτια της ζωής του Έντσο και συχνά θα φανεί πως το σπιτικό κομμάτι κρατά φρεναρισμένο το υπόλοιπο φιλμ, όμως παρά τις ατέλειες νομίζω πως το τελικό αίσθημα απουσίας γκαζιού, είναι ακριβώς η πρόθεση των δημιουργών. Όταν η κορύφωση επιτυγχάνεται, η ταινία (και η ιστορία της, και ο Έντσο) χάνονται από τον ορίζοντά μας, με το καθαρτήριο πια πίσω του(ς).
Ο Μαν έχει καταφέρει στο πιο πρόσφατο στάδιο της φιλμογραφίας του να περάσει στη δημιουργία ταινιών που μοιάζουν περισσότερο με ιμπρεσιονισμό πάνω σε ψηφιακές παλέτες (Miami Vice, το παρεξηγημένο Blackhat) κι εδώ αν μη τι άλλο φαίνεται πως επιστρέφει σε μια πιο παραδοσιακή δομή αφήγησης έργων του όπως το Ali ή το Insider. Δεν είναι ακριβώς πισωγύρισμα όσο μια παράδοξη μίξη των διαφορετικών αυτών περιόδων του, με την απουσία καθαρής δραματουργικής διαδρομής να συνυπάρχει με μια σαφή γραμμική αφήγηση.
Είναι ΟΚ αυτό: Κάποιες φορές χρειάζεται απλώς να κάνεις τους ίδιους γύρους της ίδιας πίστας, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. Πηγαίνεις μπροστά, αλλά θα είναι σα να βρίσκεσαι στο ίδιο ακριβώς σημείο. Στο τέλος όμως, όταν πέσει η καρό σημαία, ίσως κάπου έχεις τελικά φτάσει. Κάτι έχεις πετύχει. Μερικές φορές, ίσως τερματίσεις.
Το Ferrari θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις 28 Δεκεμβρίκου.
Ο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΪΒΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΣΤΟΥΝΤΙΟ
Ο Άνταμ Ντράιβερ γίνεται ο πρώτος χολιγουντιανός a-list σταρ που εμφανίζεται στο φετινό φεστιβάλ, που όπως γράφαμε χτες θα μοιάζει φέτος κάπως λειψό λόγω της απεργίας των σεναριογράφων και των ηθοποιών και της άρνησης των χολιγουντιανών στούντιο να αποζημιώσουν δίκαια τους εργαζόμενούς τους.
Ο Ντράιβερ είναι στη Βενετία επειδή το Ferrari γυρίστηκε ως ανεξάρτητη συγ-χρηματοδότηση και έπειτα αποκτήθηκε στην Αμερική από την επίσης ανεξάρτητη εταιρεία διανομής Neon, που έχει ήδη συμφωνήσει με όλη τη λίστα αιτημάτων του σωματείου των ηθοποιών.
Ως εκ τούτο, το Ferrari ήταν ανάμεσα στα φιλμ που πήραν εξαίρεση από τη SAG-AFTRA, που σημαίνει πως οι ηθοποιοί της ταινίας έχουν το ελεύθερο να την προμοτάρουν κανονικά. Μια τακτική που σε καμία περίπτωση δεν βρίσκει τους πάντες σύμφωνους– μεγάλη μερίδα των απεργών θεωρεί πως τέτοιες εξαιρέσεις αποδυναμώνουν το ενιαίο μέτωπο του σωματείου, ενώ πρακτικά μιλώντας, μια ταινία όπως το Ferrari θα βρεθεί κάποια στιγμή στο μέλλον (ή σε πολλές χώρες του κόσμου) σε κάποια πλατφόρμα, όποτε στην ουσία το σωματείο έχει δώσει εξαίρεση για μια παραγωγή που στο βάθος της διαδρομής θα ενισχύσει με κάποιο τρόπο, κάποιο από τα στούντιο.
Από την άλλη, υπάρχει το στρατόπεδο που υποστηρίζει πως κάποιος μεγάλος σταρ που εμφανίζεται σε ένα φεστιβάλ σαν της Βενετίας υπογραμμίζοντας το μήνυμα της απεργίας, είναι κάτι που βοηθάει. Είναι μεγάλο, περίπλοκο ζήτημα χωρίς κάποια εύκολη απάντηση.
Ο ίδιος ο Άνταμ Ντράιβερ πάντως, στη συνέντευξη τύπου για το Ferrari δήλωσε πως «είμαι περήφανος να είμαι εδώ ως οπτική εκπροσώπηση μιας ταινίας που δεν είναι κομμάτι της AMPTP». Κι εξήγησε πως ο λόγος ύπαρξης αυτών των εξαιρέσεων «είναι για να πεις, πώς μπορεί ένας μικρότερος διανομέας όπως η Neon και η STX International να συμφωνήσει με τις απαιτήσεις που ονειρεύεται η SAG, αλλά μια μεγάλη εταιρεία όπως το Netflix και το Amazon δεν μπορούν;»
Είναι μια εξαιρετική, to the point ερώτηση, που τα μεγάλα στούντιο οφείλουν να απαντήσουν. Δε θα το κάνουν φυσικά, γιατί ξέρουμε πως η ουσία των αρνήσεών τους δεν είναι τα λεφτά (που έχουν), αλλά είναι το ότι πολύ απλά, δεν πρέπει να κερδίσουν καμία μάχη εναντίον τους οι εργάτες.
ΔΥΟ ΠΑΛΑΒΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
Δύο ακόμα ταινίες είχαν χθες την παγκόσμια πρεμιέρα τους στη Βενετία. Στο El Conde (The Count) του Πάμπλο Λαραϊν, σκηνοθέτη του Jackie και του Spencer, ο Αουγκούστο Πινοσέτ αποκαλύπτεται πως είναι βαμπίρ ακόμα ζωντανό σε κάποια μακρινή περιοχή της Χιλής. Η ταινία φαντάζεται ένα fantasy ιστορικό για τον Πινοσέτ που τον συναντά πρώτη φορά στη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης ως υποστηρικτή της Μαρίας Αντουανέτας και στη συνέχεια ως πλάσμα ορκισμένο να πατάξει κάθε επανάσταση που μαίνεται ανά τον κόσμο. Έτσι καταλήγει στη Χιλή, και τα υπόλοιπα όπως λένε, είναι Ιστορία.
Ο Λαραϊν έχει αφιερώσει το πρώιμο σκέλος της φιλμογραφίας του στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση στη Χιλή και στα όσα άφησε πίσω του ο Πινοσέτ, ενώ στα πιο πρόσφατα φιλμ του παρέδωσε μια σειρά από ευφάνταστα βιογραφικά έργα πειραγμένης ματιάς, που εστιάζουν σε κάποιο πολύ συγκεκριμένο κομμάτι μιας ζωής που αποκαλύπτει κάτι για το πρόσωπο, αλλά και για τον τόπο, και για τον χρόνο. Το El Conde θα μπορούσε να είναι κάτι που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία αν εξαιρέσει κανείς τη μικρή λεπτομέρεια πως είναι ένα βαμπιρικό fantasy εναλλακτικής Ιστορίας, όμως υπό μία έννοια τα ίδια αφηγηματικά υλικά χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης για να μιλήσει για το πώς οι πληγές της χώρας είναι ακόμα εκεί – και το Κακό συνεχίζει να δρα καταστροφικά ακόμα κι αφού πιστέψεις πως έχει χαθεί για πάντα.
Πέρα όμως από ένα ευφάνταστο concept και μια σκληρά παραμυθένια, ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικονίζει αυτή την πολιτική αλληγορία σαν κάτι το σχεδιασμένο με κάρβουνο, η ταινία ούτε ιδιαίτερα αιχμηρή είναι, ούτε διαθέτει κάποιο αξιοσημείωτο επίπεδο παρατήρησης, ούτε αρκετά αστεία, αλλά και ρυθμό ποτέ δεν βρίσκει (ειδικά στο τρίτο act όπου τα πράγματα φτάνουν σε επίπεδα φαρσικά πλέον). Βλέπεται οπωσδήποτε σαν ένα παράδοξο, σαν μια καλτ ιδιομορφία, αλλά τελικά είναι σαν ποτέ να μην αναπτύχθηκε ικανά πέρα από το αρχικό δομικό στάδιο. Σπάνια αστοχία για τον σκηνοθέτη. Η ταινία θα έρθει σύντομα στο Netflix.
Όμως εκτιμάς περισσότερο την ακατάτακτη φιλοδοξία του El Conde αν το τοποθετήσεις δίπλα στην έτερη «τι ακριβώς βλέπω τώρα;;» ταινία της πρώτης μέρας του Διαγωνιστικού, δηλαδή το Dogman του Λικ Μπεσόν.
Σε αυτή την ταινία, που αδυνατούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο βρέθηκε στο Διαγωνιστικό τμήμα ενός μεγάλου φεστιβάλ σαν τη Βενετία, ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς (βραβείο ερμηνείας στις Κάννες για το Nitram) παίζει έναν άντρα παραπληγικό, που του αρέσει να ντύνεται γυναίκα, ο οποίος έχοντας περάσει φρικτά παιδικά χρόνια κακοποίησης, έχει αναπτύξει έναν ισχυρό δεσμό ενσυναίσθησης και κατανόησης με τα σκυλιά, τα οποία αρχίζουν σταδιακά να συγκεντρώνονται γύρω του και να κάνουν τα πάντα για αυτόν. Ο Νταγκ αφηγείται την ιστορία του από το κελί όπου βρίσκεται κρατούμενος, φτάνοντας από τα παιδιά του χρόνια μέχρι το πώς έφτασε να οργανώνει επιχειρήσεις διαρρήξεων (που εκτελούσαν τα σκυλιά) ή τα έβαλε με τοπικούς μαφιόζους (με τη βοήθεια των σκυλιών) σε μια ευρύτερη διαδικασία Τζοκερ-οποίησης.
Σε μια ταινία που ακούγεται τόσο παλαβή και γυρισμένη από έναν σκηνοθέτη όπως ο Λικ Μπεσόν, που μας έχει δώσει ουκ ολίγες στιγμές απολαυστικού (και άκρως κινηματογραφικού!) high trash (Πέμπτο Στοιχείο, Lucy, Nikita – φανταστικά πράγματα), θα περίμενε κανείς πως κάτι το απρόσμενο θα συνέβαινε, μια κάποια υπέρβαση, μια ακρότητα. Αντ’αυτών, το Dogman δεν έχει καν το σθένος να γίνει καν αληθινά προσβλητικό. Είναι μια ιδέα που ποτέ δε μετατρέπεται σε τίποτα, μια σειρά από προβλέψιμα σημάδια εκτόνωσης δίχως καμία οπτική έμπνευση, δίχως χιούμορ, δίχως πρόκληση, δίχως αντισυμβατικότητα, δίχως –τελικά πάνω από όλα– κέφι.
Μια ταινία που δεν είχε λόγο να βρίσκεται στο Διαγωνιστικό τμήμα, κάτι που ελπίζουμε να μη χρειαστεί να σκεφτούμε κι άλλες φορές στη διάρκεια του φεστιβάλ. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί τον Οκτώβριο.
Το οποίο συνεχίζεται σήμερα με μεγάλες πρεμιέρες το πολυαναμενόμενο πια Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου (έφτασε η ώρα!) και το wonderful-όνομα-και-πράγμα Wonderful Story of Henry Sugar, τη μεσαίου μήκους ταινία που γύρισε ο Γουές Άντερσον για το Netflix.