ΣΤΟΝ “ΜΟΝΟΜΑΧΟ ΙΙ” Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ – ΚΑΙ ΣΑΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ, ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΑΡΣΑ
24 χρόνια μετά, ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιστρέφει στον βραβευμένο με Όσκαρ “Μονομάχο” του, με πρωταγωνιστές τους Πολ Μέσκαλ, Ντενζέλ Ουάσινγκτον και Πέδρο Πασκάλ.
Αντιμέτωπος με την ιδέα ενός σίκουελ, 24 χρόνια μετά, μιας από τις μεγαλύτερες και διασημότερες επιτυχίες της καριέρας του, ο βετεράνος και υπερ-επιτυχημένος σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ μοιάζει σαν, απλώς, να κοίταξε τον κόσμο γύρω του και να αποφάνθηκε: Ναι, θα κάνω το ίδιο. Αλλά πιο θυμωμένο. Πιο ματαιωμένο. Πιο σκληρό και κυνικό και σκοτεινό.
Γιατί, αλήθεια, τι άλλη αντίδραση μπορείς να έχεις από ένα σημείο και μετά καθώς ζεις την πολλοστή στροφή της Ιστορίας πάνω στην ίδια κυκλική τροχιά;
Δεν είναι καν η πρώτη φορά που το κάνει αυτό ο Ρίντλεϊ Σκοτ – ουσιαστικά να κάνει ριμέικ τον εαυτό του, αλλά πιο αιχμηρός, πιο σκοτεινός και πιο θυμωμένος. Το έκανε και στο παρεξηγημένο Alien: Covenant, με το οποίο ο Μονομάχος ΙΙ έχει θα λέγαμε κάποιες απρόσμενες συγγένειες. Αλλά ας μη βιαζόμαστε.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΣΚΑΡΙΚΟ ΜΟΝΟΜΑΧΟ, ΣΤΟ ΣΙΚΟΥΕΛ 24 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Πάμε πίσω στο 2000, όπου ο ορίτζιναλ Μονομάχος μάζεψε $450 εκατομμύρια στο παγκόσμιο box office και πήρε και 5 βραβεία Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία το Καλύτερης Ταινίας. Στην ταινία ο Μάξιμος, που υποδύεται με χορταστικά υπερηρωικό στόμφο ο Ράσελ Κρόου –που επίσης πήρε το Όσκαρ– καταλήγει στην αρένα ύστερα από μια πράξη ανυποταγής απέναντι στον μανιακό αυτοκράτορα Κόμοδο (Χοακίν Φοίνιξ σε έξαλλα camp κατάσταση). Κι από εκεί παλεύει απέναντι σε όλο το σύστημα μέχρι να βρεθεί αντιμέτωπος με τον άνθρωπο που τον καταδίκασε.
Το φιλμ τελειώνει (spoilers υποθέτω, για ένα φιλμ 24 χρόνων) με τον Μάξιμο να σκοτώνει τον Κόμοδο κι ύστερα να υποκύπτει στα τραύματά του, αφήνοντας όμως υποτίθεται πίσω ζωντανή την ελπίδα για το όνειρο μιας ανθρωποκεντρικής Ρώμης που πρέσβευβε ο αμέσως προηγούμενος αυτοκράτορας, Μάρκος Αυρήλιος (ο θρυλικός Όλιβερ Ριντ στο ρόλο). Το φινάλε εκείνο είναι χολιγουντιανά γλυκόπικρο: ο ασταμάτητος ήρωας που δε σταματά απέναντι σε τίποτα μέχρι να θριαμβεύσει το δίκαιο, ακόμα κι αν ο ίδιος πληρώσει το ύστατο τίμημα.
Όμως στο ξεκίνημα του σίκουελ, από τις πρώτες γραμμές που εμφανίζονται στην οθόνη είναι εμφανές πως είναι σαν τίποτα να μην είχε σημασία. Τη Ρώμη κυβερνούν τα αδέρφια Γέτας και Καρακάλλας, η αυτοκρατορία είναι σε παρακμή, τα μέτωπα πολέμου πολλά, η πείνα του λαού τεράστια. «Ας φάνε πόλεμο!», φωνάζει ο Γέτας του Τζόζεφ Κουίν (Stranger Things). Δυο φιγούρες ντυμένες στα λούσα αλλά με μια χροιά του άρρωστα λευκού, σα να ήταν War Boys που έγιναν ανίκανοι αυτοκράτορες.
Το να βλέπουμε σίκουελ που ακυρώνουν εξελίξεις προηγούμενων κεφαλαίων προς εξυπηρέτηση πλοκής δεν είναι κάτι καινούριο (από το «ξαφνικά είναι φτωχός!» του Ρόκι 5 μέχρι το «κάπως, ο Πάλπατιν επέστρεψε» του Rise of Skywalker), όμως εδώ ο μόνος κυνισμός υπάρχει μέσα στην ιστορία κι όχι στο χτίσιμό της.
Για να το πούμε αλλιώς, η ιδέα πως η χολιγουντιανή θυσία του τίμιου γίγαντα Μάξιμου δεν επέφερε το παραμικρό απολύτως θετικό αποτέλεσμα λειτουργεί σαν απότομο ξύπνημα. Μοιάζει με μια εξέλιξη που σαφώς βρίσκεται σε διάλογο με την συλλογική απογοήτευση ενός σημερινού κόσμου σε αδιέξοδο, όσο φυσικά και με την ίδια την Ιστορία που αυτές οι ταινίες πολύ χαλαρά δραματοποιούν – γιατί ναι, η Ιστορία είπαμε κύκλους κάνει, και ο θάνατος του Μάρκου Αυρήλιου όντως σήμανε το τέλος της Χρυσής Εποχής της Ρώμης.
Το σίκουελ λοιπόν ξεκινά εκεί που τελείωσε το ορίτζιναλ, έχοντας πρώτα αφηγηθεί εν τάχει την ιστορία με ένα στυλ νερομπογιάς που μοιάζει να προκύπτει από την αισθητική του λογοτύπου της εταιρείας παραγωγής του Σκοτ, την Scott Free. Η πρώτη ταινία μοιάζει, ναι, σα να είναι κάποιο παραμύθι, από αυτά που διηγούμαστε για να κοιμηθούν χωρίς να ανησυχούν τα παιδιά σε μια αυτοκρατορία που φλέγεται και βουλιάζει.
Πίσω από το μύθο, ο Λεύκιος (εγγονός του Αυρήλιου, που επιβίωσε της πρώτης ταινίας) είναι τώρα άντρας, αλλά μακριά από τη Ρώμη, με άλλο όνομα, χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιος είναι, και αιχμάλωτος πλέον της αυτοκρατορίας ύστερα από μια επιτυχημένη πολιορκία από τα στρατεύματα της Ρώμης. Υπό την ηγεσία του Ακάκιου (Πέδρο Πασκάλ με φωνή από boom box), ο στρατός προελαύνει, αλλά πίσω από το νικητήριο έναυσμά του, ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει βάλει ως ηχητικό χαλί ουρλιαχτά και οδυρμούς κι ως οπτικό πέπλο στάχτες.
ΠΟΛ ΜΕΣΚΑΛ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΝΤΕΝΖΕΛ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ
Ο Λεύκιος, με την αγαπημένη του νεκρή από βολή στρατιώτη της Ρώμης (και άρα του Ακάκιου), την οποία αποχαιρετά σε ένα μουντό μεταθανάτιο σκηνικό, ορκίζεται εκδίκηση. Η οργή του είναι αυτό που τον καταλαμβάνει, αυτό που τον χαρακτηρίζει. Ο Πολ Μέσκαλ διχάζει ως επιλογή, αλλά δε θα μπορούσα να διαφωνώ περισσότερο με την γνώμη πως είναι «λάθος για τον ρόλο».
Ο Μέσκαλ συνήθως μοιάζει να πλέει μες στο κάδρο οπότε είναι ακόμα πιο επιθετική η αλλαγή του εδώ, με μια οργή λιγοστών λέξεων και εκφράσεων να τον κινεί. Τα μάτια του μοιάζουν διαρκώς πασπαλισμένα στη στάχτη και το σώμα του μονοκόμματα αποφασισμένο να ριχτεί στην οποιαδήποτε μάχη βρει μπροστά του. Ο Λεύκιος του Μέσκαλ μοιάζει διαρκώς πυρακτωμένος – σα να κινείται μέσα σε μια φλόγα αόρατη στο δικό μας βλέμμα.
Στην αρένα, ο Λεύκιος θα τα βάλει με ένα σύστημα ολόκληρο, με μια καλοταϊσμένη ελίτ που δεν έχει καν τρόπο να καταλαβαίνει πότε κάτι είναι δημοφιλές ή αντιδημοφιλές γιατί τόσο πολύ έχουν πάψει να αναγνωρίζουν τον λαό ως ανθρώπους. Θα τον φέρει εκεί ο καταφερτζής Μακρίνος που θέλει να αποκτήσει ισχύ και έλεγχο, προερχόμενος από σκλαβιά κι ο ίδιος.
Στο ρόλο ο Ντενζέλ Ουάσινγκτον παίζει άκρως θεατρικά, τραβάει συλλαβές, τεντώνει το μανδύα του, στρίβει διαρκώς το κορμί και το βλέμμα του: Μια camp εξτραβαγκάντσα σε απόλυτο έλεγχο ενός έτσι κι αλλιώς σπουδαίου ερμηνευτή, απόλυτα ταιριαστή στην αποτύπωση ενός άντρα που προσπαθεί με ερμηνευτικά τρικ και πειθώ να αποκτήσει τον έλεγχο που δεν είχε ποτέ του.
Η ιδέα πως ένας μονομάχος μπορεί να εξαγοράσει την ελευθερία του, αν δηλαδή παίξει μπάλα με το σύστημα κι είναι καλό παιδί και τον αγαπήσει ο κόσμος, δεν είναι τελικά ξένη ως προς μοντέρνα συστήματα ελέγχου και ταξικής και φυλετικής καταπίεσης: Εκεί που τα υποκείμενα όντα μαθαίνουν πως κάποιοι λίγοι εκλεκτοί μπορεί να είναι οι Καλοί Σκλάβοι ενός συστήματος που πρέπει να ξηλωθεί συθέμελα. Εκεί όπου τα όνειρα για το αύριο είναι, απλώς, το να μπορέσεις μια μέρα να γίνεις εσύ ο καταπιεστής.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα τείχη καταπίεσης και αίματος, ο Λεύκιος περιφέρει την οργή του, δίχως να ακούει δεύτερη κουβέντα. Ό,τι κι αν συμβαίνει, όποιον κι αν συναντά, ό,τι κι αν αντιμάχεται, ό,τι κι αν μαθαίνει, ό,τι κι αν ερωτάται, η απάντηση είναι πάντα ίδια. Η μονομανία να σκοτώσει κάθε στρατιώτη της Ρώμης, και αυτό το βλέμμα: ( •̀ ᴖ •́ )
Γύρω του η Ιστορία (κι η ιστορία της πρώτης ταινίας) επαναλαμβάνεται σαν τραγωδία. Πάλι ένας μονομάχος πρέπει να κερδίσει την ελευθερία του μέσα από την αρένα, αποκαλύπτοντας στην πορεία ποιος πραγματικά είναι. Πάλι θρηνεί την οικογένειά του. Πάλι η Ρώμη βουλιάζει. Πάλι οι αυτοκράτορες είναι τρελοί. Πάλι διοργανώνεται μια κάποια απόπειρα αντίστασης (κι από τα ίδια πρόσωπα!). Όμως η χροιά είναι πιο σκοτεινή. Οι συγκρούσεις πιο βίαιες και αιματηρές. Και η πραγματικότητα πιο κυνική.
ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ ΙΙ ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ ALIEN: COVENANT
Τα πάντα είναι χειρότερα – ακριβώς επειδή έχουν συμβεί ξανά. Ακριβώς επειδή τα εμψυχωτικά παραμύθια της αρένας για τους άθλους του Μάξιμου, δεν λένε τίποτα πια στον Λεύκιος, τη γενιά που γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα σε μια εξελισσόμενη και επαναλαμβανόμενη καταστροφή. (Συγγνώμη αν το πήραμε και λίγο προσωπικά ε, καταλαβαίνετε. Έχω και μια ιδιαίτερη αγάπη για τον σκηνοθέτη – είναι εξάλλου ο μόνος που έχει κοσμήσει ποτέ την background οθόνη του κινητού μου.)
Αλλά η Ιστορία επαναλαμβάνεται και ως φάρσα: Το camp στοιχείο, που έτσι κι αλλιώς χαρακτήριζε και την παλιομοδίτικα επική πρώτη ταινία, βρίσκεται έντονο κι εδώ και μάλιστα σε αντίστιξη με την σκοτεινή οργή του Μέσκαλ και το κυνικό άνοιγμα της ταινίας, χτυπάει κάπως πιο επιθετικά. Η ταινία δεν ξεχνά ποτέ να σε διασκεδάζει, κι αν το κάνει θυμωμένα, τότε ας είναι – υπάρχει κάτι πιο απολαυστικά μανιακό έτσι κι αλλιώς στην ιδέα πως γλεντάς στην αιχμή της Ιστορίας.
Οι σκηνές δράσης είναι όλες καθαρές και χορταστικές, με άψογη αίσθηση χώρου, κίνησης και ρυθμού, με το επικό να συναντά το σαχλό με τρόπους σχεδόν επιστημονικά ακριβείς και το κινηματογραφικά επιβλητικό να τέμνεται με το ιντερνετικά meme-ίσιμο. Μες στο Κολοσσαίο οι μονομάχοι αντιμετωπίζουν από ρινόκερους μέχρι καρχαρίες(!), κι η άρχουσα τάξη περιπαίζει τους πάντες κακαρίζοντας υστερικά, την ώρα που στις εξέδρες ο όχλος αλλάζει αγαπημένους στο άψε σβήσε πριν αρχίσει να αντιδρά. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ δεν έτρεφε ποτέ στο σινεμά του ιδιαίτερη αγάπη για λαϊκές συλλογικότητες, αλλά από την άλλη το μόνο σίγουρο είναι πως ανέκαθεν απεχθανόταν τον πλούτο και την συστημική ισχύ, κάτι πασιφανές κι εδώ για μια ακόμα φορά.
Ίσως μάλιστα ένα άλλο πρόσφατο φιλμ αυτής της ύστερης περιόδου της καριέρας του να είναι το κλειδί για να καταλάβουμε ή έστω να εκτιμήσουμε λίγο παραπάνω τι είναι αυτό που κάνει στον Μονομάχο ΙΙ. Στο πολύ αγαπημένο Alien: Covenant, ο Σκοτ επισκέπτεται ξανά τη μυθολογία του franchise που ξεκίνησε με το εμβληματικό του φιλμ από το 1979, παίζοντας ξανά με παρόμοιους κανόνες, με μια παρόμοια σύνθεση χαρακτήρων και δυναμική, σχεδόν κάνοντας ριμέικ τον εαυτό του.
Αλλά, ναι, και πάλι: Τα πάντα εδώ είναι απείρως πιο οργισμένα, κυνικά, απεγνωσμένα. Οι θάνατοι μοιάζουν πιο απάνθρωποι. Η ελπίδα τρεμοσβήνει γιατί πάντα ξέρουμε πως ο κύκλος αυτός δεν κλείνει ποτέ. Και πίσω από την πιο φρικώδη πράξη βίας, πίσω από τα γρανάζια του ελέγχου, βρίσκεται ένας άλλος μονομάχος, ένα ον εξοργισμένο με τους ίδιους τους θεούς του.
Ο Μονομάχος ΙΙ δεν διαθέτει βέβαια τίποτα από την υπαρξιακή οργή του Alien: Covenant, και ούτε τελικά κι από το σκοτάδι. Είναι, μη γελιόμαστε, κι αυτό ένα ανάλαφρο χολιγουντιανό θέαμα, με την αρένα του, τις μάχες του και τις εξελίξεις του που τελικά δε θέλουν να ταράξουν στα αλήθεια κανέναν θεατή. Όμως κάπου στο βάθος, μπορείς να διακρίνεις τον άνθρωπο πίσω κι από τα δύο.
Στα 87 του πια χρόνια, ο ασταμάτητος Ρίντλεϊ Σκοτ μοιάζει ακόμα θυμωμένος και απογοητευμένος από τον κόσμο γύρω του. Αλλά, διάβολε, δεν έχει ξεχάσει ούτε στιγμή, πώς να μας διασκεδάζει καθώς μοιρολογεί.
Ο Μονομάχος ΙΙ κυκλοφορεί στις αίθουσες 14 Νοεμβρίου από την Feelgood Entertainment.