ΤΑ 25 “ΚΑΛΥΤΕΡΑ” ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Ο Παναγιώτης Μένεγος επιλέγει τους δίσκους που χαρακτήρισαν την εποχή από την αυγή της τρίτης χιλιετίας ως σήμερα.
Μην τα ξαναλέμε, δεν είμαστε μικρά παιδιά.
Αυτή εδώ δεν είναι Η ΛΙΣΤΑ με «τα καλύτερα άλμπουμ» της περιόδου 2000-2024, αλλά ΜΙΑ ΛΙΣΤΑ με «τα αγαπημένα» αυτού του χρονικού διαστήματος. Μιας περιόδου που έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, έγιναν πόλεμοι, αλλάξαμε νόμισμα, αποκτήσαμε έξυπνα τηλέφωνα, ζήσαμε online. Αλλά κι αγοράζαμε CDs, μετά κατεβάζαμε/ανταλλάζαμε MP3s, ύστερα «επιστρέψαμε στο βινύλιο», τελικά καταλήξαμε να στριμάρουμε. Όμως ποτέ δεν σταματήσαμε να ακούμε μουσική. Και, μην ακούτε τους προγονόπληκτους, ποτέ δεν σταμάτησε να βγαίνει εμπνευστική, πρωτοποριακή, θαυμάσια μουσική – στην οποία μάλιστα έχουμε και μεγαλύτερη/ευκολότερη πρόσβαση από ποτέ.
Ακολουθούν τα άλμπουμ. Συμφωνήστε, διαφωνήστε, ανακαλύψτε, επιστρέψτε, κάπου ανάμεσα στο name dropping μάλλον θα βρείτε κι ένα κομμάτι του εαυτού σας…
25. The Comet Is Coming, Trust in the Lifeforce of the Deep Mystery
(Impulse, 2019)
To αποκορύφωμα αυτής της jazz-not-jazz τάσης της τελευταίας δεκαετίας που σπρώχνει κόσμο που δεν έχει ούτε έναν Miles, ούτε έναν Coltrane στη δισκοθήκη του, να ανακαλύψει ονόματα όπως οι BADBADNOTGOOD ή ο Kamasi Washington. Ή αυτήν εδώ την τριάδα από το Λονδίνο, με εγκέφαλο τον (King) Shabaca Hutchings που μοίρασε μεταλλαγμένη jazz σε παιδιά που έχουν αφυδατωθεί σε κάποιο drum ’n’ bass πάρτυ λονδρέζικης αποθήκης, ζητάνε από τους θείους τους κασέτες με τα «πρώιμα jungle», ψωνίζουν χόρτο από Τζαμαϊκανούς στο νότιο Λονδίνο, ορκίζονται στο ευαγγέλιο του Gilles Peterson, τους μιλάνε τα ονόματα των Streets και του Dizzee Rascal αλλά στα ακουστικά τους παίζουν ο Loyle Carner κι ο Slowthai.
24. MGMT, Oracular Spectacular
(Columbia, 2007)
Οι περισσότεροι στοιχηματίζαμε ότι με το ντεμπούτο τους οι adopted Μπρουκλινέζοι ναι μεν είχαν πιάσει το zeitgeist της Μεγάλης Χίψτερ Στιγμής -ούτε συζήτηση γι’ αυτό-, αλλά δε θα άντεχαν στον χρόνο. Οι ίδιοι άλλωστε δεν το βοήθησαν. Τα επόμενα, πιο prog, άλμπουμ τους πήγαν σε άλλα μονοπάτια, δεν παρήγαγαν hits, μάλλον δεν ήταν κι εφάμιλλα. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, όμως, η τριάδα “Kids”, “Electric Feel”, “Time to Pretend” ακούγεται ακόμα ως αυτό που τελικά ό χρόνος απέδειξε πώς πραγματικά είναι: σπουδαία indie pop που αξίζει να θυμόμαστε από την εποχή των blogs, του Hype Machine και των nu rave remixes που δεν είμαι σίγουρος ότι δε θέλουμε να ξεχάσουμε.
23. Cat Power, The Greatest
(Matador, 2006)
Μέχρι το 2000, η Chan Marshall έφτιαξε το όνομά της σε συνθήκες lo-fi αισθητικής κι απήχησης. Και με την αλλαγή της χιλιετίας τρύπησε το mainstream. Με τον δίσκο με τις διασκευές, με τον επόμενο που φιλοξένησε Eddie Vedder/Dave Grohl/Wareen Ellis, με αποκορύφωμα το The Greatest. Εκεί που αποφάσισε, κοιτώντας προς τη soul του Νότου, να την ερωτευθούν και όσοι το έπαιζαν αδιάφοροι ως τότε. Δίνοντας με το “Lived in Bars” έναν καλό τίτλο σε μερικά εκατομμύρια αυτοβιογραφίες ανά τον κόσμο που δε θα δημοσιευθούν ποτέ…
22. The Streets, Original Pirate Material
(Vice, 2002)
Όταν έσκασε ως o επόμενος poet laureate που περιγράφει τη low life της βρετανικής εργατικής τάξης, ίσως αντισταθήκαμε. Το hype ήταν εκκωφαντικό. Κι εμείς είχαμε συνηθίσει, οι προκάτοχοί του να συνοδεύονται με κιθάρες όπως ο Mark E. Smith και (σε άλλο πλαίσιο) ο Morrissey. 20+ χρόνια μετά ξέρουμε ότι ο Mike Skinner υπήρξε αναμφισβήτητα ο χρονικογράφος εκείνης της εποχής, διατυπώνοντας μια εντελώς διαφορετική hip hop πρόταση που συνομιλούσε με το drum ‘n’ bass, το UK garage και τα υπόλοιπα παρακλάδια του βρετανικού αστικού ήχου. Άλλο ένα σπουδαίο άλμπουμ, μετά ένα παρατεταμένο κάψιμο και μια προσπάθεια επιστροφής που είναι ακόμα εν εξελίξει…
21. Franz Ferdinand, S/T
(Domino, 2004)
Άραγε πόσοι από τους δίσκους της λίστας αγαπήθηκαν στην «ομορφότερη χώρα του κόσμου» όσο αυτός; 11 στα 11 κομμάτια που θα μπορούσαν να είναι πιθανά singles. 11 στις 11 συνθέσεις που αποτελούν – καθεμία ξεχωριστά – άψογα παραδείγματα του τι σημαίνει catchy tune. 11 στα 11 κομμάτια που θυμάσαι τους στίχους (έστω του ρεφρέν) ακόμα κι αν έχεις να τους ακούσεις για χρόνια. Με όλα τα σκαμπανεβάσματα της μετέπειτα πορείας τους, οι Franzies θα φουσκώνουν πάντα για ένα άλμπουμ που έμεινε διαχρονικό και τους χάρισε καθολική αναγνώριση .Eστω κι αφότου ο Άλεξ Καπράνος είχε κλείσει τα 30 και σκεφτόταν να τα παρατήσει…
20. Kendrick Lamar, To Pimp A Butterfly
(Top Dawg/ Aftermath/ Interscope, 2015)
Για πολλούς, σίγουρα τους Αμερικάνους, ήταν ο δισκος της δεκαετίας για τα 10s. Το ξεπέταγμα ενός νέου μεγάλου παίκτη με συντριπτικό flow, γνώση και σεβασμό στην μαύρη μουσική κουλτούρα και παράδοση κι ένα all-star παραγωγικό team έτοιμο να τον απογειώσει. Μετά σάρωσε το mainstream, πήρε Νόμπελ, έκανε υπόθεση όλου του πλανήτη το beef του με τον Drake κι αποφάσισε ότι θα κυκλοφορεί τα άλμπουμ του την ίδια μέρα με τον ΛΕΞ.
19. Danger Mouse, The Grey Album
(self-released, 2004)
Ο Brian Burton είναι ένας από τους πιο επιδραστικούς παραγωγούς του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα. Η αρχή έγινε με το «γκρι άλμπουμ». Ενώνοντας τις μελωδίες του «λευκού άλμπουμ» των Beatles με τις ρίμες του «μαύρου άλμπουμ» από τον Jay-Z, ο Danger Mouse κατοχύρωσε την mash-up culture και μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο του μουσικού οικοσυστήματος…γιατί «ξέχασε» να ζητήσει την άδεια των samples. Στην πορεία, φυσικά, έγινε ένας από τους πλέον περιζήτητους masters της κονσόλας χαρίζοντας το «άγγιγμα του Μίδα» σε δίσκους, μεταξύ πολλών άλλων, των U2, Adele, Black Keys, Red Hot Chili Peppers, Beck, χώρια τα δικά του εξαιρετικά πρότζεκτ όπως οι Broken Bells και οι Gnarls Barkley.
18. Adrian Younge presents Venice Dawn, Something About April
(Wax Poetics, 2011)
Μπορεί να συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα του hip hop όπως ο Kendrick Lamar κι ο Ghostface Killah και να ανέστησε θρύλους του soul παρελθόντος όπως οι Delfonics, πριν αφιερωθεί ως το σήμερα στην jazz, όμως αυτή εδώ είναι η κορυφή του Adrian Younge. Συνδυάζοντας τις δύο μεγάλες αγάπες-βασικές επιρροές/εμμονές του: τον αναλογικό ήχο (παίζει 20 όργανα στον δίσκο) και την παράδοση που έχουν δημιουργήσει τα σάουντρακ του ιταλικού κινηματογράφου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από ένα κομψοτέχνημα.
17. The Knife, Deep Cuts
(Rabid, 2003)
Τα 15 πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, το ντουέτο από τη Σουηδία κατέθεσε μια εντελώς δική του πρόταση ηλεκτρονικής pop που δεν έχει υπάρξει όμοιά της από όταν αποφάσισαν να το διαλύσουν το 2014. Τα αδέρφια Ντρέγιερ μπορούσαν με την ίδια ευκολία να παράγουν ραδιοφωνικά χιτ, αλλά κι επιθετικά άλμπουμ που η live παρουσίασή τους θα βασιζόταν σε ένα προχωρημένο χοροθέατρο. Ήταν non binary και queer προτού οι όροι αυτοί καθιερωθούν στο mainstream και το Deep Cuts υπήρξε μάλλον το πιο προσιτό τους άλμπουμ τους με κομμάτια όπως το “Heartbeats” και το “Pass This On”.
16. Daft Punk, Discovery
(Virgin, 2001)
Πριν ανακοινώσουν ότι το λήγουν και χαθούν στην έρημο, ενώ ήμασταν κλειδωμένοι σε lockdown, τα δύο ρομπότ από το Παρίσι κυκλοφόρησαν 4 άλμπουμ. Το πρώτο ήταν το καλύτερο, το δεύτερο καθοριστικό, το τρίτο μάλλον παρεξηγημένο, με το τέταρτο τους έμαθαν και οι γονείς μας. Σε ποια σειρά είπαμε ότι είναι το Discovery;
15. Godspeed You! Black Emperor, Lift Your Skinny Fists Like Antennas to Heaven
(Constellation/Kranky, 2000)
Το απόγειο μιας σκηνής που χαρακτήρισε τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα (μέχρι να κουράσει δια της ανέμπνευστης επανάληψης) και μιας μπάντας που αγαπήθηκε όσο λίγες στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. 87 λεπτά υπερβατικού ορχηστρικού κρεσέντο που κόβει την ανάσα, με σαφή κριτική διάθεση για την αποτυχία του ύστερου καπιταλισμού ενώ προσγειωνόμασταν στο μιλένιουμ. Αφού βγήκαμε ζωντανοί κι από εκείνα τα λάιβ στο Gagarin τον Δεκέμνριο του 2010, όλα καλά…
14. Jon Hopkins, Immunity
(Domino, 2013)
Το Immunity είναι το αποτέλεσμα της «εργαστηριακής» δουλειάς ενός ιδιοφυούς wonderboy (στην εφηβεία του υπήρξε πιανίστας-φαινόμενο). Δεν υπάρχουν ούτε στίχοι να ερμηνευθούν, ούτε back stories να φτιάξουν ένα κάδρο, δεν έχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθεί κανείς στις μάλλον βαρετές λεπτομέρειες του τεχνικού κομματιού. Όμως, σε μια δεκαετία που είδαμε να συμβαίνουν πολυσυζητημένες επιστροφές σαν κι εκείνες των Boards of Canada και του Aphex Twin, το άλμπουμ που υπερασπίστηκε πιο σθεναρά την αμφισβητούμενη τιμή της electronica ήταν αυτό.
13. Ricardo Villalobos, Alcachofa
(Playhouse, 2003)
Το Alcachofa (Η Αγκινάρα) υπήρξε ένας από τους τελευταίους δίσκους, ανεξαρτήτως genre, που κατέρριψε το κλισέ «δεν υπάρχει μουσική παρθενογένεση». Μοιάζει σαν ο αγαπημένος μας θεότρελος Ricky να τον ηχογράφησε χωρίς να έχει ξανακούσει μουσική στη ζωή του. Σαν να κλείστηκε στο στούντιο παρέα με τις ιδέες, το λατινοαμερικάνικο DNA και την μετρονομική πειθαρχία του γερμανικού περιβάλλοντος που μεγάλωσε έχοντας φύγει από το Σαντιάγο σε ηλικία τριών ετών. Και δεν έδωσε δεκάρα ούτε για το Detroit, ούτε για τον πρώιμο μινιμαλισμό των early 90s, ούτε για τίποτα. Δεν έχει σημασία αν το Alcachofa είναι minimal techno ή micro house. Για την ακρίβεια είναι το αριστούργημα αυτής της παρεξηγημένης σκηνής που κινήθηκε σε αυτό το συγκεκριμένο τερέν ανά την επικράτεια των 90s.
12. Death Grips, exmilitary
(self-released mixtape, 2011)
Σε μια δεκαετία, τα 10s, που δυστυχώς αναγεννήθηκε ο ρατσισμός, μέσα κι από τον ένοικο του Λευκού Οίκου, το hip hop ήταν καθόλου «επικίνδυνο»; Μόνο κατέκτησε το mainstream ή το ξεβόλεψε κιόλας; Όταν το 2011, οι Death Grips έδιναν δωρεάν μέσω του ίντερνετ το ντεμπουτο mixtape τους, ίσως δεν ήξεραν ότι θα κουβαλούσαν την κληρονομιά των Rage Against the Machine/ Body Count/ Public Enemy/ Living Colour/ του hardcore των 80s και του rap metal των 90s. Ίσως δεν ήξεραν ότι παρέδιδαν το πιο άβολο κι εχθρικό σύνολο κομματιών της νέας χιλιετίας. Κι αυτό το εννοούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο…
11. Gorillaz, Demon Days
(Virgin, 2005)
Roots Manuva, Martina Topley-Bird, De La Soul, Shaun Ryder, Dennis Hopper, MF Doom, Neneh Cherry στο μικρόφωνο κι ο Danger Mouse στα κουμπάκια, όλοι στη διάθεση του Damon Albarn. Ίσως όντως ο πιο feel good δίσκος των noughties. Καλοκαίρι, χαμόγελα, νωχελικό σπάσιμο της μέσης και μερικές ρίμες δυναμίτης, ας πούμε στο ‘Dirty Harry’ τη φυσική συνέχεια του “Clint Eastwood” από το ντεμπούτο. Σαν να λέμε ‘Feel Good Inc.’…
10. Little Simz, Sometimes I Might Be Introvert
(Age 101/AWAL, 2021)
Το τέταρτο άλμπουμ της 27χρονης Βρετανίδας (με καταγωγή από τη Νιγηρία) είναι ένα «αριστούργημα που περίμενε να συμβεί». Οι προειδοποιητικές βολές είχε είχαν δοθεί με τις προηγούμενες κυκλοφορίες, η Little Simz -λίγο μετά το πέρασμά της από το τηλεοπτικό Top Boy – ήταν έτοιμη για τον Μεγάλο Δίσκο. Συνδύασε την hip hop εξυπνάδα του δρόμου, φλέρταρε ακόμα και με το trap, αναμετρήθηκε με την πρόκληση των μεγάλων ενορχηστρώσεων παίζοντας και στο σαλόνι της soul που ήρθε για να μείνει κλασική. Βρήκε τη θέση της στο wall of fame του μαύρου ήχου: δίπλα στη Solange, κάπου ανάμεσα στη Lauryn Hill και την Amy.
9. Primal Scream, XTRMNTR
(Creation, 2000)
Φάγαμε όλη τη δεκαετία μετά το θάνατο του Cobain να προσπαθούμε να βρούμε την ιδανική χημική ένωση που θα συγκεράσει τις αγαπημένες μας κιθάρες με τα beats που πια μας έκαιγαν τα μυαλά κι έρχεται αυτή η παρέα με τις Stones εμμονές (αλλά και την αδυναμία στο να δοκιμάζει ουσίες κι επιρροές) να το πραγματοποιήσει ένα μήνα μετά το Y2K. Φρενήρες, εμπρηστικό, με τίτλους όπως ‘Swastika Eyes’ και τσιτάτα όπως ‘military industrial illusion of democracy’ έφτιαξαν το speed garage που μας άξιζε. Και φυσικά δεν ξεχνάμε το “Ρόδον’ στις 23/4/2004…
8. Arcade Fire, Funeral
(Merge, 2004)
Υπήρξαν το έντεχνο yin στο αλήτικο yang των Strokes, έτσι όπως τους διαδέχθηκαν κάνοντας και πάλι το indie εσωστρεφές. Περίπου συμβαδίζοντας με την εποχή που αναδύθηκε το κόνσεπτ του μοντέρνου χίψτερ, το Μπρούκλιν ως εναλλακτική γη της επαγγελίας και το Pitchfork ως εναλλακτική μουσική βίβλος. Αυτοί βέβαια ήταν από τον Καναδά, έβαζαν στις ενορχηστρώσεις τους όσα θεωρούνταν ως τότε uncool όπως π.χ. ακορντεόν για να περιγράψουν την απώλεια, επιδιώκοντας κι όχι αποφεύγοντας το συναισθηματικό παραλήρημα. Αυτό το τελευταίο, το κατάφεραν.
7. Amy Winehouse, Back To Black
(Island, 2006)
Μας πήρε τα μυαλά πριν ξεκινήσει η βαθιά κατηφόρα, έκανε μόδα το beehive χτένισμα κι έβαλε ξανά στη μόδα το Κάμντεν, πήρε σε χρόνο ρεκόρ την σκυτάλη από τις μεγάλες ντίβες του παρελθόντος αλλά δεν κατάφερε να την παραδώσει. Κάηκε πριν προλάβει να ξεθωριάσει πλήρως, αφήνοντας ένα “they don’t make’ em like this anymore” να αιωρείται όσο έπαιρνε τη θέση της στο μοιραίο “Club 27”, εκείνων που έφυγαν νωρίς.
6. Caribou, Swim
(City Slang/Merge, 2010)
Λίγο πριν, το Καστελόριζο γίνει το νησί που έκοψε την νεότερη ελληνική ιστορία στα δύο, ο Dan Snaith επανεφηύρε τον εαυτό του και το νόημα του πρότζεκτ Caribou, γράφοντας την Καλύτερη Ηλεκτρονική Pop του 21ου Αιώνα. Synthpop απαλλαγμένη από τα eyeliner κατάλοιπα των 80s, ικανή να συνομιλήσει με το χημικό υποσυνείδητο των clubbers, γαντζωμένη στην εύθραυστη συναισθηματικότητα των indie kids. Χωρίς ούτε ένα filler.
5. The Strokes, Is This It?
(Rough Trade, 2001)
Το καλοκαίρι του 2001, το garage revival βρίσκεται εν κινήσει αλλά του λείπει το έμβλημα. Πέντε καβλωμένοι πιτσιρικάδες – από 20 έως 23 ετών – συναντιούνται στη σωστή πόλη, φοράνε τα σωστά ρούχα, κοιμούνται με τα σωστά όλα τα κορίτσια, ξεπατικώνουν τις σωστές επιρροές και σώζουν για ακόμα μία φορά το ροκ εν ρολ (μέχρι την επόμενη φορά που θα βαλτώσει).
4. SAULT, Untitled (Black Is) // Untitled (Rise)
(Forever Living Originals, 2020)
Κι όμως αυτή η μυστηριώδης κολεκτίβα από το Λονδίνο, που ξεπετάχτηκε μέσα στον Covid με ηγέτη τον ιδιοφυή παραγωγό Inflo και μερικές από τις καλύτερες νέες φωνές της Μεγάλης Βρετανίας, κατάφεραν το 2020 (μέσα σε διάστημα 12 εβδομάδων) να κυκλοφορήσουν όχι μία, αλλά δύο φορές «το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς». Διανύοντας την απόσταση από το uk funky στην disco με ενδιάμεσους σταθμούς όλα τα σημεία αναφοράς της μαύρης μουσικής, εμπειρίας και διεκδίκησης σε μια χρονιά που ο κόσμος συντάχθηκε στο “Black Lives Matter”.
3. Radiohead, Kid A
(XL, 2000)
Ελάχιστες μπάντες, και ίσως καμία αυτού του μεγέθους, δεν έχει αλλάξει τόσο επιτυχημένα το δέρμα της όσο αυτοί οι nerds τη χρονιά που επισκέφτηκαν για πρώτη και τελευταία φορά την Αθήνα. Το Kid A θα είναι για πάντα ο κρίκος που, κι όμως, μπορεί να βάζει στην ίδια αλυσίδα τους Can με τον Aphex Twin. Όσοι το προτιμάτε, μαζί με το αδερφάκι του Amnesiac, έναντι της αγίας δυάδας Bends και OK Computer ήσασταν ήδη πολύ έτοιμοι για όσα θα ακολουθούσαν.
2. Burial, Untrue
(Hyperdub, 2007)
Αν υπήρξε μια νέα μουσική πρόταση στα ’00s (παρότι δεν προέκυψε εν κενώ) αυτό ήταν το dubstep. Κι αν υπήρξε μια φιγούρα που όλοι αναρωτηθήκαμε «ποιος είναι;» και «τι θέλει απο τη ζωή μας;», αυτός ήταν ο τύπος που πλασαρίστηκε ως «Thomas Pynchon’ της μουσικής βιομηχανίας», μας έκρυψε όσο μπορούσε το πρόσωπό του (μέχρι να γεμίσει το ίντερνετ με τα δικά μας) και λέγεται Burial. Πήρε την σκυτάλη από το Μπρίστολ και τον Tricky, πάγωσε τον soul χωροχρόνο κι έφτιαξε (όσο λίγοι μπορούν να πουν ότι το έκαναν) το σάουντρακ για τις μητροπόλεις της τρίτης χιλιετίας. Φουτουριστικά κτίρια, γυάλινη τεχνολογία, ερωτική μοναξιά, γρήγορο φαγητό τέσσερις τοίχοι και μια καλή σύνδεση στο ίντερνετ.
1. LCD Soundsystem, Sound of Silver
(DFA, 2007)
Πώς φτιάχνεις κάτι σπουδαίο ανασυνθέτοντας αποκλειστικά ρετρό υλικά, καταλήγοντας να αποτυπώνεις την κεντρική ιδέα/επικρατούσα αξία/επάρατη αρρώστεια των noughties που ήταν η νοσταλγία (κυρίως για αυτά που δε ζήσαστε κι αρά δε θυμόμαστε βιωματικά); Μα, πώς αλλιώς; Βαδίζοντας στο μεταίχμιο των Fall και των Talking Heads, ενώνοντας τις indie και dance παρέες, αποενοχοποιώντας την disco, γράφοντας το απόλυτο «έχει μπει ένα σκουπιδάκι στο μάτι μου» κομμάτι όσο κοιτάς τα στόριζ του παρελθόντος, καθιερώνοντας στο επέκεινα το αρχέτυπο late bloomer που λέγεται James Murphy. Μιλώντας, σε τελική ανάλυση, εξ ονόματος όλων όσοι αποφασίσαμε να πορευθούμε εφ’ όρου ζωής με αυτό το μάταιο παραμύθι που συγκροτούν οι δίσκοι, τα βιβλία και οι ταινίες που μας διαμόρφωσαν.
THE NEXT 25
(εύφημος μνεία)
DJ Shadow, The Private Press (Island, 2002) PJ Harvey, Stories From the City, Stories From the Sea (Island, 2000) The Good, The Bad & The Queen, S/T (Honest Jon’s/Parlophone, 2007) Portishead, Third (Mercury, 2008) Roisin Murphy, Overpowered (Parlophone, 2007) The Cinematic Orchestra, Every Day (Ninja Tune, 2002) Morrissey, Ringleader of the Tormentors (Attack, 2006) J Dilla, Donuts (Sones Throw 2006) Vitalic, OK Cowboy (Citizen/PIAS, 2005) Kamasi Washington, the Epic (Brainfeeder, 2015) Kanye West, 808s & Heartbreak (Roc-A-Fella, 2008) Chromatics, Night Drive (Italians Do It Better, 2007) The War On Drugs, Lost in the Dream (Secretly Canadian, 2014) The Weeknd, House of Balloons (Universal Republic, 2011) Jim James, Eternally Even (ATO/Capitol, 2016) Tame Impala, Innerspeaker (Modular, 2010) Radiohead, Hail to the Thief (XL, 2003) Nick Cave and the Bad Seeds, Push the Sky Away (Bad Seed Ltd., 2013) Fuck Buttons, Tarot Sport (ATP Recordings, 2009) LCD Soundsystem, s/t (DFA, 2005) The Rapture, Echoes (DFA, 2003) Solange, A Seat at the Table (Saint/Columbia, 2016) Forest Swords, Dagger Paths (Olde English Spelling Bee, 2010) the xx, Coexist (Young Turks, 2012) Four Tet, Pink (Text, 2012)