NETFLIX/ 24 MEDIA LAB

ΤΕΛΙΚΑ, ΗΤΑΝ ΤΟ TOP BOY ΤΟ “ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ WIRE”;

Αποχαιρετισμός στην σπουδαία βρετανική σειρά, της οποίας η 5η και τελευταία σεζόν προβάλλεται στο Netflix. No spoilers.

“If we’re not monsters, we’re food” // «Αν δε γίνουμε τέρατα, θα μας φάνε».

Έτσι κλείνει το Top Boy, 5 σεζόν και 12 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο τηλεοπτικό τοπίο. Με αυτή τη φράση που ακούγεται στο τελευταίο επεισόδιο και το πρώτο της μισό (“If we’re not monsters”), του δίνει μάλιστα και τον τίτλο.

Συνεχίστε να διαβάζετε άφοβα, δεν ακολουθούν spoilers. Έτσι κι αλλιώς, όσοι κάποια στιγμή συνδεθήκαμε με τις περιπέτειες αυτών των νεαρών γκάνγκστερ από το φανταστικό συγκρότημα κατοικιών Σάμερχαουζ στο Χάκνεϊ του Ανατολικού Λονδίνου, ξεραμε ότι το τέλος θα ήταν σκληρό, πιθανότατα αδυσώπητο κι απαισιόδοξο. Σίγουρα όχι ευχάριστο, όχι happy. Ήμασταν σίγουροι ότι το φινάλε θα είχε περισσότερους χαμένους απ’ ότι νικητές.

Ντουσέιν (Ashley Walters) Chris Harris/Netflix


Κι αυτό συμπυκνώνει την αύρα του τελευταίου κύκλου της σειράς που είναι διαθέσιμος εδώ και λίγες μέρες στo Netflix, σκαρφαλώνοντας παντού στο top-10 της πλατφόρμας, το ίδιο και στην Ελλάδα. Το δίκτυο ήθελε να συνεχιστεί η παραγωγή, οι βασικοί πρωταγωνιστές της σειράς όμως, ο Kano κι ο Άσλεϊ Γουότερς (αμφότεροι με καταγωγή από τη νέα σκηνή του βρετανικού hip hop), έκριναν ότι ήρθε ή ώρα να μπει μια τελεία. Ορθά. Τα σημάδια μιας κάποιας πλαδαρότητας στην πλοκή με επαναλαμβανόμενα μοτίβα είναι ευδιάκριτα στην τελευταία σεζόν. Πόσα ακόμα ναρκονταραβέρια να πάνε στραβά; Πόσες ακόμα εν ψυχρώ δολοφονίες; Πόσες ακόμα προδοσίες που μερικά επεισόδια πριν φαίνονταν αδιανόητες; Όμως, ταυτόχρονα, αυτό είναι και το δυνατό σημείο του γκραν φινάλε. Γιατί το μπούχτισμα που νιώθεις ως fan της σειράς, κατακλύζει και τους ήρωές της. Τους περικυκλώνει, σε κάποιες περιπτώσεις τους παραλύει.

Είναι ο βασικός αφηγηματικός ιστός της 3ης σεζόν στο Netflix (5ης στο σύνολο). Αυτή η ερώτηση: «Πόσο ακόμα;». Οι ηρωες μεγαλώνουν. Η έξαψη «μιας ζωής μέσα στους δρόμους και τις νύχτες», ως μέλη της συμμορίας που θέλει να ελέγχει την περιοχή, εξατμίζεται. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους, κάποτε αχώριστους και κολλητούς, Ντουσέιν και Σάλι για το ποιος θα είναι τελικά το Μεγάλο Αφεντικό, το Top Boy, γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραίος (αν όχι για τους ίδιους, σχεδόν για όλους όσοι και όσες βρίσκονται στο περιβάλλον τους).

Σάλι (Kano) Ali Painter/Netflix


Το πέρασμα στην ωριμότητα τους φέρνει αντιμέτωπους, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, με αυτό που κάνουν. Τα (έσοδα από τα) ναρκωτικά τους δίνουν την ψευδαίσθηση μιας θέσης στον κόσμο των προνομιούχων λευκών, την ίδια στιγμή όμως διαλύουν την κοινότητά τους: δισέγγονα μεταναστών, 2 και 3 γενιές μετά τη γενιά του Γουίντρας που έφερε τους πρώτους μετανάστες από την Καραϊβική στο Ηνωμένο Βασίλειο. 70 χρόνια μετά είναι μια υπολογίσιμη δύναμη, αφομοιωμένη στο multi culti λονδρέζικο πανηγύρι, αλλά ταυτόχρονα καταδικασμένη στα στενά όρια που σπάνια επεκτείνονται πέρα από το scheme που μένουν. Η παρανομία είναι πολύ περισσότερο αυτοεκπληρούμενη προφητεία παρά απόφαση (ο μικρός Στεφ θα καταφέρει να γυρίσει τον τροχο;)

Από την άλλη, όμως, δεν υπάρχει γυρισμός. Το γκανγκστεριλίκι είναι αποδοτικό. Σε όσους ξεχωρίζουν, είναι δηλαδή οι πιο αδίστακτοι. Τους αγόρασε σπίτια που θα ζήλευαν ντεκό περιοδικά. SUVs θωρηκτά με τα οποία περιφέρονται φλεξάροντας στους δρόμους του Λονδίνου. Ενός Λονδίνου που τα φανταχτερά φώτα απέχουν μισό πλάνο από το γκρίζο των συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών, ενώ το gentrification παραμονεύει και καλεί τους ήρωές μας να γίνουν μοχλοί του, ως μπίζνεσμεν πια. (Στις «εξευγενισμένες» γειτονιές, άλλωστε, γκάνγκστερ δε χωρούν.) Όλες αυτές οι αντιθέσεις γίνονται πολύ πιο ορατές στις υπέροχες «πιο κοινωνικές» πρώτες δύο σεζόν που περιγράφουν μια πόλη τσακισμένη από την κρίση με κραυγαλέες ανισότητες

.

Στεφ (Araloyin Oshunremi) Ali Painter/Netflix

Αν ανήκετε στους πολύ τυχερούς που δεν έχουν δει ούτε ένα δευτερόλεπτο Top Boy, προσέξτε. Στην αναζήτηση του Netflix (ή όπου αλλού) θα βρείτε δύο καταχωρήσεις. Ξεκινήστε με το Top Boy: Summerhouse, είναι οι δύο πρώτες σεζόν που προβλήθηκαν στο βρετανικό Channel 4 (2011-2013), χωρίς να ανανεωθούν καθώς οι ιθύνοντες του καναλιού έβρισκαν τη σειρά πολύ βίαιη για να επενδύσουν περαιτέρω πάνω της. Παρότι είχε ήδη δημιουργήσει ένα cult following σε όλον τον κόσμο με επιφανέστερο fan τον Drake που λίγα χρόνια αργότερα έπεισε το Netflix να την αναστήσει αναλαμβάνοντας χρέη executive producer. Έτσι προέκυψε το 2019 και το Top Boy (seasons 1-3), ανεβάζοντας το σύνολο των κύκλων σε 5. Ελπίζω να μην μπερδευτήκατε, δεν είναι δα κι επιστήμη…

Σέλι (Little Simz) Ana Blumenkron/Netflix

Βέβαια στην επανεμφάνισή του, το Top Boy έσκασε σε έναν κόσμο πολύ πιο έτοιμο να το απορροφήσει. Και σημάδεψε βαθιά την, απόλυτα προσανατολισμένη στο hip hop, ποπ κουλτούρα της τελευταίας πενταετίας. Στους βασικούς ρόλους προστέθηκε ό,τι καλύτερο έχει βγει από τη μουσική της Μεγάλης Βρετανίας τα τελευταία χρόνια, η απίθανη Little Simz. Το σάουντρακ είναι έτσι κι αλλιώς μπόμπα με Giggs, Roots Manuva, Central Cee κ.ά., ενώ το original score της σειράς φέρει τη βαριά υπογραφή του Μπράιαν Ίνο. Την αργκό που μιλάνε οι ήρωες με τα “bruv”/ “brudda” («αδερφέ»), “pees” («φράγκα»), “innit” («μέσα»), την οικειοποιήθηκαν φασαίοι σε όλον τον κόσμο. Αλλά, ήρθε και στα σωστά χείλη: «Στα δυτικά μου λένε “τι έκανες πάλι”; / Top Boy σαν τον Ντουσέιν και τον Σάλι», σέβεται ο ΛΕΞ στο «Όχι σήμερα».

Η επόμενη γενιά Top Boys είναι έτοιμη Ali Painter/Netflix


Η φράση «το βρετανικό Wire» συνοδεύει το Top Boy από το πρώτο επεισόδιο. Ισχύει; Δύσκολο. Άδικο. Είναι σαν να συγκρίνεις κάποιον που παίζει καλό μπάσκετ με τον Τζόρνταν, κάποιον που κάνει καλό ραπ με τον Biggie, κάποιον που είναι σχετικά αντιπαθητικός με τον Κούγια. Τα θέματα είναι κοινά (η μαύρη ταυτότητα, η τοξική αρρενωπότητα, το ταξικό ταβάνι, η ποντικοπαγίδα της πρέζας), όμως το Wire έφτασε τόσο βαθιά όσο κανένα άλλο τηλεοπτικό δημιούργημα στο να περιγράψει την γκρίζα ζώνη που συναντιούνται η πολιτική, το οργανωμένο έγκλημα, οι δυνάμεις καταστολής και το 1/3 που μερικές δυτικές κοινωνίες έχουν επιλέξει να αφήνουν πίσω. Θολώνοντας τα νερά μεταξύ του καλού και του κακού, της αρετής και της πανουργίας.

To Top Boy, όσο προχωράνε οι σεζόν, γίνεται προσωποκεντρικό. Έτσι το ήθελε ο δημιουργός του, ο βορειοιρλανδός συγγραφέας Ρόναν Μπένετ (με ακτιβίστικο παρελθόν, έκανε για λίγο φυλακή στα 70s ως κατηγορούμενος ύστερα από δολοφονία που χρεώθηκε στον IRA, απαλλάχθηκε, συνδέθηκε με αναρχοπάνκ γκρουπ όπως οι Crass, δούλεψε στο πλευρό ενός άσημου ακόμα Τζέρεμι Κόρμπιν, πέρασε από τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία στην τηλεόραση). Ο Μπένετ εμπνεύστηκε τη σειρά όταν είδε ένα 12χρονο αγόρι να πουλάει ναρκωτικά έξω από ένα Tesco στο Χάκνεϊ. Ένα αγόρι που μεγαλώνοντας θα μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση του προλόγου…

“Look at where we’re from. Look at it. If we are not monsters, we’re food… and I can never be food.” // «Κοίτα από πού είμαστε. Κοίτα καλά. Αν δε γίνουμε τέρατα, θα μας φάνε…κι εγώ δεν πρόκειται ποτέ να κάτσω να με φάνε»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα