ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΜΙΚΗΣ ΣΤΗ ΜΑΓΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ
Μια έξοχη μουσική παράσταση. Ο Μίκης Θεοδωράκης μέσα από τα μάτια της Νατάσας Μποφίλιου και του Θέμη Καραμουρατίδη και μιας σπουδαίας παρέας ερμηνευτών, που μάγεψε το κοινό στο κατάμεστο Ηρώδειο
Tη Δευτέρα (14/10) από το Ηρώδειο και τις μαρμάρινες ρωγμές του ξεχύθηκαν οι μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη. Όχι ακριβώς όπως τις έχουμε συνηθίσει, ή τις ακούγαμε εμείς, οι γονείς μας και (ελπίζω) τα παιδιά μας. Τολμηρή, όσο και εμπνευσμένη, η καλλιτεχνική σύλληψη της Νατάσας Μποφίλιου, η εξίσου ρηξικέλευθη ενορχήστρωση του Θέμη Καραμουρατίδη, απογείωσαν τα μικρά και μεγάλα αριστουργήματα του μεγάλου συνθέτη.
Ένα εγχείρημα μοναδικό, που συνοδεύτηκε από μια επίσης ευρηματική σκηνοθετική άποψη (του Άγγελου Τριανταφύλλου) και υλοποιήθηκε από μια παρέα παιδιών, μια μπάντα του δρόμου όπως μας συστήθηκε στην αρχή και στη μιάμιση ώρα της παράστασης μεταμορφώθηκε σε λαϊκή ορχήστρα, τσιγγάνικο γκρουπ, μια παρέα αντιστασιακών επί χούντας, αλλά και μια αντίστοιχη τωρινή, που τραγουδούσε ενώπιον της Μάγδας Φύσσα, το “γελαστό παιδί”.
Όσα αναδύει, δηλαδή, η πολυσχιδής μουσική του Μίκη, και ήταν ο ίδιος: ευαίσθητος και εσωτερικός στους “Δρόμους που χάθηκαν” και στο “Την πόρτα ανοίγω το βράδυ”, λαϊκός όσο κανείς στο “Βρέχει στη Φτωχογειτονιά”, στο “Σαββατόβραδο” και τη “Δραπετσώνα”, σχεδόν Τσιγγάνος στο διονυσιακό όσο και σπαραχτικό “Ρομανθέρο Θιτάνο”, βαθιά επαναστατικός τραγουδώντας “Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες” ή “Μύρισε το σφαγείο μας Θυμάρι” και επικός στο “Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ”.
Οι νότες του Μίκη μαγικές, μοναδικές, ξεπηδούσαν από το μυαλό του σε ολοκληρωμένες μελωδίες. Η παρακαταθήκη του, τεράστια. Αν μπορούμε και τραγουδάμε συνειδητά, καταλαβαίνοντας και την τελευταία λέξη τους ποιητές, το χρωστάμε σε μοναδικές στιγμές έμπνευσης:
- Ο “Επιτάφιος” γράφτηκε μέσα στο αυτοκίνητό του κάπου στο Παρίσι, ενώ περίμενε τη γυναίκα του Μυρτώ να γυρίσει από τα ψώνια.
- Στη Γαλλία παρέλαβε τα χειρόγραφα του Οδυσσέα Ελύτη, “ρούφηξε” μέχρι την τελευταία αράδα και τα πρώτα τραγούδια τα άκουσε η κόρη του Μαργαρίτα. Παρμεπιπτόντως στις 19 του μηνός συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από την παρουσίαση του ορατόριου στο Ρεξ.
- Η “Ρωμιοσύνη” μελοποιήθηκε σε μια ώρα όταν αναμαλλιασμένος από τα επεισόδια στα Θεοφάνεια του 1966 στον Πειραιά, γύρισε στο σπίτι του. Στο κεφάλι του αντηχούσαν οι βρισιές, τα “Θεοδωράκη Βούλγαρε” και λοιπές κομψές εκφράσεις των χωροφυλάκων κι ενώ η οικογένεια του τον περίμενε να φάνε, αυτός έβρισκε πάνω στο πιάνο του, τα ποιήματα του Ρίτσου…
Αυτός ο ιδιοφυής άνθρωπος έμοιαζε να βρίσκεται τη Δευτέρα στο Ηρώδειο σε κάθε αντήχηση του έργου του από τα όργανα και τις σπουδαίες φωνές της παρέας των νεαρών συνοδοιπόρων της Νατάσας Μποφίλιου, αλλά και τα τύμπανα, το κοντραμπάσο και τα πνευστά που συνόδευαν παράλληλα την ξυπόλητη κομπανία.
Σα να βλέπαμε σε κάθε τραγούδι, σε κάθε κίνηση των ερμηνευτών, τον Μίκη νεαρό, χαμογελαστό, ερωτευμένο με τη γυναίκα του να τραγουδάει τη “Μυρτιά”, τον Μίκη εξόριστο να μετράει “βράχο, βράχο τον καημό του”, τον Μίκη βασανισμένο στο κελί του να μιλάει με τους συγκρατούμενούς του στη συνθηματική “γλώσσα” των χτυπημάτων στον τοίχο. “Τακ, τακ εσύ, τακ, τακ κι εγώ…”.
Ήταν εκεί, σε κάθε στίχο, σε κάθε νότα. Με τη γροθιά υψωμένη και τα τεράστια χέρια του ανοιχτά, σα να ήθελε να μας αγκαλιάσει όλους, όπως τότε που διεύθυνε τους μουσικούς του. Σε μικρές λαϊκές, αλλά και τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Είναι εύκολες οι συναυλίες για τον Μίκη, επειδή … μας φτάνουν τα τραγούδια του και το εύρος της μουσικής του. Η παράσταση, ωστόσο, στο Ηρώδειο δεν αρκέστηκε σε αυτή την ευκολία. Αντίθετα, προσπάθησε και τα κατάφερε να εμβαθύνει στο έργο του Θεοδωράκη με μια σύγχρονη μουσική προσέγγιση, σε ένα μιούζικαλ πρωτοποριακό που από την αρχή ως το τέλος το παρακολουθείς με ένα κόμπο στο λαιμό, με δάκρυα, αλλά και λυτρωτική έκσταση στο επικό φινάλε και πριν η Νατάσα Μποφίλιου μας αποχαιρετήσει με το Άσμα Ασμάτων.
Το θαυμάσιο σκηνικό του Κωσταντίνου Λαμπρίδη, φυσικά το υποβλητικό Ηρώδειο, αλλά πάνω απ΄όλα οι ερμηνείες, μάγεψαν το κοινό που απόλαυσε μια πραγματικά σπουδαία μουσικοθεατρική (και όχι μόνο) παράσταση. Αν οι συντελεστές, όπως έλεγαν πριν από μερικές μέρες στον Κώστα Μανιάτη, ήθελαν να παρουσιάσουν το τεράστιο έργο του Μίκη, ακόμα και στα νέα παιδιά, που ενδεχομένως να μην είχαν ακούσει ποτέ την “Πάντερμη”, το πέτυχαν απολύτως και με ιδανικό τρόπο.
Η Νατάσα Μποφίλιου λυρική, θεατρική, επιβλητική έχοντας μεγαλώσει με τη μουσική του Θεοδωράκη έδωσε τα πάντα. Βίωσε κάθε δευτερόλεπτο, κεντώντας με την υπέροχη φωνή της, τραγούδια που έχουν ερμηνεύσει οι αλλοτινές ιέρειες του Μίκη. Κυρίως, όμως, δεν “καπέλωσε” την παράσταση. Ξεχώρισε μεν, αλλά άφησε χώρο τόσο στα δυο σπουδαία κορίτσια που τραγούδησαν μαζί της, την αέρινη Μυρτώ Βασιλείου, που στο τέλος ερμηνεύοντας το Άξιον Εστί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της και τη γεμάτη εσωτερικότητα Μαρία Διακοπαναγιώτου, όσο και το γκρουπ των ανδρών (Ηλίας Βαμβακούσης, Βασίλης Προδρόμου, Μιχάλης Ατσάλης, Ματθαίος Μπουμπάρης, Γιάννης Δάφνος) που τη συνόδευσε σε αυτό το πανέμορφο ταξίδι.
Ξεχωριστή στιγμή η παρουσία του Νίκου Μποφίλιου, ειδικά όταν πήρε την κιθάρα του για να τραγουδήσει το “Κάποτε Θα έρθουν να σου πουν” με την κόρη του καθισμένη στα πόδια του.
Η υπέροχη παρέα της Νατάσας Μποφίλιου και του Θέμη Καραμουρατίδη, κατάφερε κάτι μοναδικό. Να ζωντανέψει με ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό τρόπο, όλα αυτά τα τραγούδια που φέρνουν πάντα στο νου μακρινές αναμνήσεις από ωραίες οικογενειακές συγκεντρώσεις, νεανικά επαναστατικά χρόνια ή σύγχρονους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο κατάμεστο Ηρώδειο, μαζί με τους θεατές εμφανίστηκαν σε άλλους ο πατέρας ή η μητέρα τους, σε άλλους οι παππούδες τους, σε άλλους οι παλιοί φίλοι που δεν είναι κοντά τους. Μαζί σιγοτραγουδούσαν, συνοδεύοντας τις θαυμάσιες φωνές πάνω στη σκηνή και στο τέλος αποθέωσαν τα αγνά και συγκινημένα πρόσωπα των ερμηνευτών.
Κάπου εκεί κι ένας ψηλός μαέστρος, ντυμένος στα μαύρα, χειροκροτούσε και αυτός ενθουσιασμένος…
Η συναυλία έγινε στο πλαίσιο της Κασσέτας του Μελωδία 99.2.