ΟΙ ΔΥΟ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΑΜΟΚ ΣΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ
Μια αδιανόητη αλληγορία τρόμου με ξέφρενο gore κι ένα μαφιόζικο trans μιούζικαλ με τη Σελίνα Γκόμεζ είναι οι πιο πολυσυζητημένες ταινίες του φετινού φεστιβάλ.
Κάποιες φορές μέχρι τη μέση του φεστιβάλ έχει τύχει να έχει προβληθεί κάποια ταινία που αναμφίβολα θα είναι, αν όχι Φοίνικας, τότε τουλάχιστον μια επιλογή σύμπνοιας ως μια Προφανώς Πολύ Σπουδαία Ταινία.
Φέτος, στο 77ο φεστιβάλ Καννών, η πρώτη εβδομάδα αποδείχθηκε ένα χάος, δίχως προφανή φαβορί και με ταινίες που διχάζουν εντελώς αγνά. Όταν μάλιστα βλέπαμε το Megalopolis νωρίτερα στο φεστιβάλ, δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα έρχονταν τόσο σύντομα όχι μία, αλλά δύο ταινίες που θα διεκδικούσαν στα ίσα το “wtf” στέμμα από το έπος του Κόπολα. Ταινίες που θα γεννούσαν αντιδράσεις με βαθύτατες αποκλίσεις, προκαλώντας τα δύο πιο ενθουσιώδη standing ovations του φεστιβάλ ως τώρα, αλλά και τις εντονότερες απορρίψεις για φιλμ που δεν έχουν για πρωταγωνιστή τον Άνταμ Ντράιβερ ως ανάλογο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο λόγος για το Emilia Perez και το The Substance, τις ταινίες που έχουν κάψει κάθε εγκέφαλο εδώ στην Κρουαζέτ: Βλέπεις ανθρώπους ευτυχισμένους και με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά όποτε έρχονται αυτά στη συζήτηση (κι έρχονται πολύ συχνά στη συζήτηση) αλλά κι ανθρώπους που ξαφνικά το πρόσωπό τους γίνεται σαν το emoji που έχει Χ αντί για μάτια.
Ένα trans μαφιόζικο μιούζικαλ με τη Σελίνα Γκόμεζ κι ένα από τα ακραία body horrors που έχουμε δει… γενικώς, γεμίζοντας την οθόνη με αίμα και τις αίθουσες με υστερικά χειροκροτήματα, φρίκες και γέλια. Δύο ταινίες που όχι απλά υπάρχουν, κι όχι απλά βρέθηκαν στο Διαγωνιστικό των Καννών, αλλά συζητιούνται αυτή τη στιγμή και ως μεγάλα φαβορί; Είναι δυνατόν; Εμείς θα πούμε: ευτυχώς.
EMILIA PEREZ: ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΡΤΕΛ ΩΣ ΤΟ MRS. DOUBTFIRE, ΜΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Τι είναι το Emilia Perez; Είναι η περιπέτεια αγωνίας ενός αφεντικού μεξικάνικου καρτέλ που θέλει να ξεφύγει από αυτή τη ζωή και ταυτόχρονα να επιβεβαιώσει την αλήθεια που αισθάνεται για τον εαυτό του εδώ και χρόνια. Έτσι, προσλαμβάνει τις υπηρεσίας μιας ικανότατης δικηγόρου για να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει εγχείρηση αλλαγής φύλου, μετά την οποία θα μπορεί να φύγει μακριά ξεκινώντας μια νέα ζωή χωρίς κανείς να ξέρει τι έχει συμβεί στα αλήθεια. Κι όλα αυτά, σε μιούζικαλ. Και βαρύ μιούζικαλ κιόλας, από αυτά που οι χαρακτήρες λένε τραγουδιστά κάθε δεύτερη σκέψη τους.
Ποιος να μας το έλεγε ότι θα ερχόταν κάποια μέρα αυτή η ταινία από τον πράο και υπέροχο γάλλο auteur Ζακ Οντιάρ, σκηνοθέτη μελοδραματικών character pieces όπως Ο Χτύπος που Έχασε η Καρδιά Μου και Ο Προφήτης, αλλά και κάτοχος ενός από τους πιο αδύναμους Χρυσούς Φοίνικες του 21ου αιώνα, για το προσφυγικό δράμα Dheepan.
Ζακ Οντιάρ… δεν ξέραμε ότι είχες τέτοιο παιχνίδι να βγάλεις από μέσα σου. Σου βγάζουμε το καπέλο.
Αλλά πέρα από αυτά, η ταινία πώς είναι;
Τα μιούζικαλ είναι έτσι κι αλλιώς μια από αυτές τις ιδιάζουσες περιπτώσεις σινεμά, και το να γυρίσεις μια φουλ όπερα πάνω σε ένα υλικό σαν κι αυτό, μοιάζει με αγνή παράνοια. Κάθε αίσθηση λεπτότητας, προσοχής ή ακρίβειας (στην απεικόνιση ας πούμε των ευαισθησιών της τρανς πραγματικότητας ή στην πολιτική βαρύτητα των μαζικών εκτελέσεων από καρτέλ) μοιάζει όχι απλά να καταπατάται, αλλά να συνθλίβεται από τρένο που τρέχει ξέφρενα έχοντας ξεφύγει από τις ράγες – αλλά που, περιέργως, με έναν μαγικό τρόπο, δεν αναποδογυρίζει ποτέ. Ίσως κι είναι προτιμότερη τελικά μια τέτοια προσέγγιση: Από το να αγγίξει κάπως λάθος ένα δύσκολο ζήτημα, αν είναι να σου ξεφύγει, τουλάχιστον κάντο μελοδραματική όπερα και στείλτο σε παράλληλη διάσταση.
Κι αυτό είναι που κάνει ο Οντιάρ, μπλέκοντας μεταξύ τους την σκοτεινή εγκληματικότητα του Sicario με την συναισθηματική σύγκρουση παρεξηγήσεων του Mrs. Doubtfire σα να ανήκαν στο σύμπαν τεταμένης μελοδραματικής πραγματικότητας του Αλμοδόβαρ. Συγκινητικές οικογενειακές στιγμές δίνουν τη θέση τους σε πιστολίδια κι ένα στόρι γυναικείας ενδυνάμωσης (για τη δικηγόρο που θαυμάσια παίζει η Ζόι Σαλντάνα) τοποθετείται στο ευρύτερο πλέγμα παθιασμένης ακρότητας που βρίσκει την Σελίνα Γκόμεζ (που παίζει την σύζυγο του μαφιόζου πριν την εγχείρηση) να εκστομίζει την ήδη θρυλική ατάκα «το μ**νί μου ακόμα πονάει και μόνο που σε σκέφτομαι».
Υπάρχει αφηγηματική και συναισθηματική ροή σε όλο αυτό; Θεωρώ πως σε πολλά σημεία η όποια ισορροπία χάνεται εκκωφαντικά, ενώ πολλά από τα πιο ευαίσθητα στοιχεία της ιστορίας αποδίδονται με έναν κάπως τουριστικό τρόπο. Αλλά τα πάντα είναι τόσο γκαζωμένα που η ταινία κρατά τον θεατή υπερβολικά απασχολημένο για να το καταλάβει. Ο Ζακ Οντιάρ είναι ένας σκηνοθέτης που πάντα στις ταινίες του ξεδιπλώνει διαφορετικών ειδών ιστορίες με έναν μουσικό, ρυθμικό τρόπο, με σώματα που εκφράζονται μελοδραματικά μέσα από τον ρυθμό, την κίνηση, την έλξη. Ακόμα και σε ένα φιλμ σαν το προηγούμενό του, το εκπληκτικό Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα, ο πρωταγωνιστής Μακίτα Σαμπά μας είχε εξηγήσει πως τα πάντα στις μεταξύ τους πρόβες είχαν να κάνουν με τον χορό (ακόμα κι όταν δεν υπήρχε στην ταινία):
«Εκτός από τις πρόβες και το διάβασμα, κάναμε και πολύ χορό μαζί. Είχαμε κόουτς για τις πολύ κοντινές μας σκηνές οπότε περάσαμε πολύ καιρό απλά… χορεύοντας μαζί με τη Λουσί. Ακόμα και με λίγα ρούχα. Ο Ζακ ήθελε να ξέρει ακριβώς ποιο μέρος του σώματος θα πρέπει να κινηματογραφήσει, και πώς, και πότε. Του προτείναμε κι εμείς συγκεκριμένες στάσεις. Είχαμε πια τη δική μας γλώσσα του σώματος την οποία συνδημιουργήσαμε και είχαμε πολύ καλή αίσθηση των σωμάτων μας. Θυμάμαι χορεύαμε μέχρι και έξω, στους δρόμους».
Είναι κάπως ειρωνικό που την φορά που ο Οντιάρ επιλέγει να κάνει ένα αγνό μιούζικαλ, το αποτέλεσμα είναι το λιγότερο αφηγηματικά ρυθμικό της καριέρας του, με ένα flow που διαρκώς σταματά και ξεκινά και μια ένταση που καλύπτει αδυναμίες στο στόρι και στην συναισθηματική συνέπεια. Κι όλα αυτά μέσα σε σχηματικές δραματικές αποτυπώσεις και με μια κάπως αλλοπρόσαλλη επιλογή χρωματικής παλέτας που κάνει το όλο φιλμ να μοιάζει παράξενα αποχρωματισμένο. Αλλά ίσως από την άλλη… δεν πειράζει; Είναι μια ξέφρενη δουλειά, με μια φανταστική κεντρική ερμηνεία από την Κάρλα Σοφία Γκασκόν να λειτουργεί σε κάθε τονική κλίμακα της ταινίας, και ένα πείραμα ειδών και αφήγησης που αν μη τι άλλο δεν μοιάζει ποτέ με απλή άσκηση ύφους.
THE SUBSTANCE: ΑΙΜΑΤΑ, ΤΕΡΑΤΑ, ΝΤΕΜΙ ΜΟΥΡ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΪ
Στον αντίποδα, το Substance δεν υπάρχει δευτερόλεπτο που δεν μοιάζει απολύτως βέβαιο για το τι ιστορία είναι, πώς την λέει, και τι είδους στιλιστική ακροβασία υπηρετεί.
Η ταινία της Κοραλί Φαρζά ανοίγει με ένα φανταστικό εκτεταμένο ακινητοποιημένο πλάνο, ένα από καλύτερα εισαγωγικά expositions που έχουμε δει εδώ και καιρό στο σινεμά: Κάπου στη Λεωφόρο των Αστέρων, ένα αστέρι αφιερώνεται στην Ελίζαμπεθ Σπαρκς, καυτή ηθοποιό και σταρ, που όμως με το πέρασμα των χρόνων η φήμη της εξανεμίζεται και το άστρο της σβήνει. Σήμερα, ώριμη πλέον, με τα χρόνια της νιότης πολύ πίσω της, έχει δική της εκπομπή γυμναστικής στην τηλεόραση – το αφεντικό της οποίας όμως (ένας απολαυστικά γλοιώδης και εμετικός Ντένις Κουέιντ) θέλει να τη διώξει για να φέρει στη θέση της μια νέα (και κυρίως, νεότερη) σταρ.
Η Σπαρκς κάνει τότε κάτι σαν συμφωνία με τον διάβολο, συμφωνώντας να συμμετάσχει σε ένα μυστηριώδες πρόγραμμα με την ονομασία The Substance, το οποίο της επιτρέπει με μία μόνο ένεση να μπορέσει να μετατραπεί στον Καλύτερο Εαυτό της. Η υποσημείωση όμως ποια είναι: Οι δύο εαυτοί (που παρουσιάζονται ως δύο εντελώς διαφορετικά φυσικά σώματα) πρέπει να λειτουργούν συνεργατικά, ως ένα. Κάθε 7 μέρες, πρέπει να αλλάζουν θέση, κι όποιος εαυτός πριν ήταν ξύπνιος, τώρα να κοιμηθεί. Κάθε παραβίαση αυτού του χρόνου, κάθε έμπρακτη ένδειξη απληστίας, τιμωρείται. Και δεν θέλετε να ξέρετε πώς…
Την Κοραλί Φαρζά την γνωρίσαμε πριν 6 χρόνια με το ποπ θρίλερ εκδίκησης Revenge, το οποίο είχαμε μάλιστα τότε συμπεριλάβει στην 20άδα των καλύτερων ταινιών της χρονιάς, γράφοντας πως η σκηνοθέτης παραδίδει «έναν ξεκάθαρο απόγονο της ταινίας-exploitation, γεμάτη βία, αίμα και μέλη που διασκορπίζονται σε όλο το εύρος της οθόνης, επιχειρώντας μια σημειολογική ανατροπή στα επιμέρους στοιχεία του είδους, με διαρκή έμφαση στα ξεφτισμένα νέον νύχια της ηρωίδας της, στα ταλαιπωρημένα σκουλαρίκια-αστεράκια που φοράει, στο πώς φροντίζει και επουλώνει την ίδια της τη σάρκα κάνοντάς την μέταλλο».
Η εμμονή με το σώμα επανέρχεται στο Substance αλλά έχει ενδιαφέρον το πώς: όχι σαν κάτι το δελεαστικό και γεμάτο πιθανότητες και συναισθηματικότητα (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις ταινίες του Κρόνενμπεργκ), αλλά σαν μεγάλος τρόμος. Η Ντέμι Μουρ, σε έναν άμεσα εμβληματικό ρόλο καριέρας, παίζει μια Ελίζαμπεθ που χάρη στην συστημική και πατριαρχική καταπίεση βλέπει το σώμα (και τη φυσική του φθορά) ως τον απόλυτο εφιάλτη, και την ιδέα ενός νεότερου, σφριγηλού, απαστράπτοντος σώματος ως τον άψυχο Εξολοθρευτή που έρχεται να την κυνηγήσει σαν άλλος Τ-1000. Στο ρόλο της νεότερης εκδοχής της λοιπόν, του έτερον ήμισυ αυτού του Substance πειράματος, είναι η Μάργκαρετ Κουάλεϊ ως Σου, ένα πλάσμα που δημιουργείται μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα της Ελίζαμπεθ με στόχο να ενσαρκώσει όλα της τα όνειρα (για αποδοχή, για διάρκεια) και καταλήγει να εκπροσωπεί όλους τους εφιάλτες της (για αντικατάσταση).
Η Φαρζά τοποθετεί τη δράση σε λιγοστούς, πολύ συγκεκριμένους χώρους, άδειους και αχανείς (μέχρι να γεμίσουν… με διάφορους τρόπους), με βαριά χρωματική παλέτα και μια κλινικότητα που παραπέμπει σε Κιούμπρικ, και μια διαρκή ηχητική επίθεση όπου ένα μασούλημα ή το τρίξιμο από μια επαφή μπορεί να ισοδυναμεί με χίλια ουρλιαχτά. Ταυτόχρονα το pulp στοιχείο είναι έντονο, όχι μόνο στο πώς παρουσιάζεται αυτή η εφιαλτική τερατο-ιστορία, αλλά και στο πώς μετακινούμαστε στον χώρο και το χρόνο, σαν τα πάντα να ήταν το ένα δίπλα στο άλλο και οι μηχανισμοί πλοκής να είναι απολύτως σχηματικοί προκειμένου να εξυπηρετήσουν: αφενός την εφιαλτική αλληγορία περί παραλυτικού φόβου και εσωτερικευμένου μίσους που έχει δημιουργήσει στην Ελίζαμπεθ το συλλογικό κοινωνικό αντρικό βλέμμα – κι αφετέρου το κρεσέντο που μαεστρικά ετοιμάζει για ολόκληρη την ταινία η Φαρζά χωρίς να μπορούμε καν να φανταστούμε σε τι άκρα θα φτάσει.
Βάλε στο μίξερ ό,τι μονόλιθο του σινεμά τρόμου και της b-movie εποποιίας μπορείς να φανταστείς (από το Fog Τζον Κάρπεντερ μέχρι τα ζόμπι του Ρομέρο κι από το Society μέχρι τον Κρόνενμπεργκ), πασπάλισέ το με κάτι από την κεντρική δυναμική του Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ(!), βάλε μίξη εφιάλτη και αλληγορίας α λα Twilight Zone και ρίξε γενναιόδωρη δόση z-movie τερατοαισθητικής από πρώιμο Πίτερ Τζάκσον (δηλαδή το Bad Taste) κι έχεις κάτι σαν περίπου μια ιδέα για το τι είναι το Substance.
Δηλαδή, δεν έχεις καμία ιδέα, γιατί εν τέλει αυτό το άμεσο classic του είδους που παρουσιάζει η Φαρζά δεν φτάνει ποτέ σε κανένα σημείο που νιώθεις πως θα ακολουθήσει κάτι το προκαθορισμένο, και καταφέρνει να γεννά κορύφωση πάνω στην κορύφωση, πολύ μετά από τη στιγμή που θα περίμενε κανείς πως φτάνει στο φυσικό του φινάλε. Μια κοντρολαρισμένη υστερία διαρκείας, μια επίθεση στο γούστο, στις φοβίες, στην κάθε μας καλά κρυμμένη μέσα μας αίσθηση ανασφάλειας, με τη Φαρζά να επιδεικνύει εντυπωσιακό έλεγχο του gore και του αίματος και του χιούμορ πάνω στην τραγωδία και στη θλίψη που κρύβει μέσα του αυτό το στόρι.
Μετά το τέλος της πρώτης δημοσιογραφικής προβολής, έξω από την αίθουσα μια θάλασσα θεατών να ουρλιάζουμε και και να φωνάζουμε σα μικρά παιδιά, ανάμεσά τους ο Έιμπελ Φεράρα με ένα απλό, στιβαρό, «yeah, wild bro». Πρόκειται για μια απίστευτα, χορταστικά φαν εμπειρία, κάτι που εντείνει ακόμα περισσότερο το γεγονός πως αυτή ήταν μια ταινία που προβλήθηκε στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού των Καννών. Μπροστά στο Substance, ακόμα και το Titane μοιάζει με σινεμά του Τζεϊλάν.
Κι ανάμεσα στο Emilia Perez και το Substance, το φετινό Διαγωνιστικό των Καννών ζωντάνεψε για τα καλά, και σε συνδυασμό και με το Megalopolis μας δίνει πλέον μια πλειάδα ταινιών που γεννούν αντιδράσεις σε κάθε πηγαδάκι. Δε θυμάμαι ξανά ένα Διαγωνιστικό τόσο ζωηρό και δημιουργικά προβοκατορικό όσο το φετινό. Το ερώτημα τώρα είναι: Από αυτές τις ρισκέ, τολμηρές ταινίες, ποιες θα μπορέσουν να φτάσουν μέχρι κάποια (και γιατί όχι, ακόμα και την τοπ) βράβευση;
Όσο για τις υπόλοιπες, λιγότερο διχαστικές και προβοκατόρικες αλλά επίσης σπουδαίες ταινίες που έχουμε δει αυτές τις μέρες, θα τις συζητήσουμε κι αυτές σύντομα: Ταινίες όπως το ξέφρενο Anora του Σον Μπέικερ (The Florida Project), το στοχαστικό Oh Canada του Πολ Σρέιντερ (First Reformed) και την καλύτερη ταινία του φεστιβάλ ως τώρα, το Caught by the Tides του κινέζου auteur Ζία Ζανγκ-κε.
Οι ταινίες The Substance και Emilia Perez βρίσκονται σε αναζήτηση διανομής στην Ελλάδα. Το 77ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται 14 έως 25 Μαΐου.