TO “ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΝΑΜΕ” ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΣ ΚΩΜΩΔΙΕΣ
Με αφορμή την επανακυκλοφορία της επιτυχημένης ταινίας στις αίθουσες για την 10η επέτειό της, ρίχνουμε μια νέα ματιά σε αυτήν και στο έργο του σκηνοθέτη της. Θεέ μου τι σου κάναμε, πραγματικά.
«Ένας άραβας, ένας κινέζος κι ένας εβραίος μπαίνουν σε ένα μπαρ…»
Δεν είναι να απορείς στα αλήθεια για την επιτυχία που είχε στην Ευρώπη πριν μια δεκαετία το Θεέ Μου τι σου Κάναμε, όταν επρόκειτο στην πράξη για μια ανάλαφρη και χονδροειδή διασκευή των ρατσιστικών αστείων με τα οποία μεγαλώσαμε. Η ταινία έκοψε το 2014 πάνω από 12 εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία, με αγορές όπως της Γερμανίας και της Ισπανίας να ακολουθούν μετρώντας τους θεατές στα εκατομμύρια.
«Η μέση γαλλική ταινία είναι πώς θα ήταν αν ένα νεαρό μη λευκό άτομο έπιανε φιλίες με έναν ηλικιωμένο γάλλο ρατσιστή και γίνονται κολλητοί και σε όλες πρωταγωνιστεί ο Ζεράρ Ντεπαρτιέ», γράφτηκε στο twitter και είναι αλήθεια πως είναι εντυπωσιακή η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που θεωρείται ως «γαλλικό σινεμά» διεθνώς, και σε αυτό το σινεμά που έχει όντως επιτυχία μες στην ίδια τη Γαλλία.
(Στην Ελλάδα έχουμε και τα δύο: Είναι οι γαλλικές ταινίες που κυκλοφορούν τους 8 μήνες του χρόνου, έχουν για πρωταγωνίστρια την Ζιλιέτ Μπινός και αναφέρουν στην αφίσα τους τη συμμετοχή σε κάποιο ευρωπαϊκό φεστιβάλ, κι είναι οι γαλλικές ταινίες που κυκλοφορούν τους υπόλοιπους 4 μήνες, έχουν για πρωταγωνιστή τον Ντάνι Μπουν, και οι κακοφτιαγμένες αφίσες τους βροντοφωνάζουν «Η ταινία-φαινόμενο που έσπασε ταμεία!».)
Η σύγχρονη λαϊκή κωμωδία στη Γαλλία έχει σε μεγάλο βαθμό την βάση και την προέλευσή της στον θίασο Le Splendid των ‘70s, που ιδρύθηκε από ονόματα όπως ο Κριστιάν Κλαβιέ (πρωταγωνιστής σε ντουζίνες τεράστιων εμπορικών επιτυχιών, ανάμεσά τους και το Θεέ Μου τι σου Κάναμε), ο Μισέλ Μπλανκ και η Ζοσιάν Μπαλασκό. Το στυλ που έγινε δημοφιλές τότε, βασισμένο στο σκετς, με ρουτίνες ευρύτατου, χοντροκομμένου χιούμορ και με ισχνούς χαρακτήρες, επικρατεί για δεκαετίες και φτάνει πια στην διάρκεια των ‘10s να αγκαλιάζει –όλο και πιο άφοβα, παράλληλα με την δεξιά κοινωνική στροφή– κάθε λογής αντιδραστική πολιτική.
«Οι ρίζες της λαϊκής γαλλικής κωμωδίας βρίσκονται πίσω στα ‘70s, και ηθοποιοί και σκηνοθέτες που έγιναν διάσημοι στα ‘70s και στα ‘80s ασκούν ακόμα δημιουργικό έλεγχο πάνω στη δουλειά που παράγεται σήμερα», παρατηρεί ο αρθρογράφος Κάσπαρ Σάλμον σε ένα εξαιρετικό του κομμάτι πάνω στην αντιδραστικότητα της μοντέρνας γαλλικής κωμωδίας για το Sight & Sound το 2017. «Αυτό ευθύνεται για την μουχλιασμένη, για να μην πούμε οπισθοδρομική, πολιτική ματιά στις σύγχρονες γαλλικές κωμωδίες».
«Το κεντρικό ερώτημα στο ρόλο του σινεμά στην έκφραση πολιτικών ιδεών οπωσδήποτε πρέπει να εστιάσει σε αυτές τις λαϊκές κωμωδίες», συνεχίζει ο Σάλμον. «Και συγκεκριμένα σε μια διάθεση μισαλλοδοξίας που τις ευθυγραμμίζει με την ακροδεξιά ιδεολογία».
Το Θεέ Μου τι σου Κάναμε δεν είναι περιέργως καν η χειρότερη (ίσως ούτε καν μές στις 3 χειρότερες) ταινίες του σκηνοθέτη Φιλίπ ντε Σοβερόν για τον οποίον πλέον σε αυτό το σημείο θα έπρεπε πια να έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από τη Χάγη. Είναι όμως η πιο πετυχημένη, με την μεγαλύτερη αποδοχή, και κάπως εμβληματική αυτής της τάσης και αισθητικής του λαϊκού γαλλικού σινεμά των τελευταίων 10-15 χρόνων – αλλά κι εκείνη ακόμα, έγινε δεκτή με έντονες αντιδράσεις ακόμα στην εποχή της («μια απαράδεκτη ταινία» έγραφε το γαλλικό Slate, ενώ διανομείς σε ΗΠΑ και Αγγλία ούτε που την άγγιξαν).
Στην ταινία, ένα ζευγάρι λευκών ευκατάστατων καθολικών (με τον Κριστιάν Κλαβιέ στο ρόλο του πάτερ φαμίλια) βλέπει με σοκ, δέος και απόγνωση της κόρες τους, τη μία μετά την άλλη, να παντρεύονται μη λευκούς γαμπρούς. Έναν άραβα μουσουλμάνο, έναν εβραίο, έναν κινέζο. Αυτό συμβαίνει σε ένα σύντομο μοντάζ στην αρχή της ταινίας που θέτει τη βάση για το punchline που θα ακολουθήσει: ΛΟΛ φαντάζεσαι κι η τέταρτη να μας τη φέρει έτσι; Και φυσικά, η εν λόγω τέταρτη κόρη πράγματι σκοπεύει να παντρευτεί έναν μαύρο άντρα με καταγωγή από την Ακτή Ελεφαντοστού.
Είναι ήδη ξεκαρδιστικό, ε; Χαχ μη σου τύχει. Ξέρω, ξέρω: Φυσικά κανείς μας δεν είναι ρατσιστής και εννοείται απλά λίγη πλάκα κάνουμε με τα στερεότυπα. Στο τέλος όλοι παρέα αγκαλιασμένοι θα ζήσουμε, αλίμονο, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Κρίμα βέβαια που δεν είμαστε όλοι λευκοί να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο αλλά εντάξει, χεχ, κανείς δεν είναι τέλειος.
Η κωμωδία του ντε Σοβερόν χρησιμοποιεί τα στερεότυπα που συνδέονται με όλους τους μη λευκούς ανθρώπους της ιστορίας με ένα τρόπο που να διατηρεί μια ας πούμε αίσθηση ασοβαρότητας, ελαφρότητας και απόστασης («εντάξει, εννοείται πως ΔΕΝ είναι σωστό πράγμα ο ρατσισμός») αλλά ύπουλα αφήνοντας το κοινό να χασκογελάσει δίχως ενοχές με όλα. Εξάλλου βάζει και τους ίδιους τους μη λευκούς χαρακτήρες να συμμετάσχουν στα καλαμπούρια και στις «εχθροπραξίες», είτε είναι οι γαμπροί που κοροϊδεύονται μεταξύ τους (ο εβραίος γαμπρός αποκαλεί τον αλγερινό «Αραφάτ», για κάποιο λόγο), είτε η οικογένεια του ιβοριανού μελλοντικού 4ου γαμπρού, με τον πατέρα του να αποδεικνύεται εξίσου μισαλλόδοξος με τον Κλαβιέ.
Να, σου λέει η ταινία: Μη σκας στην τελική, όλοι ψιλο-τα-ίδια λέμε και γελάμε, σου κλείνει το μάτι. Είναι αυτή η τύπου Crash αφοριστική και κυνική προσέγγιση που εξισώνει κόσμους, τάξεις και καταστάσεις που σε καμία περίπτωση δε μπορούν να εξισωθούν.
Κι είναι πέραν όλων των άλλων μια αληθινά κακή ταινία, με χοντροκομμένο και προφανές χιούμορ (όταν δεν είναι απλά ενοχλητικό), με ανύπαρκτη αισθητική προσέγγιση (θα μπορούσε να είναι τηλεοπτικό σκετσάκι από τα ‘80s), με κακή δομή και ανυπαρξία ρυθμού και πλοκής (είπαμε, είναι σκετσάκια, είναι ένα ανέκδοτο που ήρθε στη ζωή χωρίς περαιτέρω σκέψη), και με χαρακτήρες πλήρως σχηματικούς και με βάθος χαρτονένιου αποκόμματος. Μη στοιχηματίσετε τίποτα που να έχει αξία αν σας προκαλέσουν να θυμηθείτε τα ονόματα και τουλάχιστον ένα χαρακτηριστικό της κάθε κόρης, οι οποίες είναι όλες ανταλλάξιμες μεταξύ τους. Ενώ το χιούμορ είναι επιπέδου: λευκή μεσοαστή μπαίνει σε κινέζικο εστιατόριο κι ο ιδιοκτήτης πιστεύει πως πρόκειται για υγειονομικό έλεγχο.
Οι δε γαμπροί χαρακτηρίζονται φυσικά από τον στερεοτυπισμό τους, σε ένα ευρύτερο κωμικό περιβάλλον σεφερλιδικής εσάνς: Όταν ο Νταβίντ επιτίθεται στον Τσάο με κραβ μαγκά, εκείνος τον ρίχνει στο έδαφος με μια κίνηση καράτε. Από τα καλύτερα αστεία του 1956. Στο δε σίκουελ της ταινίας, ο Τσάο αποδεικνύεται γνώστης τόσο κινέζικων όσο και ιαπωνικών πολεμικών τεχνών. Ίσως να μην βιαζόμουν να το χρεώσω αυτό σε έναν «έλα μωρέ όλα αυτά τα ασιατικά ίδια είναι» τύπου ρατσισμό, αλλά στην τρίτη ταινία της σειράς υπάρχει μια σκηνή όπου αυτό ακριβώς είναι το «αστείο», όταν οι λευκοί πεθεροί ταξιδεύουν στο Πεκίνο για να επισκεφθούν τους γονείς του Τσάο και χτυπούν σε λάθος πόρτα. Καταλαβαίνετε τι φεστιβάλ γέλιου ακολουθεί.
Όχι φυσικά σαν το φεστιβάλ γέλιου που ακολουθεί για τον ίδιο τον ντε Σοβερόν, που με την ενθάρρυνση της τεράστιας επιτυχίας του Θεέ Μου τι σου Κάναμε, αποφασίζει πως έχει πολλή κωμωδία ακόμα να αντλήσει από τον στερεοτυπισμό του Άλλου. Το 2016 σκηνοθετεί το Άμεση Αποβίβαση!, μια κωμωδία για έναν αστυνομικό που συνοδεύει έναν αφγανό πρόσφυγα από το Παρίσι στην Καμπούλ (τρομερά αστείο) και το 2017 παραδίδει το εκτρωματικό magnum opus του Βρε Καλώς Τους!, όπου ο Κλαβιέ παίζει έναν αριστερό διανοούμενο που αφού δηλώνει στην τηλεόραση πως «φυσικά και θα έπαιρνε μια οικογένεια ρομά να ζήσει σπίτι του», δέχεται επισκέψεις από μια τέτοια οικογένεια, που απαιτούν όντως να μείνουν μαζί του.
Η ταινία έχει ως σημείο εκκίνησης το βασικότερο διαλεκτικό μοτίβο της ακροδεξιάς ρητορικής («αν τους θέλεις, να τους πάρεις σπίτι σου» είναι η απάντηση ακόμα κι όταν πεις πως θα ήταν μάλλον θετική εξέλιξη το να μην βουλιάζαμε πρόσφυγες στη θάλασσα) και χτίζει πάνω σε αυτό ένα μπαράζ φρικτών στερεοτύπων που αφαιρεί την όποια ανθρώπινη διάσταση από αυτούς τους ανθρώπους, δείχνοντάς τους ως ανίκανους να συμπεριφερθούν ή γενικότερα να ανήκουν.
Με δεδομένη κιόλας την διαχρονικά φρικτή ρατσιστική αντιμετώπιση των Ρομά στην Ευρώπη, η ιδέα πως μια κωμωδία σαν αυτή μπορεί να «σπάσει πλάκα και με τις δύο πλευρές» (όπως πάντα διατείνονται κωμικοί που πολύ απλά θέλουν να πουν ένα ρατσιστικό αστείο ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε τώρα) είναι όχι απλά άστοχη, αλλά οριακά επικίνδυνη. Όπως γράφει κι ο Σάλμον στο Sight & Sound, «θα έπρεπε να είναι προφανές πως η κοινότητα των ρομά δεν έχει την ίδια πλατφόρμα για να λέει ιστορίες ή να εκπροσωπεί τον εαυτό της, όσο οι λευκοί άνθρωποι που κάνουν κωμωδίες για αυτήν. Υπερβολικά πολλές ταινίες αδυνατούν να δεχθούν πως οι ζωές των άλλων δεν προσφέρονται πάντα για αθώα κατανάλωση ή για φτηνές κρίσεις».
Ακόμα κι αν σε μέσα ένα ανάλαφρο πλαίσιο –νομίζαμε τότε– αθωότητας το ορίτζιναλ Θεέ Μου τι σου Κάναμε χτύπησε κάποια φλέβα και έγινε επιτυχία-φαινόμενο παρά την (αισθητική και πολιτική) φτήνια του, τόσο τα δύο σίκουελ στην ίδια την ταινία όσο και οι υπόλοιπες ταινίες του σκηνοθέτη δίνουν ένα σημαντικό πλαίσιο ανάγνωσης για τη θέση αυτού του φιλμ στο επίκεντρο του αντιδραστικού mainstream της σύγχρονης γαλλικής κωμωδίας. Η επανάληψη και επικράτηση των μοτίβων της οποίας συμπίπτει και με μια ευρύτερη τάση συντηρητικοποίησης και αντιδραστικής στροφής της πολιτικής σε Γαλλία και Ευρώπη στο διάστημα που μεσολάβησε.
10 χρόνια μετά την κυκλοφορία του φιλμ, το μόνο δικαιολογημένο «θεέ μου τι σου κάναμε;» είναι το δικό μας. Τελικά δεν γλιτώνουμε από πουθενά.
Το Θεέ Μου τι σου Κάναμε κυκλοφορεί στις αίθουσες σε επανέκδοση.