ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΛΤ ΛΑΤΡΕΙΑ;
Το ντοκιμαντέρ “Λατρεία – Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (Μου)” εξερευνά τις περιπτώσεις των ταινιών “Σπιρτόκουτο”, “Τσίου”, “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” και “Όλα Είναι ο Δρόμος” κι ο σκηνοθέτης Μελέτης Μοίρας μας εξηγεί τι είναι αυτό που τις καθιστά αντικείμενα λατρείας.
Δεν είναι κάτι που το ξεχνάς εύκολα αν έχεις βρεθεί εκεί. Σε sold out προβολές ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη. Σε γεμάτα λαό αφιερώματα στον Παντελή Βούλγαρη. Σε προβολές του Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες που μοιάζουν περισσότερο με λαϊκό προσκύνημα. Αν αυτό δεν είναι καλτ, τότε τι είναι;
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες της έννοιας, πολλοί τρόποι να προσεγγίσεις την ιδέα του του καλτ αντικειμένου, αλλά για τον Μελέτη Μοίρα, τελικά όλα καταλήγουν στον χρόνο. «Μόνο το κοινό μπορεί να πει τι είναι καλτ», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης, που μέσα από το έργο του (που περιλαμβάνει ντοκιμαντέρ για τον ραδιοφωνικό σταθμό Jazz FM και για το εμβληματικό περιοδικό Βαβέλ) απολαμβάνει να εξερευνά μια underground κουλτούρα και το πώς έρχεται κάποιες φορές σε διάλογο με ένα μαζικό κοινό.
«Το καλτ είναι κάτι που αποφασίζεται συλλογικά, από το πέρασμα του χρόνου. Θεωρώ ότι το καλτ χρειάζεται χρόνο», μας λέει καθώς ανατρέχουμε σε περιπτώσεις όπως των παραπάνω ταινιών. Οι οποίες, χρόνια και δεκαετιές ακόμα μετά τις πρεμιέρες τους, έχουν καταφέρει να κερδίσουν μια αδιαπραγμάτευτη θέση στη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα: Να είναι σημεία αναφοράς, με ατάκες που βρίσκονται διαρκώς στο στόμα του κόσμου, με μεγάλο κοινό να τιμά προβολές και αφιερώματα.
Είναι φυσικά υποκειμενική η επιλογή των συγκεκριμένων 4 ταινιών, αλλά όπως μας λέει ο Μοίρας, «ήθελα απλώς να θέσω έναν άξονα συζήτησης». Και, μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις και αναλύσεις (ακαδημαϊκές, αλλά ακόμα περισσότερο φιλοσοφικές και τελικά παρεϊστικες) αυτό κάνει τελικά στην Λατρεία: Θέτει έναν, ας πούμε, άξονα του καλτ.
Η αγάπη του για το σινεμά πάει πίσω, στην παιδική του ηλικία, όταν από 7-8 χρονών πιτσιρίκι έμπαινε δωρεάν σε προβολές σε ένα θερινό στη Λούτσα. «Μας βάζανε στο διάλειμμα να μαζεύουμε τα μπουκάλια και σε αντάλλαγμα μας έβαζαν τσάμπα στην ταινία», θυμάται γελώντας. Ανέβαινε από τότε στην αίθουσα του προβολατζή και θυμάται πόσο μεγάλη εντύπωση του έκανε πάντα η διαδικασία εκεί μέσα – πώς ενωνόταν και κοβόταν το φιλμ, πώς γινόταν η προβολή.
Δεν ήθελε πολύ να κολλήσει. Στα 20-κάτι εντρύφησε σε παλιές, κλασικές ταινίες, μια αγάπη που πλέον δεν θα έφευγε ποτέ. «Στους κινηματογράφους τότε δεν διάβαζα καν τι έπαιζε», θυμάται. «Πήγαινα μετά τη δουλειά, κι ό,τι είχε, έμπαινα.»
Ήρθαν έτσι τα πράγματα που, πριν λίγα χρόνια, άρχισε να σκηνοθετεί δικά του ντοκιμαντέρ. Όπως το θέτει κι ο ίδιος, «ξύπνησα ένα πρωί κι είπα, Θα κάνω ταινίες». Προϋπόθεση γι’αυτό ήταν πως τα ίδια τα θέματα για αυτά τα ντοκιμαντέρ, θα ήταν κάτι που κάθε τέτοιο πρωί θα τον έκαναν να σηκωθεί με ενθουσιασμό για να τα κυνηγήσει. Εξ ου και τα θέματά τους. Jazz FM. Βαβέλ. Καλτ ελληνικό σινεμά.
Είναι ένα underground που «κατάφερε με κάποιο τρόπο να βγει μπροστά στο κοινό και να πάρει βήμα, να καταθέσει πρόταση», όπως το θέτει. «Με οδηγούν αυτές οι μνήμες. Πάντα έχω την αγωνία να αποτίω φόρο τιμής σε καταστάσεις που με έχουν φέρει εδώ που είμαι τώρα. Ξέρω ότι έχω διαμορφωθεί από τον Jazz, τη Βαβέλ και τις ταινίες. Αυτό μου αρέσει να το επιστρέφω πίσω ως ευγνωμοσύνη, ως ευχαριστώ. Έτσι μου έρχονται ιδέες, έτσι τα δουλεύω. Πηγαία. Όχι μέσα από σκέψη και υπολογισμούς».
ΛΑΤΡΕΙΑ, ΤΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Η Λατρεία ξεκίνησε με αφορμή, πριν λίγα χρόνια, την θεατρική μεταφορά της ταινίας Τσίου του Μάκη Παπαδημητράτου. «Πήρα τον Μάκη και του είπα ότι θέλω να το κάνω ντοκιμαντέρ – πώς μια ταινία που ξεκίνησε όπως το Τσίου, φτάνει να αποκτά θεατρική μεταφορά;». Είχε πάντα στο μυαλό του και τις άλλες ταινίες: Το Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη. Το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες του Σταύρου Τσιώλη. Και το τρίτο, συγκεκριμένα, επεισόδιο από το Όλα Είναι Δρόμος του Παντελή Βούλγαρη.
Αποφάσισε να επεκτείνει την μελέτη του αυτή, σε όλες αυτές τις ταινίες. Όχι, πια, γύρω από έναν τίτλο, αλλά από μια ιδέα: Καλτ. Τι είναι; Πώς ορίζεται; Τι είναι που είχαν αυτές οι ταινίες και έγιναν αντικείμενο λατρείας;
Είδε τις ταινίες αυτές δεκάδες, ακόμα, φορές. Μίλησε για αυτές, κι άλλο. Συζήτησε, ανέλυσε. Ήρθε σε επαφή με συντελεστές ή με το στενό τους κύκλο. Με συνεργάτες. Με ειδικούς, με μελετητές. Με ανθρώπους του σινεμά. Σκηνοθέτες, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους. Η συναρπαστική διαπίστωση όμως μένει πάντα σχετικά με το φαινόμενο αυτό. Διότι, όπως σημειώνεται και στην ίδια την ταινία, μιλάμε για έργα που πολύ συχνά υπερβαίνουν το έργο των σκηνοθετών τους, αν όχι το κινηματογραφικό πλαίσιο γενικότερα: Αναμφίβολα, είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το «Ηλία, ρίχτο» χωρίς να ξέρουν καν ότι είναι από ταινία, ή που ξέρουν απ’έξω κι ανακατωτά τους διαλόγους του Ας Περιμένουν οι Γυναίκες χωρίς να έχουν δει άλλη ταινία του Τσιώλη.
Πριν χρόνια, ο αείμνηστος Νίκος Τριανταφυλλίδης είχε ξεκινήσει το θεσμό του φεστιβάλ cult ελληνικού κινηματογράφου στο Gagarin 205, με έναν τρόπο βέβαια τελείως διαφορετικό από την προσέγγιση του Μελέτη Μοίρα. Την αφίσα της πρώτης διοργάνωσης κοσμούσε η Τίνα Σπάθη. Τιμώμενο πρόσωπο ήταν ο Σουγκλάκος. Άλλη λογική – ήταν όμως κι εκείνη μια απόπειρα οριοθέτησης ενός φαινομένου λατρείας απέναντι σε κάποια πτυχή του ελληνικού σινεμά.
Ο Τριανταφυλλίδης συζητιέται στην ταινία γιατί όπως λέει ο Μοίρας, «δεν γινόταν να παραλειφθεί». Εξηγεί: «Ο Τριανταφυλλίδης έκανε μια απίστευτη δουλειά ώστε να οριοθετήσει το καλτ, με τον δικό του τρόπο και την δική του εργασία. Κι ας διαφωνούσαν μερικοί. Τα καλλιτεχνήματα δεν τους αγγίζουν όλους – είναι καλό να υπάρχουν και γωνίες στην τέχνη», τονίζει. «Γι’αυτό ήθελα να τον τιμήσω. Τον θεωρούσα πολύ κοντά μου, κι ας μην έτυχε να τον γνωρίσω από κοντά».
«ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΗ Η ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ, ΠΩΣ ΝΑ ΣΤΟ ΠΩ! ΘΕΣ ΣΤΡΟΦΕΣ!»
«Θεωρώ ότι είναι το χειροποίητο», μας λέει, μετά από πολλή μεταξύ μας κουβέντα πάνω στο θέμα – ακριβώς σαν τους δύο φίλους που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις συνεντεύξεις και τα πλάνα των ταινιών μέσα στο ντοκιμαντέρ, οι οποίοι συζητάνε φιλοσοφικές και κοινωνικές προεκτάσεις των ταινιών, έτσι κι εμείς όσο περνάει η ώρα, βάζουμε προσωπικές αναμνήσεις και αγάπες γύρω από αυτά τα φιλμ, αυτούς τους σκηνοθέτες.
Σκέφτομαι πως δεν είναι τυχαίο το πόσο άμεσες είναι όλες αυτές οι διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες, το πόσο λαϊκή η θεματική τους και οι ήρωές τους – όσο κι αν διαφέρουν τα περιβάλλοντά τους ή η στόχευσή τους, και πόσο μάλλον η τεχνική τους. Όμως ίσως υπάρχει κάτι εκεί σε αυτή την αμεσότητα, την ευθύτητα.
Για τον Μελέτη Μοίρα, αυτό είναι κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στην φόρμα. «Πιστεύω πολύ στο low budget, το χειροποίητο, το απρόσμενο», λέει. «Πας να γυρίσεις μια σκηνή, αλλά τελικά δεν μπορείς εκεί που σχεδίαζες, επί τόπου αποφασίζεις να πας πιο δίπλα, κι αυτό δημιουργεί μια νέα κατάσταση», προσφέρει σαν ένα μικρό παράδειγμα.
«Αυτός ο εξορθολογισμός που έχει περάσει στις νέες ταινίες, μέσα από τα αμέτρητα pitching, θεωρώ ότι καταστρέφει τις γωνίες στην τέχνη, το στρογγυλεύει όλο. Μπορεί κάτι να αρέσει αρκετά σε πολύ κόσμο – αλλά δεν θα φτιάξει πιστούς», υπογραμμίζει. Νά’τη πάλι η πίστη, και η λατρεία.
«Μια αιχμή, κάτι να τσιγκλίσει, να πεις “ώπα, τι έγινε;”. Χρειάζεται. Δεν μπορεί να είναι όλα μια ευθεία. Είναι αδιάφορη η Εθνική Οδός, πώς να στο πω!», λέει με έναν ενθουσιασμό. «Θες στροφές, δε μπορεί να είναι έτσι ευθεία όλο».
«Αυτό έχουν αυτές οι 4 ταινίες. Σου δίνουν κάτι διαφορετικό, κάτι που σε βγάζει έξω από την κοινωνική σου κατάσταση, από αυτό που έχεις συνηθίσει. Είχαν να πούν κάτι, κι όλοι οι συντελεστές είχαν μεγάλη πίστη στην ιδέα τους – κι αυτό το μεταφέρανε στην ταινία», συνεχίζει. «Η αμεσότητα έτσι κερδίζεται. Κάτι που σε αγγίζει, σε χτυπάει κατακούτελα».
«Δεν γίνεται να μην σε αγγίξει κάτι που είναι ειλικρινές απέναντί σου και σε κοιτάει στα μάτια», λέει.
«Θα σταθείς».
Ο κόσμος στάθηκε. Ο λαός, λάτρεψε. «Δημιουργείται ένας μύθος, μια πίστη. Το καλτ είναι λατρεία σε ένα δόγμα», εξηγεί. Έτσι δημιουργείται σιγά σιγά, από στόμα σε στόμα, αφήνοντας πίσω ένα αληθινό, σοβαρό αποτύπωμα. Έτσι δεν δημιουργείται η λατρεία;
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Τσίου (Μάκης Παπαδημητράτος, 2005)
Δεκαπενταύγουστος, άδεια Αθήνα. Τελείως άδεια; Όχι: Ο Τσίου (Αλέξανδρος Παρίσης) ψάχνει να βρει τη δόση του, κι η περιπέτεια αρχίζει. «Δεν το είχα δει όταν είχε βγει, το είδα πιο μετά, σε δεύτερο χρόνο», θυμάται ο Μελέτης Μοίρας. «Κόλλησα γιατί είχε κάτι αυθόρμητο και ειλικρινές, σε ένα θέμα δυνατό μεν, αλλά δίχως να το προσβάλλει, δίχως να κάνει ευκολίες και να το ρίχνει σε χαμηλό επίπεδο».
Σπιρτόκουτο (Γιάννης Οικονομίδης, 2002)
Καύσωνας στην Αθήνα, στο μικρό διαμέρισμα ενός 50χρονου μικρομεσαίου οικογενειάρχη, όλα τα μέλη της οικογένειας ξεσπούν το ένα πάνω στο άλλο μέσα από ένα ορμητικό χείμαρρο αδιανόητης λεκτικής βίας και οργής. «Το είχα δει στην πρώτη του φάση, και είχα σοκαριστεί», θυμάται ο Μοίρας. «Το έχω ξαναδεί άπειρες φορές. Τότε δεν καταλάβαινα το χιούμορ που είχε πίσω του, τώρα το βλέπω. Τότε ήμουν και πιο μικρός. Μετά το αντιλήφθηκα. Γέλασα πάρα πολύ, έχει απίστευτες στιγμές γέλιου. Αλλά χιούμορ από αυτό που παγώνει και το χαμόγελό σου».
Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (Σταύρος Τσιώλης, 1998)
Τρεις άντρες (Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς, Αργύρης Μπακιρτζής) σε μια οδική περιπέτεια προς τη Θάσο, όπου είναι για διακοπές οι γυναίκες τους, σε ένα ταξίδι που μοιάζει διαρκώς να μην τελειώνει. «Κάθε ατάκα είναι πολύ δυνατή, ο Τσιώλης είχε κάνει ένα σενάριο πολύ σφιχτό, ήξερε πάρα πολύ καλά τι έκανε. Γι’αυτό κι η ταινία συνδυάζει τόσα στοιχεία», λέει ο Μοίρας. «Κι οι πρωταγωνιστές… τα έδωσαν όλα», λέει, περιγράφοντας μια αγαπημένη του ανεπαίσθητη ερμηνευτική λεπτομέρεια: «Στην σκηνή στην πισίνα που πάνε να δέσουν τον Μπουλά να τον πάνε στην Καβάλα, αν δεις την πλάτη του Ζουγανέλη, πώς σκύβει, απολογείται – είναι σαν σκυλάκι. Είναι ανεπαίσθητο, αλλά δίνει όλη τη μετάφραση της σκηνής».
Όλα Είναι Δρόμος – Βιετνάμ (Παντελής Βούλγαρης, 1998)
Στην τρίτη από τις ιστορίες της σπονδυλωτής ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, ένας πρόσφατα χωρισμένος μεσήλικας στο Κιλκίς, επισκέπεται το σκυλάδικο όπου είναι θαμώνας, για να πνίξει τον καημό και τον πληγωμένο του εγωισμό. Αφού σπάσει ό,τι σπάει, αποφασίζει να σπάσει και το μαγαζί. «Κάποιοι δεν έχουν δει καν την ταινία, αλλά έχει μείνει η ατάκα. Πολλοί δεν θυμούνται καν τα δύο πρώτα επεισόδια!», λέει ο Μοίρας. «Εγώ πάντα γύριζα στο Όλα Είναι Δρόμος. Και στα δύο πρώτα, όχι μόνο στο Βιετνάμ. Γύριζε πάντα εκεί το μυαλό μου. Γιατί γυρνούσα σε αυτές τις ταινίες; Γιατί τις ξανάβλεπα; Τι με έκανε να συζητάω γι’αυτές με τους φίλους μου;»
Από τον Νικολαϊδη στο Kneecap
Μιλώντας για το αν βλέπει σήμερα μια τέτοια αμεσότητα σαν τα φιλμ που συζητάμε παραπάνω, αναφέρεται στο ιρλανδικό Kneecap. «Έχει μια αυθεντικότητα», λέει με ενθουσιασμό. «Με άγγιξε πολύ, το είδα τρεις φορές. Κι έχει να κάνει με αυτό: Ξέφυγε από τον εξορθολογισμό του πρότζετκ και πήγε στο αυθόρμητο. Μέχρι που παίζουν κι οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Έτσι, στα ίσα! Με ενθουσίασε.»
Συζητώντας για το αν θα μπορούσε η ίδια η Λατρεία να έχει επεκταθεί και σε άλλες ταινίες εκτός των 4, έχει τίτλους και δημιουργούς έτοιμους στο μυαλό του. «Ο Νίκος Νικολαϊδης θα ήθελα να είναι μέσα. Θα ήθελα να βάλω τα Φτηνά Τσιγάρα, αν είχα χρόνο. Όπως και την Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά του Πάνου Κούτρα.»
«Θα μπορούσα να το ανοίξω πολύ. Κάποια στιγμή υπήρχε σκέψη να το ανοίξω, να το κάνω σειρά», λέει, και κατευθείαν χαμογελάμε.
«Θα δω. Δεν ξέρω!»
Η ταινία Λατρεία – Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (Μου) κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo.