ΤΟ AFTERPARTY ΣΤΟ APPLE TV+ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΦΑΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ WHODUNNIT
Κάθε επεισόδιο είναι και μια ανάκριση, κάθε ανάκριση είναι κι ένα διαφορετικό κινηματογραφικό είδος.
Τα whodunnits (who done it, δηλαδή ποιος το έκανε) είναι από από τα απολαυστικά εκείνα είδη ταινίας ή σειράς που αρκεί να είναι έστω ικανοποιητικά εκτελεσμένα κι αυτό αρκεί για να περάσεις καλά μαζί τους. (Βλέπε επίσης και: δικαστικά θρίλερ, heist movies.) Αν λοιπόν η ίδια η φόρμουλα μπορεί να ικανοποιεί, τότε μια εμπνευσμένη παραλλαγή μπορεί να απογειώσει.
Αυτό που κάνει το τηλεοπτικό Afterparty τόσο διασκεδαστική εκτέλεση της συνταγής είναι το γεγονός πως αποτελεί εμπνευσμένη παραλλαγή δίχως να πειράζει ούτε χιλιοστό από το ίδιο το πατρόν. Κοιτώντας το από μακριά, θα δει κανείς ένα εντελώς τυπικό σκηνικό για τέτοιου είδους φονικά μυστήρια: Μια ντουζίνα άτομα βρίσκονται κλεισμένα σε έναν χώρο όπου διαπράττεται ένας φόνος, και τώρα η ντετέκτιβ –μια πάντα απολαυστική Τίφανι Χάντις– πρέπει να εξετάσει όλους τους υπόπτους (οι πάντες είναι ύποπτοι!), να τσεκάρει άλλοθι και ανακρίβειες, να ενώσει τις τελείες και στο τέλος να μαζέψει τους πάντες γύρω από τον καναπέ και να αποκαλύψει την αλήθεια– στους υπόπτους αλλά και σε εμάς, τους θεατές.
Είπαμε, αυτό από μόνο του θα αρκούσε. Είναι κλασικό για κάποιο λόγο, σωστά;
Όμως μέσα σε αυτό το κλασικό πλαίσιο, το Afterparty κάνει κάτι πολύ έξυπνο χωρίς ποτέ να υποσκάπτει την ίδια τη δομή του ως αληθινό μυστήριο, χωρίς εξυπνακισμούς ή αποστασιοποίηση από το υλικό. Αντιθέτως, ως αληθινό γέννημα-θρέμμα της εποχής της συμπυκνωμένης ποπ κουλτούρας και της meta αναπαραγωγής της, κάνει το εξής. Διαβάζει αυτό το κλασικό μοτίβο, μέσα από το πρίσμα κάθε άλλου πιθανού κινηματογραφικού και τηλεοπτικού είδους, με σεβασμό, κέφι, χιούμορ και αφοσίωση.
Μετά το πρώτο επεισόδιο κάθε κύκλου όπου στήνεται το σκηνικό, παρουσιάζονται οι χαρακτήρες, ο χώρος, και φυσικά το θύμα, το κάθε επόμενο επεισόδιο προχωρά με τρόπο πάντα απρόβλεπτο. Καθώς η ντετέκτιβ της Τίφανι Χάντις αρχίζει τις ανακρίσεις ώστε να καταφέρει να λύσει εγκαίρως τον γρίφο, κάθε επεισόδιο είναι και μια ανάκριση. Και κάθε ανάκριση, παρουσιάζεται στο στυλ ενός διαφορετικού κινηματογραφικού είδους.
Το τηλεοπτικό φορμάτ έτσι κι αλλιώς ταιριάζει σε ένα τέτοιο εγχείρημα καθώς μπορείς την ανάκριση του κάθε υπόπτου να την πλασάρεις ως ένα κατά βάση αυτοτελές στόρι. Η ιστορία, ας πούμε, ενός παράνομου έρωτα. Η ιστορία του ξεδιπλώματος μιας συνωμοσίας. Η ιστορία μιας παιδικής φιλίας που (δεν) άντεξε το πέρασμα του χρόνου. Το πορτρέτο μιας μοναχικής, ιδιοσυγκρασιακής περσόνας που βρίσκει τη συντροφικότητα εκεί που το περίμενε λιγότερο. Αλλά το Afterparty πάει ένα βήμα παραπέρα, καδράροντας την κάθε τέτοια ιστορία ως ένα διαφορετικό είδος, με τρόπο πάντα ταιριαστό στην ίδια την ιστορία που παρουσιάζεται.
Η γεμάτη αδρεναλίνη ιστορία του Μπρετ, ας πούμε, θα παρουσιαστεί σαν ένα Fast & Furious όπου ο ήρωας ρισκάρει τα πάντα και γκαζώνει ανελέητα ώστε να προστατεύσει, τι άλλο, την οικογένεια. Η Ντάνερ της Τίφανι Χάντις εξηγεί την ιστορία του πώς έγινε ντετέκτιβ στο στυλ ενός αστυνομικού procedural. Ο Γιάσπερ λέει την ιστορία του σε μορφή μιούζικαλ. Η Ζόι, ενός άναρχου animation.
Έχουμε ρομαντικές κομεντί, ψυχολογικά θρίλερ, συνωμοσιολογικά θρίλερ, ερωτικά ‘90s θρίλερ, έχουμε επεισόδιο Περηφάνια και Προκατάληψη, αλλά και επεισόδιο Γουές Άντερσον. (Και heist movie φυσικά, σε περίπτωση που είχατε αμφιβολία. Το δικαστικό θρίλερ που είναι, Afterparty; Για πάμε λίγο.)
Το Afterparty πετυχαίνει μια καλή ισορροπία σε ένα εγχείρημα που μπορεί να ακούγεται και κάπως χαοτικό, γιατί ξέρει ποια από όλα τα συστατικά του πρέπει να εκτελέσει με σοβαρότητα και ποια είναι απλώς η γαρνιτούρα. Καμία έκπληξη που ο δημιουργός της σειράς είναι ο Κρίστοφερ Μίλερ, των Λορντ & Μίλερ, δηλαδή του LEGO Movie, του 21 Jump Street και άλλων πραγμάτων που είναι καλύτερα από όσο μοιάζουν στην θεωρία.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι τα επιμέρους επεισόδια είναι κατά βάση διασκεδαστικές στιλιστικές ασκήσεις, μια ευκαιρία για σεναριογράφους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και θεατές να γελάσουν παρέα για μισή ωρίτσα αναγνωρίζοντας και αναπαράγοντας τους φωτεινούς σηματοδότες του κάθε είδους. Μια πλήρως μπανάλ ιστορία, πώς θα έμοιαζε αν την διηγούσουν σα να ήταν ένα επικό ρομάντζο χωρίς σύνορα σαν τον Άγγλο Ασθενή;
Ταυτόχρονα, η αναγνώριση αυτών των δεδομένων στοιχείων του κάθε είδους, λειτουργεί και σαν αφηγηματική επιτάχυνση. Αναγνωρίζεις τι ιστορία είναι αυτή που βλέπουμε, δε χρειάζεται στα αλήθεια μια περίπλοκη αφήγηση δύο ωρών για να εξερευνηθεί η ιστορία μιας ηθικά αμφίβολης σεξουαλικής σχέσης ανάμεσα σε μια αστυνομικό και σε έναν άνθρωπο-κλειδί της έρευνάς της. Το πιάνουμε, ξέρουμε τι βλέπουμε, αναγνωρίζουμε τα σήματα, καταλαβαίνουμε πού πάει η ιστορία.
Αυτό κάνει τους επιμέρους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους να μοιάζουν σχηματικοί, που είναι μια δίκαιη κατηγορία απέναντι στη σειρά, όμως το κάθε (ημίωρο) επεισόδιο ποτέ δεν ξεπερνά τα όρια της καλής θέλησης που γεννά ο αρχικός ενθουσιασμός. Μέχρι να αναγνωρίσεις το είδος, να τοποθετήσεις τους εκάστοτε χαρακτήρες μέσα στο πλαίσιό του, να χαμογελάσεις με τις αναφορές, και να επεξεργαστείς και τα νέα δεδομένα που προσθέτει αυτή η ιστορία στην ευρύτερη έρευνα, το επεισόδιο έχει ολοκληρωθεί, ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα με κάποιο νέο τρικ.
(Κάθε θεατής θα έχει τα δικά του όρια και τις δικές του ευαισθησίες φυσικά– προσωπικά με χαροποίησε ιδιαίτερα η κατανόηση της συναισθηματικής μελαγχολίας που συνοδεύει τα συμμετρικά παστέλ κάδρα του Γουές Άντερσον επεισοδίου, ενώ οι περίεργα μπερδεμένες αναφορές του επεισοδίου του θείου Οδυσσέα που παίζει ο Τζον Τσο και οι τονικές του αστοχίες το έκαναν ένα από τα πιο αδύναμα της σειράς.)
Επιπλέον; Η επιστροφή σε συμβάντα που έχουμε προηγουμένως δει από την οπτική (και με το κινηματογραφικό στυλ) ενός χαρακτήρα, μέσα από ένα τελείως διαφορετικό βλέμμα. Τα αποτελέσματα είναι συχνά πολύ αστεία καθώς μια άβολη συζήτηση μπορεί να μετατραπεί σε φλογισμένο ζευγάρωμα από την άλλη πλευρά, ή ίσως μια απαξιωμένη λεπτομέρεια μιας ιστορίας μπορεί να αποκτά κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη μιας άλλης. Όλα αυτά είναι απλά ανίκητα ως αφηγηματική μέθοδος. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Είναι περιττό να πούμε πως όλο αυτό δε θα στεκόταν ποτέ ως σύνολο αν ο ευρύτερος ιστός δεν ήταν γερός. Και απίθανα, μια τέτοια συρραφή από gimmicks, καταφέρνει όντως να επιστρέφει στο μυστήριο με τρόπο που δεν το κάνει ποτέ να μοιάζει σαν δεύτερη σκέψη. Καθώς γράφεται αυτό το κείμενο η 2η σεζόν δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα –αν και έχω μια κάπως έξαλλη θεωρία για το τι ακριβώς έχει συμβεί– όμως η 1η παρουσίασε σίγουρα ένα ολοκληρωμένο, ικανοποιητικό whodunnit, με χαρακτήρες που είχαν όλοι και όλες κίνητρα και ευκαιρίες, και με μια αποκάλυψη δολοφόνου που ικανοποιεί αφηγηματικά και επιβεβαιώνεται σε επαναληπτική θέαση.
Ακριβώς επειδή το Afterparty είναι ένα τόσο ποπ πείραμα και μια διαρκής άσκηση στυλ, θα ήταν πολύ εύκολο μέσα σε αυτό το multiverse αναφορών να έχει χαθεί ο αρχικός λόγος που μαζευτήκαμε εδώ– να μάθουμε δηλαδή ποιος ή ποια έκανε τον φόνο. Και γιατί. Και πώς. Η σειρά δίνει τις απαντήσεις με τρόπο κλασικό – αλλά για να φτάσει εκεί, κάνει την κάθε ανάκριση ένα δικό της ποπ σύμπαν.