TO “DAY OF THE JACKAL” ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗΣ ΣΕΖΟΝ
Το τηλεοπτικό ριμέικ της κλασικής ταινίας και του βιβλίου από τα ‘70s έχει ήδη προταθεί για 2 Χρυσές Σφαίρες και έχει ανανεωθεί για 2η σεζόν. Λίγο πριν το Day of the Jackal κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα μέσω του Alpha, εξηγούμε γιατί δεν πρέπει να το χάσετε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το λεγόμενο «τσακάλι» μεταφέρεται στην οθόνη, αλλά είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει στην τηλεόραση. Οι δύο προηγούμενες φορές που το βιβλίο του Φρέντερικ Φόρσαϊθ ενέπνευσε διασκευές, αυτές ήταν κινηματογραφικές, κάτι που βγάζει ομολογουμένως περισσότερο νόημα: Πόσο μπορείς να τραβήξεις την ιστορία μιας απόπειρας εκτέλεσης;
Η τάση όμως των τελευταίων χρόνων είναι έτσι κι αλλιώς τα πάντα να τεντώνονται σε 6-7 επεισόδια, και φαντάζομαι πως και πρόσφατες ταινίες όπως το Killer του Ντέιβιντ Φίντσερ (με μια τρομερά λεπτομερή καταγραφή της ρουτίνας ενός επαγγελματία εκτελεστή) κακό δε θα έκαναν. Κι έτσι, φυσικά, το Day of the Jackal διασκευάζεται για τρίτη φορά – αλλά πρώτη για την τηλεόραση. Τόσο 2024.
Ακούγεται κατανοητά κυνικό και ενδεχομένως αναίτιο. Ειδικά για τους φανς της καθηλωτικής ταινίας του Φρεντ Τσίνεμαν από το 1973 (που διασκεύασε το βιβλίο του Φόρσαϊθ μόλις 2 χρόνια μετά την κυκλοφορία του και έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Χρυσών Σφαιρών και των Όσκαρ), θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς: «γιατί;».
Κι όμως, ένα λεπτό. Προς έκπληξη πολλών (σίγουρα δική μου), το τηλεοπτικό Day of the Jackal είναι όχι απλά ανεκτό, αλλά αληθινά Πάρα Πολύ Καλό. Ένα τηλεοπτικό θρίλερ σε συνέχειες το οποίο ξέρει πώς να γεμίζει τον τηλεοπτικό χρόνο με b-plots και με λεπτομέρειες, δικαιολογώντας έτσι τον σίριαλ χαρακτήρα του. Το τεστ σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να αναρωτηθείς: Το βλέπω επειδή θέλω να δω πώς τελειώνει (δείγμα τεντώματο, «σειράς» που δεν έχει λόγο να είναι σειρά) ή το βλέπω επειδή μου αρέσει να το βλέπω;
Ειλικρινά, υπάρχουν στιγμές κατά τη διάρκεια της 1ης αυτής σεζόν της σειράς, που όχι απλά δεν ένιωθα πως το βλέπω επειδή θέλω να ξέρω τι γίνεται στο τέλος – αλλά που πραγματικά δεν είχα το παραμικρό ενδιαφέρον για το εν λόγω τέλος, παρά ήθελα απλώς να παρακολουθώ τη λεπτομερέστατη ρουτίνα και διαδικασία του κεντρικού χαρακτήρα, αλλά και το πώς θα ξεφύγει από το εκάστοτε νέο εμπόδιο και αναποδιά βρεθεί στο δρόμο του.
Τα οποία είναι πολλά – 10 επεισόδια είναι αυτά, άλλωστε.
Στην κλασική ιστορία του Φόρσαϊθ και μετέπειτα της ταινίας του Τσίνεμαν, ένας μυστηριώδης εκτελεστής με την κωδική ονομασία «Τσακάλι» προσλαμβάνεται για να δολοφονήσει τον Ντε Γκωλ. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1963 και έχει τα χαρακτηριστικά του historical fiction, ιστορικής μυθοπλασίας δηλαδή. Μια ιστορία που έχει τις ρίζες της στην ιστορική πραγματικότητα, παρουσιάζοντας με ρεαλιστικούς όρους πρόσωπα, τοποθεσίες και συμβάντα, μέχρι που αρχίζει να παρεκκλίνει, δημιουργώντας μια καθαρή μυθοπλασία μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, το βιβλίο είχε αργήσει να βρει εκδοτικό οίκο, γιατί οι περισσότεροι θεωρούσαν πως το κοινό δε θα ενδιαφερθεί για την ιστορία μιας απόπειρας εκτέλεσης που ξέρουμε πως αποτυγχάνει. Καθώς, πολύ απλά, ο Ντε Γκωλ ποτέ δεν εκτελέστηκε – παρά το γεγονός πως έχουν καταγραφεί πολλές (δεκάδες ίσως) τέτοιες απόπειρες εναντίον της ζωής του.
Το κοινό φυσικά ενδιαφέρθηκε, μετατρέποντας το βιβλίο και μετέπειτα την κινηματογραφική διασκευή σε επιτυχίες. Ίσως γιατί πολύ απλά, ο τρόπος που τελειώνουν τέτοιες ιστορίες σπανιώς είναι το νόημα τους. Η ουσία βρίσκεται στη διαδικασία. Στο πώς ο εκτελεστής επιλέγει τις τοποθεσίες του, τα όπλα του. Πώς αναπτύσσει και πώς εκτελεί το σχέδιό του. Τις κομπίνες που κάνει, τις μεταμφιέσεις. Αλλά φυσικά και το πού πήγαν όλα στραβά.
Η ιστορία του νέου αυτού Τσακαλιού φαντάζεται την κλασική περιπέτεια αλλά προσαρμοσμένη σε ένα μοντέρνο σκηνικό, όπου ο επαγγελματίας εκτελεστής επικοινωνεί μέσω dark web και, την ίδια στιγμή, το εύρος της δράσης του μοιάζει πιο διεθνές. Η βάση του μπορεί να είναι στην Ισπανία κι ο στόχος του στη Γερμανία ας πούμε, αλλά το σχέδιο θα περάσει από 2-3 ενδιάμεσες χώρες μέχρι να δοκιμαστεί, δίνοντας έτσι έναν πιο κοσμοπολίτικο αέρα στην κατάσταση, μια εσάνς από κάτι μεταξύ Τζέισον Μπορν και Mission: Impossible.
Ίσως αυτή η στιλιστική μετατόπιση να είναι το μόνο ουσιαστικό αρνητικό της διασκευής, καθώς έτσι μετακινείται πλήρως στο χώρο του φανταστικού. Αναμφίβολα, η μεγάλη ένταση και δύναμη του ορίτζιναλ είχε να κάνει από αυτό ακριβώς το φλερτ και την αίσθηση κινδύνου που σχετιζόταν με την πραγματικότητα – την ιδέα πως ο στόχος αυτού του μυθοπλαστικού ήρωα είναι ο αληθινός Ντε Γκωλ, που όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο είχε μόλις πεθάνει, λίγους μήνες μετά την παραίτησή του από την γαλλική προεδρία.
Θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα κάτι έστω παρεμφερώς αντίστοιχο; Θα μπορούσε ο στόχος να είναι ένας αληθινός πολιτικός, όπως πχ ο Τραμπ που πρόσφατα είχε επίσης μια απόπειρα εναντίον του, η κάποιο πρόσωπο σαν την Μέρκελ, που καθόρισε την πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία; Πιθανώς όχι – ή πιθανώς, εκεί να όφειλε και μεγάλος μέρος της επιτυχίας του το ορίτζιναλ κείμενο. Αυτό που οι εκδότες φοβόντουσαν πως θα λειτουργούσε ανασταλτικά για το κοινό («μα αφού ξέρουμε πως δεν σκοτώνεται ο Ντε Γκωλ!») τελικά είχε μάλλον την αντίθετη επίδραση: «ένας εκτελεστής θέλει να σκοτώσει
τον Ντε Γκωλ!!»
Αντ’αυτού, η ιστορία μετατοπίζεται σε ένα πιο σύγχρονο χώρο που σχετίζεται με σκιώδεις οργανισμούς, διαφθορά σε αστυνομικά και κυβερνητικά κλιμάκια, και tech τιτάνες. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από μια τέτοια «αδύνατη» αποστολή που αναλαμβάνει το Τσακάλι και αφορά το να αποτραπεί η κυκλοφορία ενός προγράμματος που θα αποκαλύψει την αληθινή ροή του μαύρου χρήματος.
Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η πολιτική ίντριγκα μένει κατά κύριο λόγο στο φόντο για την στεγνά απολίτικο κεντρικό ήρωα, την ώρα που όμως επηρεάζει με διάφορους τρόπους την αγγλίδα αστυνομικό που τον κυνηγά μανιωδώς. Υπάρχει και κάτι το ταξικό εδώ, ακόμα και στον τρόπο που απεικονίζονται οι οικογενειακές ζωές των δύο.
Για το Τσακάλι, η οικογένεια είναι μια σχεδόν θεωρητική άσκηση, είναι εκεί κάποιες μέρες το χρόνο, σε μια βιλάρα μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, εκεί όπου εντελώς βολικά έχει στήσει και το κρυφό αρχηγείο του – με τα χρήματα, τα ψεύτικα διαβατήρια, το εργαστήρι όπου δημιουργεί τις άλλες ταυτότητες.
Στο ρόλο, ο Έντι Ρεντμέιν είναι ανατριχιαστικά απολαυστικός, χρησιμοποιώντας τους μανερισμούς του μόνο σαν κυνικό περφόρμανς, όταν δηλαδή ο χαρακτήρα του πρέπει να υποδυθεί πως είναι κάποιος γλυκός ή χαριτωμένος άνθρωπος. Αφήνοντας πίσω από αυτές, όταν κανείς δεν τον κοιτάει (εκτός από εμάς) κάτι το απόκοσμα ψυχρό. Βρίσκεται δίκαια υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα ανδρικής ερμηνείας, μία από τις δύο υποψηφιότητες της σειράς. (Η άλλη είναι για Καλύτερη Δραματική Σειρά.)
Απέναντί του η Μπιάνκα Πούλμαν της ΜΙ6, με κόρη και σύζυγο και μια καθημερινότητα μες στον αστικό ιστό που τελοσπάντων δε μπορεί ποτέ απλώς να φρενάρει ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός ζάπλουτου εκτελεστή δίχως πρόγραμμα και δίχως δεσμά. Στο ρόλο η πάντα καθηλωτική Λασάνα Λιντς, παίζει εξαιρετικά τη μετάβαση από σίγουρη για τον εαυτό της, ικανή πράκτορα και οικογενειάρχη, σε ένα άτομο χαμένο μες στην ένταση και την παράνοια, έτσι όπως αναγκάζεται να κοιτάξει κατάματα το Τσακάλι (μεταφορικά μιλώντας τελοσπάντων).
Οι οικογένειες προσφέρουν βαλβίδες πίεσης και για τους δύο χαρακτήρες – της Μπιάνκα επειδή αρχίζει να τους αγνοεί ή/και να φέρνει τον κίνδυνο στο σπίτι, του Τσακαλιού επειδή φυσικά γίνεται όλο και πιο εμφανές πως αυτός ο εαυτός που έχει παρουσιάσει στη σύζυγό του Νούρια (η Ούρσουλα Κορμπερό, η Τόκιο του Casa de Papel) δεν είναι καθόλου αληθινός.
Ακόμα κι όμως όταν η πίεση έρχεται από παντού, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της σειράς εντοπίζεται στις διαδικασίες. Τόσο του Τσακαλιού, όσο και της Μπιάνκα. Στο πώς ένα ολόκληρο επεισόδιο μπορεί ας πούμε να αφιερωθεί στο πώς το Τσακάλι θα χαρτογραφήσει έναν κλειστό χώρο για να μπορέσει να βρεθεί κλεισμένος εκεί μέσα όταν θα πρέπει, με τις κατάλληλες συνθήκες για να φέρει εις πέρας μια πρακτικά αδύνατη εκτέλεση.
Ή στο πώς η Μπιάνκα ενώνει τελείες και πώς αναγνωρίζει μοτίβα και σημάδια σχεδόν του ανέμου, προσπαθώντας να ακολουθήσει ένα φάντασμα. Η περιπλοκότητα στην οποια μπορεί να εμπλακεί για να πάρει απλώς ένα απειροελάχιστο στοιχείο, έναν αριθμό, ένα όνομα. Ή αντίστοιχα το Τσακάλι: Η υπομονή και η ακρίβεια που επιδεικνύει για να είναι στη θέση του απλώς ένα μόνο από τα δεκάδες γρανάζια του ακραίου σχεδίου του. Είναι απλά καθηλωτικό το να βλέπεις τα πάντα να ξεδιπλώνονται, κομμάτι-κομμάτι, σε ένα επίμονο κυνηγητό όπου ούτε ο κυνηγός ξέρει τι κυνηγά, και ούτε το θήραμα ξέρει ποιος είναι στο κατόπι του – και ούτε έχει φυσικά χαρακτηριστικά θηράματος.
Βρίσκοντας λοιπόν τα δικά του σημεία έντασης (σε σχέση με το ορίτζιναλ) και μένοντας πιστό στο πνεύμα της υπομονετικής, λεπτομερούς και νευρώδους αφήγησης της ‘70s εκδοχής, το νέο αυτό Day of the Jackal καταφέρνει και στο σήμερα να μεταφερθεί με επιτυχία, αλλά και στο τηλεοπτικό φορμάτ να προσαρμοστεί χωρίς να απωλέσει το σασπένς του.
Τουλάχιστον υπό αυτή την έννοια, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως: Αποστολή εξετελέσθη.
Το Day of the Jackal θα προβληθεί στην Ελλάδα τον Ιανουάριο από τον Alpha. Η σειρά έχει ανανεωθεί για 2η σεζόν.