ΤΟ ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ ΚΟΜΙΚ “ΤΑΝΑΝΑΡΙΒΗ” ΘΕΤΕΙ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΑΡΓΑ Η ΓΡΗΓΟΡΑ ΘΑ ΣΕ ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΕΙ
Στο κόμικ “Ταναναρίβη”, οι Σιλβέν Βαλέ και Μαρκ Εκερσόλ συνδυάζουν τα ταλέντα τους και παραδίδουν ένα οδοιπορικό μύησης, συγκινητικό, διασκεδαστικό και ποιητικό. Οι δύο Γάλλοι δημιουργοί μιλούν στο NEWS 24/7 για αυτό το ταξίδι.
Η Ταναναρίβη (ή Ανταναναρίβο) είναι η πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης. Στο άκουσμά της, πλάθουμε κατευθείαν στον νου έναν τόπο εξωτικό με παραδεισένιες παραλίες, τροπικά φυτά, άγρια αιλουροειδή, σπάνια πτηνά με πλουμιστά φτερά… Ωστόσο για τους κορυφαίους Γάλλους δημιουργούς κόμικ Μαρκ Εκερσόλ (Mark Eacersall) και Σιλβάν Βαλέ (Sylvain Vallée), η πόλη αυτή που αποτέλεσε έμπνευση για το ομότιτλο αριστουργηματικό graphic novel τους, σηματοδοτεί κάτι πολύ πιο σημαντικό: Μια πρόσκληση για εσωτερική αναζήτηση, την ανάγκη για περιπλάνηση που αργά ή γρήγορα ξυπνά στον καθένα από εμάς το ερώτημα: Υπάρχει κάτι που δεν έχω ζήσει ακόμα και θέλω πολύ;
Η «Ταναναρίβη» είναι ένα κόμικ – «παράθυρο» σε έναν κόσμο όπου η τέχνη της αφήγησης συναντά την καθαρότητα του σχεδίου και την τρυφερότητα τρισδιάστατων χαρακτήρων.. Όπως γράφει και το BDGest: «Το να γίνετε μέρος αυτού του ταξιδιού, σημαίνει πως θα έχετε μια όμορφη εμπειρία ανάγνωσης και μια υπέροχη εμπειρία γεμάτη ανθρωπιά που θα σας αγγίξει την καρδιά».
Το στόρι
Στο λυκόφως μιας τυπικής και μετρημένης ζωής, ένας συνταξιούχος συμβολαιογράφος ζει μια περιπέτεια για πρώτη φορά στη ζωή του. Μια περιπέτεια μικρή, αλλά αληθινή οδύσσεια για εκείνον. Ακολουθώντας τα ίχνη ενός άγνωστου κληρονόμου, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα του επιτρέπουν τα γέρικα κόκαλά του, οδηγώντας ένα καμπριολέ που δεν είχε βγει ποτέ του απ’ το γκαράζ και με συντροφιά έναν παράξενο και ιδιότροπο συνεπιβάτη, θα ανακαλύψει ότι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να μάθουμε από τους άλλους… αλλά και από εμάς τους ίδιους.
Μπορείτε να παραγγείλετε την «Ταναναρίβη» από το site του Μικρού Ήρωα!
Κυκλοφορεί επίσης σε βιβλιοπωλεία, κομιξάδικα και επιλεγμένα περίπτερα.
Το ΝEWS 24/7 άδραξε την ευκαιρία να βουτήξει στα βάθη της πολύχρωμης και πολυδιάστατης “Ταναναρίβης” έχοντας οδηγούς του τους δύο Γάλλους δημιουργούς. Σημειώνεται ότι με μια καριέρα που κρατάει περισσότερα από 20 χρόνια, και άλλα τόσα άλμπουμ, ο Βαλέ έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της «καθαρής γραμμής», κληρονομώντας από τους μεγάλους δάσκαλους του είδους (όπως οι Uderzo, Greg, Hermann κ.ά.), αλλά δίνοντας παράλληλα και μια σύγχρονη απόδοση. Η μαγεία στο σχέδιο και στο σετάρισμα έγκειται στο γεγονός ότι αποδίδει πάντα το σωστό βλέμμα, το σωστό συναίσθημα… Όλα αυτά παίρνουν άλλη διάσταση, όταν βάζεις στην εξίσωση το αριστουργηματικό σενάριο του Εκερσόλ, του οποίου η κινηματογραφική γραφή, γεμάτη ρυθμό, καταφέρνει να είναι συνάμα απαλή και τρυφερή. Και οι δύο μαζί καθιστούν το έργο μια ανεπανάληπτη συνεργασία.
Εκερσόλ: “Το ψέμα μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να κάνεις τη ζωή πιο γοητευτική”
Από τον Εκερσόλ ζήτησα να μου μιλήσει για τα ερεθίσματά του, τα κόμικ που τον γαλούχησαν και πώς εμπνεύστηκε και διαμόρφωσε την ιστορία της Ταναναρίβης: «Μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια, διάβαζα ξανά και ξανά τα κόμικς του René Goscinny (Asterix, Lucky Luke κ.λπ.). Θα μπορούσα να υπερασπιστώ την ιδέα ότι ο Goscinny είναι ο πιο επιδραστικός Γάλλος δημιουργός κόμικ του 20ού αιώνα σε όλα τα genres συνδυαστικά. Αλλά στην “Ταναναρίβη”, υπάρχει μια νύξη για τον Tintin και τις περιπέτειές του που μας ταξιδεύει πίσω στα νιάτα των αγαπημένων χαρακτήρων μου. Ήταν επίσης μια ευκαιρία να δημιουργήσω ένα κόμικ μέσα στο κόμικ, τέχνασμα με το οποίο ο Sylvain διασκέδασε πολύ.»
Πάντα με συγκινούσαν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι. Έχουν μια μεταφυσική διάσταση, δεδομένου ότι το “τέλος” πλησιάζει.
«Ήθελα να γράψω μια δραματική κωμωδία που παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να δράττει μιας τελευταίας ευκαιρίας να ζήσει μια περιπέτεια, παρά την προχωρημένη ηλικία του και τους ρευματισμούς του. Ως σεναριογράφος, προβάλλω τον εαυτό μου σε όλους τους χαρακτήρες που δημιουργώ είτε είναι άντρας, γυναίκα, έφηβος, γέρος είτε παραβάτης του νόμου ή αστυνομικός. Είναι μια παρακαταθήκη που μου έχει αφήσει η πορεία μου ως ηθοποιός.»
Ως προς τον τίτλο του κόμικ, «επέλεξα την “Ταναναρίβη γιατί είναι η πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης και πρώην γαλλική αποικία. Την επέλεξα γιατί φέρνει μνήμες από την προπολεμική περίοδο, και νιώθεις ότι σαν τοποθεσία χαρακτηρίζεται από περιπέτεια, αναζήτηση και έναν παλιομοδίτικο εξωτισμό. Και ως προς το βασικό θέμα που διαπραγματεύεται η ιστορία, ήταν το να απαντήσω στο ερώτημα που όλοι θέτουμε στον εαυτό μας κάποια στιγμή: “Μήπως υπάρχουν πράγματα που δεν έχω ζήσει και θέλω;” Δεν εκφράζεται ποτέ ρητά στην ιστορία, αλλά την ορίζει. Ήθελα επίσης να δείξω ότι μερικές φορές το ψέμα μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για να κάνεις τη ζωή πιο γοητευτική…»
Βαλέ: Η καρικατούρα είναι ένα φανταστικό μέσο για τα κόμικς
Με τον Βαλέ η κουβέντα δεν μπορούσε παρά να επικεντρωθεί στη μαγική πένα του: «Κατά τον σχεδιασμό των κόμικς όπως και κατά την αφήγηση της ιστορίας, αναζητώ την καθολικότητα, την προσβασιμότητα σε όλους. Κατά τη γνώμη μου, η κουλτούρα κάπου ή οι αναγνωστικές του συνήθειες δεν πρέπει να εμποδίσουν την πρόσβασή του στις ιστορίες που επιλέγω να πω. Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν με εμποδίζει να έχω το χαρακτηριστικό γραφικό στυλ μου και την προσωπική καλλιτεχνική προσέγγιση, παρά τα διαφορετικά είδη ιστοριών που αφηγούμαι.»
Τα manga είναι – όπως ακριβώς είναι η γαλλοβελγική σχολή, ή ακόμα και τα κόμικς- για το σινεμά – τεράστια πηγή έμπνευσης για τη δουλειά μου ως σκηνοθέτη και σκιτσογράφου.
Οι ήρωές του έχουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μπορεί κανείς να καταλάβει αμέσως τον χαρακτήρα τους μόνο από την εμφάνισή τους. Τον ρωτώ πώς καταφέρατε να συνδέσει την προσωπικότητα με την εμφάνιση:
«Αυτό οφείλεται στις συνήθειες που απέκτησα ως καρικατουρίστας και ως λάτρης του κινηματογράφου, των ηθοποιών, που με οδήγησαν να κατακτήσω αυτήν την απαραίτητη δεξιότητα για τα κόμικς. Στα κόμικς δεν έχουμε πάντα τον χρόνο να περιγράψουμε τους χαρακτήρες και τους καταλαβαίνουμε – αναγνωρίζουμε μέσα από τη δράση τους. Η καρικατούρα είναι ένα φανταστικό μέσο για τα κόμικς! Επιτρέπει τη διαφοροποίηση των χαρακτήρων, την οριοθέτησή τους και προσθέτει στην εκφραστικότητά τους, άρα στις προθέσεις και τα συναισθήματά τους.
Υπάρχει βέβαια μιας μορφής κάστινγκ που πρέπει να γίνει πριν ξεκινήσεις την αφήγηση της ιστορίας. Αλλά το πιο σημαντικό πράγμα για έναν καλλιτέχνη κόμικ, και αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, δεν είναι τόσο ο καθαρός σχεδιασμός των χαρακτήρων, αλλά το σκηνικό που ορίζεις μέσω του σχεδίου. Η διαχείριση του ρυθμού της ιστορίας μέσα από τον χωρισμό των “σκηνών” και η σκηνοθετική οπτική είναι καίρια στοιχεία του κόμικ που δεν γίνονται πάντα αντιληπτά πάντα το κοινό, παρόλο που ενισχύουν την ψυχαγωγική ανάγνωση (πέρα από την αισθητική και σχεδιαστική προσέγγιση). Η σκηνοθεσία μιας κωμωδίας είναι η απόλυτη άσκηση όσον αφορά στον ρυθμό!»
Γρήγορος γύρος ερωτήσεων
Η κουβέντα μου με τους δύο κορυφαίους δημιουργούς που επεκτάθηκε εκτός των συνόρων της… Μαδαγασκάρης. Βαλέ και Εκερσόλ μού μίλησαν για τον ρόλο της ένατης τέχνης σήμερα, τη δημοφιλία των κόμικ που παρουσιάζουν ανθρώπινες ιστορίες, καθώς και την επικερδή σήμερα μεταφορά πολλών τίτλων στη μικρή και μεγάλη οθόνη…
Ποια ήταν η διαδικασία δημιουργίας αυτού του κόμικ; Είχατε ολοκληρωμένη εικόνα για το τι θέλετε από την πρώτη μέρα ή ήταν μια ιστορία που αναπτύχθηκε με τον καιρό;
M.C: «Τώρα που είμαι κάπως έμπειρος σεναριογράφος, φροντίζω να κρατάω πολλές σημειώσεις και να κάνω έναν καλό προγραμματισμό εβδομάδες προτού γράψω οτιδήποτε. Αλλά όταν έγραψα την ιστορία της “Ταναναρίβης”, είχα μόλις ξεκινήσει να ασχολούμαι με το σενάριο των κόμικ και λειτούργησα σε όλα με τη διαίσθησή, καθώς προχωρούσα την πλοκή. Σας συμβουλεύω ανεπιφύλακτα να μην το κάνετε, παρόλο που συνάντησε επιτυχία η ιστορία αυτή!»
S.V.: «Με τον Μαρκ ήρθαμε γρήγορα σε πλήρη συνεννόηση γιατί είχαμε τις ίδιες απαιτήσεις και κοινή ανάγκη να εμπλακούμε μαζί τόσο στην ιστορία όσο και υλοποίηση του graphic novel. Ένιωσα επίσης βαθιά εμπλεκόμενος σε όλο αυτό, καθώς είχα την αίσθηση, για διάφορους λόγους -και αυτό είναι πραγματικά εκπληκτικό- ότι αυτή η ιστορία προοριζόταν για μένα, παρόλο που είχε γραφτεί χρόνια πριν γνωρίσω τον Μαρκ. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια εντατική συνεργασία, για να προσαρμόσουμε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια του κειμένου και να βεβαιωθούμε ότι ορισμένες αλλαγές που έγιναν μέσα από τη γραφική απόδοση θα μπορούσαν να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αφήγηση.»
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των κόμικς για μικρούς και μεγάλους σήμερα; Έχουν (ή πρέπει να έχουν) κοινωνικό πρόσημο;
M.C: «Δεν θα τολμούσα να πω ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του κόμικ: Για μένα, το σημαντικό είναι να μπορεί ο καθένας να βρίσκει σ’ αυτό ό,τι θέλει, αυτή είναι και η αξία του. Προσωπικά, πιστεύω ότι η δουλειά μου είναι να προσπαθώ να δείχνω τον κόσμο με όλη του την πολυπλοκότητα, μέσα από ιστορίες που ψυχαγωγούν.»
S.V.: «Συμφωνώ απόλυτα με τον Μαρκ, έχω την ίδια άποψη για τον ρόλο της μυθοπλασίας. Μπορεί να πει τα πάντα για τον κόσμο μας, και γι’ αυτόν τον λόγο αποκτά και κοινωνικό χαρακτήρα. Από την πλευρά του δημιουργού ή του καλλιτέχνη, είτε είναι καταξιωμένος είτε βρίσκεται σε εξέλιξη, θα πρόσθετα ότι ο ρόλος του κόμικ είναι επίσης να αποτελεί ένα ευρύ και συνεχώς εξελισσόμενο μέσο έκφρασης: ταυτόχρονα δημοφιλές, αναγνωρισμένο καλλιτεχνικά και πλέον παρουσιασμένο σε μουσεία και γκαλερί τέχνης σε όλο τον κόσμο.»
Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη κόμικς σήμερα, είναι μια τεράστια βιομηχανία. Ωστόσο, οι κομικόφιλοι διεθνώς έλκονται όλο και περισσότερο από τις ανθρώπινες ιστορίες, βασισμένες σε αληθινά προβλήματα Πώς το σχολιάζετε αυτό;
M.C: «Μπορούμε να αφηγηθούμε ανθρώπινες ιστορίες που διαδραματίζονται στο διάστημα! Όλες οι ιστορίες, άλλωστε, είναι ανθρώπινες και μπορούν να αναπτύξουν βαθιά θέματα, είτε αφορούν εξωγήινους είτε γήινους σκύλους με φιλοσοφική διάθεση. Το αριστούργημα «Maus» του Art Spiegelman, το πρώτο graphic novel που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ πριν από 32 χρόνια, αποτελεί τέλειο παράδειγμα. Επιπλέον, η ανάδυση αυτού που αποκαλούμε «graphic novel» (κόμικς για ενήλικες με μεγάλο αριθμό σελίδων) έκανε νέους αναγνώστες να συνειδητοποιήσουν ότι το κόμικ είναι ένα λογοτεχνικό έργο εξίσου αξιόλογο με οποιοδήποτε άλλο. Καλύτερα να διαβάσεις ένα καλό κόμικ παρά ένα κακό μυθιστόρημα. Σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί κόμικς που μας προσφέρουν ταυτόχρονα έντονες και εκλεπτυσμένες λογοτεχνικές και οπτικές εμπειρίες.»
S.V.: «Για εμένα, αυτό που αναφέρεται βασίζεται στην αρχή της εγγύτητας: Όσο πιο κοντινό σάς φαίνεται ένα θέμα, όσο πιο προσιτό (σύγχρονη αφήγηση, επικαιρότητα, προσωπικές ιστορίες, μαρτυρίες, σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με το δικό σας…), τόσο πιο εύκολα πιστεύετε ότι θα το αγκαλιάσετε.
Κι όμως, αυτό δεν ισχύει, γιατί επί της ουσίας έχουμε την υπόσχεση της εγγύτητας. Κατά τη γνώμη μου, η ποιότητα με την οποία οι δημιουργοί διηγούνται μια ιστορία, είτε αληθινή είτε μυθοπλαστική, και η προοπτική που δίνουν για την ανθρώπινη φύση, θα έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε εσάς από την ίδια την επιλογή του θέματος της ιστορίας. Αλλά πρέπει να είμαστε πιο απαιτητικοί ή προσεκτικοί στην ανάγνωση μιας ιστορίας για να αντιληφθούμε τις διαστάσεις και τα υποκείμενα νοήματά της…»
Στις μέρες μας όλο και περισσότερα κόμικς μεταφέρονται σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές. Είστε υπέρ;
M.C: «Για μένα, το κόμικ είναι μια ολοκληρωμένη μορφή τέχνης από μόνο του και δεν είναι υποκατάστατο του κινηματογράφου. Από τότε που ασχολούμαι με αυτό, δεν έχω καμία επιθυμία να επιστρέψω πίσω και δεν παρακολουθώ σχεδόν τίποτα άλλο. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια των ετών, έχω γράψει αρκετά σενάρια για τον κινηματογράφο, τα οποία απορρίφθηκαν. Κάποια από αυτά μετατράπηκαν σε κόμικς… που πλέον αγοράζονται από εταιρίες παραγωγής για να μεταφερθούν στον κινηματογράφο! Κατά τη γνώμη μου – αν και μπορεί να κάνω λάθος – το κόμικ επιτρέπει μια ελευθερία που ο κινηματογράφος συχνά αρνείται στον εαυτό του. Βλέποντας ένα κόμικ, οι παραγωγοί, που δεν είναι πάντα γεμάτοι φαντασία, αποκτούν ξαφνικά μια πιο σαφή εικόνα για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια ταινία.»
S.V.: «Με τη σειρά κόμικ “Once Upon a Time in France”, αισθάνθηκα ότι ακόμα κι αν έχει όλα τα συστατικά που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια σπουδαία κινηματογραφική ταινία (και συχνά προκαλούσε το ενδιαφέρον των παραγωγών) παραμένει «αξεπέραστη» ως κόμικ: Οι πολλοί ενδιαφερόμενοι παραγωγοί δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να την προσαρμόσουν σωστά, όχι μόνο για λόγους προϋπολογισμού… Στα 25 χρόνια που εργάζομαι στα κόμικ, είχα πάντα απόλυτη δημιουργική ελευθερία και ποτέ δεν είχα την αίσθηση ότι με εμπόδιζαν στα επιτεύγματά μου…»
Θα θέλατε η Ταναναρίβη να μεταφερθεί στην οθόνη; Και αν ναι, ποιους ηθοποιούς θα θέλατε να δείτε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους;
M.C: «Η αλήθεια είναι ότι η “Ταναναρίβη” ήταν αρχικά ένα σενάριο που έγραψα και προόριζα για τον κινηματογράφο, αλλά το αποτέλεσμα που πετύχαμε με τον Σιλβάν ξεπέρασε όλες μου τις (κινηματογραφικές) προσδοκίες. Ως ειρωνεία της τύχης, μόλις έγραψα μια διασκευή του για έναν σκηνοθέτη και μια εταιρία παραγωγής που θέλουν να το κάνουν ταινία – Ο Σιλβάν κι εγώ λατρεύουμε το όραμά τους, που είναι λίγο διαφορετικό από το δικό μας. Έχουμε θέσει τους εαυτούς μας στην υπηρεσία αυτού του καλλιτεχνικού πρότζεκτ, προσπαθώντας να εξασφαλίσουμε μια συνοχή.»
S.V.: «Όπως και ο Μαρκ, έτσι κι εγώ έχω συμμετάσχει σε πολλά οπτικοακουστικά πρότζεκτ κατά την πορεία μου ως δημιουργός. Πιστεύω σε αυτό το νέο πρότζεκτ και το υποστηρίζω επειδή μου αρέσει. Αλλά μετά τις επιτυχίες που γνώρισαν τα κόμικ μου στα βιβλιοπωλεία, με αρκετούς παραγωγούς να ενδιαφέρονται ή να έχουν ενδιαφερθεί γι’ αυτά, το βλέπω σαν ένα “κερασάκι στην τούρτα”.»
Εργάζεστε σε κάποιο άλλο πρότζεκτ αυτήν την περίοδο;
M.C: «Θέλουμε πολύ να να συνεργαστούμε ξανά, απλώς πρέπει να βρούμε το κατάλληλο πρότζεκτ. Ένα κόμικ 100 σελίδων απαιτεί τουλάχιστον δύο χρόνια δουλειάς. Πρέπει άλλωστε να διεγείρουμε την επιθυμία του αναγνώστη!»
S.V.: «Μόλις κυκλοφόρησαν στη Γαλλία οι δύο τόμοι του “Habemus Bastard” (Dargaud), που ελπίζω να εκδοθούν σύντομα και στη γλώσσα σας (ίσως μια δεύτερη καλή αφορμή για να έρθω στην Ελλάδα για αφιερώσεις;). Τώρα αφιερώνω χρόνο στην προετοιμασία της συνέχειάς του, ενώ παράλληλα δουλεύω σε ελεύθερες εικονογραφήσεις και γράφω σενάρια για δικά μου graphic novel που θα δημιουργήσω μόνος μου. Ωστόσο, παραμένω ανοιχτός σε νέα πρότζεκτ.»
Δύο λόγια για τους δημιουργούς
Σιλβάν Βαλέ
Ο Σιλβάν Βαλέ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1972. Μετά την απόκτηση πτυχίου Καλών Τεχνών από το Ινστιτούτο Saint-Luc στις Βρυξέλλες, ξεκίνησε την καριέρα του ως freelancer, δουλεύοντας στον τομέα της διαφήμισης και της επικοινωνίας, καθώς και ως καλλιτέχνης στον Τύπο. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε ως σκηνογράφος, διακοσμητής κι επιμελητής για πολλές προσωρινές εκθέσεις. Η είσοδός του στον κόσμο των κόμικ έγινε το 1997, όταν ο σεναριογράφος Ζαν-Σαρλ Κρεέν τον κάλεσε να συνεργαστούν στο “Gil St. André” (Glénat). Το 2006, ο Βαλέ γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του με το “Il était une fois en France” (Glénat), που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Φαμπιέν Νιουρί. Το έργο τους κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, το βραβείο Καλύτερης Σειράς στο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ. Στη συνέχεια, το 2014, ο Βαλέ τόλμησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε μία από τις πιο θρυλικές σειρές κόμικς της Γαλλο-Βελγικής σκηνής, το θρίλερ “XIII”, εικονογραφώντας τον έβδομο τόμο της σειράς.
Μαρκ Εκερσόλ
Ο Μαρκ Εκερσόλ είναι Γάλλος σεναριογράφος κινηματογράφου, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους και δημιουργός κόμικς. Επίσης, έχει εργαστεί ως ηθοποιός και μοντέρ. Το 2021, κέρδισε το βραβείο Fauve Polar SNCF στο Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ, μαζί με τη σχεδιάστρια Marion Mousse, για το κόμικ “GoSt 111” το πρώτο του graphic novel, που κυκλοφόρησε το 2020.
Προτού επικεντρωθεί στη συγγραφή σεναρίων για κόμικς, ο Εκερσόλ είχε ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα στο χώρο του θεάματος και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Περισσότερα στο site του Μικρού Ήρωα
Info:
Σενάριο: Mark Eacersall
Σχέδιο: Sylvain Vallée
Σελίδες: 120
Μέγεθος: 21 Χ 28
Έγχρωμο
ISBN: 978-618-206-176-3