Niko Tavernise

ΤΟ ΣΕΞ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ: ΟΣΑ ΚΡΑΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΗ ΦΕΤΙΝΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Με το 81ο φεστιβάλ Βενετίας πίσω μας, αυτά είναι όσα κρατάμε από τη μεγάλη κινηματογραφική διοργάνωση.

Το πρώτο πράγμα που σχολιάσαμε όσοι και όσες βρεθήκαμε φέτος στη Βενετία ήταν το ίδιο με το τελευταίο πράγμα που σχολιάσαμε καθώς φεύγαμε από τη Βενετία: Ο καιρός.

Μας υποδέχθηκε ένα δίχως προηγούμενο κύμα καύσωνα που σε συνδυασμό με την θεόβαρη υγρασία του Λίντο έκαναν την ατμόσφαιρα ακατάλληλη για να κινείσαι, να δουλεύεις ή γενικότερα να υπάρχεις. Υπήρχαν μέρες που μπήκα να δω ταινίες που δε με ενδιέφεραν απλά για να μπορέσω να κάτσω λίγο στην αίθουσα-ψυγείο Darsena να πάρω μια ανάσα. Η μόνη παραγωγική μου ώρα της μέρας ήταν το τρίωρο 5 με 8 το πρωί – μετά, αντίο.

Κι έπειτα, την τελευταία μας μέρα εκεί, μετά από σερί 10ήμερο καύσωνα, οι ουρανοί άνοιξαν και βιώσαμε έναν κατακλυσμό ωρών που… γουέλ, ήταν ακατάλληλος για να κινείσαι, να δουλεύεις ή γενικότερα να υπάρχεις.

Μια από τις συνεντεύξεις που πήρα στο φετινό φεστιβάλ ήταν από τον βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντερίστα Άσιφ Καπάντια, ο οποίος γύρισε το sci-fi ντοκιμαντέρ 2073, πάνω στο πώς η σημερινή μας παγκόσμια συνθήκη –θα μπορούσε να– είναι το καταστροφικό Συμβάν με το οποίο ξεκινούν τόσες και τόσες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, παρουσιάζοντάς μας ένα μέλλον δυστοπικό. Η ταινία του μιλά για απολυταρχικά καθεστώτα, για το πώς η τεχνολογία γίνεται όπλο στα χέρια λίγων πανίσχυρων πλουσίων και όργανο ελέγχου και γενοκτονιών, και για το πώς ο καπιταλισμός απομυζεί από τον πλανήτη ό,τι ζωτικό έχει να μας προσφέρει. (Αν αναρωτιέστε, ναι, φυσικά και υπάρχει στιγμιότυπο από ελληνικές φωτιές στην ταινία.)

Στο ξεκίνημα της συνέντευξης (που θα δημοσιευτεί στο News24/7), ρωτήσαμε πώς ξεκινάει καν να προσεγγίζει ένα τέτοιο πρότζεκτ. Μας κοιτάει γελώντας και δείχνοντας τον αέρα τριγύρω, σα να λέει «να, κοίτα, δε χρειάζεται καν να μιλήσω». Λέει, «η ζέστη! Δες το κλίμα! Κάθε χρόνο τα πάντα είναι χειρότερα. Ο πλανήτης δεν αντέχει άλλο».

Ας πάρουμε μια ανάσα –όσο μπορούμε– κι ας πούμε λίγο για τη Nicole Kidman.

ΤΟ ΣΕΞ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ

Vianney Le Caer/Invision/AP

Το mainstream σινεμά βρίσκεται καιρό τώρα σε σεξουαλική κρίση, αυτό είναι κάτι που το ξέρουμε, το έχουμε σημειώσει ξανά και ξανά. Στον απόηχο του #me_too, είναι σίγουρο πως μεγάλο κομμάτι της δημιουργικής κοινότητας προσπαθεί να βρει νέα πατήματα και τρόπους να μιλήσει ξανά (και τολμηρά) για την επιθυμία και το σεξ μέσω της εικόνας.

Το Babygirl της Χαλίνα Ράιν θα έχει σίγουρα μια θέση στην ιστορία αυτής της σύγχρονης αναζήτησης, εξετάζοντας την επιθυμία μέσα από παιχνίδια ισχύος και ελέγχου, μέσα από kinks και «απαγορευμένες» ιδέες, μέσα από μια σύγκρουση δημόσιου και ιδιωτικού που αφήνει και την ίδια του την ηρωίδα αβέβαιη για το πού στέκεται. Η CEO που παίζει η Νικόλ Κίντμαν σε μια εντυπωσιακή ερμηνεία (δικαίως βραβευμένη με το Volpi Cup γυναικείας ερμηνείας) ξέρει πως έχει να διαχειριστεί όχι μόνο τα δικά της θέλω και τις δικές της ανάγκες, αλλά και όσα προβάλλει πάνω σε αυτήν ο έξω κόσμος, η κοινωνία.

Είναι τολμηρό όχι μόνο λόγω της σωματικότητας του όλου δράματος, αλλά κυρίως επειδή έχει τη διάθεση να εξερευνήσει τον έλεγχο μέσα από την απώλειά του. Το «αν θέλω να ταπεινωθώ θα πληρώσω κάποιον για να το κάνει» είναι μια συναρπαστική στιγμή για ένα ερωτικό σινεμά που δε φοβάται να εμπνευστεί τόσο από τα sleazy ερωτικά θρίλερ των ‘90s (σαν το Disclosure ή την Ανήθικη Πρόταση) όσο κι από την ψυχοηδονική περιπλοκότητα των έργων του Βερχόφεν (από το Βασικό Ένστικτο μέχρι το Elle) – τον οποίον πολύ φυσιολογικά ανέφερε ως μεγάλη επιρροή η Ράιν.

Yannis Drakoulidis

Στο Queer του Λούκα Γκουαντανίνο το σεξ είναι επίσης πάρα πολύ παρόν, με τελείως διαφορετικό τρόπο. Ο Ντάνιελ Κρεγκ παίζει τον Λι, έναν αμερικάνο στο Μεξικό των ‘50s που γυρνάει από μπαρ σε μπαρ τις μέρες και τις νύχτες του, πίνοντας και κάνοντας σεξ. Όταν γνωρίζει έναν αινιγματικό νέο άντρα, προσπαθεί να καταλάβει αν εκείνος είναι καν κουήρ.

Το σεξ εδώ είναι κομμάτι είναι κομμάτι του γλυπτού που δημιουργεί ο Γκουαντανίνο μέσα από τις εμμονικές λεπτομέρειες μιας καθημερινότητας. Η κάμερα μένει διαρκώς πάνω σε κάθε τι που κάνει ή που χρησιμοποιεί ο Λι. Μισοκαπνισμένα τσιγάρα, ανοιγμένα μπουκάλια, χρησιμοποιημένα ουισκοπότηρα – σαν ένα ψηφιδωτό από ίχνη μιας ολόκληρης ύπαρξης. Κοιτάζει και το σεξ με τον ίδιο τρόπο. Κορμιά που ενώνονται, που συνυπάρχουν, που χρησιμοποιούν το ένα το άλλο, μένοντας κι εκείνα πίσω, όπως και τα προαναφερθέντα αντικείμενα: χρησιμοποιημένα. Άρα ζησμένα.

Είναι μια πιο υπαρξιακή και στοχαστική, αλλά όχι λιγότερο σωματική ή ωμή, προσέγγιση στην σεξουαλικότητα επί της οθόνης.

Το Queer έμεινε εκτός βραβείων, αλλά είναι μια ιδιοσυγκρασιακή, τολμηρή και δύστροπη ταινίες γεμάτη λεπτομέρειες και αναζητήσεις – παρότι δεν ήμουν εν τέλει φαν της, θα έχει θέση σε μελλοντικές συζητήσεις, περί σεξ και όχι μόνο. Και πέρα από όλα τα άλλα, ο Ντάνιελ Κρεγκ θα ήταν πανάξιος νικητής κι εκείνος του αντίστοιχου αντρικού βραβείου ερμηνείες, αν το είχε κερδίσει (όπως ήθελαν τα περισσότερα προγνωστικά).

Apple TV

Πριν την έναρξη του φεστιβάλ σε μια συνέντευξή του, ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλμπέρτο Μπαρμπέρα είχε πει ωστόσο πως κατά τη γνώμη του το πιο hot πράγμα που θα βλέπαμε φέτος στη Βενετία θα ήταν το τέταρτο επεισόδιο της σειράς Disclaimer του Αλφόνσο Κουαρόν, με την Κέιτ Μπλάνσετ. Είναι πράγματι ένα επεισόδιο κατασκευασμένο για φέρει μια πολύ καυτή σεξουαλική σύνδεση στην οθόνη, αλλά το shoutout του Μπαρμπέρα είναι πολύ παράξενο: Η φύση της αφήγησης σε αυτή τη σειρά είναι τέτοια, που ξέρεις ως θεατής πως αυτό που παρακολουθείς εκείνη τη στιγμή είναι με τη σειρά του κι εκείνο ένα φίξιον. Στη σειρά, η Μπλάνσετ παίζει μια γυναίκα που διαβάζοντας ένα βιβλίο αναγνωρίζει στην ιστορία εκείνη τον κατά πολύ νεότερο εαυτό της – και μαζί, ένα μυστικό που κουβαλά μαζί της όλα αυτά τα χρόνια.

Ο Κουαρόν δημιουργεί κάτι πολύ γαργαλιστικό θέλοντας να κάνει τον θεατή συνένοχο, υπό μία έννοια, καθώς η σειρά μας παρουσιάζει μια ελλιπή αλήθεια και χτίζοντας προς κάτι πολύ πιο περίπλοκο και σκοτεινό. Εδώ, το σεξ γίνεται κάτι σαν όπλο στα χέρια του αφηγητή, επειδή ακριβώς ξέρει με βεβαιότητα πώς θα αντιδράσουμε απέναντί του. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις, ήταν ενθαρρυντικό να βλέπουμε δημιουργούς και ηθοποιούς να μην φοβούνται να φέρουν ξανά μια ωμή σεξουαλικότητα στην οθόνη.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Ήταν δύσκολο να μην πιάσεις τον εαυτό σου να σκέφτεται το τέλος του κόσμου τις μέρες του φεστιβάλ, κι όχι μόνο επειδή η αφόρητη και αφύσικη ζέστη μας έκανε να νιώθουμε σα να είμαστε ήδη στην κόλαση.

Την ίδια μέρα που ο Άσιφ Καπάντια στο 2073 ένωνε τεχνολογία πληθυσμιακού ελέγχου, γενοκτονίες, πλουτοκρατία, καπιταλισμό, απολυταρχία, περιβαλλοντική καταστροφή, Πούτιν και Νετανιάχου, Ινδία και Κίνα, Amazon και ΗΠΑ μέσα σε ένα πλέγμα παροντικής δυστοπίας (που οδηγεί νομοτελειακά προς την καταστροφή), ο αβαν γκαρντ προβοκάτορας Χάρμονι Κορίν χόρευε κι αυτός πάνω στις στάχτες του σημερινού μας κόσμου αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Στο Baby Invasion, ακολουθεί άτομα που εισβάλλουν σε σπίτια, κλέβουν και σκοτώνουν, σε live stream. Όλα γίνονται μέσα από κάμερα πρώτου προσώπου, ενώ τα πρόσωπα έχουν όλα αντικατασταθεί με baby φίλτρα – οι πάντες εμφανίζονται στην οθόνη σαν μωρά, να αλληλεπιδρούν με το πιξελιαστό περιβάλλον τους, αρπάζοντας power ups και μαζεύοντας πολεμοφόδια σα να ήταν μέσα στον ψεύτικο κόσμο ενός αληθινό βιντεοπαιχνιδιού.

Στην αέναη, κυκλική, υπαρξιακή αφήγηση του Κορίν, η Αποκάλυψη θα στριμαριστεί στο twitch και δε θα ξέρουμε καν ότι βλέπουμε κάτι αληθινό – το Baby Invasion δεν αφηγείται απλώς στιγμές κενής βίας, αλλά και αποτυπώνει μια Στιγμή από το τέλος της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβανόμαστε όλη μας τη ζωή. Κινείται σε ένα κόσμο που δεν ανήκει ούτε στον υλικό κόσμο (που σαν ανθρωπότητα μοιάζει να τον έχουμε εγκαταλείψει), αλλά ούτε και σε ό,τι (και αν) υπάρξει μετά. Είναι ένα αβέβαιο, βασανιστικό purgatory σε ζωντανή μετάδοση.

Ένας κόσμος τελειώνει και στο εντυπωσιακό, σκληρό Harvest της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Σε έναν ακαθόριστο παρελθοντικό χρόνο, ένα χωριό κι η κοινότητα ανθρώπων του απειλείται με εξαφάνιση από μια κερδοσκοπική πρόοδο δίχως ηθική. Έχει η σκιά ενός δέντρου αξία για τον νεοφιλελευθερισμό; Η ταινία διαπραγματεύεται ιδέες που με τεράστια υπομονή τις αφήνει να απλωθούν στον καμβά ως αισθήσεις κι ως χρώματα, με τον ιδιοφυή διευθυντή φωτογραφίας Σον Πράις Γουίλιαμς (Good Time) να ενώνει μια κοινή του αγάπη με την Τσαγγάρη για το ωμό και πανέμορφα «βρώμικο» σινεμά των ‘70s φέρνοντας την ίδια αιχμή σε ένα ακραία διαφορετικό πεδίο δράσης.

Ακόμα όμως και στον σκληρό λυρισμό της φύσης, στη μαγική ώρα, στη βλάστηση και στο σημείο που συναντιέται ο ουρανός κι η γη, ακόμα κι εκεί συναντάμε τελικά την ασφυξία και την ανηθικότητας της ισχύος. Καθώς ένας ήρωας (ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, όχι ανόμοιος με τους περιθωριακούς μοναχικούς ήρωες των ‘70s) προσπαθεί να κρατήσει ό,τι του είναι αναγνωρίσιμα απτό και ανθρώπινο γύρω του, την ώρα που εξωτερικές πιέσεις συνθλίβουν – γιατί είπαμε, οι σκιές δεν δίνουν κέρδος. «Γιατί να είσαι ένα χωριό του “αρκετά”, όταν μπορείς να είσαι μια αποικία του “άφθονα”;». Η κατεξοχήν ιδεολογική σύγκρουση της μοντέρνας Ιστορίας, σε μια λιτή κινηματογραφική παραβολή.

Αλλού, ένα από τα καλύτερα πράγματα που είδαμε στο φεστιβάλ ήταν η ιταλική σειρά M – The Son of the Century για την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία. Με έναν αγνώριστο αλλά καθηλωτικά επιθετικό Λούκα Μαρινέλι στο ρόλο και με τον Τζο Ράιτ (του Anna Karenina και του Atonement) να σκηνοθετεί τη σειρά σαν μια αχρονική EDM όπερα στο χείλος της δυστοπίας, το Μ δεν μοιάζει με στείρο μάθημα Ιστορίας αλλά με μια αληθινή επίθεση προς το κοινό. Όχι μόνο επειδή ο Μουσολίνι σπάει συχνά τον τέταρτο τοίχο και μας απευθύνει το λόγο, αλλά κι επειδή τα όσα συμβαίνουν δεν μοιάζουν ποτέ περιχαρακωμένα από τον χρόνο και την απόστασή μας από αυτά – είναι ένα θέαμα ολοζώντανο, τρομακτικό και, ναι, αστείο.

Η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία περνάει, δε, μέσα από την αναγνώρισή του από συμφερολοντολογικές δυνάμεις της συστημικής πολιτικής σκηνής. Σκληρή εμπειρία να το παρακολουθείς σε μια Μπιενάλε επί εξουσίας της Μελόνι, αλλά και σε παράλληλη μετάδοση με μια γειτονική Γαλλία όπου παρακολουθούμε τις δυνάμεις του μακρονικού «κέντρου» να συμμαχούν επί της ουσίας με την άκρα δεξιά για να βγάλουν δεξιό πρωθυπουργό από το κόμμα που βγήκε 4ο στις πρόσφατες εκλογές.

Μιλώντας για τρέχουσες εξελίξεις, ένα εκπληκτικό ντοκιμαντέρ παρατήρησης ξεχώρισε ανάμεσα σε διάφορες απόπειρες καταγραφής της ουκρανικής κατάστασης που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Το Songs of a Slow Burning Earth της Όλια Ζούρμπα συνθέτει εικόνες και ήχους σε διάφορα σκηνικά και ποικίλες αποστάσεις από την πρώτη γραμμή της ρωσικής εισβολής, αλλά είναι τελικά ο χρόνος που του δίνει μια αληθινά ανατριχιαστική και στοχαστική διάσταση. Από τα πρώτα μακρινά πλάνα ενός ορίζοντα που φλέγεται και τις ταραγμένες φωνές ανθρώπων που προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει («… αυτό είναι πόλεμος;») σε ένα μωσαϊκό βουβής κανονικότητας που αρχίζει να μορφοποιείται καθώς οι μήνες δίνουν τη θέση τους σε χρόνια πολέμου.

Στην κάμερα φτάνουν πλέον εικόνες συνήθειας και καθημερινότητας, σε μια λεπτή γραμμή που μοιάζει να τοποθετείται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Άνθρωποι που συνεχίζουν την ζωή τους επειδή… και τι να κάνεις; Αλλά στα πάντα διαφαίνεται ο αληθινός πόνος και η αποστασιοποίηση της επίγνωσης, του πολέμου – του ότι ανά πάσα στιγμή, τα πάντα μπορεί να καταστραφούν, αν θεωρήσει κανείς πως δεν έχουν καταστραφεί ήδη. Θα ζεις, αλλά θα είναι σα να μη ζεις.

Δίπλα στο κινηματογραφικό κολάζ συνταρακτικής ποίησης της Ζούρμπα, η Βενετία τοποθέτησε το ντοκιμαντέρ Russians at War, ένα φιλμ που πολλοί στον χώρο χαρακτηρίζουν προπαγάνδα, ενώ οι πιο ευγενικοί περιγράφουν απλά ως ερασιτεχνικό και άστοχο. «Η ταινία δείχνει την ανουσιότητα του πολέμου δίχως να αποδέχεται την πραγματικότητα της ρωσικής εισβολής και των εγκλημάτων πολέμου του ρωσικού στρατού», λέει η σκηνοθέτης Άννα Χιντς του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ Smoke Sauna Sisterhood. «Οπότε είναι απλώς ενσυναίσθηση για τους στρατιώτες, αλλά δίχως καθόλου κριτικό πλαίσιο ανάγνωσης».

Την ίδια ώρα, στην ταινία Of Dogs and Men, ισραηλινής παραγωγής, μια έφηβη από το Ισραήλ ψάχνει τον σκύλο της μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου. Η ταινία έγινε αντικείμενο αίτησης για μποϊκοτάζ, σε μια ανοιχτή επιστολή που υπέγραψαν πάνω από 300 δημιουργοί στο ξεκίνημα του φεστιβάλ, ανάμεσά τους πολλοί με ταινίες στο ίδιο αυτό φεστιβάλ. Στο επεισοδιακό Q&A της ταινίας, ο σκηνοθέτης Ντάνι Ρόζενμπεργκ –αφού είπε πως δεν θεωρεί ότι είναι πολύ νωρίς για μια τέτοια ταινία– τόνισε πως στόχος του ήταν να δείξει τον πόνο και των δύο πλευρών.

«Έχω τις δικές μου προσωπικές απόψεις. Η δική μου προσωπική άποψη είναι ότι ο Νετανιάχου είναι εγκληματίας», έλεγε σε μια συνέντευξη στο Deadline ο Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, εξηγώντας γιατί επέλεξε να αγνοήσει την ανοιχτή επιστολή των 300+. «Αλλά δεν θέλω να διαλέξω πλευρά και να κάνω δημόσιες τοποθετήσεις στο ρόλο μου ως διευθυντής του φεστιβάλ», είπε. Κι οι δυο πλευρές μιας εισβολής, κι οι δυο πλευρές μιας γενοκτονίας. Τα είπε κι η Ζούρμπα στην ταινία της, εξάλλου: Κανονικότητα. Και στο βάθος, ο κόσμος φλέγεται.

ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ

Με έναν παράδοξο τρόπο, το αγγλόφωνο ντεμπούτο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τίτλο The Room Next Door φάνηκε απρόσμενα ταιριαστό με σκέψεις πάνω στο τέλος του κόσμου, που συνόδευαν μεγάλο μέρος της φετινής μας εμπειρίας στη Βενετία. Είναι μια ταινία, σε πρώτο επίπεδο, για δυο παλιές φίλες που ενώνονται ξανά ύστερα από χρόνια, όταν η μία είναι άρρωστη και θέλει να αποφασίσει εκείνη το πότε και το πώς θα πεθάνει. Μια ταινία για την αξία του –και τη δυσκολία– του να ορίζεις τη ζωή σου, και το να ζεις γενικότερα, έχοντας ως φόντο τη βεβαιότητα της τραγωδίας.

Άφησε αρκετούς αμήχανους κατά την πρώτη προβολή, και νιώθω πως για μεγάλο μέρος της κριτικής θεωρήθηκε πως το Χρυσό Λιοντάρι που έδωσε στην ταινία η πρόεδρος της επιτροπής, Ιζαμπέλ Ιπέρ, είχε τον χαρακτήρα ενός «βραβείου καριέρας» για τον Αλμοδόβαρ. Θα διαφωνήσω – αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι έναν δημιουργό που μεγαλώνοντας αναζητά νέες πτυχές στις προβληματικές που τον απασχολούν μια ζωή, βάζοντας ακόμα και το αισθητικό του legacy μέσα σε ένα νέο πλαίσιο αναζητήσεων και στοχασμών. Το είδαμε και στις θαυμάσιες Παράλληλες Μητέρες πριν λίγα χρόνια, το βλέπουμε τώρα κι εδώ.

Φυσικά δε χωρά αμφιβολία πως βοήθησε το όνομα του Αλμοδόβαρ στην κοινή αποδοχή μιας τέτοιας, φαινομενικά ήρεμης και απλής ταινίας. Ο μεγάλος ισπανός σκηνοθέτης δεν είχε κερδίσει ποτέ Κάννες ή Βενετία, και μπροστά προφανώς στη θέα ενός παράξενα μέτριου Διαγωνιστικού, η επιτροπή της Ιπέρ βρήκε κοινό έδαφος στην ταινία του Αλμοδόβαρ. Μια ταινία που είναι δύσκολο να της σταθείς εχθρικά, αλλά και μια ταινία που –ναι, ας μην το αρνούμαστε– έδινε στην επιτροπή την ευκαιρία να τιμήσει επιτέλους έναν από τους μεγάλους σύγχρονους σκηνοθέτες με ένα άξιο (και καθόλου «τιμής ένεκεν») βραβείο.

Κι ενώ το μεγαλειώδες Brutalist του Μπρέιντι Κόρμπετ υπήρξε το μόνο ουσιαστικό αντίπαλο δέος (και τι δέος), και πιθανώς να αποτελούσε κι έναν καλύτερο Λέοντα για τον περισσότερο κόσμο, το βραβείο Σκηνοθεσίας είναι απολύτως σωστό και αποδεκτό γι’αυτό που έχει χτίσει ο νεαρός σκηνοθέτης. (Αναλυτικότερα για το μεγάλο έπος του φεστιβάλ, στην ανταπόκρισή μας.)

Το ιταλικό Vermiglio και το γεωργιανό April εντυπωσίασαν με το βλέμμα και με το βάρος τους, κερδίζοντας το Μεγάλο και το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής αντίστοιχα, το I’m Still Here του Βάλτερ Σάλες πήρε το βραβείο Σεναρίου κι αναμένεται να κάνει τεράστιο σουξέ την ερχόμενη σεζόν, η Babygirl Νικόλ Κίντμαν μπαίνει στην οσκαρική κούρσα, αλλά από εκεί και μετά ομολογουμένως η φετινή δεν ήταν κι η πιο επιτυχημένη χρονιά για το Διαγωνιστικό – με λίγες ακόμα ταινίες να δικαιολογούν απολύτως τη θέση τους σε αυτό, όπως τα πολυσυζητημένα Queer του Γκουαντανίνο και Maria του Πάμπλο Λαραϊν, αλλά και το εντυπωσιακό (αν και απαιτητικό) Harvest της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη.

Πολλές ήταν οι ταινίες που τις βλέπαμε απορώντας γιατί καταλαμβάνουν θέση στο Διαγωνιστικό της Βενετίας, όχι απαραίτητα επειδή ήταν κακές, αλλά γιατί δεν προσέφεραν απαραίτητα κάτι στο διαγωνισμό ή στο φεστιβάλ, ή στην κουβέντα γύρω από αυτές. Για παράδειγμα, το The Order του Τζάστιν Κουρζέλ, με τον Τζουντ Λο να κυνηγά νεοναζί στην αμερικάνικη επαρχία, είναι ο ορισμός της Μιας Ταινίας. Θα το δεις κάποια στιγμή και θα πεις «είδα Μια Ταινία». Ήταν ΟΚ, αλλά δεν το συζήτησε άνθρωπος από το δευτερόλεπτο που τελείωσε.

Αντιθέτως, οι πάντες στη Βενετία απορούσαμε για ποιο λόγο το φανταστικό Cloud του Κιγιόσι Κουροσάβα δεν βρήκε θέση σε ένα κατά κοινή ομολογία μετριοκαλό Διαγωνιστικό. Ο μάστερ του αποστασιοποιημένου σασπένς και την καταγραφής της εγγενούς μελαγχολίας του 21ου αιώνα μέσα από ιστορίες Είδους (βλέπε Pulse, βλέπε και το Cure ελάχιστα πιο πριν) επιστρέφει με μια περιπέτεια πάνω στον απρόσωπο κυνισμό του καπιταλισμού – ένας νεαρός άντρας μεταπωλεί πράγματα online για κέρδος, αλλά με κάποιο τρόπο θα βρεθεί μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου.

Τα πράγματα αλλάζουν χέρια από μακριά, χάνουν την προσωπική τους αξία και αποκτούν πλέον μόνο χρηματική, σε ένα αποστειρωμένο, υπνωτιστικό πρώτο μέρος του φιλμ που ταιριάζει δίπλα στα καλύτερα και πιο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του Κουροσάβα. Μια έξαφνη μεταστροφή όμως μας παραδίδει μια 3η πράξη απρόσμενης αγωνίας και έντασης, σαν ένα φάντασμα ξαφνικά να ζωντάνεψε. Με δράση, με χιούμορ, και με κάτι το φορμαλιστικά απρόσμενο (όπως και απόλυτα επίκαιρη στις αναζητήσεις της), η ταινία του Κουροσάβα ανακοινώθηκε ως πρόταση της Ιαπωνίας για τα Όσκαρ όσο ήμασταν στην Βενετία.

Κάτι που ενίσχυσε την ήδη διάχυτη απορία στα χείλη όλων – γιατί δεν ήταν στο Διαγωνιστικό αυτή η ταινία, κάνοντας χώρο για μπόλικες μετριότητες ή απλώς, πολύ πιο συμβατικά φιλμ; Ας του δώσουμε ένα βραβείο τιμής ένεκεν λοιπόν, κλείνοντας το βιβλίο της φετινής Βενετίας.

ΤΡΕΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ

Ας κλείσουμε με τρία στιγμιότυπα που θα θυμόμαστε για πάντα από τη φετινή Βενετία. Αρχικά, στην τελετή λήξης, κατά την απονομή του Λέοντα του Μέλλοντος (το βραβείο που διεκδικούν όλα τα σκηνοθετικά ντεμπούτα του φεστιβάλ, σε όποιο τμήμα κι αν είναι), η αμερικανοεβραία δημιουργός Σάρα Φρίντλαντ κέρδισε για το Familiar Touch και χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος της ευχαριστήριας ομιλίας της για να καταδικάσει το Ισραήλ και να σταθεί υπέρ της Παλαιστίνης με πάρα πολύ θαρραλέα λόγια, αδύνατον να παρερμηνευτούν.

Σε άλλο τόνο, κατά τη συνέντευξη τύπου της ταινίας Maria, για τις τελευταίες μέρες της Μαρία Κάλλας με την Αντζελίνα Τζολί στον κεντρικό ρόλο, η Τζολί ρωτήθηκε με τι τρόπο νιώθει η ίδια συνδεδεμένη με την Κάλλας, ως μια γυναίκα με μια τρομερά δημόσια προσωπική ζωή και μυριάδες κόσμου να την (κατα)κρίνουν σε καθημερινή βάση. Ήδη μέρος μιας τεράστιας δημοσιότητας λόγω και της σχεδόν παράλληλης άφιξης στο Λίντο του Μπραντ Πιτ, ο οποίος έχει κατηγορηθεί για abusive συμπεριφορά, η Τζολί ομολόγησε πως νιώθει απόλυτα την ευαισθησία της Κάλλας, προσθέτοντας με νόημα πως «υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν θα πω μέσα σε αυτό το δωμάτιο, τα οποία πιθανότατα γνωρίζετε και υποθέτετε».

Ήταν ένας ευγενικός τρόπος να προσπεράσει ερωτήσεις πρακτικά ίδιες μεταξύ τους που είχαν όλες μια πρόθεση να φέρουν στην επιφάνεια ένα ζήτημα ιδιαίτερα δύσκολο και προσωπικό.

Ίσως εκεί χρειαζόταν κι ένας Λούκα Γκουαντανίνο, ο οποίος λίγες μέρες μετά έδωσε την κορυφαία ατάκα όλου του φεστιβάλ. Όταν κατά τη συνέντευξη τύπου της ταινίας Queer, ο Ντάνιελ Κρεγκ ρωτήθηκε κατά πόσο πιστεύει πως θα δούμε κάποτε έναν Τζέιμς Μποντ που να είναι γκέι, και καθώς ο ηθοποιός για λίγα δευτερόλεπτα φάνηκε να μη ξέρει πώς καν να ξεκινήσει να απαντάει, ο Γκουαντανίνο πλησίασε στο μικρόφωνο και είπε το ήδη κλασικό:

«Guys, ας είμαστε ενήλικοι σε αυτό το δωμάτιο για ένα δευτερόλεπτο».

Ας κρατήσουμε κι αυτό μαζί μας, από το φετινό φεστιβάλ. Δεν υπάρχει στιγμή που δεν φαίνεται χρήσιμη συμβουλή.

Info:

To 81o φεστιβάλ Βενετίας ολοκληρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου. Οι ταινίες Babygirl, The Brutalist, The Room Next Door, Maria, April, Vermiglio έχουν διανομή στην Ελλάδα. Η σειρά Disclaimer θα προβληθεί στο Apple TV+.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα