ΒΡΑΒΕΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΚΟΥΝΓΚ ΦΟΥ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ ΣΤΟ ΛΟΚΑΡΝΟ
Το ελληνικό σινεμά είχε μια εντυπωσιακή παρουσία στο ελβετικό φεστιάλ, φεύγοντας με βραβεία και word of mouth.
Το ελληνικό σινεμά έχει αρχίσει να χτίζει μια όμορφη παράδοση τα τελευταία χρόνια με την παρουσία του στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, στην Ελβετία. Ένα από έτσι κι αλλιώς πλέον ανήσυχα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Ευρώπης, το Λοκάρνο μας συνηθίζει πλέον στο να προσκαλεί το ελληνικό σινεμά στις διάφορες ενότητες της διοργάνωσης.
Έχουμε δει πρόσφατα να κερδίζει εκεί τιμητική διάκριση πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτη η Αρασέλη Λαιμού με το εξαιρετικό Αγία Έμυ, έχουμε δει τον Κώστα Γαβρά να γίνεται τιμώμενο πρόσωπο για το σύνολο της καριέρας του, έχουμε δει το AirHostess-737 του Θανάση Νεοφώτιστου να ξεκινά μια πορεία που έφτασε ως το βραβείο Ίρις καλύτερης μικρού μήκους ταινίας (και ποιος ξέρει μέχρι πού ακόμα).
Φέτος δεν ήταν διαφορετικά, καθώς είχαμε πολλές ταινίες ελληνικές είτε ελληνικού ενδιαφέροντος να ξεχωρίζουν στα διάφορα τμήματα
ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
Αρχικά, η εξαιρετική Δήμητρα Βλαγκοπούλου κέρδισε απολύτως δίκαια το βραβείο ερμηνείας, που από φέτος μάλιστα δεν απονέμονται ένα σε άντρα κι ένα σε γυναίκα – παρά απονέμονται δύο σε ερμηνευτές ανεξαρτήτως φύλου. Η Βλαγκοπούλου πρωταγωνιστεί στο πολύ καλό Animal της Σοφίας Εξάρχου, για το οποίο η σκηνοθέτης είχε μιλήσει αναλυτικά στο Magazine πριν η ταινία κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στην Ελβετία.
Στο Animal παρακολουθούμε την καθημερινότητας μιας ομάδας περφόρμερς σε ένα ξενοδοχείο κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου. Κάθε βράδυ η ομάδα υποδύεται, χορεύει, τραγουδά, διασκεδάζει τους –κατά βάση απρόσωπους– τουρίστες σε ένα σχεδόν μετα-αποκαλυπτικό περιβάλλον. Για τα άτομα αυτά μοιάζει σα να μην υπάρχει διαφυγή: Υπάρχουν για να διασκεδάζουν, φορώντας βεβιασμένα χαμόγελα και ελληνοκίτς κουστούμια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ταινία αναπτύσσει σχεδόν υπαινικτικά τις διαδρομές των ηρώων και των ηρωίδων της– άλλα άτομα είναι καιρό εκεί, άλλα είναι καινούργια (όπως η Εύα, που θα τα μάθει τώρα όλα από την αρχή), άλλα έχουν όνειρα για το μέλλον, άλλα έχουν «γίνει ένα με τη μοκέτα» (όπως το έθεσε κι η Εξάρχου). Είναι ένα ensemble κινηματογραφικό κομμάτι, κάτι που ιντριγκάρει πολύ τη σκηνοθέτη όπως είχε φανεί και στο ντεμπούτο της, Park.
Όμως σταδιακά σχηματίζεται το πορτρέτο μιας τραγικά μελαγχολικής κεντρικής περσόνας, της Κάλλιας, μιας γυναίκας που κάποτε ήταν η «καινούργια» αλλά τώρα πια είναι παλιά. Κάτι που της συμβαίνει στη διάρκεια ενός περφόρμανς τη φέρνει αντιμέτωπη με μια αλήθεια που ίσως δεν ήθελε να κοιτάξει κατάματα, σε μια διαδρομή απόδραση ή/και καταβύθισης. Ανάλογα πώς το βλέπει κανείς.
Η Βλαγκοπούλου λειτουργεί υπόγεια στο κομμάτι του φιλμ που απαιτεί από την Κάλλια να χαθεί μες στο ensemble, είναι δυναμική όταν κάνει περφόρμανς, είναι διαλυμένη όταν χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. (Κι όπως κάθε αληθινά σπουδαία ερμηνεία πρέπει, έτσι κι αυτή έχει την instant classic καραόκε σκηνή της.)
Μιλώντας στο Locarno Daily, η Βλαγκοπούλου εξηγεί πως «κάναμε πολλή δουλειά με τα σώματα, και μετά αφήσαμε χρόνο για να δούμε την αντανάκλαση της δουλειάς στα σώματα πάνω στην ψυχή των χαρακτήρων. Μετά είχαμε πολλές συζητήσεις για να ξέρω πώς κινείται, τις σκέψεις της, την ιστορία της, τα πάντα». Και τονίζει πως η ερμηνεία της αποτελεί εργαλείο μέσα σε ένα ευρύτερα επίκαιρο όραμα: «Η ιστορία που έγραψε η Σοφία είναι για την εργασία και τους εργάτες στο τουριστικό σύστημα», λέει η Βλαγκοπούλου. «Μια κατάσταση που μας συνδέει όλους στην Ευρώπη και κάνει το ζήτημα πιο καίριο».
Την ίδια στιγμή, στο παράλληλο τμήμα Σκηνοθέτες του Σήμερα, η ταινία Touched της Κλαούντια Ροράριους κέρδισε επίσης το βραβείο ερμηνείας που πήγε εξ ημισείας στην Ισόλντ Χαλντορουντοτίρ και τον Σταύρο Ζαφείρη, που συμπρωταγωνιστούν στην ταινία. Στο Touched, η Μαρία είναι μια γυναίκα που φροντίζει άτομα που έχουν ανάγκη, και που ξεκινάει μια απαγορευμένη σχέση με ένα άτομο με αναπηρία– που παίζει ο Ζαφείρης, χορευτής και θεατρικός ηθοποιός εδώ στην πρώτη του ταινία.
Την αναγνώριση αυτή, λέει στο Locarno Daily, την βλέπει όχι απλά ως υποστήριξη για τη μελλοντική του δουλειά αλλά και «ως υποστήριξη messy ταινιών με messy ανθρώπους που ζουν messy ζωές». Αμήν!
ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ
Δύο ελληνικές μικρού μήκους ταινίες συναντάμε στα ισάριθμα διαγωνιστικά τμήματα ταινιών μικρού μήκους του φεστιβάλ. Στο Pardi di Domani – Concorso corti d’autore, το Η Μητέρα Μου Είναι Αγία του Σύλλα Τζουμέρκα είναι το φιλμ που γυρίστηκε σε μιάμιση μέρα, μονταρίστηκε και προβλήθηκε σε αληθινό χρόνο στο πλαίσιο της δράσης Μυστήριο 84 του Πανηγυριού της Ελευσίνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
Η ταινία βρίσκει τον Τζουμέρκα ξανά με διαθέσεις αποδόμησης αφήγησης και σκηνικών σε αναζήτηση μιας βαθύτερης αίσθησης που μπορεί να αποτυπώνει η κινηματογραφική κάμερα. Η Αγγελική Παπούλια πρωταγωνιστεί σε μια συνάντηση με τον γιο της στην Ελευσίνα, σε μια αφήγηση που μπλέκει μνήμες, οράματα, χιούμορ και κινηματογραφικές αναφορές (αφηγητής του φιλμ είναι ο πρωταγωνιστής της τελευταίας ταινίας του Μπερτολούτσι, Εγώ κι Εσύ) μέσα από ένα σινεμά χειροποίητο. Η ορμή κι η αίσθηση κρεσέντου που πάντα συναντάμε στο σινεμά του Τζουμέρκα βρίσκονται κι εδώ, στην υπηρεσία ενός προσωπικού ντελιρίου που όπως λέει κι ο ίδιος οδηγεί «προσωπικές και πολιτικές διαψεύσεις σε ένα λυτρωτικό θρησκευτικό slapstick».
«Το σινεμά για μένα πάντα ήταν μια πράξη προσωπικής αψήφισης, το να είσαι προκλητικός απέναντι στον εαυτό σου και στους άλλους είναι πολύ σημαντικό» γράφει ο Τζουμέρας στο Locarno Daily. «Για μένα ο πυρήνας της κινηματογραφικής εμπειρίας βρίσκεται στο υποσυνείδητο, πάει πολύ πέρα από την αφήγηση. Κάποιες φορές το υποσυνείδητο δουλεύει με ιστορίες, κάποιες όχι. Αυτό που είναι επείγον για μένα είναι να δώσουμε δυνατά ηχεία σε ένα αχαλιναγώγητο σινεμά – επειδή η αίσθηση είναι ότι τα πάντα γύρω μας προσπαθούν να δαμάσουν την καλλιτεχνική αντανάκλαση στον κόσμο», τονίζει σε ένα εξαιρετικό κείμενο-μανιφέστο.
Η πολύ ενδιαφέρουσα άλλη μικρού μήκους ελληνικής ταινία εμφανίστηκε στο Pardi di domani: Διεθνές διαγωνιστικό και είναι το Scorched Earth της Μαρκέλλας Κονταράτου, μια ελληνοβρετανική παραγωγή για το London Film School. Στην ταινία, η Στέλλα αποδρά στο εξοχικό της σπίτι προκειμένου να τελειώσει την σπουδαστική της εργασία όμως εκεί το ζευγάρι γειτόνων διαρκώς την αποσπούν. Μέχρι που ένα βράδυ θα γίνει (σιωπηλή) μάρτυρας ενός εγκλήματος.
Η Κονταράτου εστιάζει όλο το φιλμ πάνω στο γεμάτο απορία και σύγχυση πρόσωπο της Δανάης Δήμου καδράροντας αυτή την θερινή απομόνωση με μια απόκοσμα νεκρική στατικότητα, βρίσκοντας έντονες χρωματικές αποχρώσεις και αντιθέσεις μέσα από μια σχεδόν ξεφτισμένη χροιά, σαν παλιό σκονισμένο άλμπουμ που κρύβει αναμνήσεις από κάποιο έντονο καλοκαίρι που –νόμιζες πως– έχεις ξεχάσει.
Η ταινία είναι όμορφη, υπνωτιστική και moody, και σε τραβά μαζί της καθώς παίρνει μια σκοτεινή τροπή με μια βουτιά στα άδυτα του genre σινεμά φαντασμάτων, για μια συλλογική σιωπή και ενοχή μπροστά στην –καλά κρυμμένη μπροστά στα ίδια μας τα μάτια– βία. Πολύ καλή επιλογή από το Λοκάρνο, με ένα φιλμ που ελπίζουμε να δούμε σύντομα και στα ελληνικά φεστιβάλ.
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΝΓΚ ΦΟΥ
Μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του φεστιβάλ έχει επίσης ελληνικό ενδιαφέρον. Η ταινία που, σε κάθε τραπέζι που καθόσουν, κάποιος ή κάποια θα έλεγε «είδες αυτό το εσθονικό;;». Το εν λόγω εσθονικό είναι η ταινία The Invisible Fight (Nähtamatu võitlus, αν θέλετε να δοκιμάσετε να το πείτε στη γλώσσα του) του Ράινερ Σάρνετ, μια ξέφρενη μίξη σλάπστικ, σινεμά πολεμικών τεχνών και θρησκευτικής σάτιρας(!) για ένα μάτσο ορθόδοξους μοναχούς στη Σοβιετική Ένωση του ‘70 που πολεμάνε για την πίστη τους. Με κουνγκ φου. Εντάξει, όπως μπορεί ο καθένας.
Η ταινία αποτελεί ελληνική συμπαραγωγή (η Αμάντα Λιβανού –πρόσφατα του υπέροχου Broadway– είναι παραγωγός) ενώ συναντάμε μπόλικα ελληνικά ονόματα στα credits, όπως του εξαιρετικού Αντώνη Κοτζιά στα οπτικά εφέ.
Η ταινία ξεκινά στα σύνορα Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας όπου μετά από μια φονική επίθεση κινέζων πολεμιστών, ένας φρουρός που επιβιώνει αποφασίζει να γίνει μοναχός – και μαζί να γίνει τρανός πολεμιστής κουνγκ-φου, και μάλιστα «πεφωτισμένου» κουνγκ-φου, όχι ό,τι κι ό,τι. Στο μοναστήρι όπου εκπαιδεύεται όμως θα πρέπει διαρκώς να αποδεικνύει την αξία του και την αφοσίωσή του στα ηθικά ιδεώδη της πίστης.
Είναι ένα σχιζοφρενικό, παραληρηματικό κινηματογραφικό πείραμα που αντλεί επιρροές από το σινεμά δράσης του Χονγκ Κονγκ με ευρηματικές χορογραφίες δράσης που εκμεταλλεύονται κάθε χώρο και κάθε κομμάτι σκηνογραφίας. Έχοντας όμως μέσα και μπόλικη σλάπστικ πλευρά (το Shaolin Soccer του Στίβεν Τσόου δε μπορεί παρά να έρθει στο νου) όπου το χιούμορ αντλείται με διαφορετικούς τρόπους, τόσο από της διαφορετική στάση των πρωταγωνιστών (ο κεντρικός ήρωας είναι μια καρτουνίστικη φιγούρα εγωπάθειας, ο ανταγωνιστής του στη μονή είναι εντελώς «στεγνός», σχεδόν απορημένος με τον παραλογισμό της όλης κατάστασης), όσο κι από τη χορογραφία και τα διαρκή κλεισίματα του ματιού.
Το πρόβλημα με την ταινία έρχεται τελικά από το πόσο ασταμάτητη είναι σε αυτό που κάνει– δίχως καλό έλεγχο στον ρυθμό και στον τρόπο που οι ιδέες εισβάλουν διαρκώς στο κάδρο και στο στόρι, το αποτέλεσμα καταλήγει σε πολλές στιγμές να είναι περίεργα μονότονο. Μια διαρκής έξαρση δεν είναι το ίδιο με μια αλυσίδα εξάρσεων. Οπότε όσο διασκεδαστικό είναι το φιλμ, άλλο τόσο μπορεί σε σημεία να κουράσει.
Αλλά παρά αυτή τη γενική ένσταση, αυτό το Invisible Fight είναι το πιο καλοδεχούμενο είδος πειράματος, ακόμα κι αν δεν είναι απόλυτα πετυχημένο. Ένα ανηλεώς μέταλ, σλάπστικ θρησκευτικό ανέκδοτο χορογραφημένης δράσης και «ιερής» σάτιρας, που σταματάει πουθενά και σε τίποτα, σηματοδοτώντας μια ανορθόδοξη (χαχ) πορεία προσωπικής πραγμάτωσης μέσα από διαφορετικά κεφάλαια αυξανόμενου παραλογισμού, γεμάτα περίεργες ιδέες, κέφι και έλλειψη φόβου.
Είναι απολαυστικό όταν το (φεστιβαλικό και μη) σινεμά παρουσιάζεται με έναν τόσο βαθύτατα παράλογο τρόπο. Αλλά το πιο σημαντικό είναι πως η ελληνική παρουσία στο φετινό Λοκάρνο είχε –τελικά– κάτι για όλους.