ΧΙΠΣΤΕΡ: ΟΙ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΣΟΥ
Με ανελέητη γλώσσα και πνευματώδη ειρωνεία ο Γκρέγκορι Πιερρό αναλύει πως ο χίπστερ εισέβαλλε και κατέκτησε τις περιοχές της μόδας, της μουσικής, της διασκέδασης, της αισθητικής και συνέβαλε στον εξευγενισμό των μητροπόλεων επιβάλλοντας τη δική του πολιτισμική αποικιοκρατία.
Στις 29 Μαΐου του 2020 ένας λευκός αστυνομικός, που υπηρετούσε στην αστυνομία της Μιννεάπολης ο Ντέρεκ Σόβιν προσπάθησε να συλλάβει έναν μαύρο τον Τζορτζ Φλόιντ. Κατά την διάρκεια της σύλληψης του, έβαλε το γόνατο στη πλάτη του πιέζοντας τον, ενώ δύο άλλοι αστυνομικοί τον κρατούσαν ακίνητο. Για οκτώ λεπτά ο Φλόιντ φώναζε ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά ο Σόβιν συνέχιζε την λαβή του. Ο Φλόιντ εξέπνευσε και η σκηνή καταγράφηκε από δεκάδες κινητά των περαστικών. Το περιστατικό χάρι στη δύναμη των social media διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Μαζί διαδόθηκε και η αιτία της σύλληψης. Ο Φλόιντ έχασε τη ζωή του επειδή η ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος θεώρησε ότι το εικοσαδόλλαρο που της έδωσε ήταν πλαστό.
Όπως ήταν αναμενόμενο, με τις πρώτες προβολές του ανατριχιαστικού βίντεο, όπου ο Φλόιντ φώναζε «I can’t breathe» καθώς πνιγόταν, ξεκίνησαν και οι διαδηλώσεις. Στο Πόρτλαντ όπως μας πληροφορεί ο Γκρέγκορι Πιερρό, ξεκίνησε μια πολυπληθής ειρηνική πορεία με το σύνθημα «Black Lives Matter» που γρήγορα εξελίχθηκε σε μία δυναμική αντιπαράθεση με την αστυνομία. Οι μαύροι πρωταγωνιστούσαν αλλά και οι λευκοί νέοι συμμετείχαν στις συγκρούσεις δείχνοντας την αλληλεγγύη τους. Άλλωστε το Πόρτλαντ διαθέτει μία παράδοση αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής και οι κάτοικοι του δεν θα έμεναν αμέτοχοι.
Ένα μήνα αργότερα, καθώς το κύμα της οργής δεν είχε κοπάσει, μία αντίστοιχη πορεία οργανώθηκε στο Μπρούκλιν. Αυτή τη φορά όμως οι διαδηλωτές- στην πλειοψηφία του μαύροι- πέρα από τα κλασικά συνθήματα κατά της αστυνομικής βίας καταφέρθηκαν και εναντίον των λευκών χίπστερ που έπαιρναν το μπραντς τους στα μπαλκόνια τους ή τα μοδάτα στέκια τους. Τα βίντεο από την πορεία καταγράφουν αμήχανους κατοίκους να κοιτάνε απορημένα τους διαδηλωτές που φωνάζουν «fire, fire, gentrifier» (σε ελεύθερη απόδοση φωτιά στην ανάπλαση).
Τι θέλει να αποδείξει ο Πιερρό φέρνοντας σε αντιπαράθεση τις δύο αυτές εικόνες; Τό Πόρτλαντ είναι μία φωλιά των χίπστερς, αναδείχθηκε η δεύτερη πόλη των ΗΠΑ που αγκάλιασε την συγκεκριμένη υποκουλτούρα. Το Μπρούκλιν –και ιδιαίτερα το Γουίλιαμσμπεργκ- από νωρίς αποτέλεσε πόλο έλξης των νεόκοπων μποέμ, εμπνέοντας τους New York Times που το βάφτισαν με τον νεολογισμό hipsturbia (από το hipster και το suburbia). Στη μία περίπτωση οι χίπστερς παρασύρθηκαν κι αυτοί στη γιορτή της οργής, ανεβάζοντας φυσικά και τα απαραίτητα stories στο instagram. Στη δεύτερη όμως ένιωσαν άβολα αφού η πορεία εισέβαλε στη γειτονιά τους. Γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Πιερρό, ο χιπστερισμός του 21ου αιώνα χωράει κάθε καλλιτεχνική και πολιτική άποψη. Άρα «η πολιτική ταυτότητα μπορεί να διακωμωδείται ή να διεκδικείται εναλλάξ, ή και τα δύο ταυτόχρονα, ανάλογα με τις διαθέσεις ή τις απαιτήσεις της στιγμής». Με άλλα λόγια ακόμα και μπροστά σε σημαντικά πολιτικοκοινωνικά συμβάντα ο χίπστερ φέρεται ως χαμαιλέοντας. ‘H ακόμα χειρότερα, όπως το θέτει ο Μαρκ Γκράιφ στο «What was the Hipster?» o χίπστερ συμπλέει τόσο με την υποκουλτούρα της εξέγερσης όσο και με την κυρίαρχη τάξη και διανοίγει έναν δηλητηριώδη δίαυλο μεταξύ των δύο».
Το Μπρούκλιν –και ιδιαίτερα το Γουίλιαμσμπεργκ- από νωρίς αποτέλεσε πόλο έλξης των νεόκοπων μποέμ, εμπνέοντας τους New York Times που το βάφτισαν με τον νεολογισμό hipsturbia (από το hipster και το suburbia).
Στην σύντομη μελέτη του με τίτλο «Ο αποικιοκράτης χίπστερ» (εκδόσεις Αντίποδες, μετάφραση Δημήτρης Μόσχος), ο γαλλοαϊτινής καταγωγής Γκρέγκορι Πιερό, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, αναλαμβάνει να αναλύσει τις συνέπειες της εισβολής των χίπστερ σε όλα τα πεδία από τη τέχνη ως τον αστικό εξευγενισμό. Ο λίβελος του- γιατί περί αυτού πρόκειται- είναι μία διαρκής επίθεση σε ένα υποκείμενο που αρνείται την ίδια του την ταυτότητα. Για τον χίπστερ, λέει χαρακτηριστικά, ο χίπστερ είναι πάντα κάποιος άλλος. Αυτό φυσικά δεν τον εμποδίζει να περπατάει χαλαρός στο δρόμο με τα προσεκτικά επιλεγμένα βίντατζ ρούχα του, το δέρμα του διάστικτο από τατουάζ, το καπελάκι του φορτηγατζή να καλύπτει το τρέντι κούρεμα και τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά του να τονίζουν το μουστάκι ή το πλούσιο μούσι. Με αυτή την προσεκτικά σκηνοθετημένη εμφάνιση κατευθύνεται στο στέκι του, για να απολαύσει με στυλιζαρισμένη ανεμελιά έναν καπουτσίνο με γάλα αμυγδάλου, ένα τοστ με αβοκάντο ή μία μπύρα από μικροζυθοποιία.
ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΟΥ ΧΙΠΣΤΕΡΙΣΜΟΥ
Πως προέκυψε όμως αυτό εμμονικά ιδιόρρυθμο πλάσμα που γεννήθηκε στα προάστια της λευκής μεσοαστικής τάξης; Ο Πιερρό διηγείται τη νεκρανάσταση μιας παλιάς παράδοσης πολιτισμικής οικειοποίησης. Η λέξη χίπστερ εμφανίστηκε την δεκαετία του ΄50 για να περιγράψει τους νέους της εποχής που λάτρευαν την τζαζ. Αυτοί, όπως τους απεικονίζει έξοχα ο Τζακ Κέρουακ, είχαν υιοθετήσει το στυλ ντυσίματος των μαύρων μουσικών, τις συνήθειες τους, την αργκό τους και προσπαθούσαν να μιμηθούν την μποέμικη ζωή τους. Ήταν η προσωποποίηση του «Λευκού Νέγρου» όπως τους αποκάλεσε στο κείμενο του «The White Negro: Superficial Reflections on the Hipster» (Ο Λευκός Νέγρος: Ρηχά Σχόλια για τον Χίπστερ), ο Νόρμαν Μέιλερ. Οι λευκοί «νέγροι» ήταν λευκοί νέοι που εναντιώνονταν στον κομφορμισμό της προηγούμενης γενιάς. Οι χίπστερ ήταν ενθουσιώδεις μιμητές αλλά σέβονταν τη κληρονομιά που οικειοποιούνταν καθώς ζούσαν μαγεμένοι την απελευθέρωση από τα δεσμά των κοινωνικών συμβάσεων. Στην ψυχροπολεμική Αμερική του Αιζενχάουερ έμοιαζαν επικίνδυνοι παρόλο που φορούσαν σανδάλια, είχαν γενειάδες και απήγγειλαν ποίηση στα καφέ του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Απειλούσαν την καθεστηκυία τάξη με το δικό τους μοναδικό μποέμ τρόπο ζωής.
Οι σύγχρονοι συνονόματοι τους όμως προέκυψαν από διαφορετικό καλούπι. Καθώς γεννήθηκαν σε καιρούς όπου επικρατούσε μία ανέμελη ευμάρεια, ρίχτηκαν στην εμμονική αναζήτηση του αυθεντικού και του πρωτότυπου τσαλαβουτώντας σε ένα μείγμα από υποκουλτούρες. Όπως το θέτει ο Πιερρό, οι μετέπειτα χίπστερ και τα ινδάλματα τους προσποιούνται ότι δεν έχουν ανάγκη τη μαύρη κουλτούρα, ξεπατικώνουν τους πρωτοχίπστερς και παρουσιάζουν την αντιγραφή ως νεωτερισμό.
Ο ίδιος θεωρεί ότι το φαινόμενο των χίπστερ έχει τις ρίζες του στην άνοδο του indie rock. Ξεκίνησε μαζί με τις πρώτες μπάντες που επαναπροσδιόριζαν τον ήχο του γκαράζ των 60’ς και μετά η ρετρομανία έγινε «η πρωταρχική πολιτισμική δυναμική μίας ψηφιακής εποχής». Η λατρεία του παρελθόντος έγινε μόδα με τις ευλογίες της αγοράς. Οπότε ο χίπστερ ήταν πια ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Και σε αντίθεση με όλους όσους ασπάστηκαν και υπερασπίστηκαν μία υποκουλτούρα, αυτός δεν ψάχνει την αυθεντικότητα. Δεν τον απασχολεί, όπως παλιότερα τους πανκς ή και τους χίπις, αν κάποιος είναι αληθινά ρηξικέλευθος ή σκέτος ποζεράς. Γιατί το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι οι καταναλωτικές του επιλογές από τις οποίες διαθέτει αρκετές.
Φυσικά ένας λίβελος, όπως αυτός του Πιερρό δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός. Ο συγγραφέας φαίνεται υπερβολικός όταν κατηγορεί ανανεωτές των μπλουζ, όπως τους Black Keys ή τον Τζακ Γουάιτ – των White Stripes- ότι δεν αναγνωρίζουν τους μαύρους προπάτορες της μουσικής τους. Φαίνεται άδικος όταν χλευάζει μουσικούς όπως τον Tricky και τους Sonic Youth επειδή είχαν δεχτεί να παίξουν στα εγκαίνια του καταστήματος της GAP στο Παρίσι- μία συναυλία που τελικά δεν έγινε. Και καταλήγει στα άκρα όταν κατηγορεί την Κιμ Γκόρντον ότι ένιωσε απέχθεια από την σεξουαλικότητα που ενέπνευσε ο ράπερ LL Cool J. Η συνάντησή τους είναι μία κλασική ροκ εν ρολ ιστορία όπου η μπασίστρια των Sonic Youth δέχτηκε το 1989 να πάρει συνέντευξη από τον ράπερ για λογαριασμό του περιοδικού Spin. H Γκόρντον – βασιλομήτωρ του χιπστερισμού την αποκαλεί ο Πιερρό- έμεινε άναυδη από τη χυδαιότητα του ράπερ και το 1990 κυκλοφόρησε το τραγούδι «Kool Thing» στηλιτευοντας την, υποτιμητική για τις γυναίκες, χιπ χοπ κουλτούρα της εποχής.
Εκεί όμως που ο Πιερρό δίνει ρέστα και δικαίως είναι η συμβολή του χίπστερ στον αστικό εξευγενισμό ολόκληρων περιοχών στις μητροπόλεις.
Ο ΧΙΠΣΤΕΡ ΩΣ ΕΜΠΡΟΣΘΟΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ
Στο ελληνικό twitter εμφανίζονται συχνά διάφορες αστείες ατάκες. «Αν το μανάβικό στη γειτονιά σας παίζει Radiohead θα δείτε τα ενοίκια να ανεβαίνουν». Ή «Αν εμφανίστηκαν food bloggers στη γειτονιά σας, καλύτερα να σκέφτεστε την μετακόμιση». Στη πραγματικότητα αυτά τα αστεία έχουν ρεαλιστική βάση. Καμμία γειτονιά σε μία δυτική μητρόπολη, δεν γίνεται απότομα έρμαιο της αστικής ανάπλασης, καμμία εταιρεία real estate δεν επενδύει άκριτα σε μία γειτονιά.
Πρώτα εισβάλλουν οι χίπστερ που ψάχνουν το αυθεντικό, το γνήσιο, γενικότερα ότι διαφέρει από την κυρίαρχη κουλτούρα. Και ύστερα ακολουθούν οι επιχειρήσεις που απευθύνονται σε αυτούς, τα καταστήματα με τα vintage ρούχα, τα barber shops, τα μανάβικα με τα οργανικά λαχανικά, τα καφέ με τα fair trade προϊόντα, τα μπαρ με την cool ατμόσφαιρα και τις μπύρες από μικροζυθοποιίες, οι φούρνοι με τα εφτάζυμα ψωμιά και τα wine bars με τα βιολογικά κρασιά.
Η περιοχή μεταμορφώνεται σε εστία πανηγυριού. Οι παλιοί ένοικοι φεύγουν καθώς τα ενοίκια ανεβαίνουν, ιστορικά καταστήματα κλείνουν ή αλλάζουν χέρια σε μία νύχτα και τότε έρχεται η σειρά των επενδυτών που μεταμορφώνουν ολόκληρα τετράγωνα σε συγκροτήματα κατοικιών βραχύχρονης μίσθωσης ή γραφείων για ψαγμενες εταιρείες. Η περιοχή διατηρεί το όνομα, συνήθως γίνεται πόλος έλξης για τουρίστες, αλλά η ατμόσφαιρα που έφερε τους χίπστερς χάνεται, οπότε στρέφονται στην επόμενη λεία τους.
Ο Πιερρό χρησιμοποιεί ως παράδειγμα περιοχές του Πόρτλαντ, όπου οι ορδές των χίπστερς έδιωξαν τους μαύρους κατοίκους από τις γειτονιές τους με την ίδια πάντα μέθοδο. Η μεταμόρφωση δεν είναι βίαιη όπως παλιότερα στην δεκαετία του ΄80. Κανείς δεν χρησιμοποιεί τη βία για να εκδιώξει τους παλιούς ιδιοκτήτες από τα σπίτια τους. Αρκεί η άλωση μιας περιοχής της εργατικής τάξης από τους χίπστερς, η οποία ανεβάζει τις τιμές και αναγκάζει τους κατοίκους να φύγουν. Πως να μείνει ένας άνθρωπος με χαμηλό εισόδημα δίπλα σε μία πιτσαρία που σερβίρει πίτσα με βρώσιμα λουλούδια και παρουσιάζεται σε σειρά του Netflix.
Το χειρότερο- όπως επαναλαμβάνει διαρκώς ο Πιερρό- είναι ότι οι χίπστερς, μπορεί να φέρονται ως στρατός κατοχής, αλλά δεν μένουν κάπου. Εξαφανίζονται στο πλήθος «όταν πια ακόμα και ο τελευταίος βλάκας έχει καταλάβει τι παίζει». Πολλές φορές όπως αναφέρει η μελέτη του Ντένις Σιντ με τίτλο «Loft Lawless» για τον εξευγενισμό, θεωρούν τον εαυτό τους θύμα, ότι βρίσκονται στην ίδια θέση με τους ανθρώπους τους οποίους ουσιαστικά έδιωξαν. Αυτός ο διχασμός εξηγείται. Σε ένα άρθρο του Time Out, με τον προβοκατόρικο τίτλο «Why the Hipster must die» ο Κρίστιαν Λόρεντζεν σημειώνει ότι «ο τωρινός χίπστερ ανήκει στο μέινστριμ, δεν είναι μουσικός ή καλλιτέχνης. Δουλεύει σε γραφείο το πρωί και το βράδυ μεταμορφώνεται σε μοδάτο χίπστερ, έχει μάθει να προσποιείται τον εξεγερμένο, καθώς επιπλώνει το πολυτελές διαμέρισμά του σε μία ανερχόμενη γειτονιά.
Φυσικά από όλα αυτά συνειδητοποιεί κανείς ότι η μελέτη του Πιερρό, με όλες τις υπερβολές της δεν αφορά μόνο την Νέα Υόρκη ή το Πόρτλαντ. Αντίθετα αφορά κάθε πόλη που βλέπει τις ιστορικές της συνοικίες – σχεδόν πάντα στο κέντρο- να καταστρέφονται από την λαίλαπα της αστικής ανάπλασης. Η Αθήνα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα βίαιης ανάπλασης καθώς συνοικίες όπως τα Εξάρχεια, η Κυψέλη ή το Παγκράτι ξεκίνησαν ως ορμητήρια των χίπστερς και κατέληξαν να είναι ντίσνεϊλαντ για τουρίστες και ντόπιους, με cool στέκια και υψηλά ενοίκια.
Σε ότι αφορά το μέλλον της χιπστεροσύνης, ο Πιερρό δεν είναι αισιόδοξος. Καθώς οι χίπστερς αρνούνται την ταυτότητα τους, τους είναι δύσκολο να αλλάξουν στρατόπεδο. Από την άλλη όμως τους καλεί να αποαποικιοποιήσουν τον χίπστερ μέσα τους. Δηλαδή να βρουν την άκρη του νήματος και να πλησιάσουν τους προγόνους τους, να γίνουν συνειδητά εξεγερμένοι και όχι να προσποιούνται τους επαναστατημένους με stories στο Instagram.
«Ο αποικιοκράτης χίπστερ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.