ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΣΤΑΚΙΔΗΣ: “Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ”
Η λαϊκή κιθάρα, το ρεμπέτικο, η καραντίνα και η προσμονή για τη συναυλία στις 20 Ιουλίου στην Τεχνόπολη.
Ανήκει σε μια σπουδαία φουρνιά μουσικών που συνθέτουν ιδανικά αυτό που ονομάζεται συνδετικός κρίκος του παρελθόντος με το μέλλον. Ανήκε, επίσης, στην παρέα του “Αγροτικόν”, του περίφημου στούντιο του Νίκου Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη. Μέλος της Λαϊκεδέλικα, της καταπληκτικής μπάντας που είχε μαζευτεί γύρω από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Έχει συνυπάρξει μουσικά με όποιον καλλιτέχνη βάλει ο νους μας. Δεν παίζει απλά κιθάρα, τη διδάσκει κυριολεκτικά στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Τα τελευταία 15 χρόνια έχει βγάλει τρεις σπουδαίες δουλειές πάνω στο ρεμπέτικο. Στις εκτελέσεις που επιλέγει να κάνει έχει ορίσει ως κέντρο τη λαϊκή κιθάρα σαν τεχνική αλλά και ως ήχο. Θα τολμήσω να πω κάτι το υπερβολικό αλλά πιστεύω πώς δεν απέχει και πολυ από την πραγματικότητα: αν ακούσει κανείς τα “16 Ρεμπέτικα Τραγούδια με Κιθάρα”, το “Εσπεράντο” και το America έχει κάνει την πιο αξιόλογη εισαγωγή στο ρεμπέτικο τραγούδι. Αυτή, άλλωστε, θα είναι και η μουσική διαδρομή που θα παρουσιάσει στις 20 Ιουλίου στην Τεχνόπολη. Βρεθήκαμε, λίγες μέρες πριν τη συναυλία, σ’ ένα υπόγειο στούντιο στην Αλεξάνδρας, όπου τον τελευταίο καιρό περνά το χρόνο του, ετοιμάζοντας το νέο του άλμπουμ, όπου για πρώτη φορά θ’ ακούσουμε δικά του τραγούδια.
Πώς πέρασες στην καραντίνα;
Ήταν δύο οι καραντίνες. Στην πρώτη δεν έκανα τίποτα. Μόνο ξάπλα, φαί και Netflix. Στη δεύτερη πλακώθηκα στη δουλειά. Πέρα από τα μαθήματα, έβαλα μπρος και έκανα πράγματα που είχα για χρόνια στο μυαλό μου. Αυτό που πάντα συμβαίνει στις περιπτώσεις των μουσικών είναι ότι χάθηκε το μέτρο. Μου βγήκε δημιουργικά στο κομμάτι της δουλειάς αλλά αποξενώθηκα απ’ όλους και απ’ όλα.
Το κοινό δεν σου έλειψε;
Εννοείται, αλλά επειδή το θεωρούσα δεδομένο ότι δεν θα παίξουμε σύντομα, είχε φύγει από το πλάνο μου. Τα πράγματα που μας απασχολούσαν συνδικαλιστικά είχαν πάρει ένα δρόμο, όχι ότι λύθηκαν. Επιδόματα είχαν δοθεί, αρκετός κόσμος δεν τα πήρε που έπρεπε να βοηθηθεί, έτσι βρήκαμε τρόπους να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Μέσα σε αυτό το κλίμα βρήκα την ευκαιρία και έγραψα δικά μου τραγούδια για πρώτη φορά.
Δεν το είχες ξανασκεφτεί;
Δεν ήταν ότι δεν το είχα σκεφτεί απλά επειδή ήμουνα πάντα στο κομμάτι της δημιουργίας για άλλους συνθέτες, ότι και να έγραφα μου θύμιζε κάτι, οπότε το άφηνα στην άκρη. Από τον Παπάζογλου, τους Λαϊκεδέλικα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Τελικά, αποφάσισα ότι παρθενογένεση δεν υπάρχει, όλα κάτι θα θυμίζουν οπότε ας προχωρήσω. Σκέφτηκα και ένα άλλο πράγμα. Ότι αυτοί οι άνθρωποι που με ακούν, τους θεωρώ ότι είναι φίλοι μου, μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους δικές μου ανησυχίες και σκέψεις. Επειδή δεν μπορώ να μιλήσω με τον καθένα προσωπικά, ο μόνος τρόπος να το κάνω είναι μέσα από τα τραγούδια. Οπότε όσα με απασχολούν είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, τα έκανα τραγούδια για να τα επικοινωνήσω με τον κόσμο που με αγαπάει. Τους αγαπάω και εγώ, είναι φίλοι μου.
Είναι μια νέα αρχή;
Είναι.
Έχεις άγχος γι’ αυτό;
Άγχος δεν έχω για τίποτα. Μεγάλωσα. Ξέρω σε ποια πράγματα μπορώ να κάνω κάτι και που όχι. Δεν χάνω το χρόνο μου με αυτά που δεν μπορώ.
Σε ποια φάση είναι η ελληνική μουσική σήμερα;
Νομίζω, ότι αν έχουμε μια πυραμίδα που ψηλά είναι τα μεγάλα ονόματα, στη βάση της βράζει από δημιουργικότητα. Γίνονται ωραία και σπουδαία πράγματα. Είναι κάποια είδη μουσικής, όπως η χιπ χοπ, που έχει τρομερή άνθηση και μεγάλη ποιότητα σε αυτά που λέει. Τρώω σφαλιάρες συνέχεια από τους στίχους. Πολύ μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ακούει αυτή τη μουσική…
Ακούει και τραπ.
Ναι, ακούει και τραπ. Κοίτα να δεις, όλα είναι φάσεις που περνάνε. Το καλό πράγμα μένει όμως.
Ακούς εσύ τραπ;
Έκανα διασκευή για πλάκα το “Mama” του Sinboy, το έκανα ρεμπέτικο και έγινε χαμός. Εντάξει είναι μια γελοιότητα. Βέβαια, αν ακούσεις ΛΕΞ, Εισβολέα, ακούς πράγματα που μας αφορούν όλους και είναι εκεί στη βάση της πυραμίδας. Για τους μουσικούς μη συζητήσω, οι νέοι είναι σε τέτοιο αισθητικό και τεχνικό επίπεδο που βλέπουμε την πλάτη τους ήδη.
Είναι το χιπ χοπ το νέο ρεμπέτικο;
Και οι δύο είναι αστικές μουσικές, γεννήθηκαν στις πόλεις. Έστω και με πολύ διαφορετικό τρόπο μιλάνε για τα ίδια πράγματα.
Η κιθάρα στο ρεμπέτικο, ενώ είναι βασικό όργανο, εμφανίζεται πάντα σαν “δεύτερος ρόλος”. Μου μοιάζει τόσα χρόνια σαν να προσπαθείς να πάρεις την εκδίκηση της κιθάρας.
Δεν είναι θέμα εκδίκησης. Τα πρωταγωνιστικά όργανα, θέλουμε δε θέλουμε, είναι τα σολιστικά. Αυτά είναι που βγαίνουν μπροστά, όπως είναι και οι φωνές. Απλά η κιθάρα είναι ο καμβάς, είναι η βάση που χτίζεται όλο αυτό. Εγώ αυτό που είχα εντοπίσει πριν από μερικά χρόνια και ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά είναι ότι είδα ότι αυτό που συνέβαινε το 1937 που έφτάσε στην κορύφωσή της, δεν επανήλθε. Ενώ επανήλθαν όλα τ’ άλλα: τα μελωδικά του στοιχεία, ο ακουστικός ήχος, τα μικρά σχήματα κτλ, αυτή η τεχνική της λαϊκής κιθάρας που είχε αναπτυχθεί τόσο, δεν ξαναήρθε τη δεκαετία του ‘80.
Γιατί όμως;
Γιατί δεν δώσαν τόση σημασία ή δεν πρόλαβαν. Ξεκίνησε στις αρχές του ’80 η αναβίωση του ρεμπέτικου από τις κομπανίες, αλλά η λαϊκή κιθάρα δεν είχε επανέλθει με την τεχνική της, οπότε εγώ αυτό που έκανα είναι να υπενθυμίσω την τεχνική που υπήρχε τότε. Δεν έκανα και κάτι το φοβερό.
Μπορούμε να δώσουμε έναν ορισμό της λαϊκής κιθάρας; Ποια είναι η διαφορά από την ακουστική.
Καταρχάς το ρεπερτόριο. Μετά είναι διαφορετικά κατασκευασμένη. Αλλά κυρίως είναι ο τρόπος γιατί έχεις συγκεκριμένες δουλειές να κάνεις όταν παίζεις λαϊκή κιθάρα.
Μου μοιάζουν πιο δυτικά τα ρεμπέτικα με τον τρόπο που τα παίζεις.
Ό,τι θες κάνεις. Με την κιθάρα έχεις τη δυνατότητα να παίξεις “ευρωπαϊκά” και ανατολικά, να ουτίζει δηλαδή το παίξιμο σου. Τα όργανα εργαλεία είναι, το πώς τα χρησιμοποιούμε είναι το ζήτημα. Επειδή είναι εργαλεία πάρα πολύ παλιά είναι πια στα όρια τους. Δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω, άρα είναι στον παίκτη πώς να τα χρησιμοποιήσει.
Αν βάζαμε από τη μία τους κιθαρίστες του 1937 και από την άλλη τους τωρινούς, ποιοι θα κέρδιζαν;
Οι παλιοί. Ήταν τελείως βιωματικό γι’ αυτούς ο τρόπος που το γράφανε οπότε υπήρχε και μια φυσικότητα στον τρόπο που το παίζανε. Ήταν φυσική έκφραση που εμείς ακόμα τη μιμούμαστε. Δεν έχει γίνει ακόμα δικό μας.
Θα γίνει ποτέ;
Θα γίνει. Βλέπεις ότι βγαίνει πολύ πιο άνετα στους νέους κιθαρίστες. Εμείς χάσαμε πολύ χρόνο. Εγώ, σκέψου ξεκίνησα να ψάχνω την κιθάρα στο ρεμπέτικο στα 35. Οι πιτσιρικάδες ξεκινάνε τώρα από εκεί που εμείς τελειώσαμε οπότε σίγουρα θα πάει πολύ καλύτερα.
Για το ρεμπέτικο δε θα μιλήσουμε ποτέ ξανά γι΄ αναβίωση. Έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο πια, όχι μόνο σαν αναπαραγωγή της μουσικής αλλά και σαν θέση στη συνείδηση του κόσμου.
Πώς διαλέγεις τα τραγούδια στους δίσκους;
Είχα συγκεκριμένη λογική. Στον πρώτο δίσκο που κλείνει τώρα 15 χρόνια, είχε προπολεμικό ρεπερτόριο και έχει τραγούδια που έχουν κιθαριστικό ενδιαφέρον είτε για τον τρόπο που είχαν παιχτεί είτε για τους μουσικούς που τα είχαν ερμηνεύσει. Στο “Εσπεράντο”, στη μεταπολεμική περίοδο χρησιμοποίησα την κιθάρα και μέσα στις ενορχηστρώσεις. Δηλαδή, έβαλα τεχνικές που είχα βρει ότι έχει η λαϊκή κιθάρα και τις πρόσθεσα στα κομμάτια που εξυπηρετούσαν αυτό τον σκοπό. Εκεί φυσικά είχαν διαλεχτεί και κομμάτια να εξυπηρετούν τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν. Στο “Εσπεράντο” ήθελα να τονίσω ότι η λαϊκή μουσική είναι η κοινή μας γλώσσα και γι’ αυτό χρησιμοποίησα όλους αυτούς τους τραγουδιστές που έχουν ερμηνεύσει διαφορετικό ρεπερτόριο. Στο “America” πάλι ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για το προσφυγικό. Να υπενθυμίσω ότι είναι μια ιστορία που την έχουμε περάσει και εμείς και πώς μπορεί ν’ αλλάξουν οι ρόλοι. Ταυτόχρονα βέβαια έδειξα την τεχνική της λαϊκής κιθάρας που χρησιμοποιήθηκε στην Αμερική, την “τσιμπητή”.
Επειδή υπάρχει μια ωραιοποίηση τους παρελθόντος και της νοσταλγίας, είναι όλα τα ρεμπέτικα τραγούδια καλά;
Όχι, βέβαια.
Μπορεί ένας μη έμπειρος ακροατής να τα ξεχωρίσει;
Μπορεί να ξεχωρίσει αν παίζονται με σεβασμό ή όχι, άσχετα με την ποιότητά τους.
Μπορούμε να πούμε ότι τα κακά τραγούδια της εποχής απλά δεν τα ξέρουμε γιατί δεν έμειναν στο χρόνο. Π.χ ο Βαμβακάρης έγραφε μόνο καλά τραγούδια;
Δε θα το έλεγα, αλλά αυτο είναι μια υποκειμενική άποψη. Τώρα, αυτό που έχει γίνει είναι ότι όλο το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου είναι παντού. Ελάχιστα είναι τα τραγούδια που δεν μπορείς να βρεις. Θυμάμαι στις αρχές του ‘90 που παίζαμε σε δίσκους με τον Αγάθωνα, κάναμε πάρτι κάθε φορά που είχαμε πρόσβαση σ’ ένα καινούριο κομμάτι. Τώρα είναι όλα διαθέσιμα οπότε μπορείς ν’ ακούσεις από τη χειρότερη μπούρδα μέχρι το καλύτερο τραγούδι. Όπως συμβαίνει με όλες τις μουσικές.
Όταν γράφεις ένα δίσκο, παίζει ρόλο και η εκπαιδευτική πλευρά του εαυτού σου;
Φυσικά. Τώρα τι έχω κάνει; Στον καινούριο δίσκο που ετοιμάζω χρησιμοποιώ τεχνικές που έχω και προσπαθώ να της φέρω στο σήμερα. Είναι ένα πείραμα, να δούμε πώς θα πάει.
Θα ήθελες να ακούσουν οι παλιοί δεξιοτέχνες τις δουλειές που έχεις κάνει;
Θα ήθελα να μπορέσω να τους ακούσω ένα βράδυ γιατί έπαιζαν με φοβερό μεράκι.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου;
Ο Κώστας Σκαρβέλης. Αν μπορούσα να ταξιδέψω στο χρόνο θα ήθελα πραγματικά να το ρωτήσω πως έκανε όλες αυτές τις καινοτομίες. Πώς τις σκέφτηκε;
Έχουν κερδίσει την αθανασία, τα ρεμπέτικα;
Ε, βέβαια. Για το ρεμπέτικο δε θα μιλήσουμε ποτέ ξανά γι΄ αναβίωση. Έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο πια, όχι μόνο σαν αναπαραγωγή της μουσικής αλλά και σαν θέση στη συνείδηση του κόσμου. Επειδή παρακολουθώ αυτή την ιστορία αρκετά χρόνια, το κοινό που ακούει αυτή τη μουσική είναι πολύ συνειδητοποιημένο πια και το ακούει για τη μουσική και όχι για τα κουστουμάκια της μαγκιάς, της ανυπακοής στο σύστημα. Υπήρχαν όλα αυτά στο ρεμπέτικο αλλά δεν ήταν μόνο αυτά.