ΕΔΩ ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ! ΣΑΣ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΥΠΟΥΡΓΟΣ.
Λίγο πριν η θρυλική εκπομπή του Χατζιδάκι ζωντανέψει στο Ηρώδειο, ο καταξιωμένος συνθέτης μοιράζεται τις αναμνήσεις του με το Magazine.
Το μεγαλειώδες αποτύπωμά της Λιλιπούπολης στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είναι προφανώς αδιαπραγμάτευτο. Ακριβώς όμως γιατί η συλλογική μνήμη μερικές φορές παίζει περίεργα παιχνίδια, είναι πάντα χρήσιμη η επιμονή στην ανάδειξη της κατά καιρούς ιστορικής αλήθειας. Να μην χαριστεί εν προκειμένω στη λήθη το γεγονός ότι κάθε άλλο παρά με ανοιχτές αγκάλες υποδέχτηκε αρχικά η καθεστηκυία τάξη αυτήν την πολυεπίπεδα επαναστατική παιδική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος.
Το κλίμα έχει προ πολλού περιγραφεί από τον ίδιο τον Μάνο Χατζιδάκι: «Η Λιλιπούπολη υπήρξε γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας από τη μία -του Τρίτου προγράμματος- και από την άλλη, μιας ομάδας νέων ανθρώπων με πολύ ταλέντο που συγκεντρώθηκαν στο Τρίτο και δούλεψαν ελεύθερα, με κέφι, με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργιστεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου, που χαρακτήρισε τη Λιλιπούπολη κομμουνιστική. Ισως γιατί για πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάνε τον τόπο, και όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς, με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική».
«Πράγματι έτσι ήταν» επιβεβαιώνει ο Νίκος Κυπουργός, που ήταν παρών από την αρχή (1976) ως το τέλος (1980) αυτού του ανήκουστου μέχρι τότε και αξεπέραστου μέχρι σήμερα εγχειρήματος. «Θυμάμαι τις αντιδράσεις από πολιτικούς “φίλους” του Χατζιδάκι που μας έλεγαν “φωλιά κομμουνιστών” ή “κάτι αναρχικών που θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο”. Αλλά ούτε ο Χατζιδάκις πτοήθηκε ούτε εμείς χάσαμε τον ενθουσιασμό μας. Αντίθετα η εκπομπή έγινε πιο ανατρεπτική».
Σαρανταπέντε χρόνια μετά την πρώτη φορά που ακούστηκε από τους ραδιοφωνικούς δέκτες η φράση “Εδώ Λιλιπούπολη, εδώ Λιλιπούπολη. Σας μιλάει ο δημοσιογράφος Μπρίνης”, και λίγες ημέρες πριν η θρυλική σειρά ζωντανέψει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (9-10 Ιουλίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού), ο καταξιωμένος συνθέτης μιλά στο Magazine για την ενθουσιώδη γέννηση της ιδέας από την Ελένη Βλάχου και τη Ρεγγίνα Καπετανάκη. Για το αβίαστο πάντρεμα χασάπικων, αναγεννησιακών, τζαζ, βαλς ακόμη και με τσιφτετέλι ως αποτέλεσμα των πειραματικών μουσικών ορέξεων που διακατείχαν τον ίδιο, τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο, τη Λένα Πλάτωνος και τον Νίκο Χριστοδούλου. Για την άγνοια τους όσον αφορά την αρχική ακροαματικότητα και για τη στιγμή που συνειδητοποίησαν τη μαζική αποδοχή της εκπομπής. Για το ανοιχτό πνεύμα του Χατζιδάκι που εμπιστευόταν απόλυτα όλους τους συνεργάτες, από τη Μαριανίνα Κριεζή ως την Άννα Παναγιωτοπούλου, και δεν επενέβαινε ποτέ στο έργο τους. Και για τη διορατική, κοφτερή ματιά του μεγάλου εκλιπόντα που κάποτε ήταν μπροστά από την εποχή του και σήμερα παραμένει μπροστά από τη δική μας.
Εκφράζει όμως και έναν πολύ σημαντικό προβληματισμό: «Όσο κι αν χαίρομαι για τη διαχρονικότητα της Λιλιπούπολης, αναρωτιέμαι: είναι άραγε καλό που δεν ξεπεράστηκε;»
Κύριε Κυπουργέ, τι θυμάστε πιο έντονα από τη στιγμή της “γέννησης” της Λιλιπούπολης;
Ήταν το 1977. Ήμουν 25 χρονών, είχα τελειώσει τη Νομική και το Ναυτικό και σπούδαζα μουσική με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου. Την εκπομπή την είχαν προτείνει στον Μάνο Χατζιδάκι η Ελένη Βλάχου και η Ρεγγίνα Καπετανάκη. Δύο νέα κορίτσια, όμορφα, που μόλις είχαν έρθει από την Αμερική με τα δύο όμορφα μωρά τους. Η μία ψυχολόγος, η άλλη σκηνοθέτις, με φρέσκιες ιδέες για την παιδαγωγική. Είχαν ακούσει ένα έργο μου, το “Knots”, ένα “χορωδιακό παιχνίδι”, και ήθελαν να συνεργαστούμε. Μου μίλησαν με ενθουσιασμό για μια νέα εκπομπή που θα προσεγγίζει τα παιδιά μ’ έναν καινούργιο τρόπο και μου πρότειναν να αναλάβω τη μουσική της. Αμέσως μοιράστηκα τον ενθουσιασμό τους κι αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε σκέψεις. Πολύ γρήγορα γίναμε φίλοι. Η ιδέα της εκπομπής άρεσε πολύ στον Χατζιδάκι και μας άφησε να την διαχειριστούμε εν λευκώ. Χωρίς εκείνον με το ανοιχτό πνεύμα του, μία τόσο τολμηρή πρόταση δεν θα είχε προχωρήσει ποτέ. Ήταν μια εκπομπή ανατρεπτική, και όχι μόνο για την εποχή της αλλά, όπως φαίνεται, και για σήμερα. Σκεφτείτε ότι μιλάμε για 45 χρόνια πριν.
Εκτός όλων των άλλων, ανατρεπτική ήταν και η προσέγγιση ως προς τη μουσική που διανύει την απόσταση από το τσιφτετέλι στο βαλς σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Μα το θεωρούσαμε φυσικό και απλώς θέλαμε να το επαληθεύσουμε. Παίζαμε με διαφορετικά είδη, δοκιμάζαμε στυλ, πειραματιζόμασταν με κάθε τρόπο.
Πόσο έντονο ήταν το άγχος και η αγωνία κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των εκπομπών;
Το δικό μου άγχος ήταν ότι δεν προλάβαινα να γράψω όλα τα τραγούδια που χρειάζονταν. Ζήτησα από τον Δημήτρη Λέκκα, συνθέτη και συνεργάτη τότε του Τρίτου, να με βοηθήσει, αλλά ήταν δεσμευμένος με δικές του υποχρεώσεις. Τότε συνάντησα τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο που συνεργαζόταν κι εκείνος με το Τρίτο και τον ρώτησα αν θα τον ενδιέφερε να γράψει τραγούδια για παιδιά. Δέχτηκε με χαρά. Αργότερα, καθώς αυξάνονταν οι μουσικές ανάγκες, προστέθηκαν στην παρέα η Λένα Πλάτωνος και ο Νίκος Χριστοδούλου. Η μουσική ομάδα ολοκληρώθηκε. Ευτυχής συγκυρία!
Λέτε ότι ο Χατζιδάκις σας άφησε απόλυτα ελεύθερους. Αυτό πώς μεταφράστηκε στο επίπεδο της δημιουργίας; Δεν επενέβαινε δηλαδή καθόλου ούτε καν με παρατηρήσεις;
Ο Χατζιδάκις άκουγε την εκπομπή από το ραδιόφωνο. Δεν επενέβαινε ποτέ. Ήξερε ότι, δείχνοντας εμπιστοσύνη σε έναν συνεργάτη σου, εκμαιεύεις τον καλύτερό του εαυτό. Και πράγματι, νιώθαμε μεγάλη ευθύνη, πώς να φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης αυτής.
Ήταν αυστηρός;
Πολύ αυστηρός, ιδιαίτερα απέναντι σε αυτούς που εκτιμούσε ή διέβλεπε ότι μπορούν να εξελιχθούν.
Δηλαδή;
Θυμάμαι μια φορά, όταν τον είχα πρωτογνωρίσει, του είχα βάλει ν’ ακούσει μία θεατρική μουσική που είχα γράψει στα 20 μου. Δεν είπε κουβέντα. Όταν μετά από κάποιο καιρό τον ρώτησα γιατί, μου λέει: “Σε κρίνω βάσει αυτού που πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις. Εσύ επαφίεσαι στις ευκολίες σου αντί να έχεις σαν στόχο να ξεπεράσεις τον εαυτό σου”. Πω πω, έχασα τον ύπνο μου. Αλλά πόσο με βοήθησε αυτό που μου είπε! Λίγα χρόνια μετά πάντως, με τη Λιλιπούπολη, ήταν πολύ πιο ενθαρρυντικός…
Πώς νιώσατε όταν τελικά η εκπομπή βγήκε στον αέρα;
Δεν θυμάμαι τίποτα, δεν προλάβαινα καν να την ακούσω στο ραδιόφωνο. Θυμάμαι την αγωνία μου όταν κάναμε την πρώτη ηχογράφηση, με το “σήμα” της εκπομπής. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν η γνώμη του Βύρωνα Φιδετζή που διηύθυνε και των μουσικών που έπαιζαν. Το κοινό δεν προλαβαίναμε να το σκεφτούμε, ζούσαμε σ’ έναν πυρετό. Άλλωστε πέρασε πολύς καιρός ώσπου να συνειδητοποιήσουμε ότι υπήρχε κοινό που μας άκουγε.
Ως γνωστόν υπήρξαν και αντιδράσεις κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές. Πώς τις αντιλαμβανόσασταν ως δημιουργική ομάδα;
Πράγματι έτσι ήταν. Θυμάμαι τις αντιδράσεις από πολιτικούς “φίλους” του Χατζιδάκι που μας έλεγαν “φωλιά κομμουνιστών” ή “κάτι αναρχικών που θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο”. Αλλά ούτε ο Χατζιδάκις πτοήθηκε ούτε εμείς χάσαμε τον ενθουσιασμό μας. Αντίθετα η εκπομπή έγινε πιο ανατρεπτική. Ολοένα και νέα πρόσωπα διεύρυναν σταδιακά την ομάδα. Εξαιρετικοί ηθοποιοί, τραγουδιστές και όχι μόνο. Η Μαριανίνα Κριεζή έχει πει ότι η μεγάλη αλλαγή με την οποία άρχισε και η χρυσή εποχή της εκπομπής, έγινε όταν προστέθηκε στη συγγραφική ομάδα η Άννα Παναγιωτοπούλου.
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι είχε όντως γίνει μια εκπομπή που απολάμβαναν εξίσου οι μεγάλοι, μαζί με τους μικρούς, σε κάθε σπίτι στην Ελλάδα;
Όταν έγινε η πρώτη συναυλία στον Θέατρο Βράχων στο Βύρωνα τον Σεπτέμβριο του 1980. Διηύθυνε ο Βύρων Κολάσης. Αναρωτιόμασταν αν θα έρθει κανένας στη συναυλία. Δυό ώρες πριν άρχισαν να φτάνουν οικογένειες και πολλά νέα παιδιά, κυρίως φοιτητές. Μια ώρα πριν, το θέατρο είχε γεμίσει. Όλοι ήξεραν τα τραγούδια απ’ έξω. Είχαμε μείνει άναυδοι. Βλέπετε, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τρόποι να μετρήσεις την ακροαματικότητα.
Όταν ήρθε τελικά η επιτυχία, γέννησε έστω στο πίσω μέρος του μυαλού σας σκέψεις για την ενδεχόμενη διαχρονικότητα του συγκεκριμένου έργου;
Σε καμία περίπτωση. Πιστεύαμε απλώς ότι η Λιλιπούπολη αποτελούσε μία πρόταση ειλικρινή, που σεβόταν τα παιδιά. Την απήχηση δεν την είχαμε υποψιαστεί. Αλλά πολλές φορές, όσο κι αν χαίρομαι για τη διαχρονικότητα της Λιλιπούπολης, αναρωτιέμαι: είναι άραγε καλό που δεν ξεπεράστηκε; Θα χαιρόμουν ακόμα περισσότερο αν ο δρόμος που άνοιξε είχε συνέχεια.
Ο Χατζιδάκις είχε πει το εξής: “πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υποανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς, με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική”. Τελικά ποια υπήρξαν τα βασικά συστατικά της επιτυχίας της Λιλιπούπολης;
Η επιθυμία να συμβάλλουμε σε μία νέα προσέγγιση που να σέβεται το παιδί και παράλληλα να μιλάει στο “παιδί που κάθε ενήλικος έχει μέσα του” όπως είπε και η Μαριανίνα. Η ειλικρίνεια, το κέφι, η τρέλα, η απόλυτη ελευθερία αλλά και η ευθύνη που απορρέει απ’ αυτήν. Ως προς τα τραγούδια ειδικότερα, η φαντασία, οι εικόνες που γεννούσαν οι στίχοι και η χρήση των λέξεων από τη Μαριανίνα, μας έσπρωχνε σε δρόμους μουσικούς που ούτε εμείς δεν περιμέναμε. Από χασάπικα ως αναγεννησιακά ή τζαζ. Ένα παιδί, λέγαμε, πρέπει να ακούει τα πάντα. Στην πραγματικότητα, τα πάντα θέλαμε ν’ ακούμε κι εμείς. Άλλωστε κι εμείς παιδιά ήμασταν…
Η συνολική εμπειρία του ραδιοφώνου με τον Χατζιδάκι ήταν μαγική. Όσοι δουλέψαμε στο Τρίτο υπήρξαμε αληθινά τυχεροί.
Σε προσωπικό επίπεδο, με ποιο τρόπο σας σημάδεψε η συγκεκριμένη δουλειά;
Η συνολική εμπειρία του ραδιοφώνου με τον Χατζιδάκι ήταν μαγική. Όσοι δουλέψαμε στο Τρίτο υπήρξαμε αληθινά τυχεροί. Η Λιλιπούπολη επιπλέον μου έδειξε τον δρόμο για το θέατρο και το μουσικό θέατρο που τόσο αγαπούσα. Γνώρισα τότε τον Λευτέρη Βογιατζή, τον Τάσο Μπαντή, τον Δημήτρη Μαυρίκιο και πολλούς άλλους με τους οποίους έμελλε να γίνουμε φίλοι και να συνεργαστούμε τόσες φορές. Αλλά ήταν και γενικότερα μία δεξαμενή ανταλλαγής σκέψεων που αφορούσε όλες τις τέχνες, αφορούσε όμως και την ίδια τη ζωή. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο ξεκίνημα για έναν νέο συνθέτη. Πώς να μάθει να συνυπάρχει, να ακούει τους άλλους, να συντονίζεται…
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας από τη Λιλιπούπολη;
Δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιον. Ίσως με συγκινεί πιο πολύ η Ρόζα Ροζαλία μέσα σ’ αυτόν τον μαγικό κόσμο του τραγουδιού που έφτιαξαν η Μαριανίνα και η Λένα.
Σκέφτεστε ποτέ τι θα έλεγε ο Χατζιδάκις, τον οποίο όλοι επικαλούμαστε κατά βούληση, για την Ελλάδα σήμερα;
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Αν ανατρέξουμε στα γραπτά του, θα δούμε πόσο επίκαιρος παραμένει και σήμερα, σε πόσα πράγματα η διορατικότητα και η κοφτερή του ματιά είναι μπροστά ακόμα και από τη σημερινή εποχή.
Εδώ Λιλιπούπολη – Τα τραγούδια
Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 09/07 έως 10/07/2021 στις 21:00
Τραγουδούν η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Δώρος Δημοσθένους, η Λένια Ζαφειροπούλου και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Τους συνοδεύουν η παιδική-νεανική χορωδία Rosarte και ορχήστρα από 16 μέλη του μουσικού συνόλου Ventus Εnsemble. Τη μουσική διεύθυνση και την καλλιτεχνική επιμέλεια της βραδιάς έχει αναλάβει ο Νίκος Χριστοδούλου. Για πρώτη φορά, ορισμένα τραγούδια της Λιλιπούπολης θα αποδοθούν στη νοηματική γλώσσα από τη χορωδία Rosarte, σε διδασκαλία του κέντρου εκμάθησης Νοηματικής γλώσσας «Πολυχώρος Κιβωτός».