“ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ” – Η ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΣΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΤΑΖΙ
Ο Γιώργος Μπακαλιός μιλάει στο Magazine με αφορμή την αυτοβιογραφία του, όπου περιγράφει τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια που υπέστη όταν κατηγορήθηκε άδικα για κατασκοπεία από τη Στάζι, ίσως τον πιο αδίστακτο μηχανισμό μυστικής αστυνόμευσης στην ανθρώπινη ιστορία.
Σε όλους μας αρέσει να λέμε ότι οι αριθμοί δεν ψεύδονται ποτέ, μερικές φορές όμως την αλήθεια τους είναι δύσκολο να τη χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ministerium für Staatssicherheit, MfS, κοινώς Stasi), έχοντας δημιουργηθεί τον Ιανουάριο του 1950 από το Πολιτικό Γραφείο της Σοσιαλιστικής Ενότητας της Γερμανίας (SED), έφτασε -τον Οκτώβριο του 1989, οπότε και έπαψε η λειτουργία του- να έχει 100.000 υπαλλήλους και τουλάχιστον τους διπλάσιους «ανεπίσημους συνεργάτες», (κοινώς σπιούνους), αν και ο αριθμός τους μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια και δεν αποκλείεται να αγγίζει ακόμη και τα 2.000.000.
Υπολογίζεται ότι σε αυτό το διάστημα παρακολουθούνταν από τη Στάζι, ίσως τον πιο αδίστακτο μηχανισμό μυστικής αστυνόμευσης στην ανθρώπινη ιστορία, ακόμη και 6.000.000 Ανατολικογερμανοί (το 1/3 του πληθυσμού της χώρας), ενώ ανακρίθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, και στις φυλακές της ΛΔΓ οδηγήθηκαν και βασανίστηκαν περισσότεροι από 200.000 πολιτικοί κρατούμενοι.
Ανάμεσά τους και ένας κοινωνικός λειτουργός για τους Έλληνες μετανάστες στο Δυτικό Βερολίνο, ονόματι Γιώργος Μπακαλιός, που γεννήθηκε στον Σοχό Θεσσαλονίκης, μετανάστευσε το 1964 στην τότε Δυτική Γερμανία και η ζωή του άλλαξε δραματικά την Τετάρτη 15 Μαΐου του 1970, καθώς περπατούσε αμέριμνος στο Ανατολικό Βερολίνο μαζί με τον πατέρα του, με τον οποίο είχε πάει στη ΛΔΓ για να βγάλει σε εκείνον και τη μητέρα του βίζα διέλευσης ώστε να διευκολυνθεί το ταξίδι τους στην Ελλάδα. Αφού πήραν τη βίζα από την αρμόδια υπηρεσία χωρίς κανένα πρόβλημα, «σταμάτησαν δύο αυτοκίνητα μπροστά μας. Δύο γεροδεμένοι άντρες άνοιξαν τις πόρτες των αυτοκίνητων, πήδησαν έξω, ήρθαν κοντά μας και ζήτησαν τα διαβατήριά μας. Αφού έριξαν μια φευγαλέα ματιά στα διαβατήρια, δυο άρπαξαν τον πατέρα μου και τον έσπρωξαν στο ένα αυτοκίνητο και άλλοι δυο έκαναν το ίδιο και με μένα».
Έτσι περιγράφει στο βιβλίο του με τίτλο «Έξι χρόνια στα κάτεργα της Στάζι» (εκδ. Επίκεντρο) τη στιγμή της σύλληψης του, τότε που έπεσαν «πατέρας και γιος στα πλοκάμια του τέρατος, που έφερε το όνομα Στάζι, ολογράφως “Σταατζιχερχάιτ”, στα ελληνικά “Κρατική Ασφάλεια”» με αποτέλεσμα «να υποστούμε στο κολαστήριό της, το Χοενσενχάουζεν, ο μεν πατέρας μου επί 5 μήνες και εγώ επί 72 μήνες και 11 μέρες, τα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια».
Η ΦΥΛΑΚΗ
Εκείνη την Τετάρτη τα δύο αυτοκίνητα έφυγαν προς άγνωστες κατευθύνσεις. Κανείς από τους απαγωγείς δεν επρόκειτο να πει στον Μπακαλιό πού τον πήγαιναν, ώσπου κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σε μια σιδερένια πύλη. «Ένας από τους φρουρούς πήδησε έξω και πάτησε ένα κουμπί που ήταν στον τοίχο δίπλα από τη σιδερένια πύλη. Η πόρτα άνοιξε αμέσως και με το που μπήκε στην αυλή το αυτοκίνητο, δυο άντρες με άρπαξαν και με έσυραν έξω. Στη συνέχεια με πέταξαν μέσα σε έναν τεράστιο χώρο. Η βίαιη αυτή μεταχείριση είχε ως αποτέλεσμα να χάσω την ισορροπία μου και να σωριαστώ στο δάπεδο. Εκεί η “υποδοχή” έγινε από έναν καλοθρεμμένο ένστολο, που για “καλωσόρισμα” μου έδωσε μερικές κλοτσιές», γράφει στο βιβλίο του.
Από το στόμα ενός Αντισυνταγματάρχη άκουσε για πρώτη φορά ότι συνελήφθη γιατί είχε προκαλέσει τεράστια ζημιά κατά της ΛΔΓ ως πράκτορας των Δυτικών Κατασκοπικών Υπηρεσιών (σελ.14). Μετά το αρχικό σοκ, ο ανέκτησε όπως όπως την ψυχραιμία του. «Ούτε κατάσκοπος ήμουν ούτε κατάσκοπος είμαι. Είμαι ένας υπάλληλος του Διακονικού Έργου της Ευαγγελικής Εκκλησίας, ο οποίος από τις αρχές Ιουλίου του 1966 μέχρι και σήμερα βοηθάει τους συμπατριώτες του στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην καθημερινή τους ζωή και όχι, όπως ισχυρίζεστε, για λογαριασμό κάποιας υπηρεσίας πληροφοριών» είπε.
Το σημαντικότερο από αυτά τα προβλήματα ήταν ο εντοπισμός όσων από τους 3200 Έλληνες μόνιμους κατοίκους Δυτικού Βερολίνου τύχαινε να επισκεφτούν το Ανατολικό Βερολίνο και να μην επιστρέψουν ποτέ. «Επειδή δεν είμαι πράκτορας» απάντησε στον ένστολο απέναντί του, «και επειδή δεν έκανα ποτέ κάτι για λογαριασμό κάποιας ιμπεριαλιστικής μυστικής υπηρεσίας, δεν θα μπορέσω ποτέ να σας πω κάτι άλλο εκτός από το ότι “είμαι αθώος”. Η τοποθέτηση αυτή εξόργισε τον κοιλαρά, έχασε τον έλεγχο του, έγινε βίαιος. Και όταν επήλθε κορεσμός στη σαδιστική του ηδονή, συνεχίστηκε η ανάκριση».
Η βιαιότητα προς τον Μπακαλιό κατά τη διάρκεια ειδικά των ανακρίσεων και γενικότερα του πολυετούς εγκλεισμού του θα συνεχιζόταν με αυξομειούμενη ένταση, και ο ίδιος θα την υπέμενε εμμένοντας στην αλήθεια, επαναλαμβάνοντας ότι είναι αθώος, αρνούμενος πεισματικά να υπογράψει την όποια δήλωση παραδοχής των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορούνταν ώστε να διευκολύνει τη θέση του, να δώσει μια ώρα αρχύτερα, όπως του έλεγαν, τέλος στην ταλαιπωρία του. Θα άντεχε ακόμη και όταν «τα σωματικά και κυρίως τα ψυχολογικά βασανιστήρια μου προκαλούσαν όλο και πιο δυνατούς πόνους, οι οποίοι τη νύχτα δεν με άφηναν, έστω και για μερικά λεπτά της ώρας, να ησυχάσω. Η τσακισμένη ψυχή μου βρισκόταν σε διαρκή αναβρασμό, όπως ένα ηφαίστειο πριν την έκρηξη του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προστέθηκε και κάτι τελείως καινούργιο: Μπροστά στα μάτια μου, είτε ήταν κλειστά είτε ανοιχτά, χόρευαν περίεργες μορφές. Στο μαρτύριο προστέθηκε και το εξής φαινόμενο: Εντελώς ξαφνικά παρουσιαζόταν στη δεξιά μεριά του εγκεφάλου ένα είδος έγχρωμων ηλεκτρικών εκκενώσεων, όπως οι αστραπές. Οι λάμψεις αυτές κάλυπταν, όπως ένα κύμα, ολόκληρη την επιφάνεια του εγκεφάλου. Αυτή η κατάσταση με έφερνε στα πρόθυρα της τρέλας».
Το μεγαλύτερο χτύπημα στο φρόνημα του ήρθε όταν πληροφορήθηκε από τους διώκτες του ότι τον είχαν συκοφαντήσει κάποιοι Έλληνες μετανάστες, συμπαθούντες το ανατολικογερμανικό καθεστώς, ως πράκτορα της ΚΥΠ, που εργαζόταν για την υπονόμευση του σοσιαλισμού. «Τα δεινά που πέρασα στα “κάτεργα” της Στάζι εξαιτίας της κακοήθειας, της υστεροβουλίας, της κακοβουλίας, της επιπολαιότητας και του χαφιεδισμού ορισμένων Ελλήνων, ξεπερνούσαν τα όρια της ψυχικής αντοχής του ανθρώπου».
Φυσικά η υπόθεση του Μπακαλιού απασχόλησε και ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ της εποχής. Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα της εποχής, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι: «Μετά την σύλληψη του συζύγου και του πεθερού της η κ. Μπακαλιού αναγκάσθηκε να στείλη τα παιδιά στην Ελλάδα μαζί με την γιαγιά τους για να μπορή η ίδια να εργασθή».
Δυο μέρες μόνο (7-8 Μαρτίου 1972) διήρκεσε η δίκη-παρωδία του Μπακαλιού, με μοναδικό ακροατήριο κάποια μέλη της Στάζι και αποκλεισμένους τους μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ στα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του συμπεριλήφθηκαν τα φωτοαντίγραφα κάποιων εγγράφων, όπως το αποφοιτήριό του από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, η κατοχή των οποίων σήμαινε ότι με τη Στάζι συνεργάστηκαν σπιούνοι ακόμη και από τη γενέτειρα του, οι οποίοι μπήκαν στο πατρικό του όσο οι γονείς του βρίσκονταν στο Βερολίνο, με σκοπό να βρουν ντοκουμέντα που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη θέση του. Η καταδικαστική απόφαση του στρατοδικείου και η επιβολή δωδεκαετούς ποινής φυλάκισης κοινοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου 1972, σχεδόν δύο χρόνια μετά τη σύλληψη του.
Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ
Τέσσερα χρόνια βασανιστικού εγκλεισμού αργότερα, και ενώ μετά την πτώση της Χούντας αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Λαϊκής Δημοκρατίας της Ανατολικής Γερμανίας, οι προσπάθειες της συζύγου, Αγγέλας («Άγγιξε τα όρια της κατάρρευσης η Αγγέλα, αλλά άντεξε, νίκησε, νικήσαμε. Ήταν μια ηρωίδα.»), και όσων ακόμη τον υπερασπίζονταν, ευοδώθηκαν. Το ημερολόγιο έγραφε 25 Μαΐου 1976 όταν του ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να αποφυλακιστεί. Την επομένη ο δεσμοφύλακας άνοιξε οριστικά την πόρτα του κελιού του.
«Η Μεγάλη Στιγμή» είναι ο εύλογος τίτλος του κεφαλαίου στο οποίο περιγράφει την επιστροφή στο σπίτι του. «Η πόρτα άνοιξε και μετά από 6 χρόνια και 11 μέρες πέρασα το κατώφλι του σπιτιού μου, το οποίο στις 15 Μαΐου 1970 είχα αφήσει πίσω μου για να πάω με τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου στο καταραμένο Ανατολικό Βερολίνο», γράφει. Εκεί τον περίμεναν οι γονείς του, η γυναίκα του και οι δύο του γιοι, που μετά από τόσα χρόνια δυσκολεύονταν να τον αναγνωρίσουν. «Ο Θωμάς και ο Κωστής, που παρακολουθούσαν αυτά που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια τους, έμειναν για μια στιγμή αμήχανοι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο παππούς τους αγκαλιάζει τον άγνωστο γι’ αυτούς άνθρωπο και δεν ήξεραν πώς να συμπεριφερθούν απέναντι στη φιγούρα που ο παππούς έσφιγγε στην αγκαλιά του».
Θα περνούσαν σχεδόν δύο δεκαετίες μέχρι να πέσει, την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 1989, το «Τείχος του Αίσχους». «Όταν έσβησε κάθε ίχνος από το απάνθρωπο αυτό κατασκεύασμα της ΛΔΓ, πήρα ένα πρωινό μια βαριοπούλα και μια σακούλα και πήγα στο νότιο μέρος του Τείχους, που χώριζε το Βερολίνο από το Αεροδρόμιο Schonefeld. Άρχισα να γκρεμίζω με μανία τα υπολείμματα. Η ικανοποίηση δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με λόγια. Η “επιχείρηση” διήρκεσε αρκετές ώρες. Αργά το απόγευμα μάζεψα τη “σοδιά”, μια σακούλα γεμάτη με συντρίμμια, και ξεκίνησα για το σπίτι. Όταν με αντίκρισε η Αγγέλα, έμεινε για μια στιγμή άφωνη.
Αφού επανάκτησε τη λαλιά της, παρατήρησε: “Πώς έγινες έτσι!” Η ερώτηση με παραξένεψε. Όταν στάθηκα όμως μπροστά στον καθρέπτη, τούρλωσα τα μάτια. Γιατί αυτός που αντίκριζα στο γυαλί, δεν έμοιαζε με μένα. Ήταν κατάμαυρος. Τα χτυπήματα της βαριοπούλες διέλυαν από το Τείχος τον σοβά και η σκόνη κολλούσε στο πρόσωπο μου. Δεν το είχα αντιληφθεί καν. Αισθανόμουν πως σε κάθε χτύπημα έμπηγε και ένα καρφί στο φέρετρο ενός βάρβαρου συστήματος που μου κατέστρεψε τη ζωή και τώρα κειτόταν νεκρό μπροστά μου. Ήταν η εκδίκηση μου».
Η πληγή, όπως λέει στο Magazine, μέχρι σήμερα δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Ούτε πρόκειται. «Από την ημέρα της λύτρωσής μου μέχρι την πτώση του Τείχους είχα μια και μοναδική επιθυμία: Να ηρεμήσει ο εσωτερικός μου κόσμος, να απολαύσω την οικογενειακή θαλπωρή και να αισθανθώ ως οικογενειάρχης. Όσον αφορά το Βερολίνο ανατολικά του Τείχους του Αίσχους μέχρι την πτώση του στις 9 Νοεμβρίου 1989, ήταν αδύνατο, παρόλη τη βελτίωση των διμερών σχέσεων, μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας να πιστέψω ότι είχα απαλλαγεί από την Στάζι, η οποία με είχε χαρακτηρίσει και καταδικάσει ως κατάσκοπο». Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου τονίζει ότι στη ΛΔΓ επικρατούσε μια έντονη εμπορική νοοτροπία. «Εμπόρευμα της ήταν ο άνθρωπος» λέει. «Ο έμπορος ΣΤΑΖΙ είχε ως αγοραστή την Δυτική Γερμανία. Γιατί η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας διέθετε κάθε χρόνο ένα σεβαστό ποσό Δυτικών Γερμανικών Μάρκων για να εξαγοράσει τις ποινές κάποιων άτυχων πολιτικών κρατουμένων στην Ανατολική Γερμανία. Μεταξύ αυτών, με παρέμβαση της Ευαγγελικής Εκκλησίας και της ελληνικής πρεσβείας, “αγόρασε” κι εμένα έναντι 100.000 μάρκων».
Αμέσως μετά την Πτώση του Τείχους ο Μπακαλιός αναζήτησε την υπόθεση του στα αρχεία της Στάζι. Ήρθε αντιμέτωπος με ένα φάκελο 11.800 σελίδων. Πρόλαβε να φωτοτυπήσει τις 5.800. Ο φάκελος περιείχε λεπτομέρειες για το τι έκανε κάθε μέρα, πού πήγαινε, ποιους συναντούσε, τι τους έλεγε. «Το σημαντικότερο ήταν οι εκθέσεις του πληροφοριοδότη της, του “Ανεπίσημου Συνεργάτη (IM) “Lakis”, ή “Ilis”. Πραγματικό όνομα: Αλέξανδρος Γιαννακόπουλος. Ήταν ένας χαρτοπαίκτης. Αυτόν τον άνθρωπο βοηθούσα όσο μπορούσα, μέχρι την ημέρα που μετοίκησε στο Ανατολικό Βερολίνο. Για τον λόγο αυτό ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι θα ήταν σε θέση να με συκοφαντήσει και να με καταδώσει στη Στάζι ως κατάσκοπο. Με την ευκαιρία αυτή αναφέρω έναν διάλογο που είχαμε κάνει στις 3 Αυγούστου 1968, ο οποίος είχε ως αντικείμενο την επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία. Κατά την διάρκεια της συζήτησης μου έθεσε την ερώτηση: Γιώργο, τί λες για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην Τσεχοσλοβακία; Η απάντησή μου ήταν: Είναι η αρχή του τέλους του ανατολικού μπλοκ. Αυτή ήταν η τελευταία συζήτηση με τον καταδότη Γιαννακόπουλο. Προτού καταρρεύσει το καθεστώς, αυτός ο άνθρωπος διέφυγε στην Ανατολική Γερμανία και εξαφανίστηκε. Καλύτερα, πάντως, που δεν τον συνάντησα μπροστά μου».
Ο Γιώργος Μπακαλιός χρειάστηκε πέντε ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρώσει το βιβλίο του. «Η Στάζι δεν αμφέβαλε ότι το σύστημα DDR θα μπορούσε να αντισταθεί στις πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες λάμβαναν χώρα στην Κεντρική Ευρώπη» λέει στο Magazine. «Για τον λόγο αυτό είχε αρχίσει να καταστρέφει ορισμένα βασικά αρχεία. Μεταξύ αυτών κατέστρεψε και τα αρχεία που αφορούσαν τους πολιτικούς κρατούμενους. Μετά την πτώση του Τείχους ορίστηκε ο Εντεταλμένος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για τα Αρχεία της Στάζι, ο οποίος είχε την εντολή της διάσωσης των Αρχείων αυτών. Ως πρώτος εντεταλμένος ορίστηκε ο Ιερέας Γκάουκ, ο οποίος έδωσε την εντολή της συναρμολόγησης των κατεστραμμένων εγγράφων. Αυτό είχε ως συνέπεια σε διάφορα χρονικά διαστήματα να λαμβάνω ειδοποίηση ότι μπορώ να επισκεφθώ το Αρχείο για να διαβάσω το νέο περιεχόμενο, το οποίο είχε προστεθεί στο Αρχείο και αφορούσε την υπόθεσή μου».
Στις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την αποφυλάκιση του μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν έτυχε ποτέ (ούτε επιδίωξε προφανώς) να έρθει σε επαφή με κάποιον από τους ανθρώπους-κλειδιά της υπόθεσης του, αλλά συνεχίζει, όπως τονίζει στο Magazine να εύχεται κάτι πολύ συγκεκριμένο: «Να μην έχω την ατυχία να συναντήσω ένα από τα καθάρματα, τα οποία αντί ευγνωμοσύνης για την βοήθεια, την οποία τους προσέφερα, όταν βρέθηκαν σε μια πάρα πολύ δύσκολη θέση, και διέτρεχαν τον κίνδυνο απέλασής τους, με κατέδωσαν στην Στάζι».
Στην κανονική ζωή, άλλωστε, τα πράγματα συνήθως δεν συμβαίνουν όπως στις ταινίες, του λέω, έχοντας κατά νου μία συγκεκριμένη που βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας το 2006 και συγκαταλέγεται στις Must-See ταινίες της πλατφόρμας Metacritic με 89% μ.ο. βαθμολογίας από τους κριτικούς. Κι όμως, «σκετικά άσχετη με την πραγματικότητα που επικρατούσε στην πρώην DDR» χαρακτηρίζει την πολυσυζητημένη ταινία «Οι ζωές των άλλων» ο Γιώργος Μπακαλιός, που συνεχίζει να ζει στο Βερολίνο, φυσικά μαζί με τη σύζυγό του, Αγγέλα, αγαπημένοι και δεμένοι σε βαθμό που τους οδηγεί στα γεράματά τους να απαντάνε μαζί στα τηλεφωνήματα και τα email. Ίσως να αντλεί ο ένας από τον άλλο τη δύναμη που απαιτείται για να πορευτούν σε ένα κόσμο που, όπως μου λένε, «η ρήση “Δεν έχω κάνει σε κανέναν κακό, άρα δεν φοβάμαι τίποτα” είναι παραπλανητική».