ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ “ΑΝΟΔΟ ΤΟΥ ΑΡΤΟΥΡΟ ΟΥΙ” – ΜΙΑ ΠΑΣΑΡΕΛΑ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ
Μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας από το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ που σκηνοθετεί ο Άρης Μπινιάρης στο νέο θέατρο ARK.
«Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» του Μπέρτολτ Μπρεχτ είναι μία μακάβρια φάρσα που απομυθοποιεί τον φασισμό σημαδεύοντάς τον στην πηγή του, στους μηχανισμούς που τον γεννούν και τον εκτρέφουν.
Ο σπουδαίος Γερμανός δραματουργός γράφει το έργο αυτό το 1941, στην καρδιά του φασισμού δηλαδή, στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει την εφιαλτική ιστορία της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ μεταφέροντας τη δράση στο γκανγκστερικό περιβάλλον της Αμερικής του μεσοπολέμου.
Συγκρίνει δε τη φασιστική νοοτροπία του Χίτλερ, με τον υπόκοσμο των συνδικάτων και των εμπορικών μονοπωλίων καταδεικνύοντας έτσι τη συνύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος με τους πολιτικούς και τα τραστ. Πρόκειται για ένα άκρως καταγγελτικό έργο προς κάθε μορφή φασισμού και στυγνής εκμετάλλευσης του απλού ανθρώπου από τα συνδικάτα του εγκλήματος.
Θα λέγαμε πως ο Μπρεχτ στήνει ένα γκανγκστερικό παραβολικό δράμα με σαιξπηρική δομή, όπου ο πολιτικός φασισμός συναντά τον οικονομικό και ο Ριχάρδος ο Γ τον μπρεχτικό ήρωα.
Οι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες πρέπει να εξευτελιστούν πέρα για πέρα και κατά προτίμηση με τη γελοιοποίηση. Γιατί δεν είναι κατ’ αρχήν μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες, αλλά εκτελεστές μεγάλων πολιτικών εγκλημάτων, πράγμα που είναι τελείως διαφορετικό (Μπέρτολτ Μπρεχτ, Η ανασχετική άνοδος του Αρτούρο Ούι, (μτφ. Κ. Παλαιολόγος),Πλανήτης, Άθήνα 1980)
Ο άκρατος καπιταλιστικός φασισμός περιγράφεται γλαφυρά σε ένα χειμαρρώδες κείμενο με κινηματογραφική αλληλουχία εικόνων. Η εφιαλτική ιστορία του Χίτλερ ανασυντίθεται παρουσιάζοντάς τον με το ένδυμα ενός γκάνγκστερ.
Ένα άκρατα πολιτικό έργο στα χέρια του Άρη Μπινιάρη αποκτά ρυθμό και πνοή. Ένα δύσκολο έργο που, όμως, ο έμπειρος σκηνοθέτης ξέρει πώς να χειριστεί από την πρώτη έως την τελευταία σκηνή, πώς να το εμποτίσει με μουσική, πώς σχηματοποιήσει τους ήρωές του και να τους φέρει στο σήμερα.
Δεν ήταν εύκολο στοίχημα αυτό που ανέλαβε. Και αυτό γιατί το έργο αυτό είναι από γραφής του μονοδιάστατο. Δεν έχει εκπλήξεις. Όλοι οι ήρωες εμφανίζονται σαν τέρατα καθόλη τη διάρκεια του έργου. Όλα δηλαδή είναι ξεκάθαρα και προδιαγεγραμμένα από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Οι κακοί παραμένουν κακοί και οι καλοί είναι οι καλοί, ενώ το ίδιο εύρημα της ταύτισης με το σήμερα εξαντλείται αμά τη εμφανίσει τους.
Ωστόσο, αυτό το εν πολλοίς φλύαρο και άκρατα διδακτικό έργο, ο Μπινιάρης κατορθώνει να το αναστήσει από τις στάχτες του, το “μακιγιάρει” και το φέρνει στο σήμερα κάνοντάς το όσο πιο σύγχρονο μπορεί. Τοποθετεί τους ήρωές του πάνω σε μία μακρόστενη σκηνή, σαν πασαρέλα, και κάνει το κοινό μάρτυρα μίας φασιστικής επίδειξης δύναμης που μοιάζει να διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό χωροχρόνο τύπου Sin City, με πρωταγωνιστές που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από το Peaky Blinders.
Ο χαρακτήρας του αποτρόπαιου Αρτούρο Ούι, που ο ίδιος Μπρέχτ φρόντισε να μοιάζει αρκετά και με τον περιβόητο γκάνγκστερ Αλ Καπόνε, ταυτίζεται με τους σύγχρονους δυνάστες, πολιτικούς και μη. Και το μονοπώλιο στο εμπόριο του κουνουπιδιού, που διεκδικεί και τελικά επιτυγχάνει ο Ούι, προοικονομεί κάτι πιο φοβερό και μεγάλο, όχι για το μέλλον μιας πόλης, αλλά για την ίδια την ανθρωπότητα… Όλοι νεκροί στο τέλος. Φίλοι και εχθροί.
Ο φασισμός είναι μέσα μας
Το παραβολικό αυτό δράμα του Μπρεχτ ανήκει στο λεγόμενο “επικό Θέατρο” και στόχος του είναι η αποκάλυψη μέσω της επικάλυψης. Και αυτή η αποκάλυψη επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αποστασιοποίησης. Αν μη τι άλλο ο Μπινιάρης κατορθώνει κάτι πολύτιμο: να απομυθοποιήσει με την οπτική του τους μηχανισμούς του φασισμού. Γιατί τελικά γίνεται απόλυτα κατανοητό πως ο φασισμός είναι δίπλα μας, είναι μέσα μας. Έχει και θα έχει δύναμη γιατί τον γεννάμε και τον εκτρέφουμε εμείς οι ίδιοι. Εμείς γινόμαστε τέρατα με την κατάλληλη ευκαιρία και άπαξ και παρασυρθούμε σε αυτόν, το ποτάμι δε γυρνά πίσω. Υπό αυτό το πρίσμα, το μπρεχτικό αυτό έργο δεν είναι τίποτα άλλο από μια τραγική γελοιογραφία για τους μηχανισμούς που εκτρέφουν τον φασισμό, μηχανισμούς που δημιουργεί και συντηρεί η ίδια η ανθρώπινη κοινωνία.
Πολύτιμος σύμμαχος του Μπινιάρη, η μουσική σύνθεση του Αλέξανδρου Κτιστάκη, που έχει ρόλο πρωταγωνιστικό. Ο Κτιστάκης δημιουργεί μία σύνθεση διακριτική μεν, πανταχού παρούσα δε κι ένα απόκοσμο μουσικό τοπίο απόλυτα εναρμονισμένο με το σκηνοθετικό όραμα του πρώτου, αλλά και με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί το έργο. Στην ατμόσφαιρα αυτή συνέβαλαν καθοριστικά τα κοστούμια του Πάρι Μέξη, αλλά και οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου στον ρόλο του Αρτούρο Ούι δίνει μία από τις πιο δυνατές ερμηνείες του, καθώς σωματικοποιεί κάθε λέξη που εκφέρει (εξαιρετικός ο σχεδιασμός κίνησης της Χαράς Κότσαλη) και διαχέει την αγωνία και τον τρόμο για το παρόν και το μέλλον. Στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζονται όλοι οι ρομαντικοί κυνηγοί της δικαιοσύνης, που μεταμορφώνονται στα πιο αιμοβόρα τέρατα όταν αναλάβουν την εξουσία. Εξαιρετική και η υπόλοιπη υποκριτική ομάδα (Γιάννης Αναστασάκης, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Άρης Κασαπίδης, Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης) λειτουργεί απόλυτα συντονισμένα υποδυόμενη χαρακτήρες που δορυφορίζονται γύρω από τον Αρτούρο Ούι ενισχύοντας την καταγγελτική πρόθεση του μπρεχτικού έργου.
Συμπέρασμα
Ο Άρης Μπινιάρης βουτά μέσα στο μπρεχτικό σύμπαν και καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια την ουσία του. Σημαδεύει τους γενεσιουργούς μηχανισμούς του φασισμού και τη διαφθορά όλων των εκπροσώπων μιας κοινωνίας, χωρίς να τους πυροβολεί. Ποιο το νόημα άλλωστε, αφού σαν λερναία ύδρα θα ξαναπεταχτούν το επόμενο λεπτό. Το θέμα είναι να κοιτάξουμε μέσα μας και εκεί να τους βρούμε. Γιατί όπως λέει και ο ίδιος ο Μπρεχτ “ζούμε σε μια εποχή που το μέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος. Ο φασισμός δεν είναι καμιά φυσική καταστροφή που εξήγησή της να έχει τη φύση του ανθρώπου”.