ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΤΟΛΚΙΝ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΞΩΤΙΚΟ
Ορφανοί και οι δύο, γνωρίστηκαν σε ένα οικοτροφείο και θα περνούσαν τα επόμενα 55 χρόνια μαζί, όσο ο Τόλκιν θα δημιουργούσε το μεγαλειώδες φανταστικό σύμπαν του.
Τριών χρονών ο Τόλκιν βρέθηκε πίσω στην Αγγλία μαζί με τη μητέρα του και τον αδερφό του, περιμένοντας και τον πατέρα τους να τους ακολουθήσει από τη Νότια Αφρική, το μόνο μέρος που γνώριζε μέχρι τότε ο μικρός Ρόναλντ. Ο πατέρας του όμως δεν θα προλάβει, θα πεθάνει εξαιτίας ενός είδους ρευματικού πυρετού, και έτσι το 1895 η οικογένεια Τόλκιν θα εγκατασταθεί στο Μπέρμιγχαμ, κοντά στους γονείς της μοναδικής πια κηδεμόνος των δύο αγοριών και της απαραίτητης οικονομικής τους υποστήριξης.
Όταν ο Ρόναλντ όμως θα γίνει 12 ετών και ο αδελφός του 10, τότε θα φύγει και η μητέρα τους απ’ τη ζωή, αφήνοντας τα δύο ορφανά πια αγόρια υπό την κηδεμονία ενός καθολικού ιερέα, του πατέρα Φράνσις Ξαβιέ Μόργκαν.
Και η μέλλουσα γυναίκα του Τόλκιν όμως δεν είχε λιγότερο δύσκολα παιδικά χρόνια. Νόθα κόρη μιας γκουβερνάντας, η Ήντιθ Μπρατ θα χάσει κι εκείνη τη μητέρα της μικρή, στα 14 της χρόνια, και θα συνεχίσει τη ζωή της ως εσωτερική σε ένα οικοτροφείο στο Μπέρμιγχαμ.
Και με αφορμή το ενδιαφέρον για το πρόσωπο του μεγάλου συγγραφέα που αναθερμάνθηκε εξαιτίας του “The Rings of Power”, θα κάνουμε μία μικρή στάση στην κοινή τους ιστορία, που πολύ σύντομα επρόκειτο να αρχίσει.
Η γνωριμία τους
Οι δύο μικροί Τόλκιν θα μετακομίσουν στο ίδιο οικοτροφείο όπου ζούσε η Μπρατ, θα τεθούν κάτω απ’ την επιτήρηση κάποιας κυρίας Φώκνερ, και σύντομα θα αρχίσουν να κάνουν στενή παρέα. Σύμφωνα με τους βιογράφους του σημαντικού συγγραφέα, ο Ρόναλντ και η Ήντιθ τελικά θα ερωτευθούν τον επόμενο χρόνο, όταν εκείνος ήταν 17 και εκείνη 20.
Μιλούσαν ο ένας στον άλλο από τα παράθυρά τους (το δωμάτιό του ήταν ακριβώς πάνω από το δικό της), περνούσαν κρυφά φαγητά στο δωμάτιο για να κάνουν πικνίκ και άφηναν τις ώρες τους να κυλούν καθισμένοι στο μπαλκόνι ενός καταστήματος που σέρβιρε τσάι, πετώντας παράλληλα κύβους ζάχαρης στα καπέλα ανύποπτων περαστικών. Μόλις το βαζάκι άδειαζε, άλλαζαν τραπέζι.
Οι πρώτες μέρες τους ακούγονται αφόρητα γλυκές, ειδικά αν διαβάσεις αυτό το απόσπασμα μιας επιστολής που θα της έστελνε κάποια χρόνια αργότερα (έχει δημοσιευτεί αυτούσια στο βιβλίο “J.R.R. Tolkien: A Biography” του Humphrey Carpenter):
“Και τις καληνύχτες μας όταν μερικές φορές ήσουν με το μικρό σου άσπρο νυχτικό, και τις παράλογες μακρές συνομιλίες μας στο παράθυρο· και πώς βλέπαμε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από την πόλη μέσα από την ομίχλη και τον Μπιγκ Μπεν να σημάνει ώρα με την ώρα, και οι σκώροι που σχεδόν συνήθιζαν να σε τρομάζουν, και το σφύριγμα με το οποίο καλούσαμε ο ένας στον άλλον, και οι βόλτες μας με το ποδήλατο, και οι κουβέντες μας δίπλα στη φωτιά, και τα τρία υπέροχα φιλιά”.
Αλλά η αγάπη τους ήταν “απαγορευμένη”
Εδώ είναι το σημείο που μπαίνει η εκκλησία ανάμεσά τους μαζί με τις σφιχτές ηθικές νόρμες των αρχών του 20ου αιώνα, μέσω του αυστηρού προσώπου του πατέρα Φράνσις, ενός όχι και τόσο μεγάλου θαυμαστή του αθώου νεανικού έρωτα. Θα “αποδοκιμάσει” την Ήντιθ στον νεαρό Τόλκιν και θα θέσει ως αιτιολογία το “διάβασμα”, τη μελέτη: η 20χρονη κοπέλα πίστευε ότι αποσπούσε την προσοχή του Ρόναλντ από το να συγκεντρωθεί στις εισαγωγικές του εξετάσεις στην Οξφόρδη.
(Κυρίως όμως το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήταν καθολική. Ήταν μεγαλωμένη ως προτεστάντισσα)
Όταν ο Ρόναλντ δεν θα καταφέρει να συγκεντρώσει αρκετά υψηλή βαθμολογία για μία υποτροφία, ο πατέρας Φράνσις θα έχει ήδη υποδείξει την “ένοχο”. Θα τον αναγκάσει να διακόψει το ειδύλλιό τους και θα του απαγορεύσει ακόμη και να τις γράφει γράμματα, τουλάχιστον μέχρι να κλείσει τα 21 του χρόνια.
Η “δραματική” επανένωση
Κατά τα τρία αυτά οδυνηρά χρόνια αναμονής, ο Τόλκιν θα καταφέρει τελικά να πάρει την υποτροφία του για το Κολλέγιο, και τη μέρα των 21ών γενεθλίων του -βρισκόμαστε στο 1913 πια- θα γράψει επιτέλους στην Ήντιθ.
Το γράμμα του θα τη βρει να ζει στο Τσέλτεναμ αλλά κυρίως να έχει προχωρήσει στη ζωή της. Έχει αρραβωνιαστεί τον αδερφό ενός σχολικού της φίλου, καθώς νόμιζε ότι ο μεγάλος νεανικός της έρωτας την είχε ξεχάσει. Παρόλ’ αυτά, θα συμφωνήσει να συναντηθούν λίγες μέρες αργότερα κάτω από μία σιδηροδρομική οδογέφυρα του Τσέλτεναμ, και στο τέλος της ίδιας ημέρας, μετά από ανεξάντλητες βόλτες και συζητήσεις, θα δεχτεί να γυρίσει κοντά του, επιστρέφοντας ταυτόχρονα το δαχτυλίδι στον μέχρι τότε αρραβωνιαστικό της. Θα συμφωνήσει μάλιστα να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό για χάρη του, γεγονός που εξαγρίωσε τον φανατικό προτεστάντη σπιτονοικοκύρη της, προστάτη και παλιό φίλο της οικογένειας της, ο οποίος και θα την διώξει απ’ το σπίτι του.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1916, θα παντρευτούν.
Η Ήντιθ ήταν η έμπνευση πίσω απ’ το “Μπέρεν και Λούθιεν”
Αμέσως μετά τον γάμο τους, στην καρδιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τόλκιν στάλθηκε στο μέτωπο της Γαλλίας. Μέσα σε λίγους μήνες όμως θα ήταν πίσω, όχι εξαιτίας κάποιας σφαίρας ή ενός θραύσματος οβίδας, αλλά εξαιτίας κάποιας πάθησης που ονομαζόταν “πυρετός των χαρακωμάτων” και οφειλόταν κατά πολύ στις ψείρες. Αυτή η κατάσταση τον κατέστησε ακατάλληλο για υπηρεσία, κι έτσι επέστρεψε στο Γιορκσάιρ της Αγγλίας περνώντας τον χρόνο του με τη σύζυγό του και τον πρώτο τους γιο, Τζον.
Μία μέρα, εν μέσω του πολέμου και της αρρώστιας του Τόλκιν, το ζευγάρι έκανε μια βόλτα στο κοντινό δάσος του σπιτιού του, που εν τέλει θα γεννούσε μία θρυλική ιστορία.
“Εκείνες τις ημέρες τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα, το δέρμα της καθαρό, τα μάτια της πιο λαμπερά από ό,τι τα είχες δει ποτέ, και μπορούσε να τραγουδήσει -και να χορέψει”, θα γράψει χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο της Ήντιθ, σε ένα γράμμα του προς τον μικρότερο γιο του, νοσταλγώντας εκείνη την εποχή.
Η Ήντιθ έκανε κάποιου είδους “μαγικό” χορό για τον σύζυγό της εκείνη την ημέρα στο δάσος, και η εικόνα της αποτυπώθηκε τόσο έντονα στο μυαλό του, που η ιδιοφυία του γέννησε μια ολόκληρη μυθική ιστορία γύρω της.
Ήταν η ιστορία ενός ανθρώπου, του στρατιώτη Μπέρεν, ο οποίος ερωτεύτηκε τη Λούθιεν, ένα ξωτικό και κόρη ενός βασιλιά.
Η επιθυμία του να την παντρευτεί ήταν το ίδιο δυνατή με την επιθυμία του βασιλιά να αποκτήσει ένα Σιλμαρίλ απ’ το στέμμα του Μόργκοθ, κι έτσι όταν ο δεύτερος του έθεσε ως βασικό όρο αυτόν τον άθλο, ο Μπέρεν δεν δίστασε. Κατά την αποστολή του όμως θα πεθάνει, και το ίδιο θα συμβεί και στην αγαπημένη του -αν και αθάνατη ως ξωτικό- που δεν θα αντέξει να ζήσει χωρίς εκείνον. Το happy ending θα έρθει μέσα απ’ την γενναιόδωρη κίνηση του Μάντος, του κριτή των ξωτικών στον Κάτω Κόσμο, που θα τους επαναφέρει στη ζωή.
Αυτήν την ιστορία τη βρίσκει κανείς στον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”, αλλά και στα μεταθανάτια βιβλία του Τόλκιν, “Σιλμαρίλιον” και το “Μπέρεν και Λούθιεν”, σε επιμέλεια του Κρίστοφερ Τόλκιν.
Οι βιογράφοι του Τόλκιν σημειώνουν ότι, όπως και η Λούθιεν, έτσι και η Ήντιθ, ίσως να ένιωθε σαν να εγκατέλειψε λίγο τον δικό της κόσμο για να ενταχθεί στον κόσμο του συζύγου της. Υποτίθεται ότι δεν ήταν ευχαριστημένη ούτε με τον καθολικισμό ούτε με την κοινωνική ζωή της μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στην οποία εντάχθηκε όταν ο σπουδαίος συγγραφέας διορίστηκε ως καθηγητής στο Λιντς και αργότερα στην Οξφόρδη.
Προκειμένου, λοιπόν, να αντέξει όλη αυτήν την κατάσταση, ο Τόλκιν συμφώνησε να αποσυρθεί και τελικά να μετακομίσει μαζί της στο παραθαλάσσιο Μπόρνμουθ, όπου και θα ζούσαν ήσυχα μέχρι το θάνατό της Ήντιθ, το 1971. Δύο χρόνια αργότερα θα έφευγε και εκείνος.
Αυτή η μικρή ιστορία, που μοιάζει με υποσημείωση μπροστά στο μέγεθος του συνολικού έργου και του σύμπαντος που έκτισε ο Βρετανός συγγραφέας, δείχνει τη δυναμική που είχε στη ζωή του ζευγαριού, εξετάζοντας και την τελευταία πράξη του κοινού τους παραμυθιού. Στην τελευταία κατοικία του Τόλκιν, ο επισκέπτης μπορεί να δει το καθόλου αινιγματικό όνομα “Μπέρεν” χαραγμένο κάτω απ’ το όνομα του συγγραφέα και αντίστοιχα το όνομα “Λούθιεν”, κάτω από εκείνο της συζύγου του.