ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ: ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΛΕΝΕ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΓΙΑ “ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ”
Η πρόσφατη συζήτηση της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας – Γαλλίας στην Βουλή «ξύπνησε» μια παλιά αντιπαράθεση για την σχέση της «Δεξιάς» και της «Αριστεράς» με τον στρατο, την άμυνα και την υπεράσπιση της χώρας.
Τα εξοπλιστικά προγράμματα ύψους περίπου 10 δις που έφερε στο επίκεντρο της ειδησεογραφίας η (ψηφισμένη πλέον) αμυντική συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας, φαίνεται πώς «ξύπνησαν» παράλληλα μία αντιπαράθεση που υπάρχει επί δεκαετίες ολόκληρες στην ελληνική κοινωνία. Αυτή που θέλει τον χώρο της Δεξιάς να είναι «ευαίσθητος» για την άμυνα της χώρας, του εξοπλισμούς και το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων και τον χώρο της Αριστεράς να είναι από «αμήχανος» έως και «αρνητικός» απέναντι στα θέματα αυτά. Πρόκειται για μία διαχωριστική γραμμή που η κυβέρνηση – όπως φάνηκε στο πολιτικό διάλογο – θέλησε να επαναφέρει με τον πλέον επίσημο τρόπο. Έτσι λοιπόν έχει ιδιαίτερη αξία να «δει» κανείς πιο προσεκτικά ποιες είναι οι θέσεις των κομμάτων και να κρίνει κατά πόσο τέτοιες προσεγγίσεις έχουν βάση.
Η αντιπαράθεση στην Βουλή
Στην συζήτηση για την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία που έγινε την προηγούμενη Πέμπτη στην Βουλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρθηκε στα κόμματα της αριστεράς του την καταψήφισαν καταλογίζοντας τους συνολικά ότι εμφορούνται από αντιλήψεις του παρελθόντος σε σχέση με τους εξοπλισμούς: «Κυρίες και κύριοι της Αντιπολίτευσης, το προπολεμικό δίλημμα «ψωμί ή κανόνια» δεν ισχύει πια στις μέρες μας» ανέφερε χαρακτηριστικά. Μάλιστα ο πρωθυπουργός πολλάκις χρησιμοποίησε φράσεις που εμμέσως συνέδεσαν την «πατριωτική» στάση με την αποδοχή των εξοπλιστικών προγραμμάτων (φρεγάτες Bellhara και αεροσκάφη Rafale) που προωθεί η κυβέρνηση. Ανέφερε πως «για τα θέματα εθνικής άμυνας, μιλάει μόνο η πατρίδα» ενώ σημείωσε ότι η ψήφοι των βουλευτών «θα αποτελέσουν για τους ιστορικούς του μέλλοντος έναν κατάλογο πατριωτικού χρέους».
Οι αναφορές αυτές του Κ.Μητσοτάκη προκάλεσαν την αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα που ανταπάντησε μιλώντας για «μικροκομματικό εμπόριο πατριωτισμού» σημειώνοντας πως «καλύτερα πάντοτε από τα μεγάλα λόγια είναι τα αληθή λόγια, διότι εθνικό είναι το αληθές». Μίλησε επίσης αιχμηρά για εκείνους «που διαχρονικά επικαλούνται τον εθνικό κίνδυνο, για επιλογές, όμως, που δεν ενισχύουν τα εθνικά συμφέροντα» και εκείνους που «εν τέλει, στην πράξη τα προασπίζουν, αν χρειαστεί, αυτά τα εθνικά συμφέροντα». Ενώ αντίστοιχες παρεμβάσεις υπήρξαν και από τον Δημήτρη Κουτσούμπα και τον Γιάνη Βαρουφάκη.
Με βάση την αντιπαράθεση αυτή, αξίζει να αναφερθεί κανείς συνοπτικά στην οπτική των κομμάτων της αριστεράς από θέσης αρχής για τους εξοπλισμούς. Όπως και στον τρόπο που αυτή προσαρμόστηκε στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Όταν ένα ακόμη μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ανάμεσα σε Ελλάδα και Γαλλία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι φορέας των αντιλήψεων της ανανεωτικής αριστεράς, από την οποία προέρχεται. Δηλαδή τις παραδόσεις του διεθνισμού αλλά και της ειρηνικής συνύπαρξης και επίλυσης των διεθνών διαφορών. Ο πολιτικός αυτός χώρος ιστορικά αναδεικνύει την επίπτωση του εξοπλιστικού ανταγωνισμού σε βάρος της κοινωνικής ευημερίας προκρίνοντας πολιτικές μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών και παράλληλης αύξησης των κονδυλίων για την παιδεία, την υγεία και άλλους κοινωνικούς τομείς. Όπως φάνηκε η αντίληψη αυτή δεν λείπει και από τον σημερινό πολιτικό του λόγο. Παρόλα αυτά η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα των εξοπλισμών πλέον καθορίζεται και από την 4ετή διακυβέρνηση της χώρας. Μία περίοδο στην οποία το κόμμα που σήμερα είναι στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σχεδίασε, διαπραγματεύθηκε και υλοποίησε εξοπλιστικά προγράμματα. Με πιο χαρακτηριστική εκδοχή αυτή του προγράμματος για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών τύπου F – 16. Μια συμφωνία που επισφραγίστηκε στην πολυσυζητημένη επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ το Φθινόπωρο του 2017 και την συνάντησή του με τον («διαβολικο») τότε ένοικο του Λευκού Οίκου, Ντόναλντ Τράμπ.
Στην λογική που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ για τους εξοπλισμούς, αναφέρθηκε εκτενώς στην συζήτηση της περασμένης Πέμπτης ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας. Σημείωσε χαρακτηριστικά πως όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση «είχαμε πάντοτε στο μυαλό μας την αναγκαιότητα για επαρκή άμυνα, αλλά ταυτόχρονα και το τελευταίο ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου. Kαι η έγνοια μας ήταν να ενισχύσουμε την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, χωρίς όμως, να ξαναβάλουμε τη χώρα σε οικονομικές περιπέτειες». Ως απόδειξη των παραπάνω υπενθύμισε «το πρόγραμμα του εκσυγχρονισμού των F-16, το οποίο μαζί με το πρόγραμμα των Ρ-3 αναπτύχθηκε με συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας». Αναφερόμενος στην διετία που κυβερνά η Νέα Δημοκρατία επισήμανε ότι «την περίοδο της δικής σας διακυβέρνησης το χρέος ξαναπήγε πάνω από 210% και την ίδια περίοδο δεκαπέντε χιλιάδες συμπολίτες μας έχουν χάσει τη ζωή τους από τον κορωνοϊό, αλλά εσείς αυξάνετε τον προϋπολογισμό για την άμυνα μεταξύ του 2020 και του 2021 κατά 41% και μειώνετε τον προϋπολογισμό για την υγεία κατά 12%».
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν κρύβει ότι θεωρεί αδιέξοδη μια πολιτική που οδηγεί σε μία ανταγωνισμού εξοπλισμών με την Τουρκία. Προκρίνει την διπλωματική πίεση ώστε η Άγκυρα να περιορίσει την επιθετικότητά της. Η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τονίζει ότι αυτή η επιλογή της δεν έχει να κάνει με κάποιου είδους ιδεολογική προσέγγισε αλλά κυρίως με την αλήθεια των αριθμών Όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας στην Βουλή η Τουρκία έχει «τέσσερις φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ από το δικό μας, με χρέος 37% και όχι 210% και με το 75% των εξοπλισμών της να γίνεται από την εγχώρια βιομηχανία της και όχι από αγορές. Πώς θα συγκριθούμε σε μια κούρσα εξοπλισμών με αυτούς τους όρους;». Μάλιστα στον ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε έχουν κρύψει ότι οι υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες και η παγίδευση των κυβερνήσεων σε τέτοιες λογικές οδήγησαν και στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009.
To KKE
Από διαφορετική αφετηρία από αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ ασκείται στο θέμα των εξοπλισμών η κριτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Δεν αρνείται την ανάγκη για την ύπαρξη αποτρεπτικής ισχύς των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αμφισβητεί όμως τον προσανατολισμό των εξοπλισμών. Θεωρεί ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με κριτήριο την αμυντική θωράκιση της χώρας. Αντίθετα το κυρίαρχο κριτήριο είναι ο σχεδιασμός των υπερεθνικών οργανισμών στους οποίου συμμετέχει η χώρα, εστιάζοντας κυρίως στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από τις θέσεις του Περισσού δεν λείπει η τεκμηρίωση. Κάτι που διαφάνηκε και στην ομιλία του, Δημήτρη Κουτσούμπα στην Βουλή ο οποίος σχολίασε από αυτή την οπτική την ανακοίνωση της κυβέρνησης για την αγορά των γαλλικών φρεγατών τύπου «Bellhara». Αναφέρθηκε στις επιχειρησιακές ιδιότητές τους λέγοντας πως «παρέχουν “άμυνα περιοχής” και όχι “άμυνα σημείου”». Ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ εξήγησε ότι «οι νέες φρεγάτες έχουν δυνατότητα να ελέγχουν μεγάλη περιοχή γύρω από την καθεμία και να απαγορεύουν πτήσεις μέσα στην εμβέλεια των όπλων που θα διαθέτουν. Επομένως, τις νέες φρεγάτες, με τα όπλα και τα ραντάρ που διαθέτουν, δεν χρειάζονται για το Αιγαίο. Ούτε μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στο Αιγαίο». Εκτίμησε ότι θα έχουν «επιχειρησιακό ρόλο κατ’ αποκλειστικότητα εκτός συνόρων, όπου πιθανώς δεν θα έχουν και την απαιτούμενη κάλυψη. Τις προορίζετε να παρέχουν έγκαιρη προειδοποίηση και αεράμυνα σε άλλες ναυτικές μονάδες, που θα έχουν ρόλους και αποστολές στα ευρωνατοϊκά πολεμικά σχέδια».
Με βάση την προαναφερθείσα λογική ο Δημήτρης Κουτσούμπας άκησε κριτική στην κυβερνητική πολιτική λέγοντας ότι «έχετε κάνει την Ελλάδα πρωταθλήτρια στις πολεμικές ΝΑΤΟικές δαπάνες, πάνω ακόμη και από τις ΗΠΑ, ως ποσοστό του ΑΕΠ. 4 δισ. ευρώ το χρόνο πληρώνει ήδη ο ελληνικός λαός και την ίδια ώρα ισχυρίζεστε πως δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα για τη θωράκιση του δημόσιου συστήματος Υγείας, για την Πρόνοια, για την Παιδεία, για τους πυρόπληκτους, τους πλημμυροπαθείς και τους σεισμοπαθείς».
Το Μέρα 25
Εντελώς ανάποδα «διαβάζει» το Μέρα 25 την λογική που θέλει την συνεχή ενίσχυση των εξοπλισμών, ως παράγοντα μείωσης των εντάσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε στην συζήτηση της περασμένης Πέμπτης ο Γιάνης Βαρουφάκης η κούρσα των εξοπλισμών λειτουργεί στην ακριβώς αντίθεση κατεύθυνση: Στην ενίσχυση της έντασης.
Απευθυνόμενος στην κυβέρνηση ο γραμματέας του Μέρα 25 ανέφερε χαρακτηριστικά πως «ισο-οπλία, πόσο μάλλον υπεροπλία, και τον Παρθενώνα να βάλετε ενέχυρο, δεν θα την πετύχετε. Το μόνο που θα φέρει η μωρή φιλοδοξία της ισο-οπλίας με την Τουρκία είναι: μια κούρσα εξοπλισμών που θα φέρει βαθύτερη χρεοκοπία, μεγαλύτερη εξάρτηση από τους δανειστές -οι οποίοι έχουν στήσει τεράστιες μπίζνες στην Τουρκία – που θα βαρύνει κι άλλο τη μόνιμη λιτότητα και θα εντείνει την ερημοποίηση που οδηγεί σε μια ανοχύρωτη χώρα».
Απαντώντας στο ερώτημα που θέτει η κυβέρνηση σχετικά με το αν η χώρα πρέπει να προμηθευθεί τις φρεγάτες Bellhara σχολίασε πως «προ μηνών μας ρωτούσατε: Δεν είναι θετικό να έχουμε ακόμα 20-25 Ραφάλ; Αύριο είστε ικανοί να μας ρωτήσετε: Δεν είναι θετικό να ναυπηγήσουμε κι εμείς αεροπλανοφόρο τώρα που σάλπαρε το τουρκικού αεροπλανοφόρου; Αυτή η συλλογιστική, του όσο πιο πολλά όπλα τόσο πιο καλά, όχι μόνο είναι λανθασμένη – είναι κι επικίνδυνη για την εθνική μας άμυνα. Παρεμπιπτόντως, είδατε εσείς καμία αποτροπή των τουρκικών υπερπτήσεων στο Αιγαίο από τότε που πήραμε τα Ραφάλ; Δεν νομίζω Εντείνετε τις εντάσεις με αυτές τις συμφωνίες και τις αγορές».
Στις προγραμματικές του θέσεις το Μέρα 25 πιστεύει πως «το ύψος των αμυντικών δαπανών θα πρέπει να προσδιορίζεται από παραμέτρους όπως το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, οι επικρατούσες γεωπολιτικές συνθήκες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και βέβαια η οικονομική δυνατότητα της χώρας». Με βάση αυτό το σκεπτικό προτείνει την «μείωση των αμυντικών δαπανών. Τον εξορθολογισμό δαπανών με ταυτόχρονη κάλυψη πραγματικών αναγκών με στόχο τον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος κι όχι την εξυπηρέτηση συμμαχιών, συμφερόντων και ενός αέναου αγώνα εξοπλισμών». Επίσης αντιπαραβάλλει μια πολιτική με στόχο την «ανάσχεση της πλήρους αμυντικής εξάρτησης από βιομηχανίες του εξωτερικού μέσω της ενίσχυσης κι ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, και της ανάπτυξης εγχώριας αμυντικής έρευνας. Η ανάπτυξη αυτή πρέπει να έχει κυρίως δημόσιο χαρακτήρα και όχι ιδιωτικό. Τέλος προκρίνει την ευρεία χρήση αντισταθμιστικών ωφελημάτων.
Τελικά…
Μπορεί κανείς να συμφωνεί η να διαφωνεί με τις απόψεις που εκφράζουν συνολικά τα κόμματα που αυτό-προσδιορίζονται στην αριστερά, ή κάποιο από αυτά, για το ζήτημα των εξοπλισμών.
Όπως προκύπτει όμως από τις θέσεις τους αυτό δύσκολα θα στηριχτεί σε μία απλουστευτική λογική που συμπυκνώνεται σε φράσεις του είδους «η αριστερά απεχθάνεται το στρατό» ή το «αδιαφορεί για την άμυνα της χώρας».
Πολύ περισσότερο αν βασιστεί σε μία γενική αντίληψη που συνδέει την αριστερά με μία λογική «κατά των όπλων». Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως τμήματά της έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν ένοπλα κοινωνικά κινήματα που στόχευσαν σε ριζικές κοινωνικές αλλαγές.
Οι αντιλήψεις που εκφράζουν τα ρεύματα της αριστεράς έχουν πράγματι σαφή αντι-πολεμικό προσανατολισμό προκρίνοντας μια διεθνιστική οπτική. Αντιτίθενται στις λογικές του εξοπλιστικού ανταγωνισμού. Την ίδια στιγμή όμως «πατάνε» στην πραγματικότητα, αναγνωρίζουν τις υφιστάμενες συνθήκες και έχουν σαφείς αντιλήψεις και προτάσεις προσαρμοσμένες στα σύγχρονα γεωπολιτικά δεδομένα.