ΦΩΤΗΣ ΣΙΩΤΑΣ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΟΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΠΕΛΑΤΑΚΙΑ ΨΗΦΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΟΛΑ ΑΜΕΣΩΣ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΤΡΕΝΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ GPS”
O “πρωτοεμφανιζόμενος” τραγουδιστής και μουσικός μιλά για τα 30 χρόνια καριέρας και την συνάντηση με την Τάνια Τσανακλίδου στο VOX.
Αλλιώς φανταζόμασταν αυτή τη συνάντηση και αλλιώς εξελίχθηκε. Όταν κλείστηκε η συνέντευξη με τον ταλαντούχο Φώτη Σιώτα, κανείς μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι εκτός από την πολυετή μουσική του διαδρομή και την παράσταση που ετοίμασε με την Τάνια Τσανακλίδου στο VOX θα μιλούσαμε και για ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα με νεκρούς και θα είχαμε εθνικό πένθος.
Ο βιολιστής, συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής Φώτης Σιώτας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, οπότε το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη για εκείνον είχε ακόμα μία διάσταση, μιας και το εν λόγω δρομολόγιο τού είναι πολύ οικείο. Ευαίσθητος, ευθυτενής, με αιχμηρή ματιά στα όσα αντιμετωπίζουμε κοινωνικά αυτό το διάστημα μίλησε στο Magazine για όλα όσα τον θυμώνουν σε αυτή τη χώρα, αλλά και για τα άλλα, τα καλά. Για τις παρέες, το “σκοτεινό” βιολί, το μοίρασμα και το ταίριασμα με την Τάνια. Κυρίως όμως για την “παρηγορητική” Τέχνη και τους ανθρώπους της, με τους οποίους συνοδοιπορεί για περισσότερα από 30 χρόνια.
Καθισμένοι σε ένα μικρό καφέ στην Καλλιθέα, ξεκινάμε τη συζήτησή μας μιλώντας για την ασύλληπτη συγκυρία στην οποία ξεκίνησαν οι παραστάσεις με την Τάνια Τσανακλίδου στο VOX. “Η τέχνη μας, που τόσες φορές μας παρηγόρησε και μας ημέρεψε, θα μας δώσει και αυτήν τη φορά δύναμη και φτερά να πετάξουμε πάνω απ΄ τη λύπη και να γιατρέψουμε τις πληγές, συλλογικές και ατομικές” έγραψε η αγαπημένη ερμηνεύτρια σε ανάρτησή της και ο Φώτης Σιώτας συμφωνεί και επαυξάνει.
Έχεις γεννηθεί και έχεις ζήσει στη Θεσσαλονίκη, αυτό το δρομολόγιο σίγουρα θα το έχεις κάνει. Τι σκέφτηκες όταν άκουσες ότι… “είμαστε στο manual”.
Αυτό το τρένο το έχω πάρει πάρα πολλές φορές, ειδικά αυτό το δρομολόγιο, και μάλιστα από τότε που ήταν κλινάμαξα, δηλαδή είχε και κρεβάτια. Το γεγονός ότι χάθηκε τόσος κόσμος, και τόσα νέα παιδιά, είναι απίστευτο. Εννοείται ότι οι ευθύνες δεν είναι αποκλειστικά του σταθμάρχη. Δεν μπορεί να ευθύνεται μόνο ένας άνθρωπος για αυτό που συνέβη. Έχει ευθύνη αυτός που έκανε το λάθος, αλλά δε νοείται εν έτει 2023, σε μία εποχή που στα κινητά μας έχουμε όλοι GPS και που ένα 12χρονο σε ένα iPad, ή σε ένα τάμπλετ, μπορεί να δει ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται όλα τα αεροπλάνα και πού βρίσκεται αυτός ο ίδιος, να μην υπάρχει κάτι το οποίο να προστατεύει το σύστημα από το ανθρώπινο λάθος. Δε γίνεται να μην υπάρχουν δικλείδες για την ασφάλειά μας.
Τελικά, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, σε όλες τις χώρες υπήρχε και υπάρχει σύστημα το οποίο δύο και τρεις φορές ελέγχει την κατάσταση για την αποφυγή λαθών. Και εμείς δεν την έχουμε; Σε μας δε λειτουργεί. Δεν είναι δυνατόν. Είμαι σοκαρισμένος από το γεγονός και απογοητευμένος και αηδιασμένος που ζούμε από τύχη σε μια χώρα που δεν έχει υποδομές. Έχουμε ευθύνη όλοι, γιατί δεν έχουμε αντιδράσει τόσο καιρό, βλέποντας αυτό το σαθρό κράτος. Και το οποίο τελικά το “φέρουμε” και εμείς, μόνο και μόνο που δεν αντιδρούμε. Δεν διεκδικούμε και αφήνουμε μια κατάσταση να διαιωνίζεται έτσι. Είναι οδυνηρό.
Και τελικά αυτό μας κάνει να μην έχουμε εμπιστοσύνη σε τίποτα και να νιώθουμε ότι αν συμβεί κάτι, δεν θα λειτουργήσει τίποτα σωστά.
Ζούμε από τύχη και βεβαίως δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη. Εγώ όσους βλέπω μετά το γεγονός είναι με βλέμμα απλανές, σκύβουν στα κινητά, και όλος ο κόσμος είναι σοκαρισμένος. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτά που ακούμε από τις τηλεοράσεις και από τα πρόσωπα που έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν τη γνώμη τους μέσα από την τηλεόραση. Είτε είναι οι μεγαλοδημοσιογράφοι είτε είναι τα κανάλια και κάποιοι πολιτικοί που λένε ότι αυτό το τραγικό γεγονός ξαφνικά θα γίνει η απαρχή για να αλλάξουν τα πράγματα.
Εγώ παραμένω συντετριμμένος. Παίρνω ακόμα και τις ευθύνες που μου αναλογούν σαν πολίτη για αυτό το πράγμα που συνέβη και πιστεύω ότι πρέπει να διεκδικήσουμε. Είναι απαίτηση. Όσο μένουμε σε αυτή τη χώρα πρέπει να ξαναπάρουμε πίσω πράγματα βασικά όπως είναι η ενέργεια, οι μεταφορές, η υγεία και η λειτουργία των νοσοκομείων μας. Δηλαδή δε γίνεται όλα να κινούνται ιδιωτικά με αναθέσεις επί αναθέσεων και με εταιρείες επί εταιρειών.
Και παράλληλα οι καλλιτέχνες παραμένουν στην προμετωπίδα των κινητοποιήσεων, με αφορμή το Π.Δ.
Ναι, αυτό είναι ένα άλλο θέμα, το οποίο μας παιδεύει εδώ και καιρό. Επειδή αυτές οι σχολές ήταν πολλά χρόνια στο Υπουργείο Πολιτισμού και όχι στο Υπουργείο Παιδείας, υπήρξε θέμα διαβάθμισης. Προσπάθησε και η Μελίνα Μερκούρη να το ρυθμίσει και δεν τα είχε καταφέρει. Εγώ φοίτησα στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και ήμασταν αδιαβάθμιστοι. Δηλαδή δεν είχαμε ούτε δικαίωμα για πάσο, ούτε για αναβολή στράτευσης και σαν φοιτητές κάναμε τον αγώνα μας για όλα αυτά. Κατά τα λοιπά όλο αυτό δεν γίνεται μόνο για οικονομικούς λόγους – αν και ούτε από οικονομικής άποψης δεν νοείται να θεωρούμαστε ανειδίκευτοι εργάτες ή απόφοιτοι Λυκείου.
Εγώ πιστεύω ότι τα παιδιά που αποφάσισαν τις καταλήψεις και οι καθηγητές που παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους έκαναν μια πολύ γενναία κίνηση. Με την πράξη τους αυτή, ουσιαστικά είναι σαν να περιφρουρούν τα όνειρά τους, δηλαδή να περιφρουρούν αυτό που ονειρεύονται να γίνουν. Ονειρεύονται να γίνουν ηθοποιοί, καλλιτέχνες, μουσικοί και δίνουν υπεραξία οι ίδιοι σε αυτό που κάνουν.
Σε αντίθεση με ένα σκληρό πυρήνα μιας συντηρητικής κοινωνίας, που δεν αντιμετωπίζει τα παιδιά αυτά με σοβαρότητα. Είναι και αυτό ένα μάθημα για ένα μέρος της κοινωνίας που πρέπει να καταλάβει ότι οι καλλιτεχνικές σπουδές όχι μόνο είναι εφάμιλλες με άλλες σπουδές, αλλά είναι και πολύ σοβαρές. Δηλαδή βάζεις τον εαυτό σου μέσα σ’ ένα δρόμο που δεν έχει επιστροφή. Είσαι σε ένα διαρκές ψάξιμο, σε μια αγωνία, σε απασχολεί συνέχεια. Δεν έχει ωράριο αυτό το πράγμα. Έχει έναν απίστευτο ανταγωνισμό με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό σου. Σκάβεις συνέχεια, ψάχνεις πράγματα.
Βλέπεις όλα αυτά τα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους με τι σοβαρότητα αντιμετωπίζουν όλη αυτή την κατάσταση. Και με δάκρυα στα μάτια τραγουδούσαν όταν παίξαμε με την Τάνια (Τσανακλίδου) στην κατάληψη του Εθνικού θεάτρου. Πώς τα νέα παιδιά μάς δείχνουν ότι περιφρουρούν τα όνειρά τους και δίνουν υπεραξία σε αυτό που κάνουμε και εμείς οι υπόλοιποι καλλιτέχνες! Και τους ευχαριστώ πάρα πολύ μέσα από την καρδιά μου για όλη αυτή την κίνηση. Άμεσα ξεκίνησαν οι καταλήψεις παντού και δημιουργήθηκε όλο αυτό το κύμα διαμαρτυρίας.
Τώρα όσον αφορά τα τυπικά, θα έπρεπε να αποσυρθεί το διάταγμα και θα έπρεπε οπωσδήποτε μετά την κατάργηση των ΤΕΙ που δημιούργησε το πρόβλημα της διαβάθμισης, γιατί μέχρι τότε ήμασταν μια ανώτερη σχολή, να δημιουργηθεί μια βαθμίδα όπου θα αναγνωριστούν αυτά τα πτυχία και επίσης να ξεκινήσει και μια κουβέντα για την Ακαδημία Πολιτισμού.
Υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι που κάνουν αγώνα αυτή τη στιγμή για πράγματα πολύ ουσιαστικά. Άκουγα ας πούμε από τον κύριο Πολυκανδριώτη να λέει ‘γιατί το μπουζούκι δεν είναι στα ωδεία;’, ‘γιατί δεν έχουμε αναγνωρίσει τα λαϊκά μας όργανα;’. Ο Δημήτρης Μυστακίδης έχει καταθέσει εισήγηση στην UNESCO για την ανάδειξη των τεχνικών της λαϊκής κιθάρας ως Παγκόσμιας Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Δηλαδή οι κορυφαίοι μας παίκτες στα λαϊκά όργανα φτάνουν να απευθύνονται στο εξωτερικό, σε παγκόσμιους φορείς, γιατί δεν μπορούν εδώ στη χώρα τους να βρουν άκρη, ώστε να αναγνωριστεί, ας πούμε, η κιθάρα και το μπουζούκι, που είναι ο σύγχρονος πολιτισμός μας, το αστικό τραγούδι, το τραγούδι μας. Τι έχουμε δηλαδή ενάντια σε αυτά τα όργανα; Τα θεωρούμε περιφερειακά, υπάρχουν αγκυλώσεις; Γιατί δεν ασχολείται κανείς με αυτά τα ζητήματα;
Τουλάχιστον οι νέοι έκαναν την αρχή και βγήκαν στους δρόμους να διεκδικήσουν…
Ναι, διεκδίκηση εννοείται. Αλλά και εμείς όλοι να διεκδικήσουμε και να παλέψουμε. Δεν μπορούμε να βάζουμε συνέχεια τα παιδιά μπροστά, ότι οι νέοι πρέπει να βγουν στους δρόμους. Να απαιτήσουμε για τα νέα παιδιά διαφορετικές συνθήκες. Να αλλάξουν τα πράγματα ριζικά. Και όχι να συνεχίσουμε να ωραιοποιούμε μια σαθρή κατάσταση. Δε γίνεται δηλαδή όπου θέλουν ‘πελατάκια’ να ψηφιοποιούνται όλα αμέσως – και να το gov.gr και ορίστε μπορείς να ‘ανοίξεις’ επιχείρηση από τη στάση του λεωφορείου μέσα από το κινητό σου. Και δεν έχει το τρένο GPS; Μπαίνουν στα τρένα και πάνε σε μια γραμμή και δεν ξέρουν πού βρίσκεται το ένα τρένο λίγο πριν το άλλο;
Πρέπει να απαιτήσουμε και εμείς, η κοινωνία που ζούμε να έχει σταθερές δομές, δηλαδή: παιδεία, υγεία, μεταφορές, σχολεία και να απαιτήσουμε να είναι κρατικά. Δεν ξέρω πως θα είναι, με ποια μορφή, αλλά να είναι συμπαγή, να προσφέρουν, να μην είναι αδηφάγα. Είδαμε και τι έχει γίνει με τις ιδιωτικοποιήσεις. Φούσκες είναι οι περισσότερες και δεν έχουν προσφέρει όπως υποτίθεται ότι θα έκαναν. Όλες οι ιδιωτικοποιήσεις έγιναν ενόψει των μνημονίων για να μαζευτούν τα χρέη κτλ και αυτές τελικά δημιουργούν συνέχεια άλλα χρέη, με τις υπηρεσίες να μην έχουν προσωπικό και όλα να υπολειτουργούν. Πού θα πάει αυτό το πράγμα αν δεν διεκδικήσουμε εμείς κάποια πράγματα;
Και πάλι καλά δηλαδή που δεν μας βρήκε σε μια προηγούμενη κατάσταση ο κορονοϊός στα νοσοκομεία – μην ξεχνάμε τα πεντάευρα κτλ – και είχε γίνει νομίζω κάποιο ‘συμμάζεμα’ από τον “αποδιοπομπαίο τράγο”, τον κ. Πολάκη. Γιατί μπορεί να μην μας αρέσει η συμπεριφορά του και να τον κατηγορούν κάποιοι ότι είναι λαϊκιστής, αλλά είναι από τους ανθρώπους, μάλλον, που έκανε κάποιο έργο.
Και εγώ λοιπόν που τα βλέπω όλα αυτά σαν πολίτης, δεν έχω εμπιστοσύνη στο πώς λειτουργούν τα όργανα. Έχω ίσως εμπιστοσύνη σε κάποιους δικαστές. Το είδαμε και με τη δίκη της Χρυσής Αυγής, που κερδήθηκε μια απόφαση. Υπάρχουν όμως πολλά πράγματα που με βάζουν σε σκέψεις. Βλέπουμε περίεργες παρεμβάσεις και τοποθετήσεις σε θέματα που δεν έχουν τόση μεγάλη σημασία και σε κάποια θέματα που είναι κομβικής σημασίας υπάρχει μια αδιαφορία. Το παρατηρώ σαν πολίτης, αλλά και σαν άνθρωπος που είμαι μέσα στην πιάτσα και έχω επαφή με ανθρώπους. Γιατί δεν παίζω μόνο με την Τάνια στο Vox, ούτε μόνο με τον Διονύση Σαββόπουλο στο Μέγαρο Μουσικής. Παίζω και στο Pinocchio, παίζω και στην Κληματαριά και έχω επαφή και με “λαϊκούς” ανθρώπους. Και αυτά τα πράγματα τα συζητάω συνεχώς.
Δηλαδή δεν είμαι κάπου αποκομμένος, όπως είναι οι κυβερνώντες. Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα αυτών που μας κυβερνούν είναι ότι είναι αποκομμένοι και από την κοινωνία και από τον κόσμο και από την αγανάκτησή του. Και δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουν σαν λαϊκισμό ή σαν μια γκρίνια, και να “το παίζουν” ότι ξέρουν καλύτερα. Γιατί έχουμε δει ότι τελικά δεν ξέρουν τίποτα. Όλα αυτά που λέω δεν είναι εικασίες δικές μου. Είναι πράγματα τα οποία συζητά όλος ο κόσμος. Τώρα το τι προβάλλεται μετά σαν είδηση στις τηλεοράσεις, αυτό είναι άλλο θέμα.
Πιστεύεις ότι βάλλεται ο πολιτισμός επί τούτου και ότι υπάρχει “οργανωμένο” σχέδιο;
Δεν ξέρω αν υπάρχει συστημικό σχέδιο. Πάντως βλέπω ότι δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον. Δηλαδή βλέπω ότι δεν τους ενδιαφέρει ο πολιτισμός και συμπεραίνω ότι ίσως είναι και άνθρωποι που δεν τους έχει συγκινήσει ποτέ κάτι ‘πολιτιστικό’. Δηλαδή ούτε καν τους έχει “μετακινήσει” ποτέ μια θεατρική παράσταση, ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα τραγούδι. Μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να κοιτάνε τα νούμερα, να κοιτάνε τις δουλειές, το κέρδος και αυτά να είναι τα σημαντικά. Και όλο το άλλο να τους φαίνεται ότι συνιστά κάποιο πανηγύρι – που δεν θα έπρεπε να το λέω έτσι γιατί τα πανηγύρια είναι πολύ σημαντικά.
Μπορεί να μας αντιμετωπίζουν εμάς τους καλλιτέχνες απλώς σαν διασκεδαστές, σαν κάποιους που εκείνοι ‘κύριοι’ μπορούν να κάθονται στο τραπέζι τους να τρώνε να πίνουν και εμείς να “παίζουμε” στη γωνία, δηλαδή σαν μια υπόκρουση. Σαν ένα αξεσουάρ. Πιστεύω ότι δεν τους απασχολεί ο πολιτισμός κυρίως γιατί δεν τους δονεί αυτό το πράγμα, δεν τους “καίει”. Η τέχνη είναι συγκινητική και παρηγορητική, πρέπει να συγκινεί και να παρηγορεί. Αν οι ίδιοι δεν παρηγορούνται και δεν συγκινούνται καν από την τέχνη, λογικό είναι να μην τους ενδιαφέρουν οι καλλιτέχνες και η τύχη τους.
Η δική σου προσωπική πορεία στην “συγκινητική, παρηγορητική” τέχνη πώς ξεκίνησε;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1972 και ξεκίνησα από πολύ μικρός στις χορωδίες και μετά εντάχθηκα στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τη μουσική, αλλά ήταν καλοί ακροατές. Άκουγαν πολλές μουσικές, ακούγαμε πολύ ραδιόφωνο και κασέτες στο αμάξι, υπήρχαν πολλοί δίσκοι στο σπίτι. Και κυρίως ελληνική δισκογραφία. Από Λοΐζο, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι μέχρι και πιο λαϊκά ακούσματα, Τσιτσάνη ή και Πάριο που άκουγε η μητέρα μου και της άρεσε πολύ. Ο αδερφός μου, μεγαλύτερος από εμένα, είχε κασέτες με ξένη μουσική και σε αυτές άκουσα πρώτη φορά ροκ συγκροτήματα.
Πώς ξεκίνησα; Είχαμε πάει κατά λάθος σε μια συναυλία, όπου ένας καθηγητής του αδερφού μου είχε μια πολύ καλή παιδική χορωδία. Είδα τη συναυλία του και μετά μίλησα στον μαέστρο γιατί -με θρασύτητα- ήθελα και εγώ να συμμετέχω. Μαγεύτηκα δηλαδή από τον ήχο της χορωδίας. Μου άρεσε πάρα πολύ και μετά ξεκίνησα και στην παιδική χορωδία Αγίας Τριάδας υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Για πολλά χρόνια κάθισα εκεί, σχεδόν τελειώνοντας το σχολείο. Μετά στα 11 άρχισα και το βιολί στο Κρατικό Ωδείο. Μου έδειξαν δηλαδή διάφορα όργανα, διάλεξα το βιολί και ξεκίνησα.
Τόσα όργανα θα μπορούσες να διαλέξεις, γιατί το βιολί;
Πιο πολύ νομίζω ότι το… άκουσα. Άκουσα κάποιον να παίζει και μου άρεσε ο ήχος και θέλησα να το κάνω. Ήμουν και εκπαιδευμένος από τη χορωδία. Είχα ήδη κάποιες γνώσεις και ‘καλό αυτί’, κάτι που απαιτείται στο βιολί επειδή είναι ‘σκοτεινό όργανο’, θέλει να έχεις μία αίσθηση. Το λέμε “σκοτεινό” γιατί δεν έχει τάστα, δεν έχει σημάδια να πατάς. Παίζεις με το αυτί, δηλαδή πρέπει να ακούς και να κουρδίζεις. Μου άρεσε πολύ ο ήχος του και ξεκίνησα. Μετά ήρθαν συγκροτήματα, γκρουπάκια, και μετά γνώρισα την “παρέα” της Θεσσαλονίκης.
Είχα μπει και στη χορωδία της Μακεδονίας που ήταν ουσιαστικά παράρτημα της χορωδίας της ΕΡΤ με μαέστρο τον Αντώνη Κοντογεωργίου, τον οποίο θεωρώ δάσκαλό μου, γιατί έμαθα πολλά πράγματα από εκείνον. Δυστυχώς τον χάσαμε πριν από δύο χρόνια. Κάναμε πολλές συναυλίες εδώ στην Ελλάδα με κλασικά έργα, αλλά κάναμε και μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μητσιά, τη Φαραντούρη. Ήταν μία μοναδική εμπειρία. Κάτσαμε ενάμιση μήνα στην Αμερική. Μέχρι τότε δεν είχα πάει στο εξωτερικό και βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, φαντάσου, το 1994. Γενικά ήμουν τυχερός γιατί βρέθηκα μέσα σε παρέες οι οποίες ήταν δημιουργικές και πέτυχα γεγονότα τα οποία ήταν σημαντικά.
Την έχεις “φάει με το κουτάλι” την περίφημη ροκ μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης;
Ναι, πήγαινα πολύ σε συναυλίες. Πήγαινα Τρύπες που μου άρεσαν πολύ. Πήγαινα στο “Παραρλάμα” τότε που ήταν το μαγαζί του Στεφανίδη, πριν ανοίξει τον Μύλο το 1993, και άκουγα τους Blues Wire [ιστορικό blues club στην περιοχή του Ράδιο Σίτυ στη Θεσσαλονίκη από το 1986 μέχρι το 1991. Πήρε το όνομά του από το ομώνυμο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, του οποίου ο πρωταγωνιστής καταφέρνει με μια μυστηριώδη άγνωστη λέξη να προκαλέσει σάλο].
Παλιά ας πούμε στον Θανάση θα άναβε ένα καπνογόνο στον “Πεχλιβάνη” , αλλά τώρα ανάβει από τη “Φεϊρούζ”. Έχει γίνει λίγο κλισέ όλη αυτή η συμπεριφορά, δεν είναι πηγαία, είναι μια τελετουργία.
Πήγαινα στο “Πάρκο των Σκύλων” που ήταν όλα τα πανκ συγκροτήματα, τα ελληνόφωνα, δηλαδή όλοι εκεί: Γκούλαγκ, Γκρόβερ, Πίσσα και Πούπουλα, Εκτός Ελέγχου. Υπήρχε μεγάλη τέτοια σκηνή τότε στη Θεσσαλονίκη. Μετά άρχισα να μπαίνω σε σχήματα, συνεργάστηκα με τη Μαρία Θωίδου στην αρχή, μετά έπαιξα σε ένα πιάνο μπαρ στο Ραγιά, ένα εστιατόριο πολύ ωραίο στην παραλία της Θεσσαλονίκης, μετά στην Αριστοτέλους με τον πιανίστα Γρηγόρη Σημαδόπουλο. Μετά γνώρισα τον Μανώλη Φάμελλο και μπήκα στους “Ποδηλάτες”. Άνοιξε ο Μύλος και παίζαμε εκεί. Και μετά γνώρισα τον Θανάση (Παπακωνσταντίνου) και τον Σωκράτη (Μάλαμα) και κάπως ας πούμε από τύχη βρέθηκα μέσα σε παρέες που άνθιζαν εκείνη την εποχή.
Πάντως ακόμα και μετά από τόσα χρόνια οι συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου και του Σωκράτη Μάλαμα “χτυπούν” συνεχώς sold-out και γίνονται όλο και πιο εκρηκτικές. Και τελευταία με πολλά καπνογόνα…
Έχει ξεφύγει το πράγμα πιά, έχει γίνει … γηπεδικό και το κοινό έχει αλλάξει. Εντάξει έντονες εκδηλώσεις υπήρχαν και σε εμάς. Ας πούμε, όταν παίζαμε τους Λαϊκεδέλικα υπήρχε ο παλμός. Απλώς τώρα νομίζω ότι έχει γίνει λίγο πιο έντονο, έχει γίνει σαν τελετουργικό. Δηλαδή δεν είναι αντίδραση πηγαία, είναι μια τελετουργία. Παλιά ας πούμε, θα άναβε κάνα καπνογόνο στον “Πεχλιβάνη”, αλλά τώρα ανάβει από τη “Φεϊρούζ”. Έχει γίνει λίγο κλισέ όλη αυτή η συμπεριφορά, αλλά ο κόσμος το έχει ανάγκη να ξεδώσει.
Από την άλλη βλέπουμε ότι το κοινό ανανεώνεται. Βλέπεις δηλαδή ότι τα τραγούδια του Σωκράτη και του Θανάση έχουν τέτοια δυναμική που συνεχώς τα ανακαλύπτουν γενιές και γενιές. Δηλαδή μέσα στα 30 χρόνια που παίζω εγώ μαζί τους, το κοινό παραμένει σταθερά να ξεκινάει από 18 χρόνων ή και από 16. Το έργο τους είναι πολύ σημαντικό για τα τελευταία χρόνια και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι υπάρχει όλη αυτή η δυναμική και στις συναυλίες τους. Εγώ προσωπικά προτιμώ να υπάρχει το διονυσιακό στοιχείο, θέλω όμως να υπάρχουν και στιγμές, συνθήκες ακρόασης.
Είπες ότι από τύχη βρέθηκες σε παρέες που άνθιζαν εκείνη την εποχή. Η τύχη παίζει τόσο μεγάλο ρόλο;
Ναι, υπάρχει τύχη σίγουρα. Γιατί βλέπω και άλλα πολύ ταλαντούχα παιδιά που το ψάχνουν και δυσκολεύονται περισσότερο. Όταν ξεκίνησα ήταν μια εποχή που στάθηκα τυχερός γιατί μόλις είχε ανοίξει ο Μύλος στη Θεσσαλονίκη και είχαμε τη δυνατότητα να εμφανιζόμαστε σε ένα κλαμπ, να μας δίνουν δυο-τρεις μέρες να παίζουμε σε τέλεια μηχανήματα, να βλέπουμε τόσες συναυλίες από άλλους καλλιτέχνες και αυτό μας διαμόρφωσε. Ήμουν τυχερός που γνώρισα τον Σωκράτη και το Θανάση, σε ένα timing που έγραφαν τα πρώτα τους τραγούδια και μόλις είχαν ξεκινήσει πριν από λίγα χρόνια. Οπότε όλο αυτό ήταν τότε “υπό κατασκευή” ας πούμε και βρέθηκα και εγώ μέσα σε αυτές τις παρέες που δημιουργούσαν. Από την άλλη, εντάξει, ήταν και ο χαρακτήρας μου και οι ικανότητες, ίσως.
Αλλά σκέψου ότι ήμουν αρκετά άγουρος μουσικά όταν μπήκα σε αυτές τις παρέες. Δεν είχα ούτε την εμπειρία, ούτε την τεχνική, ούτε και τις γνώσεις ακόμα. Είχα όμως πολλή διάθεση και την ικανότητα να τα “απορροφώ” γρήγορα.
Πιστεύω ότι από τις παρέες βγαίνουν πολύ ωραία πράγματα. Υπάρχει βέβαια και αυτό που λέμε ότι η τέχνη σε θέλει “μοναχόλυκο”. Και κάποιοι καλλιτέχνες ανθούν και μεγαλουργούν μόνοι τους. Εγώ είμαι άνθρωπος της παρέας. Μου αρέσει, για παράδειγμα, κάποιος νέος μουσικός να έρθει να μου πει ότι έχει κάποια τραγούδια, και αν μου ταιριάζουν να πάω να παίξω μαζί του. Να βοηθήσω, να κάνω κάτι με τους νέους.
Το νέο αίμα στη μουσική πώς το βλέπεις;
Υπάρχει μεγάλη κινητικότητα. Οι νέοι έρχονται με φοβερά εφόδια πίσω τους, με πληροφορία, με ευαισθησία, και κάποιοι έχουν ήδη έργο πολύ, το οποίο βέβαια δεν έχουν πού να το δείξουν και με τον τρόπο να το δείξουν. Όταν εγώ ας πούμε ασχολούμαι 30 χρόνια και θεωρούμαι πρωτοεμφανιζόμενος, τι να πουν και οι νέοι. Είχα την τύχη να βρεθώ μέσα στα πράγματα, να παίξω, να ζήσω από αυτό που κάνω. Υπάρχει μεγάλο δυναμικό, πολύ ταλέντο, μεγάλη ευαισθησία και έργο. Υπάρχουν μπάντες, μουσικοί, και καλλιτέχνες, οι οποίοι βγάζουν τα τραγούδια τους στο διαδίκτυο.
Νομίζω ότι το πρόβλημα πλέον είναι στους ακροατές. Επειδή είναι τεράστια η πληροφορία και πάρα πολλά τα τραγούδια που βγαίνουν, το να ανιχνεύσεις πράγματα θέλει και κόπο. Τώρα πλέον το μπαλάκι πέφτει στον ακροατή να κάνει το ψάξιμό του για να βρει νέες μουσικές. Δεν θα του έρθουν έτσι στο πιάτο. Ή μάλλον φτάνουν κατευθυνόμενα σε εκείνον κάποιες πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες. Αλλά πέρα από αυτές υπάρχουν τόσα νέα τραγούδια και συνθέσεις και τόσοι άνθρωποι που κάνουν εξαιρετικά πράγματα, οι οποίοι είναι εκεί “έξω” και αν θέλεις μπορείς να τους αναζητήσεις. Εγώ βάζω συνεχώς τον εαυτό μου στη θέση του ακροατή και ψάχνω. Ακούω πολλή μουσική, όλα τα είδη. Τελευταία ακούω και πολλά soundtrack. Μου αρέσει ο Tζόνι Γκρίνγουντ, ο κιθαρίστας των Radiohead που κάνει διάφορα πράγματα με κλασικά όργανα και έχει κάνει πολύ ωραία σάουντρακ, όπως το “Power of The Dog”, με το οποίο είχα κολλήσει πρόσφατα.
Έχεις γράψει και πολλή μουσική για το θέατρο. Πώς προέκυψε αυτή η παράλληλη διαδρομή;
Όταν κατέβηκα στην Αθήνα έκανα το ντουέτο “Sancho 003” με τον κιθαρίστα Κώστα Παντέλη, με το οποίο κυκλοφόρησαν δύο δίσκοι (We buy gold, MUZGA). Κάναμε διάφορα πράγματα ντύνοντας με μουσική τις παραστάσεις χορού των Sinequanone. Από εκεί και μετά άρχισα να γράφω και μόνος μου μουσική για το θέατρο και μετά γνώρισα τον Άρη Μπινιάρη, με τον οποίο κάναμε τέσσερις παραστάσεις μαζί, το “Ξύπνα Βασίλη”, το “Χορό της φωτιάς”, τη “Φάρμα των Ζώων” του Όργουελ και τον “Προμηθέα Δεσμώτη” με τον Στάνκογλου.΄Έτσι μπήκα και στον χώρο του θεάτρου.
Όλη η διάδραση στο θέατρο, όλο αυτό που γίνεται, ο τρόπος που δουλεύουν οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες, μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω μάθει πολλά από το πόσο “ανάγλυφα” είναι τα πράγματα στο θέατρο και το πόση δουλειά γίνεται στα μετόπισθεν για να σταθούν όλοι οι χαρακτήρες. Τι πληροφορίες συσσωρεύουν. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος από αυτόν που δουλεύουμε εμείς στη μουσική και νομίζω όσοι δουλεύουν στο θέατρο είναι πολύ πιο “εργατικοί”. Δηλαδή δουλεύουν τρεις μήνες για να παρουσιάσουν μια παράσταση, όταν εμείς οι μουσικοί επειδή έχουμε τις νότες και τις πληροφορίες σχεδόν έτοιμες, δεν χρειάζεται τέτοια προετοιμασία. Όλο αυτό νομίζω ότι “μου έδωσε” ερεθίσματα για να φτιάξω τις μουσικές που έκανα μετά. Με έσπρωξε…
Με ποιο τρόπο;
Εγώ μέχρι τότε δεν ασχολιόμουν με το τραγούδι. Πιο πολύ έγραφα μουσικές πρωτότυπες, δηλαδή κάποιες οργανικές συνθέσεις, και μέχρι εκεί. Μέσα από την επαφή μου με το θέατρο γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω και τραγούδια και έτσι μετά απευθύνθηκα στον Θοδωρή Γκόνη και κάναμε τους δίσκους “Τα Δεύτερα” και “Δύο Λάθη”. Και έχω κάνει και κάποια τραγούδια με τον Κώστα Φασουλά για τον Γιάννη Διονυσίου, τον ωραίο λαϊκό μας τραγουδιστή.
Παίζεις σε σχήματα, γράφεις τραγούδια, συμμετέχεις και σε δίσκους άλλων, συχνά κάνεις διάφορες συνεργασίες παράλληλα. Οι καταιγιστικοί ρυθμοί σε κάνουν να νιώθεις δημιουργικός ή μήπως δεν μπορείς να πεις … όχι;
(γελάει) Είναι και αυτό (που δεν μπορεί να πει όχι). Κάποια στιγμή έφτασε και στα όρια της ψύχωσης, βέβαια, αυτό το μην μπορώ να πω όχι. Αλλά ξανοίχτηκα και εγώ, γιατί το ήθελα. Ήθελα να δοκιμάσω πράγματα. Να ασχοληθώ και με το τραγούδι και με τη σύνθεση, να δοκιμαστώ και σαν τραγουδιστής και σαν ερμηνευτής και σαν μουσικός. Είναι τέτοια και η πάστα μου σαν χαρακτήρας. Ας πούμε δεν θα πω ότι είμαι τραγουδοποιός. Δεν είμαι. Δεν είμαι και συνθέτης ακριβώς.
Η Τάνια είναι σαρωτική, είναι ποταμός, είναι πηγαία και γενναιόδωρη. Έχει μια φοβερή δυναμική σαν άνθρωπος και ερμηνευτικά δεν μπορείς να πεις τι είναι ακριβώς. Είναι ένα “πνεύμα”, μια κατηγορία από μόνη της. Κάθομαι και τη χαζεύω.
Είμαι ένας μουσικός, ο οποίος όμως τραγουδάει κιόλας, συνθέτει, και γράφει τραγούδια. Εγώ προσπάθησα, και μέσα από τον ήχο του βιολιού μου -με τον τρόπο που παίζω με τα πετάλια – και με όλο αυτό που παρουσιάζω, να δημιουργήσω μία γλώσσα προσωπική. Ουσιαστικά δηλαδή βρήκα ένα ένα πλαίσιο, μουσικά και συνθετικά, και θέλησα να του δώσω ένα σχήμα, για να χτίσω κάτι μέσα σε αυτό. Αυτό που ουσιαστικά με ενδιαφέρει είναι να φτιάξω έναν κόσμο δικό μου.
Ο “κόσμος” που φτιάξατε με την Τάνια Τσανακλίδου στο VOX για την παράσταση “Πουλάκια είναι και λαλούν” πώς γεννήθηκε; Πώς ήρθατε κοντά;
Με την Τάνια είχαμε γνωριστεί από πιο παλιά, μέσω της Μάρθας Φριντζήλα. Όταν παίζαμε με τους Λαϊκεδέλικα είχε έρθει σε κάποιες συναυλίες, είχαμε μια ωραία γνωριμία και συμπαθηθήκαμε πολύ. Μετά χαθήκαμε και με αφορμή το αφιέρωμα που έκανε για τον σπουδαίο Έλληνα συνθέτη Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο το καλοκαίρι και στο Παλλάς φέτος το χειμώνα, με κάλεσε να ερμηνεύσω κάποια τραγούδια. Εκεί, ας πούμε “κολλήσαμε”, και γεννήθηκε η ιδέα να κάνουμε κάτι μαζί. Ο τίτλος “Πουλάκια είναι και λαλούν” προέκυψε από τη φωτογράφηση για την αφίσα. Είμαστε ‘ωδικά πτηνά’. Εκεί στη φωτογράφιση με την Τάνια κρατούσαμε κάτι κλουβάκια και φορούσαμε τα πολύχρωμα ρουχαλάκια μας. Θέλαμε έναν τίτλο λίγο χαρούμενο και σκεφτήκαμε αυτόν!
Η Τάνια είναι σαρωτική, είναι ποταμός, είναι πηγαία και πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, τουλάχιστον στη μεταξύ μας σχέση. Είναι φοβερό και το πώς με πρότεινε για να κάνουμε πράγματα μαζί και το πώς μου “ανοίγεται”. Έχει μια φοβερή δυναμική σαν άνθρωπος. Ερμηνευτικά δεν μπορείς να πεις τι είναι ακριβώς η Τάνια. Είναι ένα “πνεύμα”. Δεν μπορείς να πεις αν είναι τραγουδίστρια, αν είναι ηθοποιός. Είναι μια κατηγορία από μόνη της. Κάθομαι και τη χαζεύω και φαντάζομαι πράγματα, δηλαδή η επαφή που έχω μαζί της συνέχεια μου γεννάει συναισθήματα και εικόνες. Και είναι μία καλλιτέχνις που έχει τολμήσει πολλά και δεν είναι καριερίστρια με την τυπική έννοια – να κυνηγάει την καριέρα. Έχει κάνει συνεργασίες που είχαν πολύ ενδιαφέρον μουσικά, όπως ο δίσκος που έκανε με το Μιχάλη Δέλτα, ή η ερμηνεία της ως Εντίθ Πιάφ ή παλαιότερα οι συναυλίες που είχε κάνει με τον βιολιστή των Tuxedomoon, τον Blaine L. Reininger, που είναι και “ήρωάς” μου. Και σαν περφόρμερ η Τάνια πάντα μου άρεσε πάρα πολύ… με συγκινεί.
Τι θα ακούσουμε στην παράσταση στο VOX;
Το πρόγραμμα είναι πολύ εξωστρεφές, αλλά ταυτόχρονα κάνει και αρκετά “βυθίσματα”. Έχουμε διαλέξει κομμάτια από τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80, από Διονύση Σαββόπουλο, Μούτση, Σιδηρόπουλο, Νίκο Παπάζογλου, Λουκιανό Κηλαηδόνη. Φυσικά υπάρχουν τραγούδια από το προσωπικό ρεπερτόριο της Τάνιας και τραγούδια δικά μου. Είναι μία παράσταση με εξωστρέφεια, αλλά και συγκίνηση. Ο στόχος είναι να μείνει στον θεατή και στον ακροατή κάτι. Να φύγει και μετά να τη σκέφτεται την παράσταση. Κάναμε αυτό που θέλουμε και εμείς σαν ακροατές. Όταν πάμε κάπου μετά να μας απασχολήσει θετικά αυτό που είδαμε ή να μας προβληματίσει. Σε άλλα σημεία κάνει το κοινό να εκτονωθεί και σε άλλα να χαρεί, γιατί -εννοείται- στοχεύουμε στα συναισθήματα. Νομίζω ότι όταν μία παράσταση είναι καλοφτιαγμένη σου αφήνει οπωσδήποτε και κάτι πιο… προσωπικό.
Τι έχεις στα σκαριά όταν ολοκληρωθούν οι παραστάσεις σας;
Το καλοκαίρι θα γράψω τη μουσική για μια παράσταση “Οιδίποδα” που σκηνοθετεί ο Σίμος Κακάλας και πρωταγωνιστεί ο Γιάννης Στάνκογλου και θα πάμε και στην Επίδαυρο. Είναι μία παραγωγή της Σχολής ΙΑΣΜΟΣ που κλείνει 40 χρόνια φέτος. Θα γίνει και μια μεγάλη περιοδεία, στην οποία θα είμαι και εγώ. Θα παίζω και σε κάποιες παραστάσεις ζωντανά. Οι πρόβες ξεκινούν μετά τις παραστάσεις μας με την Τάνια. Με το που έκοψα λίγο την παρουσία μου σαν μουσικός, και τη συμμετοχή μου σε σχήματα, ξαφνικά ελευθερώθηκε και ο χρόνος μου. Έχω ένα δύο χρόνια που το έχω χαλαρώσει αρκετά το πράγμα. Σταμάτησα τώρα και με τον Παύλο Παυλίδη, σταμάτησα και με τον Σωκράτη και τώρα ασχολούμαι μόνο με την παράσταση στο VOX και λίγο με το θέατρο. Έχει ηρεμήσει το κεφάλι μου γιατί έφτασα σε ένα σημείο που κόντεψα να πέσω στο πάτωμα.
Ίσως αυτό είναι το κατάλληλο timing να “βγεις μπροστά”
Λέγανε στο χωριό μου “κανείς δεν ξέρεις πότε θα ανθίσει”. Ήμουν για πολλά χρόνια βιολιστής του Θανάση και του Σωκράτη, και δεν έκανα άλλα πράγματα. Μόλις ας πούμε ήρθε η στιγμή και “είδα”, και άνοιξε μπροστά μου αυτός ο χώρος, και ένιωσα ότι με ενδιαφέρει και μου βγαίνει, στράφηκα σε αυτό εντατικά και πήρα την απόφαση να ‘βγω μπροστά’. Μέχρι τότε ήμουν “Εντάξει μωρέ να δούμε”, “Ναι, δεν ξέρω”, “Εγώ παίζω βιολί. Αφήστε με”. Ήμουν πολύ επικριτικός με τον εαυτό μου. Αυστηρός. Έλεγα “εντάξει αυτό το κάνει και ο άλλος”. Καθυστέρησα να αφήσω τον εαυτό μου να ελευθερωθεί. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάπως άρχισαν τα πράγματα να ξεδιπλώνονται. Ωρίμασα και ηλικιακά και όταν μεγαλώνεις όλες αυτές οι αναστολές πέφτουν από πάνω σου. Έχω και έναν γιο 11 ετών, και φυσικά με την πατρότητα βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Μου έκανε καλό αυτή η ευθύνη και αυτή η χαρά του παιδιού. Πάτησα καλύτερα, γειώθηκα. Και τώρα στα 50 με έχει πιάσει η όρεξη να τα κάνω όλα!