ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΛΕΛΕΚΤΣΟΓΛΟΥ: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΣΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Στα χνάρια του πατέρα του, διάσημου πια καβίστα στον Ροδανό, μιλάει για το κέφι της οικογένειας, που δεν είναι άλλο από το κρασί.
Ήταν σε ένα ωραίο ταξίδι με τρένο όταν βρεθήκαμε πριν από δύο χρόνια στο Tain-l’Ermitage και συγκεκριμένα στην κάβα του Γιώργου Λελεκτσόγλου, αυτού του φοβερού τύπου από τις Σέρρες που διαπρέπει δεκαετίες τώρα στην περιοχή του Ροδανού.
Καβίστας, χονδρέμπορος και παραγωγός κρασιού με θρυλικές συνεργασίες, αγαπάει το αντικείμενο του με τρόπο αυθεντικό. Η κάβα του μοιάζει με πέρασμα σε άλλο σύμπαν, δεν καταλαβαίνεις πώς κυλάει ο χρόνος όσο ο ίδιος ανοίγει κρασιά χωρίς να το σκέφτεται και κόβει αλλαντικά που έχει φυλαγμένα στο ψυγείο (για τέτοιες περιστάσεις μάλλον).
Σήμερα, οι τρεις γιοι του, Έκτορας, Adrien και Χαράλαμπος συνεχίζουν μαζί με τον πατέρα τους την κληρονομιά του, χαράσσοντας όμως και τον δικό τους δρόμο. Δεν ξέχασαν τη συμβουλή του -“μην χάνεις τη ζωή σου προσπαθώντας να την κερδίσεις”- και αποφάσισαν να ασχοληθούν με το κρασί, με το ίδιο κέφι, αγάπη και σεβασμό που το κάνει κι εκείνος.
Γεννημένος στις Σέρρες, ήταν γύρω στα 18 με 20 χρονών, όταν αποφάσισε να φύγει για σπουδές στην Αγγλία. Μόλις πέρασε όμως τα σύνορα τα σύνορα για Βουλγαρία, του έκλεψαν τα πάντα. Περήφανος καθώς ήταν δεν ήθελε να γυρίσει πίσω και έτσι αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι χωρίς βαλίτσα. Αγγλία δεν έφτασε ποτέ. Έφτασε όμως στη Λυών κάποιο καιρό μετά, εξαντλημένος.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980 και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην πόλη. Έμαθε γαλλικά, ασχολήθηκε με διάφορες μικροδουλειές, δίδαξε αρχαία ελληνικά και μετά από κάποιο διάστημα γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Λυών για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες. Εκεί, γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγο και μητέρα των παιδιών του, μια Γαλλίδα με καταγωγή από το Tain-l’Hermitage. Όταν ανακάλυψε την εντυπωσιακή και εντελώς ξεχασμένη κάβα της οικογένειάς της, την άδειασαν μαζί, κυριολεκτικά, εξαφάνισαν το στοκ των Hermitage la Chapelle 1961, και μετά από λίγο, “πολύ λογικά γεννήθηκα εγώ”, λέει ο Χαράλαμπος Λελεκτσόγλου.
Ο ίδιος ασχολείται με τη μουσική, τη φιλοσοφία (κάνει διδακτορικό στην ‘École normale supérieure de Lyon) και με το κρασί. Το 2017 ξεκίνησε με τα αδέρφια του πρότζεκτ και πλέον κυκλοφορούν τρεις ετικέτες -Elizabeth, Sofia, Ariane- που φέρουν τα ονόματα των ανιψιών του.
Η οινική του κουλτούρα διαμορφώθηκε από πολύ νωρίς· μιλάει με ευγένεια και ενθουσιασμό για το κρασί, έναν τομέα, που όπως λέει, είναι περισσότερο φιλοσοφία ζωής παρά δουλειά.
“Βρεθήκαμε” σε ένα zoom, λοιπόν, και συζητήσαμε για την ιστορία του πατέρα του, τη σημασία του Ροδανού, το ελληνικό κρασί και τις τάσεις που απασχολούν ανά καιρούς το καταναλωτικό κοινό. Ήταν μία πολύ ευχάριστη και ενδιαφέρουσα κουβέντα σε άπταιστα ελληνικά, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Γαλλία.
Ποια είναι η σπουδαιότητα της περιοχής του Ροδανού πάνω στο κρασί;
Ο Ροδανός είναι κατά πάσα πιθανότατα το αρχαιότερο αμπελοτόπι της δυτικής Ευρώπης. Η ιστορία ξεκινάει με τους Φοίνικες και στη συνέχεια με τους Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στη Μασσαλία. Χρησιμοποιούσαν το ποτάμι για μετακίνηση. Ήταν επίσης ο δρόμος του κεχριμπαριού, και ο Ροδανός ήταν ένα πολύ σημαντικό πέρασμα. Μιλάμε για εποχές 700 π.Χ. πολλούς αιώνες πριν ανθίσει η καλλιέργεια αμπελιού σε άλλες περιοχές της Γαλλίας, αν θέλουμε να συγκρίνουμε με άλλες περιοχές δηλαδή.
Πολλά είναι τα σημαντικά κρασιά του Ροδανού. Ίσως τα πιο σημαντικά να είναι το Côte Rôtie, Hermitage, Cornas (αγαπημένο κρασί του Charlemagne λένε οι πηγές) και το Chateauneuf du pape. Μου θυμίζει επίσης τον αυτοκράτορα Probus που λάτρευε τα Condrieu, έτσι ονομάστηκε το αμπελοτόπι “Chery”.
Η ιστορική διάσταση του Ροδανού είναι εντυπωσιακή αλλά πάνω από όλα συμβαδίζει με την εξαιρετική ποιότητα του κρασιού της.
Είστε η νεότερη γενιά που έχει πάρει την σκυτάλη της επιχείρησης. Ποιοι είναι οι στόχοι και το όραμά σας;
Πέρα από τη δραστηριότητά μας ως καβίστες και χονδρέμποροι, ο πατέρας ασχολείται με τα δικά του κρασιά, το ίδιο κι εμείς. Τότε, το 1982-83 περίπου, το Hermitage και όλη η κοιλάδα του Ροδανού και τα κρασιά της, είχαν λίγο πολύ ξεχαστεί. Είχαν ταυτιστεί για πολλούς αιώνες με τα περίφημα Hermitage, Condrieu, τα αγαπημένα κρασιά της γαλλικής βασιλικής αυλής, με αποτέλεσμα μετά τη γαλλική επανάσταση και για σχεδόν δύο αιώνες, τα κρασιά του Ροδανού να θυμίζουν το παλαιό καθεστώς και ό,τι θύμιζε τη βασιλεία, δεν ήταν πολύ της «μόδας».
Με έδρα πλέον το Tain-l’Hermitage, ο πατέρας μας επέλεγε τα καλύτερα κρασιά της περιοχής του Ροδανού και ξεκίνησε να τα φέρνει πάλι στην επιφάνεια. Προμήθευε τα εστιατόρια της Λυών, τα αστέρια Michelin της εποχής, Bocuse, Trois Gros, Gagnaire. Θυμάμαι δυνατές φιλίες και ωραίες εποχές στο σπίτι τις Κυριακές. Ήταν άλλες εποχές.
Αργότερα, τη δεκαετία του 1990 περίπου, συμμετείχαν άλλοι πρωταγωνιστές και επικράτησαν άλλες συνθήκες της διεθνούς σκηνής στο φαινόμενο της αναγέννησης του Ροδανού, όπως ο Robert Parker.
Πώς περάσατε από το εμπόριο και στην παραγωγή κρασιού;
Ο Σπινόζα έλεγε ότι για να καταλάβεις κάτι πρέπει να ξέρεις πώς παράγεται και είναι μια αντίληψη που ταιριάζει σε όλα. Ο πατέρας μας ήθελε να αξιοποιήσει το κρασί, αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να το ξέρεις καλά κι έτσι το τελικό στάδιο είναι να το παράγεις.
Τα κρασιά μας είναι αποτελέσματα συνεργασίας με φίλους οινοπαραγωγούς και ουσιαστικά αυτή η φιλική σχέση και εμπιστοσύνη μας δίνει τη δυνατότητα να μας παρέχει κάποιος τα δικά του χρώματα κι εμείς να ζωγραφίζουμε με αυτά. Πρέπει να μας αρέσει ο τόπος, να έχουμε καλή σχέση με τον άνθρωπο, να μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Το επιχειρηματικό κομμάτι για εμάς δεν είναι αυτοσκοπός.
Πώς επηρεάζει η κλιματική κρίση το κρασί και κυρίως παραγωγούς που υιοθετούν πιο ήπιες πρακτικές;
Επηρεάζει το αμπέλι, άρα κι εμάς. Δεν είναι οικονομικό το πρόβλημα άμεσα, καθώς το φαινόμενο είναι σταδιακό. Το θέμα είναι ότι αλλοιώνεται η ταυτότητα των κρασιών, καθώς αυξάνεται η ζάχαρη άρα και και η αλκοόλη.
Εδώ και 20 χρόνια, η πλειοψηφία των κτημάτων έχουν υιοθετήσει μεθόδους πιστοποιημένες βιολογικές ή κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Όλοι προσέχουν το αμπέλι, οι συμβατικοί οινοπαραγωγοί δεν είναι κάτι συνηθισμένο πια εδώ. Η συνειδητοποίηση ότι τα πολλά χημικά είναι ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ένα μήνυμα που έχει περάσει εδώ και δεκαετίες στη Γαλλία.
Τι τάσεις διαμορφώνονται αυτή την εποχή γύρω από το κρασί;
Οι τάσεις ποικίλλουν κάθε τόσο και πολλές φορές μοιάζουν με παγίδες. Μου θυμίζει τον Robert Parker. Ο Parker αγαπούσε τα κρασιά με πολύ βαρέλι και είχε τεράστιο κύρος διεθνώς. Τα κρασιά που ξεχώριζε πολλές φορές είχαν ένα στυλ, με έντονη γεύση βαρελιού. Έτσι πολλοί παραγωγοί, θέλοντας να ικανοποιήσουν τον γκουρού του οίνου, προσαρμόστηκαν. Το 2000 περίπου όταν άρχισε να χάνει την ιδεολογική ηγεμονία του, άλλοι επιθυμούσαν κρασιά χωρίς βαρέλια αλλά σε αμφορείς ή της τάσης “orange”.
Δεν είναι λάθη αυτά. Όλα ταιριάζουν αλλά πρέπει να υπάρχει λόγος και όχι εξαιτίας μίας – πάντα πρόσκαιρης – μόδας. Υποδεέστερα, αυτά επισημαίνουν ένα θέμα ταυτότητας, που είναι κεντρικό ζήτημα στο κρασί, και μάλιστα υψίστης σημασίας.
H σύγκριση γαλλικών και ελληνικών κρασιών είναι λάθος.
Πώς βλέπεις το ελληνικό κρασί σήμερα; Τόσο σε εγχώριο όσο και διεθνές επίπεδο;
Τα grand terroirs είναι φημισμένα από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι επαινούσαν τα αρχαία ελληνικά κρασιά. Ιστορικά, ας μην ξεχάσουμε ότι οι Έλληνες δίδαξαν οινοπαραγωγή στους λαούς της Γαλλίας. Όσον αφορά τα ελληνικά κρασιά σήμερα, η Ελλάδα έχει σαφώς τη δυνατότητα να κάνει κρασιά
“de premiere division”.
Ωστόσο, και για κάποιους ιστορικούς λόγους – σκέφτομαι κυρίως την οθωμανική αυτοκρατορία – η Ελλάδα δεν ακολούθησε ένα ιστορικό πρότυπο όπως βρίσκουμε στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία ή την Ισπανία, με κτήματα που παράγουν κρασιά χωρίς διακοπή κι έχουν τεχνογνωσία αιώνων. Στις μέρες μας, η Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σε έντονη μεταβατική φάση.
Αυτοί που ασχολούνται σοβαρά – και είναι αρκετοί που δουλεύουν εξαιρετικά στην Ελλάδα – κάνουν τεράστια άλματα στην ποιότητα του κρασιού. Μην ξεχνάτε όμως ότι ο χρόνος του κρασιού δεν είναι ο χρόνος του ανθρώπου. Θέλει καιρό το αμπέλι για να δώσει τα μυστικά του. Στη Γαλλία, αυτά που ονομάζουμε Vieilles Vignes, που υποδηλώνει κρασιά μεγάλης ποιότητας, αφορά ένα αμπέλι τουλάχιστον 45 ετών.
Ξεχωρίζεις κάποια κρασιά από την Ελλάδα;
Ναι φυσικά. Πολύ ενδιαφέρον έχουν κατά τη γνώμη μου τα κρασιά από ιθαγενείς ποικιλίες. Σκέφτομαι τα κρασιά της Νεμέας και το πολύ ενδιαφέρον Αγιωργίτικο, αλλά και τα κρασιά του Αιγαίου (Λήμνος, Νάξος, Άνδρος, Σαντορίνη, Σάμος), κυρίως. Στο Άγιο Όρος υπάρχουν επίσης εντυπωσιακές δουλειές.
Εντοπίζεις τυχόν προβλήματα;
Τις περισσότερες φορές η τιμή είναι ένα θέμα. Δεν μπορώ να παρουσιάσω σε έναν πελάτη από την Αμερική ένα Chardonnay ή Sauvignon από την Ελλάδα, το οποίο να είναι πιο ακριβό από το γαλλικό κρασί που προέρχεται από ιστορικό τόπο. Φυσικά, ο κόσμος αγαπάει την Ελλάδα και έχει μία καλή εικόνα και υπάρχουν αξιόλογες δουλειές αλλά οι ποσότητες είναι μικρές.
Σε μία τυφλή γευσιγνωσία, αν ο πελάτης είναι ανάμεσα σε ένα κρασί που κοστίζει 7 ευρώ και σε ένα που κοστίζει 2, θα πάει στο δεύτερο γιατί θα θέλει να παραγγείλει 50 χιλιάδες φιάλες.
Επίσης, η σύγκριση γαλλικών και ελληνικών κρασιών είναι λάθος. Όπως λάθος είναι και το να συγκρίνουμε εμείς Μπορντό και Αλσατία. Το θέμα, όπως προανέφερα, είναι ιστορικό για το προβάδισμα της δυτικής Ευρώπης στο κρασί. Όταν έχεις περάσει από ιστορικές περιόδους όπου απαγορεύεται το αμπέλι, τότε χάνεται μία ολόκληρη τεχνογνωσία. Στην Ελλάδα όμως, μπορείς να παινέψεις τις ιθαγενείς ποικιλίες. Ο κάθε τόπος εκφράζεται μέσω αυτών.
Δεν βλέπω ποιο είναι το νόημα να κάνεις Syrah στη Νεμέα ή στην Κρήτη, αλλά το να κάνεις Αθήρι, Αηδάνι, Ποταμίσι στη Νάξο, ναι, αυτός είναι ο δρόμος. Καταρρίπτεις το πρότυπο της σύγκρισης, έχεις περισσότερη ελευθερία και λιγότερο άγχος. Αν αρχίσεις να μπλέκεις με Cabernet και Merlot θα έχεις ανταγωνιστή το Château Petrus. Κι αυτό είναι πρόβλημα! Δεν φταίνε μόνο οι Έλληνες βέβαια, η Ευρώπη έχει επιβάλλει στους αμπελουργούς κάποιες γαλλικές ποικιλίες.
Τελικά, οι νεότερες γενιές πίνουν λιγότερο κρασί, όπως γράφεται;
Δεν θα συμφωνούσα εδώ. Παρατηρώ τα τελευταία 15 χρόνια ότι έχουν ανθίσει τα wine bars παγκοσμίως, κάποια κτήματα έχουν γίνει σημείο αναφοράς διεθνώς, επιλεγμένα κρασιά σερβίρονται σε κάθε εστιατόριο / μπαρ, επίσης σημαντικός παράγοντας, η ποιότητα του κρασιού έχει αυξηθεί γενικώς.
Η πανδημία και η καραντίνα, έδειξαν επίσης ότι ο κόσμος αγαπάει πολύ το κρασί. Τώρα, ίσως οι νεότερες γενιές να καταναλώνουν λιγότερο “βιομηχανικό κρασί” και καλά κάνουν. Στον τομέα των σπάνιων κρασιών και των άξιων προσοχής, τα καλά κρασιά παραμένουν σε υπέρ ζήτηση και δεν το βλέπω να αλλάζει.
Δεδομένου ότι η τιμή απασχολεί πολύ κόσμο πια. Μπορεί ένα κρασί να είναι οικονομικό και καλό;
Υπάρχουν καλά κρασιά στην ελληνική αγορά που είναι εξαιρετικά οικονομικά και πολύ άξια. Έχω στο νου μου κάποια όπως της Λήμνου. Η τιμή πρέπει να δικαιολογείται, να είναι σωστή. Είναι θέμα σεβασμού προς τον καταναλωτή.
Τι πρέπει να μας ενδιαφέρει όταν επιλέγουμε ένα κρασί;
Η παρέα μετράει, τα άλλα είναι δευτερεύοντα.