ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΩΛΗ ΜΗΤΣΙΑ ΤΑ ΣΟΥΞΕ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΤΕ ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΣ

Ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές στην ιστορία του λαϊκού, και όχι μόνο, τραγουδιού μιλά στο Magazine εν όψει της μεγάλης του συναυλίας στο Ηρώδειο, όπου θα γιορτάσει τα 50 χρόνια μιας καριέρας γεμάτης χρυσάφι.

Όταν έχεις ερμηνεύσει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού σε μουσική των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Μάνου Λοΐζου, Λουκιανού Κηλαηδόνη, Γιάννη Σπανού, Θάνου Μικρούτσικου, Διονύση Σαββόπουλου, Σταμάτη Κραουνάκη, Άκη Πάνου, Ηλία Ανδριόπουλου, Γιώργου Χατζηνάσιου, Χρήστου Λεοντή και στίχους των Νίκου Γκάτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργου Σεφέρη, Μανώλη Αναγνωστάκη, Γιάννη Ρίτσου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Μάνου Ελευθερίου, Λίνας Νικολακοπούλου, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα ότι η επιλογή των τραγουδιών που θα απαρτίσουν το πρόγραμμα μίας συναυλίας σου κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι.

“Τι να πρωτοπώ εκείνο το βράδυ;” αναρωτιέται ο, εβδομηνταπεντάχρονος σήμερα, Μανώλης Μητσιάς. Εννοεί το βράδυ της Δευτέρας 30 Αυγούστου που θα ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου για να γιορτάσει τα 50 του χρόνια στο τραγούδι – για την ακρίβεια 51, όπως σημειώνει χαμογελώντας, μιας και η πανδημία απέτρεψε την περσινή διεξαγωγή της συναυλίας. “Θα αφεθώ λίγο και στην κρίση του κοινού. Να μου πουν από κάτω τι θέλουν. Με χαρά μεγάλη θα τα παίξω”, λέει, μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του που θα μπορέσει να επικοινωνήσει ξανά με τον κόσμο, με όσους αντιλαμβάνονται τη φωνή του και τραγούδια όπως τα “Ποτέ”, “Ο Γιάννης ο φονιάς” και “Στην Ελευσίνα μια φορά”, μεταξύ δεκάδων άλλων, ως κτήμα της ζωής τους, με όσους θεωρούν αυτόν τον εκ των σπουδαιότερων λαϊκών τραγουδιστών ως πολύτιμο κομμάτι του πολιτιστικού αποθέματος μιας ολόκληρης χώρας.

“Η σχέση μου με τον κόσμο πάντα ήταν άριστη. Έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου, μαζί με τον κόσμο. Τη θέλω αυτή την επαφή. Κάθε μέρα βγαίνω από το σπίτι και μιλάμε με τον μανάβη και τον μπακάλη με τα μικρά μας ονόματα, σαν να είμαι ακόμη στην πλατεία του χωριού μου. Ούτε θέλω ούτε μπορώ να είμαι απόμακρος” τονίζει στο Magazine και ακριβώς γιατί αποδίδει αυτό το πηγαίο επικοινωνιακό στοιχείο της προσωπικότητάς στον τρόπο που μεγάλωσε (“Ο πατέρας μου είχε καφενείο κι έμαθα από μικρός να συναναστρέφομαι με πολύ κόσμο. Όταν είμαι μόνος μου, νιώθω άβολα”), η μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί είναι σαν ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο. Από τη δεκαετία του ’40 και τα χωράφια των Δουμπιών Χαλκιδικής ως το σήμερα και τη σκηνή ενός ξακουστού αρχαίου θεάτρου στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Ακρόπολης.

"Είμαι ευτυχής γιατί επιτέλους θα δουλέψουν ξανά οι μουσικοί, οι οποίοι έχουν περάσει πολύ δύσκολα. Χαίρομαι επίσης γιατί η συναυλία στο Ηρώδειο θα είναι απολογητικού, θα έλεγα, χαρακτήρα. Γίνεται για να δείξω στον κόσμο, σε όσους θα έρθουν, σε όσους με τιμούν τόσες δεκαετίες, τι έχω κάνει μέχρι σήμερα." ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Κύριε Μητσιά πώς νιώθετε που επιστρέφετε στη σκηνή μετά από πολύ -εξαιτίας της πανδημίας- καιρό;
Είμαι χαρούμενος φυσικά, ακριβώς γιατί ξαναζούμε πια. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε ξανά με τον κόσμο. Ζωντανέψαμε. Υπάρχουμε. Είμαι ευτυχής γιατί επιτέλους θα δουλέψουν ξανά οι μουσικοί, οι οποίοι έχουν περάσει πολύ δύσκολα. Χαίρομαι επίσης γιατί η συναυλία στο Ηρώδειο θα είναι απολογητικού, θα έλεγα, χαρακτήρα. Γίνεται για να δείξω στον κόσμο, σε όσους θα έρθουν, σε όσους με τιμούν τόσες δεκαετίες, τι έχω κάνει μέχρι σήμερα. Δεν θα μπορέσω, βέβαια, να πω όλα τα τραγούδια μου. Θα πω τους σημαντικότερους σταθμούς της καριέρας μου. Έχω την τύχη να μετρώ μέχρι σήμερα πολλές συνεργασίες με σπουδαίους ανθρώπους: Χατζιδάκι, Γκάτσο, Θεοδωράκη, Μικρούτσικο, Μούτση, Σπανό, Χατζηνάσιο, Άκη Πάνου. Ποιον να πρωτοπώ; Στην αρχή έγινε μια σκέψη να παίξουν μαζί μου κάποιοι συνθέτες. Παιδιά, λέω, δεν είναι δυνατόν, θα έπρεπε να είναι τριήμερη η συναυλία. Ο καθένας, ξέρετε, από όλους αυτούς τους σπουδαίους συνθέτες υπήρξε πολύ σημαντικός για την καλλιτεχνική μου πορεία. Τους ευγνωμονώ όλους. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.

Η συμπλήρωση 50 χρόνων σε οποιαδήποτε δουλειά, έχει ως γεγονός ιδιαίτερη βαρύτητα, αναπόφευκτα οδηγεί σε κάποια αναπόληση και περισυλλογή. Πώς λειτουργεί όλο αυτό στην περίπτωση ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη που η δουλειά του είναι κτήμα της ζωής χιλιάδων ανθρώπων, κομμάτι του πολιτισμού μιας ολόκληρης χώρας;
Κρατάω ότι ο καθένας από τους σπουδαίους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα, άφησε μέσα από όλα αυτά τα τραγούδια ένα σημάδι που δεν σβήστηκε στην πορεία. Δεν ξεχάστηκε. Η “Ελευσίνα” είναι τραγούδι του ’70, “Ο Γιάννης ο φονιάς είναι τραγούδι του ’75. Πιο πριν είχα το “Της Γης το Χρυσάφι” του Χατζιδάκι, είχα το “Αχ Έρωτα” του Λεοντή… Είναι τόσοι δίσκοι οι οποίοι στο χρόνο έμειναν αναλλοίωτοι. Γι’ αυτό έχω το πρόβλημα της επιλογής για το Ηρώδειο. Τι να πρωτοπώ εκείνο το βράδυ; Θα αφεθώ λίγο και στην κρίση του κοινού. Να μου πουν από κάτω τι θέλουν. Με χαρά μεγάλη θα τα παίξω.

Όντας, όπως είπα, κομμάτι του πολιτιστικού αποθέματος της χώρας, νιώθετε τρόπον τινά το βάρος αυτών των 50 ετών στους ώμους σας;
Όχι, όχι… Δε νιώθω τέτοια πράγματα. Ό,τι έκανα, το έκανα γιατί αγαπούσα αυτή τη δουλειά. Ήθελα να εκφραστώ μέσα από το τραγούδι. Πάντα τραγουδούσα, από μικρό παιδί, ακόμη και στα χωράφια που δούλευα με τον πατέρα μου. Έψαλλα, επίσης, από μικρό παιδί. Μετά πήγα σε χορωδίες, όταν πήγα να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη, και πάλι για να εκφραστώ. Το τραγούδι ήταν πάντα για μένα όπως έχει κάποιος άλλος το μπαστούνι του για να περπατήσει. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου.

Μπορείτε να ανακαλέσετε μια συγκεκριμένη στιγμή που να συνειδητοποιήσατε ότι αυτόν τον δρόμο θα ακολουθούσατε στη ζωή σας;
Κοιτάξτε, αυτό που θυμάμαι καθαρά είναι οι στιγμές της αμφιβολίας για το αν άξιζε να γίνω τραγουδιστής. Διότι είναι άλλο να λες ότι θες να γίνεις, και άλλο να αξίζεις. Σε τέτοιες στιγμές ζητούσα τη γνώμη μεγαλύτερων ανθρώπων. Την πρώτη γνώμη την πήρα από τους τρελούς των φυλακών του Γεντί Κουλέ, όταν με κλείσανε εκεί επί Χούντας. Δίπλα λοιπόν στο δικό μας θάλαμο, των πολιτικών κρατουμένων, υπήρχε ο θάλαμος των τρελών της φυλακής, οι οποίοι όλο το βράδυ ούρλιαζαν, δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε. Ο συγκρατούμενός μου, μεγαλύτερος από μένα που τότε ήμουν 19 ετών, κάθε βράδυ κατά τις 3 με σκουντούσε με το πόδι του. “Σήκω να μου το πεις”, έλεγε. Ξύπναγα λοιπόν και του τραγουδούσα το “Τι να σου κάνει μια καρδιά” της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και του Αντώνη Κατινάρη. Σιωπούσαν όλοι, μέχρι και οι τρελοί στο Γεντί Κουλέ. Επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή. Πήρα θάρρος. Αφού σιωπούν και οι τρελοί στη φυλακή, σκεφτόμουν, δεν μπορεί, κάτι θα αξίζω.

Αργότερα το 1968, αφού βγήκα από τη φυλακή, πήγα κρυφά και βρήκα τον Θεοδωράκη κάτω στο Βραχάτι που ήταν περικυκλωμένος. Ο Χατζιδάκις έλειπε ήδη στην Αμερική. Πήγα λοιπόν στον Μίκη μαζί με τη Ρένα Κουμιώτη και μας άκουσε. “Να πας παιδί μου να βρεις το συγκρότημα μου στο εξωτερικό” μου λέει, “τη Φαραντούρη, τον Καλογιάννη”. “Πώς να φύγω”, του λέω, “δεν έχω μία”. Κάπως έτσι όμως πήρα θάρρος. Αλλιώς δεν θα συνέχιζα. Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής μόνο για να βγάζω μεροκάματο στα μαγαζιά. Θυμάμαι ότι όταν ξεκινούσα στη Θεσσαλονίκη, έρχονταν και μου έκαναν προτάσεις από διάφορα μαγαζιά. Σε ένα χρόνο θα με ξεχάσουν όλοι αυτοί, σκεφτόμουν, αν δεν έχω δισκογραφία στην πλάτη μου. Γι’ αυτό κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα, ας πούμε, στη μπουάτ Απανεμιά. Θυμάμαι ότι υπήρξαν φορές που πληρώναμε από την τσέπη μας για να τραγουδήσουμε. Δεν είχαμε να φάμε με τον Ανδρέα τον Πρέζα και το υπόλοιπο συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη. Θέλαμε όμως να μας ακούσουν οι Αθηναίοι. Και όντως έτσι με άκουσε ο Μούτσης και μου είπε να κάνουμε μαζί δισκογραφία.

Ο στόχος σας λοιπόν ήταν εξαρχής να μπείτε στο στούντιο και να ηχογραφήσετε τραγούδια.
Όχι απλά να μπω στο στούντιο, αλλά και στη μεγαλύτερη εταιρία της εποχής που ήταν η Κολούμπια. Γι’ αυτό και δεν έμεινα στη Λύρα του μεγάλου Πατσιφά, ο οποίος μου είχε κάνει δοκιμαστικό. Ήθελα να είμαι στη μεγαλύτερη εταιρία. Ήθελα να τραγουδήσω για τους μεγαλύτερους συνθέτες. Μου πήρε ένα χρόνο ώσπου να το πετύχω.

"Πρέπει να σου πω ότι ήθελα να γίνω και γιατρός. Μου άρεσε. Θα προσέφερα στον κόσμο." ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Τι σκέφτεστε όταν ακούτε σήμερα τα σπουδαία τραγούδια που έχετε ερμηνεύσει;
Καμιά φορά βάζω να τα ακούσω και βλέπω τις ατέλειες που είχα ως νέος τραγουδιστής. Δεν είχα την εμπειρία. Έναν ενθουσιασμό είχα και τίποτα άλλο. Θα μπορούσα να τα ξαναπώ όλα με μια άλλη άποψη, μια άλλη έκφραση. Διακρίνω βέβαια τον ενθουσιασμό της νιότης, τη φρεσκάδα που είχα ως άγουρος τραγουδιστής. Ενώ σήμερα έχω την τεχνική, την εμπειρία, τη γνώση.

Στον πραγματικό χρόνο της πρώτης ερμηνείας τους, υποψιαζόσασταν την ενδεχόμενη διαχρονικότητά τους;
Όχι, όχι… Τα έλεγα γιατί μου άρεσαν, με εξέφραζαν. Και μπορώ να σου πω ότι πολλά από αυτά τα τραγούδια με άφησαν άνεργο. Υπήρξαν εποχές που ενώ έκανα καταπληκτικούς δίσκους, όπως για παράδειγμα το “Αχ Έρωτα”, την “Τριλογία”, την “Αθανασία”, δεν είχα δουλειά το βράδυ. Γιατί δεν ήταν εμπορικές δουλειές. Αλλά δεν με ενδιέφερε. Μπορεί να πήγαινα και να τραγουδούσα για 50 άτομα χωρίς να παίρνω μία.

Το σουξέ λοιπόν δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός για εσάς.
Μια φορά σε έναν πολύ σημαντικό συνθέτη το είχα πει κιόλας: Φοβάμαι τα σουξέ. Άμα κάνω σουξέ, μετά θα θέλουν όλοι κι άλλα σουξέ. Προτιμώ να γίνονται τα πράγματα σιγά σιγά, όπως ο καλός καφές σιγοβράζει, έτσι θέλω να ακούγονται τα τραγούδια μου. Αν δώσεις ένα σουξέ στον κόσμο, θέλει αμέσως κι άλλο. Γιατί ο κόσμος, όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, είναι αδηφάγο ζώον. Δεν επιδίωξα λοιπόν ποτέ τα σουξέ.

Όμως τραγουδήσατε σουξέ και μάλιστα πολύ μεγάλα.
Ας πούμε ότι έγιναν παρά τη θέλησή μου! (Γέλια) Ήθελα ο κόσμος, όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, να ανακαλύπτει τα τραγούδια, και όχι να του δίνω μασημένο φαγητό στο πιάτο.

Μια φορά σε έναν πολύ σημαντικό συνθέτη το είχα πει κιόλας: Φοβάμαι τα σουξέ. Άμα κάνω σουξέ, μετά θα θέλουν όλοι κι άλλα σουξέ. Προτιμώ να γίνονται τα πράγματα σιγά σιγά, όπως ο καλός καφές σιγοβράζει, έτσι θέλω να ακούγονται τα τραγούδια μου.

Μιας και συνομιλούμε με αφορμή τα 50 σας χρόνια στο τραγούδι, θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή που έχετε από την εποχή του ξεκινήματός σας.
Ήταν τελείως διαφορετικό το τοπίο. Θυμάμαι ότι για να κάνεις ένα δίσκο, πέρναγες από κάποιες διαδικασίες. Δεν είναι όπως σήμερα που κάθεσαι μόνος σου και τα γράφεις όλα στο κομπιούτερ ή το κινητό. Τότε υπήρχαν άνθρωποι που σε αξιολογούσαν σε κάθε εταιρία. Επίσης υπήρχαν σπουδαίοι συνθέτες – από τη δεκαετία του ’50 που πήγε στην Κολούμπια ο Χιώτης, μετά ο Τσιτσάνης, δηλαδή άνθρωποι πολύ σοβαροί. Υπήρχαν φυσικά και οι παραγωγοί που είχαν σοβαρή γνώμη. Στη Λύρα ήταν ο Πατσιφάς, στην Κολούμπια ήταν ο Τάκης Λαμπρόπουλος, άνθρωποι που αγαπούσαν πραγματικά το τραγούδι. Θυμάμαι ότι όταν είχε ο συνθέτης ένα τραγούδι, πήγαινε στην εταιρία, συζητούσαν ποιος έπρεπε να το πει, ήταν μια ολόκληρη διαδικασία. Σήμερα δεν υπάρχει αυτό. Γι’ αυτό και δεν διαρκεί πια το πράγμα.

"Πιστεύω ότι όλα τα κόμματα κάνουν λάθη. Καλύτερα να σκέφτομαι και να πράττω μόνος μου ως αριστερός, δηλαδή ως δίκαιος άνθρωπος, όσο μπορώ, παρά να παίρνω εντολές από κάποιους." ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Ποιοι τραγουδιστές ήταν τα πρότυπά σας;
Από μικρό παιδί, στο καφενείο που είχε ο πατέρας μου στο χωριό, στα Δουμπιά, άκουγα Καζαντζίδη και Αγγελόπουλο από το πικάπ, τους μεγάλους τραγουδιστές της δεκαετίας του ’60. Μετά ανακάλυψα τον Θεοδωράκη και τον Μπιθικώτση και λίγο πιο μετά τον Χατζιδάκι.

Οι γονείς σας πώς το πήραν όταν τους είπατε ότι θέλατε να γίνετε τραγουδιστής;
Ο πατέρας μου είπε: “Παιδί μου, ό,τι σου αρέσει, κάνε”. Παρόλο που ήταν από χωριό, είχε μυαλό πολύ ανοιχτό. Η μάνα μου έκλαιγε. Ήθελε να σπουδάσω. Εγώ όμως ήμουν αλλού. Στενοχωριόταν στην αρχή. Τότε, αρχές του ’70, μη νομίζεις ότι ένας τραγουδιστής έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Ήταν “δεύτερο” επάγγελμα. Το καλό ήταν να γίνεις ένας επιστήμονας μεγάλος. Πρέπει να σου πω ότι ήθελα να γίνω και γιατρός. Μου άρεσε. Θα προσέφερα στον κόσμο. Γι’ αυτό και έδωσα δυο φορές εξετάσεις στην ιατρική – τη στρατιωτική, γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για σπουδές. Τότε όμως ήθελαν χαρτί κοινωνικών φρονημάτων κι εγώ δεν το είχα καθαρό. Την πρώτη φορά παραλίγο να τους ξεγελάσω και να περάσω, η βάση ήταν 12 κι εγώ έπιασα 11.67. Την επόμενη χρονιά όμως είχαν φτάσει τα χαρτιά μου στους υπεύθυνους. “Φύγε όπως είσαι” , μου είπαν.

Αναρωτιέμαι πώς αντέδρασαν οι γονείς σας όταν συλληφθήκατε από τη Χούντα το 1967.
Τι να πουν οι άνθρωποι… Το καλοκαίρι του 1967 ο Πατσιφάς, που με είχε δει σε μπουάτ στη Θεσσαλονίκη, με κατέβασε στην Αθήνα για να κάνω και μερικά μαθήματα ορθοφωνίας. Δεν είχα όμως λεφτά, γύρισα πάνω, και μπλέχτηκα με τους Λαμπράκηδες και όλα αυτά τα πράγματα. Όσο ήμουν στην Αθήνα μου τηλεφωνούσαν κιόλας φίλοι από τη Θεσσαλονίκη. “Τι κάνεις εκεί κάτω” έλεγαν, “έλα εδώ να κάνουμε αγώνα, δράση”. Χαίρομαι γιατί μέσα από την εμπειρία της φυλακής γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους. Νιώθω ευτυχής. Κι ας τραβήξαμε πολλά. Απομονώσεις, ξύλο, μην τα πούμε τώρα, δεν χρειάζεται. Αλλά ήταν μια εμπειρία ζωής. Δεν το μετάνιωσα ποτέ.

Από ψάλτης που ήσασταν μικρός, φτάσατε να συλλαμβάνεστε μόλις ενηλικιωθήκατε, για τη δράση σας ως αριστερός.
Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν κομμουνιστής. Ήμουν αριστερός -ανήκα στους Λαμπράκηδες- με την ευρύτερη έννοια. Δεν ήμουν ταγμένος κομματικά, ούτε σήμερα μου αρέσει. Πιστεύω ότι όλα τα κόμματα κάνουν λάθη. Καλύτερα να σκέφτομαι και να πράττω μόνος μου ως αριστερός, δηλαδή ως δίκαιος άνθρωπος, όσο μπορώ, παρά να παίρνω εντολές από κάποιους.

Άρα στο μυαλό σας η αριστερά είναι συνυφασμένη με τη δικαιοσύνη.
Ναι, κάπως έτσι. Το σημαντικό είναι να είσαι δίκαιος άνθρωπος, όχι οι θεωρίες. Πιστεύω ότι όσο μπόρεσα στη ζωή μου υπήρξα δίκαιος. Δεν έριξα κανένα συνεργάτη μου. Με όση δύναμη είχα βοήθησα τραγουδιστές και συνθέτες. Ένα σωρό φορές έκανα συναυλίες δωρεάν δεξιά κι αριστερά. Ό,τι μπόρεσα να κάνω ως άνθρωπος, το έκανα.

Γνωρίσατε εκκωφαντική επιτυχία από την αρχή της καριέρας σας με την “Ελευσίνα”. Με το χέρι στην καρδιά, κινδύνευσαν να πάρουν τα μυαλά σας αέρα;
Δεν το περίμενα καν! Ήμουν φαντάρος στην Κόρινθο. Ήταν μεσημέρι, γύρω στη 1 αν θυμάμαι καλά, γυρίζαμε από άσκηση στα Εξαμίλια. Με το που καθίσαμε για φαγητό, ακούμε από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου το τραγούδι και τον εκφωνητή να λέει ότι είναι ενός νέου τραγουδιστή κλπ. “Εσύ είσαι αυτός;” με ρωτούσαν όλοι. Ξέρεις πώς το διαχειρίστηκα; Σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Όπως όλοι, ένας απλός στρατιώτης ήμουν, χωρίς λεφτά. Μέχρι και τσιγάρα δανεικά παίρναμε.

Δεν υπήρξε δηλαδή ούτε μετέπειτα, με τη μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη, καμία στιγμή που να θολώσατε από τη διασημότητα;
Ποτέ! Ποτέ! Ίσως γιατί οι παρέες μου ήταν άνθρωποι της καθημερινότητας. Και η γυναίκα μου με κράτησε πολύ. “Μη χαμογελάς πολύ, θα σου κοπεί το γέλιο”, θυμάμαι να μου λέει. Πραγματικά υπήρξαν μέρες που μου κόπηκε το γέλιο γιατί μερικά πράγματα στα οποία πίστευα πολύ, δεν τα αγκάλιασε ο κόσμος. Όχι εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Δεν ήταν στενοχώρια μη επιτυχίας. Άλλωστε είχα επιτυχία από την πρώτη μέρα που άρχισα να τραγουδάω πάνω στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι ουρές έξω από τη μπουάτ 107. Η επιτυχία δηλαδή θα έλεγα ότι μου είχε γίνει συνήθεια. Δεν με ενδιέφερε. Άλλωστε τελείως τυχαία έγινα σολίστας σε χορωδίες, άρα και τραγουδιστής. Στη χορωδία ήμουν τενόρος. Μια μέρα που παίζαμε το “Άξιον Εστί” στο δήμο Συκεών, αρρώστησε ο σολίστας και μου είπε ο μαέστρος να βγω μπροστά. Ντρεπόμουν αλλά έγινε χαμός από κάτω. Από εκείνη τη μέρα έγινα ο μόνιμος σολίστας της χορωδίας. Έτσι με ανακάλυψαν. Είναι μερικά πράγματα στη ζωή, σκέφτομαι καμιά φορά, που είναι για να γίνουν. Ένας άνθρωπος αρρώστησε, τραγούδησα εγώ και έτσι ξεκίνησαν όλα.

"Είμαι πάρα πολύ ευτυχής που πέρασα από αυτό το περίφημο τραπέζι του Χατζιδάκι. Είχα την άνεση να κάθομαι μαζί τους κάθε μεσημέρι εκεί που μαζεύονταν και τρώγανε, στον Φλόκα και στο GB Corner. Ήταν κάτι παραπάνω από σχολείο, τόσα χρόνια, από το ’71 μέχρι τη δεκαετία του ’90 που πέθαναν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος." ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Από τον μακρύ κατάλογο των συνεργασιών με τόσους σπουδαίες συνθέτες, ποιες θεωρείτε πιο κομβικής σημασίας;
Κοιτάξτε, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης είναι οι κορυφαίοι. Αλλά δεν ξεχνώ και τον Μούτση στο ξεκίνημά μου. Ο Δήμος μας είναι από τους κορυφαίους δημιουργούς και ενορχηστρωτές. Είναι καταπληκτικός. Μου έδωσε μοναδικά τραγούδια και τον ευγνωμονώ και για τις δουλειές που κάναμε στην Πλάκα, στο Zoom, και άφησαν εποχή. Επίσης ο Γκάτσος ήταν πολύ μεγάλη ιστορία για μένα. Γιατί δεν ήταν μόνο στιχουργός, είχε και άποψη για όλα τα πράγματα γύρω από ένα τραγούδι. Χθες διάβασα κατά σύμπτωση στο Facebook τι έλεγε στον Χατζιδάκι όταν ήταν 25 χρονών. Είχε γράψει τη μουσική για Αισχύλο και Ευριπίδη αλλά είχε ετοιμάσει και τη χορογραφία. Ήταν ευτυχής που στην αφίσα έγραφε ότι η χορογραφία είναι δική του. Και του λέει ο Γκάτσος: “Αυτές τις βλακείες θα κάνεις συνέχεια;”

Είμαι πάρα πολύ ευτυχής που πέρασα από αυτό το περίφημο τραπέζι του Χατζιδάκι. Είχα την άνεση να κάθομαι μαζί τους κάθε μεσημέρι εκεί που μαζεύονταν και τρώγανε, στον Φλόκα και στο GB Corner. Ήταν κάτι παραπάνω από σχολείο, τόσα χρόνια, από το ’71 μέχρι τη δεκαετία του ’90 που πέθαναν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος. Δεν φαντάζεστε πόσο μου λείπει αυτός ο μεσημεριανός καφές μαζί τους. Ήταν άλλης πάστας άνθρωποι όλοι αυτοί. Ακόμη με κυνηγάει ο λόγος του Γκάτσου. Έφευγες από αυτές τις κουβέντες και ήσουν καλύτερος άνθρωπος. Δεν σ’ έπαιρνε να κάνεις παρασπονδίες.

Τι συζητούσατε συνήθως;
Οτιδήποτε. Ποίηση, λογοτεχνία, πολιτική. Θυμάμαι μια φορά, το ’75-’76, ο Αβέρωφ, παντοδύναμος υπουργός τότε, έφυγε από τη Βουλή και πήγε να φάει. Έκατσε όμως στο τραπέζι του Γκάτσου και του Χατζιδάκι. Πάει το γκαρσόνι και του λέει: “Κύριε υπουργέ συγνώμη αλλά εδώ θα έρθει σε λίγο ο κύριος Γκάτσος”. “Ναι, ναι, συγνώμη!” λέει ο Αβέρωφ και σηκώνεται αμέσως. Θα συνέβαινε αυτό σήμερα; Ήμουν παρών -ούτε εγώ δεν καθόμουν, περίμενα να έρθουν- το είδα με τα μάτια μου.

Βγαίνουν σήμερα μεγάλα λαϊκά τραγούδια;
Ξέρω κι εγώ, ρε παιδί μου. Ό,τι ακούτε, ακούω. Καλοί νέοι τραγουδιστές υπάρχουν. Έχουν όμως την ατυχία να μην υπάρχουν αυτοί οι μεγάλοι συνθέτες. Αυτό λείπει σήμερα: ο μεγάλος συνθέτης. Τελευταία τέτοια περίπτωση είναι ο Κραουνάκης. Κάποιος δηλαδή που θα πάρει δώδεκα στίχους ή ένα ποίημα και θα το παρουσιάσει όπως πρέπει. Δεν βλέπω δηλαδή έναν καινούργιο Μικρούτσικο, κάποιον που θα επιμείνει και στο αντιεμπορικό και θα κάνει τα δικά του. Κάποιον που θα έχει τη στόφα να ανακαλύψει και νέους ποιητές. Γιατί όλοι αυτοί οι μεγάλοι στους οποίους αναφέρομαι, μας σέρβιραν και πολύ μεγάλους ποιητές που δεν τους ξέραμε. Εγώ στο Γυμνάσιο τη δεκαετία του ’60 μέχρι Βιζυηνό ήξερα. Τον Ρίτσο και τον Σεφέρη από τον Θεοδωράκη τους έμαθα. Ή ο Γιάννης Σπανός μας σύστησε τόσους ποιητές. Αυτό λείπει σήμερα. Διότι το τραγούδι δεν είναι μόνο κάτι εύπεπτο να ακούς την ώρα που τρως και πίνεις. Το τραγούδι ανοίγει τη σκέψη. Το τραγούδι γκρεμίζει τα τείχη. Στο Πολυτεχνείο ο κόσμος μπήκε με τα τραγούδια του Μίκη. Δεν μπήκε με όπλα.

Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του εαυτού σας που έχει μείνει αναλλοίωτο από το ξεκίνημά σας μέχρι σήμερα;
Ήμουν ένα παιδί ήσυχο, με τους φίλους μου. Μετά από τόσα χρόνια, τόσους πειρασμούς, νομίζω ότι δεν έχω αλλάξει. Ήσυχος παραμένω. Δεν προκάλεσα και δεν προκαλώ κανέναν.

Σκέφτεστε ποτέ τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλούσε σήμερα η κυκλοφορία ενός τραγουδιού σαν το περίφημο “Ο Γιάννης ο φονιάς”;
Εννοείτε με τους στίχους του; Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και με το “Ποτέ”. Η εταιρία δεν το ήθελε, φοβόταν μήπως ο κόσμος το εκλάμβανε…διαφορετικά. Εγώ όμως επέμενα. Έχει να κάνει και με τον άνθρωπο που τα γράφει. “Ο Γιάννης ο φονιάς” είναι ένας μύθος γραμμένος από έναν ποιητή. Είναι μια ιστορία γραμμένη από τον Γκάτσο που την έδωσε στον Χατζιδάκι. Πολλοί το θεωρούν ως το ωραιότερο χασάπικο. Είναι ένα αριστούργημα. Σε μια συναυλία αν ρωτήσω τον κόσμο τι θέλει να πω, κατευθείαν θα ζητήσουν τον “Γιάννη”, το “Ποτέ”, την “Πιρόγα” και την “Ελευσίνα”. Υπάρχουν άνθρωποι να κάνουν κάτι τέτοιο σήμερα; Να γράψουν τέτοια τραγούδια;

Συνήθως τι σας λέει ο κόσμος όταν σας αναγνωρίζει στο δρόμο;
Ε, ξέρετε, καλά λόγια, αλλά δεν νιώθω πολύ άνετα. Μη σας πω ότι προτιμώ να μου κάνουν παρατήρηση. Η σχέση μου όμως με τον κόσμο πάντα ήταν άριστη. Πάντα, σε κάθε πρόγραμμά μου, ό,τι κι αν έπαιζα, υπήρχε μια στιγμή που άφηνα τον κόσμο να μου πει τι ήθελε να ακούσει. Μου είχε γίνει μάθημα από τα πρώτα χρόνια στο Zoom. Έκανα τρία προγράμματα κάθε βραδιά. Μια φορά λοιπόν είχαν έρθει κάτι φοιτητές από την Πάτρα. Το θυμάμαι σαν τώρα. Μου ζήτησαν ένα συγκεκριμένο τραγούδι που ήθελα να παρακάμψω. Μόλις μου είπαν ότι είχαν έρθει από την Πάτρα για να με ακούσουν, σοκαρίστηκα. Φυσικά το είπα. Ο καθένας που φεύγει από το σπίτι του και πάει σε έναν τραγουδιστή, έχει μια εικόνα στο μυαλό του. Δεν πρέπει να τον απογοητεύσω. Έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου, μαζί με τον κόσμο. Δεν μπορείς να τον σνομπάρεις. Τη θέλω αυτή την επαφή. Κάθε μέρα βγαίνω από το σπίτι και μιλάμε με τον μανάβη και τον μπακάλη με τα μικρά μας ονόματα, σαν να είμαι ακόμη στην πλατεία του χωριού μου. Ούτε θέλω ούτε μπορώ να είμαι απόμακρος. Ίσως να έχει να κάνει με το ότι ο πατέρας μου είχε καφενείο κι έμαθα από μικρός να συναναστρέφομαι με πολύ κόσμο. Όταν είμαι μόνος μου, νιώθω άβολα.

Είναι δύσκολη η ζωή τη νύχτα, κύριε Μητσιά;
Έχει πολλές δυσκολίες. Όλα τα πράγματα είναι ανάποδα. Η νύχτα είναι…νύχτα. Πρέπει να έχεις μέτρο, να μην παρασύρεσαι από τις προσφορές της. Τα έχεις όλα τη νύχτα. Την άλλη μέρα όμως μετανιώνεις…

Ωδείο Ηρώδου Αττικού Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021 Ώρα έναρξης: 21.00

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα