ΓΙΑΤΙ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΑ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ;
Μιλούν στο Magazine ο κουβανός συγγραφέας Λεονάρδο Παδούρα κι ο Ανδρέας Αποστολίδης, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ “Latin Noir” που κάνει πρεμιέρα αυτήν την εβδομάδα.
Στα πρώτα λεπτά του ντοκιμαντέρ Latin Noir, δύο από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της λατινοαμερικάνικης σχολής του αστυνομικού μυθιστορήματος διατυπώνουν τα δύο βασικά στοιχεία της φυσιογνωμίας του. Ο μεξικάνος Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, ανατρέχοντας στις απαρχές του, αναρωτιέται: «Πώς όμως να γράψεις αστυνομικά μυθιστορήματα σε χώρες που ο βασικός εγκληματίας είναι το κράτος;». Και η Κλαούντια Πινέιρο από την Αργεντινή συμπυκνώνει τη σημασία του: «Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να καταλάβεις μια κοινωνία από το να παρακολουθήσεις τα εγκλήματα που διαπράττονται μέσα σε αυτήν».
Όμως, πώς φτάσαμε να τους δούμε μπροστά στην καμέρα να μιλάνε για τις αστυνομικές ιστορίες που συμβαίνουν νότια του ποταμού Ρίο Γκράντε; Πώς ένας σκηνοθέτης, συγγραφέας-μεταφραστής κι ακάματος μελετητής του «αστυνομικού» σε όλες του τις παραλλαγές, όπως ο Ανδρέας Αποστολίδης, από ένα μέρος τόσο μακρινό όσο η Ελλάδα πέρασε τον Ατλαντικό για να σκιαγραφήσει το λατινοαμερικάνικο νουάρ; «Το 2015 που ξεκίνησε αυτή η ιδέα δεν είχε γυριστεί κάποιο σχετικό ντοκιμαντέρ για το latin noir, παρά μόνο για κάποιους συγγραφείς-εκφραστές του. Είχε όμως συμπληρωθεί ένας ολόκληρος κύκλος από το 1970 που ξεκίνησε κι αρκετοί συγγραφείς εκείνης της γενιάς έχουν πια περάσει στην τρίτη ηλικία, σημάδια και τα δύο ότι είχε έρθει η ώρα».
Κι έτσι, με τη βοήθεια του Κρίτωνα Ηλιόπουλου που έχει μεταφράσει αρκετούς από τους λατινοαμερικάνους νουάρ λογοτέχνες (κι έκανε τις συνεντεύξεις στο ντοκιμαντέρ), ο Αποστολίδης έστησε το σχεδόν ωριαίο φιλμ του γύρω από 5 πρόσωπα και 5 πόλεις με τους αντίστοιχους ντετέκτιβ-πρωταγωνιστές τους.
Είναι ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ από την Πόλη του Μεξικού, εμπνευστής του μονόφθαλμου ντετέκτιβ Εκτορ Μπελασκοαράν-Σάυν που πρωτοεμφανίστηκε το 1976. Ο Λούις Σεπούλβεδα (που έφυγε πρόπερσι από τη ζωή λόγω κορωνοϊού) από το Σαντιάγο της Χιλής, πρώην αντάρτης, μυθική μορφή της αντίστασης στον Πινοσέτ και δημιουργός του ήρωα Χουάν Μπελμόντε. Η Κλαούντια Πινέιρο από το Μπουένος Άιρες που τοποθέτησε την δράση στην Αργεντινή της χρεοκοπίας. Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο από το Περού με τον αντιεισαγγελέα του Φέλιξ Τσακαλτάνα να είναι ο νεότερος λάτιν νουάρ πρωταγωνιστής. Και βέβαια ο σπουδαίος Λεονάρδο Παδούρα από την Αβάνα της Κούβας που μετά από ένα ξεκίνημα στη δημοσιογραφία, συνέλαβε στα 80s τον αντισυμβατικό μπάτσο Μάριο Κόντε (του οποίου οι περιπέτειες έγιναν σειρά στο Netflix).
Ο Αποστολίδης σημειώνει: «Με όλους αυτούς τους συγγραφείς π.χ. τον Τάιμπο, υπήρχε μια προγενέστερη σχέση. Δεν ξεκινήσαμε από το μηδέν. Υπήρχε ένα σημείο επαφής που είναι το φεστιβάλ νουάρ λογοτεχνίας της Χιχόν, είχαμε γνωριστεί εκεί και υπήρχε ένα σημείο αφετηρίας». Κάτι που του έδωσε την οικειότητα να τους απευθυνθεί και να επινοήσει μάλιστα και τον όρο, μιας και στις πατρίδες τους το αστυνομικό μυθιστόρημα αποκαλείται κυρίως “novela negra” ή “neopoliciaco”. «Ο όρος λάτιν νουάρ υπάρχει και δεν υπάρχει. Δεν είναι αυτονόητα κατοχυρωμένος κι, αν θέλετε, αυτός είναι κι ένας από τους στόχους του ντοκιμαντέρ: να τον κατοχυρώσει σε αντιδιαστολή με το σκανδιναβικό νουάρ που είναι επίσης μια δημοφιλής σύγχρονη σχολή».
Το λάτιν νουάρ εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ιδιώματα της εποχής μας. Κυρίως, γιατί πρόκειται για ένα κατεξοχήν πολιτικό-κοινωνικό είδος που χρησιμοποιεί το έγκλημα για να κριτικάρει την εξουσία. Στο λάτιν νουάρ, τα εγκλήματα έχουν να κάνουν με τη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας, οι δράστες δεν είναι μανιακοί, διαταραγμένοι ή απλά μοχθηροί άνθρωποι.
Έτσι κι αλλιώς, τα μυθιστορήματα αυτά γεννήθηκαν στα 70s ως αντίδραση στις στρατιωτικές δικτατορίες που επιβλήθηκαν σχεδόν σε όλη τη Λατινική Αμερική, θυσιάζοντας τη δημοκρατία στο βωμό του Ψυχρού Πολέμου. Στρατηγοί στην εξουσία, διωγμοί κι εξαφανίσεις, βασανισμοί, δολοφονίες, παιδιά που αρπάζονταν από οικογένειες αντιφρονούντων και δίνονταν σε οικογένειες φιλικές προς το καθεστώς για να τα αναθρέψουν. Όλα αυτά είναι συστατικά του λάτιν νουάρ, είναι οι ιστορίες που το αποτελούν διατηρώντας την πολιτική μνήμη, σφυρηλατώντας πολιτικές συνειδήσεις με τον τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί.
Γι΄αυτό, συν ίσως τον (ενίοτε υπερβολικό) συναισθηματισμό, τα λατινοαμερικάνικα «αστυνομικά» είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και στην Ελλάδα. «Έχουμε έναν κοινό παρονομαστή με τους λατινομερικάνους: τον Νότο. Έχουμε κοινά βιώματα οι χώρες της Μεσογείου με τη Λατινική Αμερική, πρώτα πρώτα από τις δικτατορίες που περάσαμε στη δεκαετία του ’70. Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη-αφετηρία κοινωνική που κάνει το latin noir πιο δημοφιλές στην Ελλάδα έναντι π.χ. του σκανδιναβικού νουάρ. Στα σκανδιναβικά, οι κεντρικοί ήρωες είναι αστυνομικοί, στα λατινοαμερικάνικα σχεδόν κανένας δεν είναι μπάτσος», υπογραμμίζει ο Ανδρέας Αποστολίδης που δεν αρνείται ότι η αγάπη στο λάτιν νουάρ συνήθως έχει κι αριστερό πρόσημο. «Το λατινοαμερικάνικο αστυνομικό εκκινεί από την αριστερά αλλά χωρίς δογματισμό. Υπάρχουν στιγμές που είναι πολύ επικριτικοί οι συγγραφείς απέναντι στις διαψεύσεις της, ίσως και με πιο έντονο τρόπο από τους πολιτικούς αντιπάλους της. Ο Παδούρα, για παράδειγμα, παρουσιάζει μια πολύ μαύρη εικόνα της Κούβας».
Από την άλλη άκρη της γραμμής, στην Αβάνα της Κουβάς, ο Λεονάρδο Παδούρα είναι πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε ερώτηση συγχωρώντας τα αγύμναστα ισπανικά μου. «Το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει πάντα κοινωνική διάσταση κι ανθρωπολογικό ενδιαφέρον. Οι ιστορίες του είναι πλεγμένες στο δέρμα της κοινωνίας και μας δίνουν μια διαφορετική μα αληθινή όψη της. Ας πούμε, για μένα είναι σημαντική βοήθεια τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη για να καταλάβω εδώ στην Αβάνα τι γίνεται κάπου τόσο μακριά όσο η Αθήνα. Ή αν θέλω να σχηματίσω μια εικόνα για τη Βαρκελώνη στα τέλη του 20ου αιώνα καταφεύγω στον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν κι αν θέλω να μάθω για τους Σκανδιναβούς διαβάζω τον σουηδό Χένινγκ Μάνκελ.
Δε νομίζω ότι το λατινοαμερικάνικο νουάρ έχει μια συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα. Εντάξει, ίσως τα μυθιστορήματα που έρχονται από το Μεξικό ή την Κολομβία έχουν περισσότερη βία αντανακλώντας την επιρροή των καρτέλ ναρκωτικών στην καθημερινότητα. Αυτό, ας πούμε, δε συμβαίνει στα αστυνομικά από την Κούβα ή τουλάχιστον δε συμβαίνει στα δικά μου. Σε σε μένα κυριαρχεί η αίσθηση της χαμένης ουτοπίας, κάτι με το οποίο μπορούν να συνδεθούν και σε άλλα μέρη του κόσμου που την πίστεψαν επίσης».
Η αίσθηση των χαμένων ονείρων, της απογοήτευσης από την ανειλικρίνεια του επαναστατικού σοσιαλισμού, το κόνσεπτ της ουτοπίας είναι τα θέματα που διατρέχουν το έργο του Παδούρα. Αποκρυσταλλωθηκαν στο αριστούργημα του, το (όχι αστυνομικό αλλά) ιστορικό-πολιτικό Ο Άνθρωπος που Αγαπούσε τα Σκυλιά (εκδ. Καστανιώτη), ένα από τα σημαντικότερα έργα του 21ου αιώνα. Η περίπτωση του, σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους του doc, στρέφει το βέλος της κριτικής προς τα αριστερά. «Η θέση μου είναι διαφορετική σε σχέση με τους συγγραφείς από το Μεξικό, την Αργεντινή ή την Ουρουγουάη. Η δική μου πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο συγγραφέας όμως, ανεξάρτητα από τις γύρω συνθήκες, πρέπει να αποτελεί κάτι σαν την κριτική συνείδηση της κοινωνίας. Τα μυθιστορήματά μου μιλάνε λοιπόν για τον τρόπο που βλέπει η γενιά μου (σ.σ ο Παδούρα είναι 66 ετών) την εξέλιξη της Κούβας. Ο πρωταγωνιστής μου, ο Μάριο Κόντε, έχει την ηλικία μου και μου επιτρέπει να μεταφέρω μέσα από εκείνον τις δικές μου εμπειρίες. Για όσα ονειρευτήκαμε, για όσα μας υποσχέθηκαν, για όσα προσπαθήσαμε και στο τέλος δεν πραγματοποιήθηκαν, αφού η οικονομία δεν μπορούσε τελικά να τα υποστηρίξει. Μας υποσχέθηκαν μια κοινωνία με το μάξιμουμ δημοκρατίας κι ελευθερίας. Κι αυτό δε συνέβη ποτέ.
Όταν ήμουν φοιτητής, ο μοναδικός μας ορίζοντας ήταν μια κοινωνία σοσιαλιστική. Με όλα τα δικαιώματα περιφρουρημένα κι όλες τις δυνατότητες διαθέσιμες. Έτσι, ξεχωρίζαμε τον κόσμο ανάμεσα στις καλές σοσιαλιστικές χώρες και στις κακές καπιταλιστικές. Όμως δεν ξέραμε τι πραγματικά συνέβαινε σε αυτές τις χώρες το σοσιαλιστικού μπλοκ, τι καταπίεση κι αδικία υπήρχε. Αυτά που οδήγησαν τελικά στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τα μάθαμε μετά».
Ο Παδούρα αισθάνεται την ανάγκη για μια διευκρίνιση. «Επισημαίνοντας τα λάθη του σοσιαλισμού, σε καμία περίπτωση δεν υποδεικνύω τον καπιταλισμό ως την ιδανική λύση. Η μεγάλη διαφορά τους είναι ότι ο καπιταλισμός δεν υπόσχεται ισότητα. Αυτό που υπόσχεται είναι ανταγωνισμός και μια συνθήκη στην οποία θα τα καταφέρουν είτε οι πιο ικανοί είτε οι πιο κατεργάρηδες και διεφθαρμένοι. Αυτοί είναι οι κανόνες του καπιταλιστικού παιχνιδιού. Γι’ αυτό η κατάρρευση του σοσιαλισμού ήταν μια τραγωδία για τον ανθρωπισμό. Το ζήσατε και στην Ελλάδα, με την οικονομική κρίση.
Εγώ δεν έχω τη λύση. Είμαι ένας συγγραφέας, παρατηρητής της πραγματικότητας. Δεν είμαι πολιτικός, ούτε οικονομολόγος. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να βρούμε την ουτοπία που θα μας εμπνεύσει ξανά».
Πίσω στο λάτιν νουάρ και την πορεία του στον χρόνο. Ο Ανδρέας Αποστολίδης παρατηρεί ότι «…μπορεί να χωρίσει κανένας το background του σε δύο περιόδους: από τα 70s ως την αλλαγή του αιώνα είναι τα αυταρχικά καθεστώτα και η μετάβαση στη δημοκρατία, ενώ από το 2001 και μετά το φόντο είναι η οικονομική κρίση με αφετηρία φυσικά την Αργεντινή που αποτέλεσε προάγγελο κι όσων ζήσαμε και στην Ελλάδα». Η Κλαούντια Πινέιρο, συγγραφέας από την Αργεντινή λέει στο ντοκιμαντέρ: «Μας είχαν πει ότι αν είμαστε ήσυχοι, καλοί εργαζόμενοι με καλή συμπεριφορά, όλα θα πάνε καλά. Δεν πήγε τελικά έτσι». Ο σκηνοθέτης ξεχωρίζει από τα ταξίδια για τα γυρίσματα την αχανή Πόλη του Μεξικού («μόνο να αναλογιστεί κανείς τι χρειάζεται για τον ανεφοδιασμό μιας πόλης 25 εκατομμυρίων ανθρώπων – ένα χάος από φορτηγά, ουρές παντού, λαθρεμπόριο») και την πανέμορφη Αβάνα («έχει τη μελαγχολία μιας πόλης που καταρρέει, αλλά το χρώμα της, όμως, είναι κάτι μοναδικό, ας πούμε οι εικόνες των αυτοκινήτων της δεκαετίας του ’50 που με έναν ταχυδακτυλουργικό τρόπο παίρνουν ακόμα μπρος και κινούνται»).
Αφού όμως οι ιστορικές και πολιτικές καταβολές είναι κοινές, όπως επίσης το πάθος, η εξωστρέφεια, ακόμα κι ο μελοδραματισμός του Νότου, γιατί στη χώρα μας δεν άνθισε ένα αντίστοιχο «γκρικ νουάρ»; «Μην ξεχνάμε κάτι σημαντικό. Τη δεκαετία του ’60 υπήρξε το μπουμ της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας (Κορτάσαρ, Γιόσα, Μάρκες κι από πίσω τους φυσικά ο Μπόρχες) που έδωσε στους μεταγενέστερους μια πολύ μεγάλη ελευθερία στην αφήγηση. Οι αστυνομικοί συγγραφείς εκμεταλλεύτηκαν τον δρόμο που άνοιξε ο “μαγικός ρεαλισμός”, είτε τον ακολούθησαν (λίγοι) είτε πήγαν στην αντίθετη πορεία (περισσότεροι). Στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο για να πατήσουν οι συγγραφείς που θα διαμόρφωναν το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα».
Ποτέ δεν είναι αργά, βέβαια, για να μάθουμε και την ελληνική απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα: Η κοινωνία διαμορφώνει το έγκλημα ή το έγκλημα την κοινωνία;