ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΠΟΤΕ
Το κλείσιμο του ιστορικού κινηματογράφου OSCAR στα Κάτω Πατήσια σημαίνει την απώλεια ενός ακόμα αθηναϊκού τοπόσημου. Πόσα μπορούμε να χάσουμε ακόμα;
Είναι αυτή η δυσκολότερη περίοδος που έχουν περάσει οι κινηματογραφικές αίθουσες εδώ και δεκαετίες; Μάλλον ναι. Όπως μου είχε πει κάποτε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Λοκάρνο, «το σινεμά πάντα βρισκόταν υπό επίθεση», μιας και διαμέσου της ιστορίας του πάντα ερχόταν κάτι άλλο που φαινομενικά απειλούσε την εμπειρία της αίθουσας, από την τηλεόραση μέχρι τη βιντεοκασέτα.
Κάθε φορά αποδείχθηκε πως η νέα απειλή μπορούσε τελικά να συνυπάρξει με την αίθουσα. Η λέξη-κλειδί είναι «εμπειρία». Είναι διαφορετικές εμπειρίες.
Από την άλλη, μιας και ως γνωστόν τίποτα δεν κρατάει για πάντα εκτός από την καριέρα του Τομ Μπρέιντι, αξίζει να αναλογιστούμε αν αυτή τη φορά τα πράγματα είναι όντως διαφορετικά, είναι πιο σοβαρά, είναι πιο επικίνδυνα ως προς την επιβίωση της αίθουσας.
Η -οικονομική και όχι μόνο- προσβασιμότητα του streaming κι ο συνδυασμός με την Κρίση του ‘08 (που ειδικά όπως χτύπησε την Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα μια παρατεταμένη αποσύνθεση του οικονομικού, κοινωνικού και ταξικού ιστού εδώ και σχεδόν πια 15 χρόνια) ήταν ισχυροί παράγοντες ακόμα και πριν την πανδημία, η οποία χτυπά την αίθουσα δυσανάλογα περισσότερο από άλλους τομείς διασκέδασης.
ΣΙΝΕΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ
Το κλείσιμο του ιστορικού κινηματογράφου OSCAR στα Κάτω Πατήσια πριν λίγες μέρες φέρνει κι άλλη μια πτυχή σε όλα τα παραπάνω, που είναι εδώ και καιρό δεδομένα: Την τοπικότητα της κινηματογραφικής διασκέδασης. Η συγκεκριμένη αίθουσα αποτελεί απλώς ένα και μόνο παράδειγμα, αλλά από τον τρόπο που την αποχαιρέτησαν άνθρωποι στα social media και στα σάιτ όπου μεταδόθηκε η είδηση, ανασύροντας προσωπικές στιγμές, μιλώντας για το κλίμα, για τους ιδιοκτήτες κλπ, προκύπτει μια πολύ πιο συγκεκριμένη αγάπη και ένα σύνολο αναμνήσεων που μόνο μια αληθινά λόκαλ εμπειρία μπορεί να προσφέρει.
Διότι μεταξύ άλλων, και πολύ παραπάνω από απλώς επιχειρήσεις, τα σινεμά είναι και τοπικά ορόσημα. Είναι σημεία αναφοράς σε περιοχές, ειδικά όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο. Σημεία συνάντησης, σημεία ανάδειξης πολιτισμού. Όμως έρχονται κι αυτά αντιμέτωπα με ένα έτσι κι αλλιώς ευρύτερο σύμπτωμα της σύγχρονης ζωής, την σταδιακή απώλεια της αίσθησης τοπικότητας. (Και μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία που, ειρωνικά, το δικό μας σινεμά περνά μια θαυμάσια δημιουργική περίοδο και το κοινό πράγματι το αντιλαμβάνεται.)
Η απαξίωση της ζωής εκτός αστικών κέντρων, όσο και της ίδιας της έννοιας της «γειτονιάς», επιτελείται αργά και σταθερά εδώ και δεκαετίες, και η ιντερνετική οικονομία ενημέρωσης έχει οπωσδήποτε συμβάλλει σε αυτό: Τα τοπικά νέα είναι όλο και λιγότερο το ζητούμενο, όταν ο ανταγωνισμός και το πεδίο στο οποίο παίζεις είναι εν δυνάμει ο πλανήτης (ή έστω η χώρα). Η πανδημία υπήρξε και εδώ καταλύτης – η αίσθηση τόπου διαλύεται πλήρως όταν οι δρόμοι είναι άδειοι και ήσυχοι και το ψηφιακό μας παράθυρο στον κόσμο είναι όλο και περισσότερο το μοναδικό.
Το κύμα της Ιστορίας είναι όπως πάντα σαρωτικό κι εμείς εν τέλει απλώς θεατές, αλλά ακόμα και μέσα σε ένα τέτοιο, μια-φορά-στην-κάθε-γενιά αδιέξοδο, αξίζει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που θέλουμε από μια κινηματογραφική αίθουσα στο σήμερα. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, είναι δεδομένο πως η κυβέρνηση οφείλει να στηρίξει τον κλάδο του πολιτισμού αλλά είναι κι εξίσου δεδομένο πως δεν πρόκειται να το κάνει. Τοπικότερα, η αίσθηση κοινότητας είναι τεράστιας σημασίας και είναι κάτι που πρέπει να μην απολεσθεί- κι αυτό συμπεριλαμβάνει την προστασία οροσήμων, ανάμεσα στα οποία κι οι ιστορικές αίθουσες.
Οι οποίες αίθουσες θα πρέπει να πατήσουν ακριβώς στην ιδέα που επιστρέφουμε διαρκώς σε όλη αυτή τη συζήτηση: εμπειρία.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Το λέμε ξανά και ξανά, αλλά το «θέλω να δω μια ταινία» με το «θέλω να πάω σινεμά» είναι δύο διαφορετικά πράγματα, που συχνά -ειδικά παλιότερα- μπορεί να ταυτίζονταν αλλά όχι απαραιτήτως. Ούτε πρέπει ως κινηματογραφική κοινότητα να παραιτηθούμε μπροστά στην ιδέα πώς το ενεργό σινεφίλ κοινό είναι ένα -όλο και μικρότερο- σύνολο ανθρώπων που θα έρθουν, βρέξει-χιονίσει. Κάθε θεατής είναι εν δυνάμει ενεργός θεατής, ειδικά σε μια εποχή που περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ έχουν πρόσβαση στην ίδια ακριβώς διασκέδαση.
Μα ακριβώς επειδή η απλή ιδέα της θέασης μιας κάποιας οποιασδήποτε ταινίας σήμερα δεν αρκεί -για μια πλειάδα λόγων- η αίσθηση της εμπειρίας, του χαρακτήρα, της τοπικότητας, πρέπει να τονιστεί ακόμα περισσότερο. Η έξοδος για σινεμά είναι πρωτίστως έξοδος, και σε πόλεις του εξωτερικού συναντάμε αίθουσες που λειτουργούν ως εμπειρίες, διαφορετικών ειδών.
Σινεμά που λειτουργούν ως προορισμός ακόμα και ανεξαρτήτως προβολών, ως καφέ, ως εστιατόρια, ως χώροι συνάντησης, ακόμα και ως μικρά μαγαζιά για memorabilia – από βιβλία μέχρι αφίσες. Με το μπαρ να προσφέρει μενού κοκτέιλ στο πνεύμα και το ύφος της ταινίας που προβάλλεται. Ακόμα και με events που συνοδεύουν τις προβολές (αλλά όχι και απαραίτητα). Οι κινηματογραφικοί χώροι έχουν στα χέρια τους ένα όπλο που κανένας άλλος τρόπος θέασης ταινιών δεν διαθέτει: ακριβώς το ότι είναι φυσικοί χώροι.
Επιπλέον, το ίδιο το κινηματογραφικό περιεχόμενο στην ουσία του, μπορεί να κινηθεί εκεί ακριβώς που οι αλγόριθμοι στις μεγάλες πλατφόρμες και το χάος της ιντερνετικής πληροφορίας, τυφλώνονται: Στην πρόταση, το curation, την αίσθηση πως τα πάντα είναι διαλεγμένα και έχουν λόγο να συμβαίνουν. Κάθε ώρα της μέρας, αλλά και κάθε μέρα της εβδομάδας, λειτουργεί εντελώς διαφορετικά ως προς το τι ταινία στηρίζει. Οι ταινίες που λειτουργούν στη βραδινή ζώνη τις καθημερινές μπορεί να ταιριάζουν το απόγευμα τα Σάββατα. Ή και καθόλου. Κάποιες ταινίες είναι για Κυριακή μεσημέρι. Άλλες για αυστηρά μεταμεσονύκτιο πρόγραμμα. Άλλες φορές η επικαιρότητα δείχνει προς πιθανά αφιερώματα, ή προς σεζόν προβολών που δεν είναι απαραιτήτως αυστηρά δεμένες με τις τυπικές κυκλοφορίες «της εβδομάδας».
Όλα αυτά βρίσκονται πολύ μακριά από την σαφήνεια μιας παλιότερης αποστολής που έλεγε: ο θεατής θέλει να δει ταινία, άρα θα έρθει στην αίθουσα. Σήμερα τα πάντα είναι πιο δύσκολα και κυρίως είναι πιο περίπλοκα. Θα ήταν έτσι ακόμα και χωρίς την πανδημία – ή έστω, η διαδρομή προς αυτή την συνειδητοποίηση θα ήταν λιγότερο απότομη, σκοτεινή και επικίνδυνη.
«Έχουμε υπόψην μας τις προκλήσεις που θέτει η απρόβλεπτη πορεία της πανδημίας», δήλωναν πριν λίγες μέρες οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του Φεστιβάλ Βερολίνου, Μαριέτ Ρίσενμπεκ και Κάρλο Σατριάν, εξηγώντας την παράτολμη απόφαση να προχωρήσει κανονικά η διεξαγωγή της διοργάνωσης τον ερχόμενο μήνα. «Την ίδια στιγμή, πιστεύουμε πως η κουλτούρα παίζει δομικό ρόλο στην κοινωνία μας και δεν θέλουμε να χάσουμε αυτή την οπτική». Το μόνο σίγουρο, είναι πως αυτό ισχύει. Το μόνο σίγουρο, είναι πως δεν θα είναι εύκολο.