ΓΙΑΤΙ ΤΟ HOUSE OF GUCCI ΕΙΝΑΙ ΤΟ CAMP ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΣΕΖΟΝ
Όλοι μιλούν για την βασισμένη στην απίστευτη αληθινή ιστορία των Γκούτσι ταινία, με πρωταγωνιστές τους Lady Gaga, Άνταμ Ντράιβερ, Αλ Πατσίνο και Τζάρεντ Λίτο. Υπάρχει καλός λόγος που συμβαίνει αυτό.
«Δεν είναι λάθος, είναι επιλογή», ακούγεται στη διάρκεια μιας κομβικής σκηνής στην ταινία Ο Οίκος Gucci του Ρίντλεϊ Σκοτ, μια σχεδόν τρίωρη, camp αποχρώσεων εξιστόρηση της οικογενειακής σάγκα των Γκούτσι, γεμάτη δολοπλοκίες, παιχνίδια ισχύος, και θάνατο. Είναι πολύ συχνά στη διάρκεια αυτής της ταινίας που τα λάθη κι οι επιλογές μοιάζουν πράγματι, στοιχεία σχεδόν αναπόσταστα το ένα από το άλλο. Κάθε λάθος, μοιάζει με επιλογή. Κάθε επιλογή, με λάθος.
Κι όταν κάθε λάθος είναι επιλογή, τελικά με ένα διεστραμμένο τρόπο τα πάντα καταλήγουν να μοιάζουν σωστά. Οι προφορές. Οι ερμηνείες που μοιάζουν να προέρχονται από διαφορετικές ταινίες. Οι μονοδιάστατοι -σε βαθμό ξεφυλλίσματος ταμπλόιντ- χαρακτήρες. Ο Οίκος Gucci είναι παρά τα προβλήματά του, ή ίσως λόγω αυτών, μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες της σεζόν. Πώς είναι αυτό δυνατόν;
Η δράση ξεκινά με τον Μαουρίτσιο Γκούτσι ερμηνευμένο από τον Άνταμ Ντράιβερ, καθώς μια απειλητική, άγνωστη φωνή καλεί το όνομά του. Η σκηνή κόβει σε μαύρο τη στιγμή που όσοι γνωρίζουν την αληθινή ιστορία ξέρουν πολύ καλά τι πρόκειται να συμβεί και η ταινία μας πηγαίνει πίσω, στην αρχή, με τη ζωντάνια και το μπρίο ενός κλασικού «θα απορείτε πώς βρέθηκα εδώ!» στιγμιοτύπου.
Καθώς η ιστορία μεταφέρεται αρκετά χρόνια πίσω, αλλάζει ταυτόχρονα και οπτική γωνία. Για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ που ακολουθεί (αλλά όχι ολόκληρου, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικά αμπαλαντζάριστη αφήγηση), η ηρωίδα μέσα από τα μάτια της οποίας βλέπουμε την ιστορία είναι η Πατρίτσια της Lady Gaga, μια εκκολαπτόμενη Λαίδη Μάκβεθ που κλέβει κάθε χιλιοστό φιλμ στο οποίο εμφανίζεται. Η Gaga πέρα από φυσική και αδιαμφισβήτητη σταρ ξέρει -ενστικτωδώς ίσως- τι σημαίνει να γεμίζεις ερμηνευτικά την οθόνη. Έχει κάτι το ασυγκράτητο, στις κινήσεις του σώματός της, των χεριών της, των ματιών της. Το βλέμμα της διαρκώς παράγει ενέργεια και ως θεατής θες πάντα να το ακολουθείς, την ώρα που η ορμή της την οδηγεί (και εμάς μαζί) από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, μέσα από μια μεταμόρφωση και μια ιστορία απότομης ανόδου. Αν υπάρχει συνεκτικός ιστός στο φιλμ, είναι αυτή.
Η Πατρίτσια γνωρίζει τον Μαουρίτσιο Γκούτσι σε ένα πάρτυ, το μάτι της αστράφτει όταν ακούει το επίθετό του, το κορμί της ακτινοβολεί σεξουαλική ενέργεια γύρω του- μέχρι που ο μαγνητισμός τον τραβά πάνω της, σαν βαρύτητα. Ο Μαουρίτσιο, παιγμένος από τον Άνταμ Ντράιβερ σε μια από τις πιο συγκρατημένες -σχεδόν με τρόπο απρόσωπο- ερμηνείες της καριέρας του, είναι ένα κενό, είναι ένας άντρας που καθορίζεται -στην ταινία τουλάχιστον- περισσότερο από τα πράγματα που δεν θέλει να είναι, που δεν θέλει να ακολουθήσει, παρά από κάτι που αληθινά τον συγκινεί.
Μεταξύ τους δημιουργείται έτσι ένα δίπολο που παράγει διαρκώς φόρα, ανεξέλεγκτη. Η Πατρίτσια πάντοτε ορμά, ο Μαουρίτσια πάντοτε αδρανεί. Είναι νομοτελειακό πως θα έρθει αργά ή γρήγορα το σχίσμα και μαζί μια σύγκρουση, για μια Πατρίτσια που έχει φτάσει ήδη στα αστέρια. Σε αυτή τη διαδρομή δολοπλοκίας και ανόδου, οι πάντες είναι πιόνια. Κι έτσι γνωρίζουμε τα διάφορα μέλη της ευρύτερης οικογένειας Γκούτσι, σα να ήταν καθένας τους κι ένα διαφορετικό μάπετ.
Τον θείο Άλντο του Αλ Πατσίνο διαπερνά μια μελαγχολία και μια θλίψη όσο προχωρά η ταινία, ενώ ο πατέρας Ροδόλφο του Τζέρεμι Άιρονς έχει κάτι από το βρετανικό DNA των παλιομοδίτικων ταινιών εποχής, όταν διάσημοι βρετανοί ηθοποιοί έπαιζαν κάθε προέλευσης χαρακτήρες σε ταινίες εποχής με θεατρικό στόμφο. Για τον δε ανεπρόκοπο ξάδερφο Πάολο του Τζάρεντ Λίτο, τα λόγια περιττεύουν. Ο Λίτο φουσκώνει τον κατασκευασμένο στο δωμάτιο του μακιγιάζ ήρωά του με ήχους, ανάσες, βλέμματα και κινήσεις, σαν την πιο θλιμμένη, trashy κούκλα που βρήκες σκονισμένη στο πάνω ράφι κάποιου παιχνιδάδικου: αν την πιέσεις, μιλάει κιόλας! Δεν υπάρχει δευτερόλεπτο παρουσίας του στην ταινία που να μην κάνει κάτι αδιανόητο.
Κανείς από αυτούς τους χαρακτήρες δεν ψηλαφίζεται με ιδιαίτερη έμπνευση από το σενάριο των Μπέκι Τζόνστον (υποψήφια για Όσκαρ για τον Πρίγκιπα της Παλίρροιας) και Ρομπέρτο Μπεντιβένια. Τα θέλω τους είναι σχηματικά, οι διαταξικές αποστάσεις δεν μεταφράζονται σε τίποτα ουσιώδες και οι διαρκείς μεταβολές στις μεταξύ τους δυναμικές αποτυπώνονται μόνο ως εξελίξεις στην πλοκή. Αυτό λοιπόν που συμβαίνει με τις ερμηνείες είναι εντυπωσιακό: Αν κάτι τελικά διαχωρίζει όλο αυτό το συρφετό αντι-ηρώων μεταξύ τους, είναι το πώς είναι παιγμένοι. Κάθε ηθοποιός μοιάζει να έχει έρθει στο πλατώ του Οίκου Gucci από τα γυρίσματα κάποιας διαφορετικής ταινίας. Κι είναι τελικά ετούτη η μαεστρική κακοφωνία που ζωγραφίζει την εικόνα μιας δυναστείας υπό κατάρρευση, ενός λανιστερέικου όπου κανείς απολύτως δεν βρίσκεται σε αρμονία με τον άλλον.
Η κοινή γραμμή παραμένει από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή η αντιπάθεια του Ρίντλεϊ Σκοτ προς όλους του τους ήρωες. Φαίνεται στην ψυχρότητα (ή ίσως και αδιαφορία) με την οποία αντιμετωπίζει τα κίνητρά τους, ή στην μουντή παλέτα του Ντάριους Βόλσκι, ή ακόμα και σε λεπτομέρειες όπως τον εντελώς ειρωνικό τελευταίο αποχαιρετισμό στην Πατρίτσια («Η Πατρίτσια Ρετζιάνι…»). Έτσι κι αλλιώς διαχρονικά στο έργο του, από τα Άλιεν ως το Blade Runner ως την έξοχη πρόσφατη Τελευταία Μονομαχία συναντάμε μια γενικευμένη απέχθεια απέναντι στην άρχουσα τάξη, με όποιον πιθανό τρόπο κι αν αυτή εκφράζεται: Χρήματα, έλεγχος, πανίσχυρες πολυεθνικές, απολυταρχικά καθεστώτα. Ο Σκοτ δεν τρέφει καμία συμπάθεια απέναντι στους πρωταγωνιστές του, κι εκεί είναι που η απολύτως αυτή camp προσέγγισή του, επιτρέπει σε αυτή την ιστορία να κυλάει τόσο απολαυστικά παρά όλες τις ενδείξεις περί του αντιθέτου.
Οι έντονες προφορές, το «μόνο χιτάκια, όλη την ώρα» σάουντρακ, οι έτοιμες να γίνουν gifs αντιδράσεις της Gaga, η σχεδόν εγκληματική (και εγκληματικά απολαυστική) ερμηνεία του Λίτο, τα πάντα είναι camp. Το ότι η Σάλμα Χάγιεκ, στον άντρα της οποίας ανήκει σήμερα ο όμιλος Gucci, παίζει τη συνεργό της Πατρίτσια στην προσπάθειά της να αποκτήσει τον έλεγχο της Gucci, είναι camp.
Χάρη σε αυτές τις τονικές διακυμάνσεις και στο πώς είναι ερμηνευμένο από τους πάντες, το έργο καταλήγει σχεδόν εθιστικά παρακολουθήσιμο. Μοιάζει, με πολλούς τρόπους, σαν κάποιο κατασκεύασμα από τα ‘80s που βρέθηκε μπροστά μας σήμερα. Σαν ταινία που θα παιζόταν στην τηλεόραση κάθε τρεις εβδομάδες πνιγμένη στις διαφημίσεις ανά εικοσάλεπτο ή που θα νοικιάζαμε σε δύο βιντεοκασέτες γιατί δε θα χώραγε στη μία. Εκεί μάλιστα ίσως να λειτουργούσε και -ακόμα- καλύτερα, μιας και τα δύο μέρη του φιλμ μοιάζουν να ανήκουν κι αυτά σε διαφορετικά έργα.
Διότι είναι τόσο απόλυτος και αφοσιωμένος ο τρόπος με τον οποίο ο Σκοτ ακολουθεί την ιστορία και μόνο, σε βάρος κάθε είδους ανάπτυξης, απόχρωσης ή χαρακτήρων, που ποτέ δεν είναι ακριβώς ισορροπημένη. Ένα κομμάτι ανήκει στην Πατρίτσια και τις μηχανορραφίες της, ένα άλλο ανήκει στην μοίρα του Οίκου, με την Πατρίτσια απούσα.
Μια ιστορία όμως τελικά, είναι ο τρόπος με τον οποίο την λες. Ο Οίκος Gucci είναι σαν κάποιος να διαβάζει όλο αυτό το απίστευτο στόρι κάνοντας κοροϊδευτικές φωνές για κάθε χαρακτήρα-καρικατούρα, έχοντας κυνική διάθεση, σηκωμένο φρύδι, κι έναν καγχασμό κάθε φορά που τελειώνει μια πρόταση. Δε σταματά ούτε για μια σκηνή να είναι διασκεδαστικό, δίνοντάς του εγγυημένο μέλλον σε αέναες τηλεοπτικές επαναλήψεις.
Όπως γράφτηκε εύστοχα στο twitter, ο Οίκος Gucci είναι σα να πέφτεις από τις σκάλες αλλά να το κάνεις να φανεί σα να ήθελες να το κάνεις. Λάθος; Επιλογή; Κάποιες φορές είναι το ίδιο πράγμα.