ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΕΣ: ΤΟ “ΝΑΥΑΓΙΟ” ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Ο ποινικολόγος Παναγιώτης Μπαλακτάρης, γράφει στο Magazine για την αύξηση των γυναικοκτονιών και όσα θα πρέπει να γίνουν για να αμβλυνθεί το φαινόμενο και να σωθούν ζωές.
Το έγκλημα στην Άρτα είναι το τελευταίο των ολοένα και αυξανόμενων περιστατικών που σχετίζονται με ενδοοικογενειακή βία και στοιχίζουν ζωές, στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά, στο πρώτο οκτάμηνο του 2022 η αστυνομία αντιμετώπισε 5.410 περιπτώσεις που αφορούσαν δικογραφίες. Όχι μια τηλεφωνική καταγγελία.
Ο 29χρονος στην Άρτα πυροβόλησε την πρώην σύζυγο του (το διαζύγιο εκδόθηκε προ ολίγων ημερών) και τον πατέρα της που στεκόταν δίπλα της, όταν έσπευσε να την προφυλάξει στον τσακωμό που ξέσπασε κατά την επίσκεψη του κτηνοτρόφου στο πατρικό της γυναίκας.
Ο 75χρονος σωριάστηκε νεκρός, με τον δράστη να επιβιβάζεται στο αγροτικό του όχημα και να διαφεύγει. Οι έρευνες για τον εντοπισμό του συνεχίζονται. Αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού ήταν το παιδί του ζευγαριού.
Ο ποινικολόγος Παναγιώτης Μπαλακτάρης, γράφει στο Magazine για τα τραγικά περιστατικά με ανθρωποκτονίες, συνηθέστερα γυναικών “που τον τελευταίο καιρό έχουν πληθύνει“.
Το ναυάγιο της προληπτικής πολιτικής
“Συζυγοκτόνοι και συντροφοκτόνοι εκμεταλλεύονται τις αδράνειες ολόκληρου του συστήματος και διαπράττουν ειδεχθή εγκλήματα. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και πρωτίστως έντιμοι με τον εαυτό μας, οφείλουμε να συμφωνήσουμε στο ναυάγιο της προληπτικής πολιτικής -αν υπάρχει τέτοια.
Προσώρας, το οργανωμένο κράτος, η συντεταγμένη Πολιτεία και οι Αρχές της έχουν αποτύχει οικτρά να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Οι νεοϊδρυθείσες αστυνομικές υπηρεσίες Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας είναι υποστελεχωμένες και δεν αρκούν για την πρόληψη αυτών των αξιόποινων πράξεων.
Οι εισαγγελικές αρχές, από την άλλη, λόγω και του φόρτου εργασίας, αδυνατούν να περιορίσουν το υπαρκτό πρόβλημα και η αρμοδιότητα των δικαστών διεκδικείται όταν στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι πολύ αργά“.
Η παθογένεια της οικογένειας
“Αν επιμερίζαμε τις παθογένειες μόνο στο κρατικό σύστημα, θα κλείναμε τα μάτια σ’ ένα διαφορετικό αλλά εξίσου κρίσιμο περιβάλλον, το οικογενειακό. Στους κόλπους αυτού αναφύονται τα πρώτα σημάδια κακοποιητικής συμπεριφοράς, εντός του εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού. Εκεί εκδηλώνονται οι πρώτες πράξεις βίας, οι οποίες καταλήγουν συχνά σε ύστατη μάχη του θύματος για τη ζωή του.
Και στην οικογενειακή κοινότητα οι προ-αυτουργοί είναι πολλοί.
Οι γονείς της γυναίκας, οι οποίοι τρέμουν στο άκουσμα του διαζυγίου του παιδιού τους∙ τα αδέλφια της, τα οποία δεν παύουν να προσπαθούν να καταλαγιάσουν τον θυμό που υπάρχει ανάμεσα στο ζευγάρι∙ τα τέκνα, τα οποία παθητικά δέχονται την υφιστάμενη κατάσταση -πολλάκις, αναγκαστικά, αφού τυγχάνουν ακόμη ανήλικα∙ γνωστοί, φίλοι και συγγενείς του ζεύγους, οι οποίοι ακολουθούν μια δοκιμασμένη εγκληματική συνταγή που συνοψίζεται στη φράση «βλέπε, άκου, μη μιλάς!».
Οι δύο βασικοί πυλώνες, λοιπόν, στους οποίους θα μπορούσε να απευθυνθεί μια γυναίκα, όσο προλαβαίνει, είτε αδυνατούν να ενεργήσουν είτε ενεργούν κατόπιν εορτής. Και είναι γνωστό -και απολύτως ανθρώπινο, θα μου επιτραπεί να προσθέσω- ένα θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς να αισθάνεται αδύναμο να αντιδράσει και να απομακρυνθεί από τον άθλιο δράστη, με δεδομένη την ανικανότητα ουσιαστικής στήριξής της από τις Αρχές και το στενό οικογενειακό περιβάλλον.
Νοιώθει ότι, αν αποκοπεί από την επώδυνη πραγματικότητα που βιώνει, θα βουτήξει σε παντελώς αχαρτογράφητα για εκείνη νερά, με αποτέλεσμα πάντα την οριακή στιγμή να διστάζει να διαρρήξει την επαφή της με τον πόνο.
Κάπως έτσι προτιμά να παραμείνει στη συζυγική εστία ή στη συντροφική σχέση, απωθώντας στο βάθος του μυαλού της το ορατό ενδεχόμενο του θανάτου της“.
Και μετά την καταγγελία, τι;
“Από το κενό αυτό σημείο των συγκλινουσών υποχρεώσεων -θεσμικών για το κράτος, ηθικών και νομικών για τους οικείους του θύματος-, από τη μαύρη τρύπα των ενεργειών, αρδεύεται το «ελεύθερο» του μετέπειτα φονιά να πραγματοποιεί το σχέδιό του. Εκεί όπου αδρανούν όσοι θα έπρεπε να ενεργήσουν, βρίσκει την ευκαιρία ο δράστης να ενεργήσει, ενώ θα έπρεπε να είναι αδρανοποιημένος.
Οι Αρχές δεν λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα ακύρωσης του σκοπού του, η οικογένεια θεωρεί αδιανόητη εξέλιξη το έγκλημα, και όλα τα ανωτέρω οδηγούν στο σημείο μηδέν για τη ζωή της γυναίκας.
Τείνουμε, πλέον, να πορευόμαστε με τη σκέψη «καλύτερα πρόωρη καταγγελία στις Αρχές, παρά όψιμος θρήνος». Όμως και η καταγγελία οφείλει να αφορά πραγματικά περιστατικά και να μην είναι ψευδής και μέσο άσκησης πίεσης για άλλους σκοπούς, όπως κάποιες φορές συμβαίνει. Οι έγκαιρες και έγκυρες, δηλαδή ακριβείς, καταγγελίες μπορεί κυριολεκτικά να σώσουν μια ζωή. Και ζωή που θα μπορούσε να σωθεί, αλλά χάθηκε άδικα, είναι ζωή αδικαίωτη.
Είναι ανάγκη οι καταγγελίες πρώτον να βρίσκουν ευήκοα ώτα και δεύτερον να μεταβάλλονται σε ασπίδα για το θύμα. Διότι, στην αντίθετη περίπτωση, οπλίζουν με περισσό μίσος τον δράστη και χωρίς να υπάρχει κάποιος να τον σταματήσει.
Είχα την τιμή να εκπροσωπήσω κατηγορούμενο που αμύνθηκε υπέρ της θείας του, την οποία κακοποιούσε ο σύζυγός της. Ο τελευταίος καταδικάστηκε από το Αυτόφωρο Δικαστήριο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος χωρίς περιοριστικούς όρους μη προσέγγισης του θύματος. Εν συνεχεία, κλήθηκε η Αστυνομία, της οποίας η παρουσία δεν απέφερε αποτέλεσμα“.
Ποια μπορεί να είναι η λύση
“Καθίσταται σκόπιμη η συγκρότηση μιας αποτελεσματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, η οποία θα αποτελείται και από δικαστές και από εισαγγελείς και από ψυχολόγους και από νομικούς και από αστυνομικούς. Μιας Υπηρεσίας που θα επιτύχει εκεί, όπου όλα τα άλλα μέτρα έχουν αποτύχει με κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Η σύμπηξη αυτής της Υπηρεσίας καθώς επίσης και οι αρμοδιότητές της είναι απαραίτητο να διέπονται από απλότητα και σαφήνεια. Οι στόχοι της να είναι συγκεκριμένοι.
Η πρόταση αυτή είναι ευχερώς πραγματοποιήσιμη και μάλιστα με πολλές πιθανότητες ευστοχίας, αρκεί οι υπεύθυνοι να ενδιαφέρονται γνήσια για την προστασία των γυναικών και όχι για αλλότρια συμφέροντα.
Ο νόμος 3500/2006, όπως ισχύει σήμερα, αποτελεί το βασικό νομικό οπλοστάσιο έναντι κάθε επίδοξου δράστη ενδοοικογενειακής βίας.
Οι ποινές που προβλέπει για τους αυτουργούς τέλεσης πράξεων ενδοοικογενειακής βίας -σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του θύματος-κυμαίνονται, αναλόγως των περιστάσεων του εγκλήματος, από φυλάκιση ενός έτους έως και κάθειρξη δεκαπέντε ετών.
Πλέον των αυστηρών ποινών, ο νόμος επιφυλάσσει τιμωρία και για όποιον «σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειας του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης».
Η σημαντικότερη ίσως διάταξη του νόμου 3500/2006 είναι εκείνη του άρθρου 18, που αφορά την επιβολή περιοριστικών μέτρων στον δράστη.
Συγκεκριμένα, επιβάλλονται κατά του δράστη τέλεσης πράξης ενδοοικογενειακής βίας «από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας».
Το ζητούμενο που τίθεται σε κάθε περίπτωση είναι αρχικώς να επιβληθούν περιοριστικοί όροι και ύστερα να διασφαλισθεί η εφαρμογή τους. Αυτό είναι και το δυσχερέστερο τμήμα του νόμου, καθώς αποτελεί και στοίχημα για την έννομη τάξη.
Στο άρθρο 21 του νόμου κατοχυρώνεται και η αρωγή των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.
Ειδικότερα, «1. Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δικαιούνται ηθικής συμπαράστασης και της αναγκαίας υλικής συνδρομής από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που λειτουργούν ειδικά για τους σκοπούς αυτούς υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης» και
«2. Οι αστυνομικές αρχές που επιλαμβάνονται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί αμέσως η απαραίτητη, κατά περίπτωση, αρωγή.»
Μάλιστα, ακόμη και αν το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας αδυνατεί να εξεύρει τα αναγκαία χρήματα για την κάλυψη των δικαστικών του δαπανών για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ο νόμος, στο άρθρο 22, μεριμνά και γι’ αυτό: με μόνη την απόδειξη του περιστατικού βίας, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας. Δηλαδή, δικαιούνται νομικής βοήθειας από το κράτος.
Ο χρόνος καλπάζει και οι ανθρωποκτονίες γυναικών δεν αποτρέπονται. Οφείλουμε ως κοινωνία να διατρανώσουμε εμπράκτως ένα εκκωφαντικό «ΩΣ ΕΔΩ!»