ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΣΟΥΡΗΣ: “EΙΜΑΣΤΕ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΕΣ, ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΠΕΦΤΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ”
Ο ηθοποιός μιλά στο Magazine με αφορμή τη νέα του παράσταση "Μακριά από Παιδιά" που παρουσιάζεται στο Θέατρο Ιλίσια Βολανάκης.
Έζησε την παιδική και την εφηβική του ηλικία στην Κύπρο, αλλά έφυγε αρκετά νωρίς στα 17μισι χρόνια του. Τα τελευταία 18 χρόνια είναι εδώ, στην Ελλάδα. Ο ίδιος λέει πως τα χρόνια αυτά είναι τα χρόνια που τον διαμόρφωσαν. Εδώ έκανε τα πράγματα τα οποία ονειρευόταν και σήμερα νιώθει πιο πολύ Αθηναίος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αγαπάει τον τόπο του.
Ο λόγος για τον Γιωργή Τσουρή, έναν πολυτάλαντο ηθοποιό, συγγραφέα και μουσικό, πυξίδα του οποίου είναι το θέατρο και μόνο. Το 2020 τιμήθηκε για τον ρόλο του στα «170 τετραγωνικά (Moonwalk)», ένα έργο που έγραψε ο ίδιος και γνωρίζει τεράστια επιτυχία μέχρι και σήμερα.
Συναντηθήκαμε εν μέσω προβών του νέου του έρχου, «Μακριά από παιδιά», που παρουσιάζεται στο θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης και υπόσχεται, συγκίνηση, γέλιο, αγωνία και υψηλές εντάσεις. Είναι πολύ χαρούμενος για το νέο αυτό έργο, το πιο προσωπικό του, όπως εξομολογήθηκε από την τριλογία που συνιστά μαζί με τα «170 τετραγωνικά» και τον «Χαρτοπόλεμο».
Η συζήτησή μας κύλησε πολύ ευχάριστα, καθώς ο Γιωργής είναι ένας άνθρωπος με ιδιαίτερο βάθος και ευφυία. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα το χιούμορ του. Με αυτό ουκ ολίγες φορές δυναμίτισε την κουβέντα μας που τα είχε όλα.
Ερωτευμένος με την Αθήνα, την ποίηση και το θέατρο
Πώς, λοιπόν, αγάπησες την Ελλάδα;
Από πολύ μικρός, επτά χρόνων σχεδόν, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, είπα πως θέλω να ζήσω σε αυτή την πόλη. Ερχόμασταν με τον πατέρα μου κάθε καλοκαίρι αρκετές μέρες στην Ελλάδα, καθώς είναι συνάδελφος ηθοποιός και συνεργαζόταν με το Κρατικό Θέατρο της Κύπρου πολλά χρόνια. Μέχρι και τη χρονιά που τελείωσα τη σχολή, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ) ερχόταν κάθε καλοκαίρι και έκανε περιοδεία στην Ελλάδα και στάση βέβαια στην Επίδαυρο. Οπότε αυτό το μαγικό επταήμερο της Επιδαύρου, σαν ηθοποιός το έχω ζήσει εννιά φορές και σαν παιδί άλλες 15. Ήταν πολύ όμορφα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, γι’ αυτό και τα μέρη αυτά έγιναν κομμάτι της παιδικής μου μυθολογίας. Ήθελα να ζήσω στην Αθήνα συγκεκριμένα. Και, ξέρεις, όταν είχα πρωτοέρθει Αθήνα τη δεκαετία του ΄90, δεν ήταν η Αθήνα που ξέρουμε σήμερα. Ήταν πολύ χειρότερη όταν εγώ την ερωτεύτηκα.
Το μαγικό επταήμερο της Επιδαύρου, σαν ηθοποιός το έχω ζήσει εννιά φορές και σαν παιδί άλλες 15.
Όταν τελικά μετακόμισα όντως εδώ, βρήκα μια πόλη μετά την Ολυμπιάδα, η οποία ήταν αναβαθμισμένη με πολλούς τρόπους. Είχαν πεζοδρομηθεί πολλά μέρη, είχαν γίνει πολλά έργα υποδομής. Αυτή τη στιγμή έχω μετακομίσει στη Νέα Σμύρνη εδώ και 5 χρόνια και δηλώνω και Νεοσμυρνιώτης.
Εδώ πέρασες ταυτόχρονα στη Φιλοσοφική και στο Εθνικό Θέατρο έτσι;
Ναι και τις τελείωσα περίπου μαζί, γύρω στο 2008- 2009. Τελείωσα τη Φιλολογία με κατεύθυνση τη Νεοελληνική Λογοτεχνία και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αγαπάω πολύ τα αρχαία κείμενα της τραγωδίας και της κωμωδίας και έχω έρωτα με τη νεοελληνική ποίηση. Με κάποιους από τους ποιητές μας έχω κυριολεκτικά εμμονή. Ξέρω τα πάντα. Ακόμη και τον τελευταίο στίχο.
Αγαπημένοι ποιητές;
Δεν θα πρωτοτυπήσω καθόλου. Μου αρέσουν οι κορυφαίοι. Λατρεύω τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη. Ο Σολωμός είναι ο Ιησούς Χριστός της νεοελληνικής μας ποίησης. Είναι το ηλιακό σύστημα γύρω από το οποίο διαμορφώθηκε μια ολόκληρη συνθήκη για τους νέους ποιητές, να βγουν και να κάνουν κάτι καινούργιο. Ο Σολωμός λέει αυτό το σπουδαίο, το οποίο θα τολμήσω να πω ότι αυτός είναι ο στόχος και των έργων που γράφω και των παραστάσεων που φτιάχνουμε “Πως μπορείς να δημιουργήσεις μεγάλες στιγμές με απλά υλικά”. Είναι από τους ελάχιστους της εποχής του που έκανε σινεμά στην ποίηση. Ο τρόπος που αλλάζει οπτική γωνία, ο τρόπος που μεταφέρει τις εικόνες, ο τρόπος που πηγαίνει από τη μια χρονικότητα στην άλλη είναι σαν να είχε σπουδάσει την αφηγηματολογία του σήμερα.
Το ξέρω ότι μπορεί να φαίνεται λίγο υπερφίαλο ή και αυτάρεσκο, να βλέπεις σε ένα δελτίο Τύπου ότι ο ίδιος τύπος έφτιαξε τη μουσική, το βίντεο, ήταν βοηθός σκηνοθέτη, παίζει κιόλας και έγραψε και το έργο και επεξεργάστηκε και το κείμενο και «ψήνει και καφέ»! Ναι, είναι συγκεντρωτικό στην επιφάνεια του, στο βάθος του δεν είναι καθόλου.
Αγαπάω πάρα πολύ τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όλο τον κόσμο που φέρνει στο χαρτί. Αν κάποιος διαβάσει τον Μεγάλο Ανατολικό, θα δει ότι υπάρχουν τόσες λεπτομέρειες σε αυτό το πολύτομο και μεγαλόπνοο έργο, που αντιστοιχεί λίγο πολύ σε έναν κόσμο, όπως αυτός του Χάρι Πότερ ή του Game of Thrones. Ο άνθρωπος αυτός ήθελε ποιητικά να ανακατασκευάσει έναν ολόκληρο πλανήτη. Και το έκανε με την ελληνική γλώσσα. Και την αποθέωσε. Είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο ο Εμπειρίκος.
Οπότε λάτρης της ποίησης, του θεάτρου, αλλά και της συγγραφής;
Το θέατρο ήταν εξαρχής η πυξίδα μου. Μέσω αυτού γνώρισα και αγάπησα την ποίηση, αγάπησα τη λογοτεχνία. Το θεατρικό κείμενο ήταν η πρώτη ύλη που έλαβα από παιδάκι, σε αυτό είναι εγκιβωτισμένες όλες οι μορφές της τέχνης. Στο θέατρο αγάπησα και τη μουσική που ακολούθησα μετά και σπούδασα κλαρινέτο, πιάνο και τραγούδι. Φαντάσου πως στο 2008/09 είχα κλείσει όλους μου τους κύκλους -μουσική, φιλολογία και θέατρο. Και κάπως μετά από μια δωδεκαετία που ήμουν κατά βάση στο Εθνικό Θέατρο -όταν είχα παίξει σε καμιά εικοσαριά παραγωγές σε όλες του τις σκηνές και στην Επίδαυρο- ξεκίνησα παράλληλα να κάνω τις δικές μου δουλειές. Eίχα ανάγκη να μπορέσω να χωρέσω σε ένα καλάθι ό,τι μπορώ εγώ να φέρω σαν καλλιτεχνική έκφραση. Το βασικό μου επάγγελμά παραμένει φυσικά ηθοποιός. Ούτε συγγραφέας, ούτε συνθέτης, ούτε τραγουδοποιός ούτε τίποτα από όλα τα υπόλοιπα. Αύριο μεθαύριο μπορεί να πάω και πάλι σε μια ακρόαση και να διεκδικήσω έναν ρόλο.
Απλώς παράλληλα μ’ αυτό, έχει ανοίξει μια πορεία που μου επιτρέπει να συνυπάρχω με έναν πυρήνα ανθρώπων που με εμπιστεύονται και τους εμπιστεύομαι πολύ και έχουμε πια μια θεατρική οικογένεια που τρέχουμε μαζί δουλειές, οι οποίες έχουν ένα στίγμα κοινό και μου επιτρέπουν να βάζω σε μια παράσταση όλα μου τα “θέλω” και όλα μου τα “μπορώ”.
Το ξέρω ότι μπορεί να φαίνεται λίγο υπερφίαλο ή και αυτάρεσκο, να βλέπεις σε ένα δελτίο Τύπου ότι ο ίδιος τύπος έφτιαξε τη μουσική, το βίντεο, ήταν βοηθός σκηνοθέτη, παίζει κιόλας και έγραψε και το έργο και επεξεργάστηκε και το κείμενο και «ψήνει και καφέ»! Ναι, είναι συγκεντρωτικό στην επιφάνεια του, στο βάθος του δεν είναι καθόλου. Διότι επί της ουσίας ο τρόπος που δουλεύουμε είναι πολύ ανοιχτός. Στην πρόβα μπλέκονται τόσο αδιάκριτα -με την καλή έννοια- οι ρόλοι και ο καθένας έχει την ελευθερία να φέρνει στο τραπέζι το καλύτερο που έχει.
Πάντα στη φόρμα του ρεαλισμού
Με τον Γιώργο Παλούμπη τι σας κρατά τόσο κοντά; Σκηνοθετεί όλες τις δουλειές σου
Μια πολύ καλή συνθήκη συνεργασίας, ακριβώς διότι δεν φοράει κανείς μας «ψηλά καπέλα». Κανείς δεν είναι μέγας φωστήρας, ούτε ο Γιώργος υποδύεται τον μεγάλο γκουρού της σκηνοθεσίας, ούτε εγώ τον μεγάλο γκουρού της συγγραφής. Συναντιόμαστε και φτιάχνουμε μαζί πράγματα και ουσιαστικά αυτό που κάνουμε είναι ότι έχουμε στόχο να πούμε μια ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Βέβαια, πριν φτάσουμε στην πρόβα υπάρχει μια άλλη διαδικασία. Στα έργα που γράφουμε οι ίδιοι, η διαδικασία μπορεί να είναι διετής και τριετής. Το ταξίδι του “Χαρτοπόλεμου” που φτιάξαμε με τον μακαρίτη τον Βαγγέλη τον Ρωμνιό, ο οποίος έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή και ο οποίος ήταν συγγραφέας του, διήρκεσε τεσσεράμισι χρόνια. Το έργο αυτό ήταν το σπίτι του, ήταν ο «Γυάλινος κόσμος» του.
Το ταξίδι αυτό του καινούριου έργου είναι δύσκολο και επώδυνο σε όλα του τα στάδια, γι’ αυτό και αν πετύχει τελικά η λύτρωση είναι τεράστια.
Παίζετε στη φόρμα του ρεαλισμού, αυτό σας έχει καθιερώσει…
Ναι, παίζουμε σε αυτή τη φόρμα και προσπαθούμε στο πλαίσιο αυτό της αληθοφάνειας να εντάξουμε και είδη που έχουν διαφορετικές θεατρικές καταβολές. Προσωπικά είμαι παιδί της κωμωδίας, και το αποδέχομαι με χαρά όταν όποιος με χαρακτηρίζει κωμικό ηθοποιό, παρότι θεωρώ αδόκιμη πλέον την διάκριση ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα. Οι σπουδαίοι δάσκαλοι της δραματουργίας δεν την αγάπησαν ποτέ τη διάκριση αυτή. Ο Τσέχωφ για παράδειγμα, ακόμα και ο Ευριπίδης πολύ παλαιότερα την είχαν ήδη ξεπεράσει μέσα από το έργο τους.
Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε σε αυτή την τριλογία “Χαρτοπόλεμος”, “170 τετραγωνικά”, “Μακριά από παιδιά” είναι να εξερευνήσουμε σε ποια άκρα μία φαρσική σεκάνς ή μία πιο θριλερική ή μια σκηνή πιο κοντά στη μαύρη κωμωδία μπορεί να ενταχθεί σε ένα συγκείμενο αληθοφάνειας και να αντέξει. Ο ρόλος που κάνω στα “170 τετραγωνικά” για παράδειγμα είναι στα όρια μιας μολιερικής λογικής, αλλά είναι δοσμένος με τρόπο που να μπορεί κάποιος να ταυτιστεί με αυτόν και να τον δει σαν κάτι αληθινό.
Είναι και οι δύο όψεις της ζωής αυτές… Αν δεις από άλλη οπτική το τραγικό, γελάς…
Ναι, σκέψου αυτό το χοντρό γέλιο που ρίχνουμε στις κηδείες, το απεγνωσμένο. Το χιούμορ στις κηδείες είναι ουσιαστικά το καταφύγιο της απελπισίας. Προσπαθούμε στις παραστάσεις μας να αποφύγουμε την σκηνική «πλάκα» και να πάμε στο πραγματικό χιούμορ που λυτρώνει και που έχει πάντα τη φωτεινή του και τη σκοτεινή του πλευρά ταυτόχρονα.
Στα έργα μας επικρατεί η πιο σκοτεινή πλευρά σίγουρα. Ωστόσο, μας ξαφνιάζει το πόσο το κοινό έχει ανάγκη να πάρει μία ανάσα του γέλιου μέσα στο κλάμα.
Ξέρω, ότι κάθε βράδυ η παράσταση είναι ένα διαφορετικό προϊόν και αυτό είναι λογικό. Δεν έχουν δει όλοι την ίδια παράσταση. Και αυτό εμένα μου αρέσει. Μου αρέσει, γιατί μου ανανεώνει το κίνητρο διαρκώς.
Όπως μας έλεγε στη σχολή ένας πολύτιμος δάσκαλος που είχα στο Εθνικό Θέατρο, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, η ενόρμηση, το κλάμα και το γέλιο είναι στη βάση τους το ίδιο πράγμα. Και αυτό μετά το είδα στα παιδιά μου, που είναι μωρά ακόμη. Είδα πόσο εύκολα γλιστρούν από το γέλιο στο κλάμα. Το γέλιο και το κλάμα είναι απλά ένα συναίσθημα που ξεχειλίζει. Άμα παρατηρήσουμε το σώμα μας, κάνει περίπου ακόμη και την ίδια σύσπαση.
Επειδή συχνά λαμβάνω την ερώτηση “ποια είναι η επιτυχία αυτών των έργων”, νομίζω ότι το βασικό συστατικό της επιτυχίας είναι να λες καλά μια ιστορία. Αυτό όμως που εισπράττουμε πολύ συχνά από το κοινό σαν κομπλιμέντο είναι ότι «εκεί που θέλαμε να γελάσουμε, συγκινούμασταν και το ανάποδο». Ε, όταν αυτό πετυχαίνει, έχεις μαζί σου το κοινό. Και το χρειάζεσαι μαζί σου.
Το θέμα είναι πώς πετυχαίνει αυτό κάθε βράδυ;
Δύσκολα, ας πούμε και την αλήθεια. Κάποιες φορές κι εγώ διαβάζω από θεατές αποθεωτικά σχόλια και βλέπω και κάποια άλλα, πιο αμήχανα. Ξέρω, ότι κάθε βράδυ η παράσταση είναι ένα διαφορετικό προϊόν και αυτό είναι λογικό. Δεν έχουν δει όλοι την ίδια παράσταση. Και αυτό εμένα μου αρέσει. Μου αρέσει, γιατί μου ανανεώνει το κίνητρο διαρκώς. Όπως το αεροπλάνο υπόσχεται είτε προσγείωση είτε συντριβή, έτσι και εμείς οι ηθοποιοί είμαστε λίγο σαν τους αλεξιπτωτιστές. Κάθε βράδυ – αν είμαστε τίμιοι- δημιουργούμε κάτι καινούργιο και φρέσκο, πέφτουμε ξανά στο κενό, και αυτό το αγαπάω πολύ σαν συνθήκη. Και αυτή η συνθήκη απαιτεί μία τρέλα και μια εμμονή. Το να εμμένεις κάθε βράδυ να κάνεις το καλύτερο σου παιχνίδι, να δώσεις στο κοινό την καλύτερή σου θεατρική στιγμή, είναι κάτι δύσκολο και πανέμορφο…
Μακριά από παιδιά τώρα…
Το καινούριο αυτό έργο είναι ίσως το πιο προσωπικό για μένα. Γεννήθηκε μέσα σε μια συνθήκη όπου με πέτυχε στο πέρασμα από την καθαρή ταυτότητα του να είμαι γιος στο να γίνω πατέρας. Έχει μέσα τις φοβίες μου, τις ελπίδες μου και τον παρόντα φόβο μου ότι μπορεί να μην οδηγώ σωστά το σκάφος του κράτους μου, το σκάφος της ζωής μου. Στο κέντρο του έργου βρίσκεται ένας χαρακτήρας με τον οποίο μοιράζομαι πάρα πολλά πράγματα τα οποία θα κληθώ να ενσαρκώσω. Δεν το προτείνω σε κανέναν να το κάνει αυτό. Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι δε θα επιλέξω να το ξανακάνω.
Το καινούριο αυτό έργο είναι ίσως το πιο προσωπικό για μένα. Γεννήθηκε μέσα σε μια συνθήκη όπου με πέτυχε στο πέρασμα από την καθαρή ταυτότητα του να είμαι γιος στο να γίνω πατέρας.
Στην υπόθεση του έργου είμαι ο σύζυγος που μετακομίζει με τη γυναίκα του σε ένα νέο σπίτι. Τα πρόσωπα του έργου συμπληρώνουν ο ξάδερφός μου, η μητέρα μου και ένας επισκέπτης. Και στα τρία έργα της τριλογίας, υπάρχουν πέντε πρόσωπα, τρεις πράξεις και ένας επισκέπτης που έρχεται για να ανατρέψει τις ισορροπίες.
Το έργο αυτό έχει μια θεματολογία που αγγίζει ένα θέμα πιο κοινωνικό. Δεν μπορώ να το αναφέρω χωρίς να κάνω σπόιλερ στο έργο, αλλά βλέπουμε τη συνθήκη μιας οικογένειας μετά από μια μεγάλη απώλεια, τη διαχείρισή της και όλα τα πράγματα που έρχονται στην επιφάνεια. Ουσιαστικά έχουμε έναν χαρακτήρα κεντρικό, ο οποίος ως άλλος “Λοπάχιν” στον Βυσσινόκηπο, έχει ένα υστέρημα που πρέπει να καλύψει. Έχει δώσει μία στρεβλή υπόσχεση επιτυχίας και αυτοεκπλήρωσης στον εαυτό του, που τον κάνει να διεκδικεί με μανία πράγματα επί της ουσίας ασήμαντα και δεν βλέπει τα πιο σπουδαία πράγματα που είναι μπροστά στα μάτια του και κινδυνεύει να τα χάσει.
Πολύ κλασικό το σχήμα. Όλα μας τα σχήματα είναι κλασικά. Αυτό που αξιώνουμε είναι ο τρόπος της διαχείρισης της θεματολογίας να είναι διαφορετικός, να φέρνει κάτι καινούργιο στο τραπέζι της νεοελληνικής δραματουργίας.
Ποιο είναι αυτό το καινούργιο;
Εμείς επιχειρούμε να διατυπώσουμε την κάθε ιστορία στην Ελλάδα του σήμερα με ρεαλισμό, αγωνία και πονεμένο χιούμορ. Γι’ αυτό χαρακτήρισα το έργο ΄”κωμωδία που πονάει”. Είναι ο υπότιτλος που έβαλα στο έργο. Ελπίζω ότι ο τρόπος της θεατρικής μας αφήγησης θα επιτρέψει στον κόσμο να δει ξανά μία ιστορία από την κλειδαρότρυπα σε ένα σπίτι στο οποίο γίνονται πράγματα μοιραία, εκείνη τη μέρα που τους “πετυχαίνει” το έργο μας.
Άρα μιλάμε πάντα για ένα οικογενειακό πλαίσιο…
“Πατρική εστία. Οικογένεια στην Ελλάδα του σήμερα”: αυτή είναι η κοινή δραματουργική ομπρέλα αυτών των τριών έργων. Το τρίτο έργο δεν είναι ίσως το πιο οδυνηρό, αλλά ενδεχομένως και το πιο αστείο.
Γιατί πατρική εστία;
Διότι ο πατέρας και στα τρία έργα είναι μια πολύ βαριά σκιά που δεν εμφανίζεται ποτέ. Άλλωστε δε λέμε ποτέ μητρική εστία, λέμε μητέρα πατρίδα, αλλά λέμε πατρική εστία για κάποιο λόγο όταν μιλάμε. Αυτή είναι η δομή της κοινωνίας μας. Δεν είναι κακό να την θυμόμαστε και δε γίνεται να κάνουμε ότι δε συμβαίνει. Έχουμε ακόμα πατριαρχία. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Από γιος πατέρας και ο ίδιος…
Οι δύο αυτές ταυτότητες δεν έχουν βρει την ειρήνη τους μέσα μου. Ακόμα παλεύω με την ανάγκη μου να απευθυνθώ ως αδύναμος σε κάποιον και από την άλλη να παρέχω εγώ τη δική μου ασφάλεια στα νέα πλάσματα- τα παιδιά μου- που ήρθαν στον κόσμο. Είναι πολύ ιδιαίτερο πράγμα η οικογένεια. Γιατί κακά τα ψέματα, όσο και να λέμε ότι φθίνει σαν θεσμός, οι πρώτοι άνθρωποι που συναντάμε στη ζωή μας είναι οι γονείς μας. Αυτοί καθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το ποιοι είμαστε και το πώς πορευόμαστε. Το πόσο μπορούμε εμείς να εντοπίσουμε και να καταλάβουμε τα μοτίβα και να απορρίψουμε τα αρνητικά, για να ζήσουμε στην πορεία πιο ελεύθεροι είναι ένα ταξίδι δικό μας. Βέβαια… δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι ελάχιστα πράγματα προλαβαίνουμε να μάθουμε για τον εαυτό μας πριν πεθάνουμε. Μια περίεργη αδικία, ένα περίεργο προπατορικό αμάρτημα μας κατατρέχει. Ό, τι και να κάνουμε, θα καταλάβουμε τα ελάχιστα και κάποια στιγμή θα φύγουμε ηττημένοι. Αυτό είναι απαισιόδοξο, αλλά δίνει και μια μικρή άφεση. Ας κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, ας μάθουμε και ας αλλάξουμε όσα περισσότερα προλάβουμε.
Στα μεγάλα αυτά σταυροδρόμια της ζωής αισθανόμαστε παιδιά ή αισθανόμαστε ενήλικες;
Στα μεγάλα χτυπήματα της ζωής νιώθω ότι με κάποιον τρόπο επιστρέφουμε στην εμβρυακή μας θέση. Έχουμε ανάγκη να γυρίσουμε πίσω, στον εκκολαπτόμενο εαυτό μας και θα θέλαμε μάλλον πολύ να ξαναμηδενίσουμε.
Ή να έχει κάποιος άλλος την ευθύνη…
Να έχει κάποιος άλλος την ευθύνη είναι και ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο. Αυτό το πεδίο προς σκέψη μου το έχει ανοίξει ένας άλλος πολύ σπουδαίος δάσκαλος που είχα την τύχη να συναντήσω, ο Βασίλης Παπαβασιλείου -που δεν τον είχα δάσκαλο στη σχολή, αλλά συνεργαστήκαμε δύο φορές και τον είχα σκηνοθέτη- που μίλαγε για την ευθύνη του καθενός μας στα πράγματα και την ενηλικίωση του κράτους μας μέσα από την ανάληψη αυτής της ευθύνης.
Έλεγε, λοιπόν, πως αν δεν μπορεί ένας άνθρωπος να πει mea culpa, δεν μπορεί να πει “αυτό είναι δικό μου λάθος», και το υπογράφω. Όσο δηλαδή ψάχνουμε δίπλα και έξω από εμάς, το πρόβλημα, και ατομικά και σαν ελληνισμός, το πρόβλημα δε θα λυθεί. Και δε θα υπάρξει ούτε βελτίωση, ούτε αυτοβελτίωση. Έτσι ξεχωρίζεις τις ενήλικες χώρες από τις ανήλικες.
Για μένα, η Ελλάδα ήταν μεγάλη, ήταν μια μεγάλη ιδέα ο Ελληνισμός και είχα συγχύσει λίγο το έθνος με το κράτος σαν έννοιες. Ξαφνικά έρχεται ένας άνθρωπος, ο Βασίλης (Παπαβασιλείου) και μου λέει “η Ελλάδα είναι τριών χρόνων κράτος, μπορεί και δύο. Στη μακροϊστορία η Ελλάδα του σήμερα σας κρατική οντότητα έχει μόλις βγάλει δύο κουτσοδοντάκια και προσπαθεί να μασήσει σίδερα – γιατί αυτά της δώσαν να μασήσει. Θέλει αγάπη η πατρίδα μας.
Αν δεν μπορείς να πάρεις την ευθύνη του εαυτού σου και πιστεύεις πως για όλα φταίνε οι γονείς σου ή κάποια μητέρα πατρίδα, δεν έχεις περάσει ακόμη το κατώφλι της ενηλικίωσης.
Ζούμε σε μια χώρα που οι περισσότεροι από μας είναι πιο «μεγάλοι» σε ηλικία από την ίδια την χώρα. Πώς μετριούνται αλλιώς τα χρόνια του σκύλου, του ελέφαντα και του ανθρώπου; Και η πεταλούδα ζει μια μέρα και της φτάνει και της περισσεύει; 200 χρόνια για ένα κράτος είναι πολύ λίγα. Είναι ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο, δεν έχει πάει καν στο προνήπιο. Θέλει φροντίδα, δεν μπορούμε να μην παίρνουμε την ευθύνη μας. Κάποιος πρέπει να την πάρει. Εμείς πρέπει να την πάρουμε. Εμείς είμαστε παιδιά της Ελλάδας και η Ελλάδα είναι παιδί δικό μας.
Αυτή η οπτική – που δεν αξιώνω να φαίνεται στα έργα που γράφω ή στον τρόπο που παίζω- μου δίνει μια βάση σε ότι κάνω και υπάρχει κάπου εκεί κρυμμένη, όχι προς τέρψιν των θεατών, αλλά σαν γόνιμο χώμα για να “φυτέψω” τη δραματουργία μου. Ζούμε στη χώρα που κανείς δεν παίρνει την ευθύνη. Είναι πολύ κομβικό αυτό και βρίσκεται στον πυρήνα των έργων. Η ενηλικίωση. Αν δεν μπορείς να πάρεις την ευθύνη του εαυτού σου και πιστεύεις πως για όλα φταίνε οι γονείς σου ή κάποια μητέρα πατρίδα, δεν έχεις περάσει ακόμη το κατώφλι της ενηλικίωσης.
Ας περάσουμε στα πιο προσωπικά. Με τη Βάλια Παπακωνσταντίνου πώς είναι που είστε και σύζυγοι και συνεργάτες;
Είμαστε 15 χρόνια μαζί με τη Βάλια και μου φαίνονται λίγα -το πιστεύεις;- Γνωριστήκαμε σε μια παράσταση, εγώ ήμουν στο τρίτο έτος της σχολής. Κάναμε μια περιοδεία μαζί με τον Γιάννη τον Κακλέα το 2008 και έκτοτε είμαστε μαζί. Οτιδήποτε άλλο υπάρχει και μπορώ να ονομάσω οικογένεια τα τελευταία 15 χρόνια είναι η Βάλια. Πλέον αυτή η σχέση μέσα μου έχει αρχίσει και απλώνει τόσο πολύ που όλες οι υπόλοιπες σχέσεις που έχω με τους υπόλοιπους ανθρώπους – συγγενικές, φιλικές, οτιδήποτε- αρχίζουν να αποκτούν μια διάσταση ρολίστα στην ταινία της ζωής μου και η Βάλια είναι το ίδιο το φιλμ, το σπίτι μου και η πατρίδα μου.
Είναι ταυτόχρονα ο άνθρωπος που δεν τον αντέχω καθόλου και δεν με αντέχει καθόλου και παρόλα αυτά νιώθουμε ότι υπάρχει ένας πολύ σπουδαίος λόγος να είμαστε μαζί και να αντέχουμε ο ένας τον άλλον.
Η Βάλια πέρα από ηθοποιος, έχει και απίστευτη αντίληψη για τα κείμενα, δεν είναι απλά η πρώτη τους αναγνώστρια και πρώτος κριτής τους, είναι ο άνθρωπος που επιμελείται και την τελευταία τους λεπτομέρεια.
Μαζί και στη δουλειά. Αυτό πως λειτουργεί;
Στη δουλειά είμαστε μαζί, όχι γιατί περνάμε καλά, αλλά γιατί ζορίζουμε πολύ ένας τον άλλον και ταυτόχρονα εκτιμάμε απεριόριστα ο ένας τον άλλον. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Πρακτικά σε μια παράσταση φέρνω την μουσική μου παιδεία, φέρνω και τον εαυτό μου και σαν συγγραφέα και σαν ηθοποιό. Η Βάλια πέρα από ηθοποιος, έχει και απίστευτη αντίληψη για τα κείμενα, δεν είναι απλά η πρώτη τους αναγνώστρια και πρώτος κριτής τους, είναι ο άνθρωπος που επιμελείται και την τελευταία τους λεπτομέρεια. Παράλληλα, έχει τρομερό μάτι και για όλο το εικαστικό κομμάτι. Επίσης, είμαι ένας πολύ ανυπόμονος άνθρωπος και αυτή έχει τρομακτική υπομονή. Είμαι πάρα πολύ εργασιομανής και πάρα πολύ τελειομανής, αλλά από την ανυπομονησία μου, μου διαφεύγουν πολλές λεπτομέρειες. Από αυτήν ποτέ δε διαφεύγει τίποτα και αυτό είναι που μου παρέχει μια τεράστια ασφάλεια.
Δεν σχολιάσαμε κάτι για τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών…
Η αντίληψη για την τέχνη στις χώρες που δεν υπάρχει «βιομηχανία» θεάματος, αλλά στην καλύτερη μια μικρή «βιοτεχνία», όπως συμβαίνει στην Ελλάδα είναι λίγο περίεργη. Υπάρχει ένα ταμπού γύρω από τον κόσμο της τέχνης και τη χρησιμότητά του στην κοινότητα, που δεν ξέρω πώς ξεπερνιέται ακριβώς. Από την άλλη σ’ αυτή τη χώρα, η τέχνη έχει μια τεράστια παράδοση. Ελπίζω ότι αυτή την περίοδο, η πλειοψηφία του κόσμου έχει καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Έχει αντιληφθεί τι κόστος έχει σε μια κοινωνία το να υποτιμηθεί ένα επάγγελμα, όπως είναι αυτό του ηθοποιού ή του χορευτή ή του μουσικού, του καλλιτέχνη εν γένει.
Ας το παραδεχτούμε, οι καλλιτέχνες βιώνουμε μεγάλη ανασφάλεια. Η φύση της δουλειάς μας είναι ήδη ασταθής και δύσκολη. Και ξαφνικά σε αυτό το σαπιοκάραβο που αρμενίζει με ό,τι έχει και ό,τι μπορεί, προκύπτουν Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες που δεν τους έχουμε ανάγκη και κινδυνεύουν να μας βουλιάξουν… Είμαστε ήδη πολύ ευάλωτος κλάδος. Ζητάμε τη στήριξη της πολιτείας. Εύχομαι να εισακουστούμε.