Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο θέατρο ΖΙΝΑ. Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: “ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΣΑΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΟ”

Η πορεία του στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο σε μια μεγάλη συνέντευξη στο Magazine. Ο "Φαντασίας", το Θέατρο Τέχνης, οι ταινίες του '60, οι μεγάλοι θεατρικοί ρόλοι, τα τηλεοπτικά σίριαλ, η λογοτεχνία, η μουσική, η ιστορία, η Ελλάδα του χθες και του σήμερα.

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι ένας καλλιτέχνης που μας δείχνει τον “πίνακά” του για περισσότερες από έξι δεκαετίες. Ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, ένας ηθοποιός που στη διάρκεια της πορείας του, μας έχει χαρίσει το προσωπικό του φως, είτε πάνω στο πάλκο, είτε στη μικρή, είτε στη μεγάλη οθόνη, πάντοτε με την ίδια γενναιοδωρία, την ίδια ειλικρίνεια, την ίδια αμεσότητα.

Η συνάντηση μαζί του, ήταν ένα από τα δικά μου δημοσιογραφικά “όνειρα” και η μια ώρα που περάσαμε μαζί στο θέατρο Ζίνα, συζητώντας για τη ζωή και την καριέρα του, με έκαναν να νιώσω αυτό το οποίο υποπτευόμουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τότε που μικρός τον πρωτοείδα στις ταινίες του, ότι δηλαδή είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ζεστός, φιλικός, προσιτός, αλλά και με πηγαίο χιούμορ και αληθινό χαμόγελο.

Παιδί της κατοχής, απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης, πρωταγωνιστής σε μερικές από τις κορυφαίες ταινίες της “χρυσής” εποχής του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του ’60, πρωτοπόρος στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, θεατράνθρωπος με κάθε έννοια της λέξης, ηθοποιός, σεναριογράφος, συγγραφέας, σκηνοθέτης, θιασάρχης, ο Γιώργος Κωνσταντίνου ζει και αναπνέει για την τέχνη και τη δημιουργία, απολαμβάνοντας την πραγματική αγάπη του κόσμου ως το σημαντικότερο κέρδος που αποκόμισε στη ζωή του.

Όσο για εμένα, απόλαυσα κάθε στιγμή αυτής της συνέντευξης. Θα μπορούσα να τον ακούω για ώρες ολόκληρες, να αφηγείται με τη γνώριμη φωνή του τις ιστορίες του, όμως νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να σταματήσω τη φλυαρία και να σας τον “παραδώσω”, σε αυτές τις 4.500 λέξεις που αν και λίγες για μια τόσο μεγάλη διαδρομή, είναι σίγουρα αντιπροσωπευτικές τόσο για τον ίδιο, όσο και για την προσφορά του.

Ο ΜΙΚΡΟΣ “ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ”

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία "Ξύπνα Βασίλη" (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, 1969). ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ

Κύριε Κωνσταντίνου, ας ξεκινήσουμε από τα παιδικά σας χρόνια και την πρώτη επαφή που είχατε με την τέχνη. Ο πατέρας σας, ο Μιχαήλ Κωνσταντίνου, ήταν τενόρος και η μητέρα σας, η Νίτσα Φιλοσόφου, ήταν ηθοποιός.
Δεν το είχα στο μυαλό μου να γίνω ηθοποιός, παρόλο που μετά την κατοχή, όταν ήμουν κάπως πιο μεγάλο παιδί, ακολουθούσα τους γονείς μου, οι οποίοι έπαιζαν οπερέτες, ήταν τότε τα λεγόμενα μπουλούκια. Και τα ακολουθούσα κι εγώ, πήγαινα μαζί τους, αλλά δε μου έλεγε τίποτα το ιδιαίτερο το θέατρο. Θυμάμαι μάλιστα που με χρησιμοποίησαν κιόλας, με έβαλαν να παίζω σε μερικές σκηνές, σαν παιδί, αλλά και που έπαιζα και που έβλεπα τον κόσμο από κάτω, δεν καταλάβαινα κάτι το ιδιαίτερο.

Μετά έμπλεξα σε έναν ερασιτεχνικό όμιλο, τα μέλη του οποίου ψυχαγωγούσαν τον στρατό, πηγαίναμε δηλαδή και παίζαμε διάφορα σκετσάκια, τραγουδούσαμε, με κιθάρα κλπ και ψυχαγωγούσαμε τους φαντάρους. Ούτε εκεί μου είπε τίποτα, παρόλο που θυμάμαι ότι είχαμε κάνει ένα ντουέτο μαζί με μια κοπέλα, ήμασταν υποτίθεται παντρεμένοι και τσακωνόμαστε, δηλαδή είχα παρουσιαστεί κανονικά σαν ηθοποιός, αλλά ούτε τότε δε σκέφτηκα, α, τι ωραία που είναι.

Κάπου διάβασα πως όταν ήσασταν μικρός, τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς, σάς είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “ο Φαντασίας”.
Ναι, ισχύει. Ξέρεις, ήμασταν τότε παιδιά με πολύ μικρή μόρφωση, πεινασμένα, η παρέα που είχαμε στη γειτονιά. Μαζευόμασταν, καθόμασταν στα σκαλοπάτια των σπιτιών μας τα καλοκαιρινά βράδια και μιλάγαμε. Εκεί λοιπόν άρχισα να τους διηγούμαι εγώ διάφορες φανταστικές ιστορίες. Οπότε αρχίσανε και τσιμπούσανε. Τους έλεγα λοιπόν, κάτω απ’ το υπόγειό μου βρήκα ένα πράγμα, εξωγήινος πρέπει να ήταν και αυτοί άρχισαν να πιστεύουν στ’ αλήθεια ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Και με ρωτούσαν, αυτός άμα πιάσει την πέτρα, την κάνει χρυσάφι; Λέω, δεν τον έχω ρωτήσει ακόμα (γέλια). Ε, κάπως έτσι, με όλα αυτά, μου βγάλανε το παρατσούκλι ο φαντασίας, ήρθε ο φαντασίας να μας πει καινούργια ιστορία. Βλέπεις, από τότε φαινόταν ότι θα γίνω ηθοποιός. Το είχα μέσα μου, απλά δεν είχε ξυπνήσει ακόμα.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ, ΗΘΟΠΟΙΟΣ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία "Ο φίλος μου ο Λευτεράκης" (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, 1963), μαζί με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ

Και τελικά πώς προέκυψε το επάγγελμα του ηθοποιού;
Ψαχνόμουν όλο αυτό το διάστημα, όπως φαντάζομαι ψαχνόντουσαν όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης, που δυστυχώς ήμασταν ανερμάτιστα, ήμασταν χαμένα, χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτα, δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί η χώρα μετά τον πόλεμο, και εγώ ψαχνόμουν χωρίς ιδιαίτερο πάθος. Έτσι για να λέω κάτι, έλεγα ότι ήθελα να γίνω ηλεκτροτεχνίτης. Ακόμα το ψάχνω και δε βρίσκω πώς είχε προκύψει αυτό. Μετά είπα θα πάω στην Εμπορική, μετά είδα έναν σμηνίτη που φορούσε μια ωραία στολή, γραβατούλα τότε κλπ, και είπα τί ωραία ρε, είναι αεροπόρος.

Οπότε πήγα κι εγώ 18 χρονών εθελοντής στην αεροπορία. Κάθισα εκεί τρία χρόνια και μετά έφυγα ρίχοντας μαύρη πέτρα πίσω μου. Και ξαφνικά μια μέρα, ούτε ξέρω κι εγώ γιατί, δεν τη ρώτησα ποτέ γιατί την έκανε αυτή την ερώτηση η μητέρα μου, πώς της ήρθε δηλαδή. Μου λέει, θέλεις να γίνεις ηθοποιός; Και λέω ναι. Χωρίς να νιώθω τίποτα, χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Έκτοτε ξεκίνησε η ιστορία, έδωσα εξετάσεις σε διάφορες σχολές, η μια έκλεισε, η άλλη δεν έλεγε τίποτα, οπότε αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου στο Εθνικό.

Όπου όπως είναι γνωστό, σας απέρριψαν.
Με απορρίψανε βέβαια. Γιατί το δικό μου ένστικτο έλεγε, ότι ο ηθοποιός πρέπει να είναι αληθινός, πραγματικός, φυσικός, να αντικατοπτρίζει την αλήθεια την ανθρώπινη, το ύφος και τα πάντα. Τον καιρό εκείνο ήταν όλο απαγγελία, μίλαγαν όλοι εκτός πραγματικότητας και με κοντράριζε πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Έδωσα εξετάσεις λοιπόν όπως το ένιωθα εγώ ή πιθανόν έπαιξα όπως θα έπαιζα και τώρα. Ε, έφυγα από το παράθυρο βέβαια.

Γιατί η εποχή ήταν μόνο για εκείνους τους στομφώδεις ανθρώπους, τους πρώην μεγάλους συναδέλφους μου. Δεν θυμάμαι κανέναν από την κριτική επιτροπή, είναι τρομερό, αλλά δε θυμάμαι. Ήτανε οχτώ-εννιά άτομα σε μια αίθουσα, δε θυμάμαι τίποτα άλλο. Μου είπαν ευχαριστούμε πάρα πολύ, βγήκα απ’ την πόρτα, μετά είδα το χαρτί που αναρτήσανε, δεν υπήρχα μέσα, ήμουν απορριφθείς.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο θέατρο ΖΙΝΑ. Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Η επόμενη “προσπάθεια” έγινε στο Θέατρο Τέχνης, σωστά;
Ναι, μετά πήγα στον Κουν, τον οποίο γνώριζε προσωπικά η μητέρα μου. Οι γονείς μου προπολεμικά πήγαιναν συχνά στην Αλεξάνδρεια για παραστάσεις, ήταν η εποχή που όλος ο πλούσιος ελληνισμός ζούσε εκεί. Τη μητέρα μου και τον πατέρα μου τους αγαπούσαν πάρα πολύ, τους θεωρούσαν τότε κάτι σαν την Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ. Εκεί κάπου, πήγε και ο Κουν και την είδε και έγινε η γνωριμία. Μάλιστα ο Καβάφης, επίσης Αλεξανδρινός, είχε μιλήσει με τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, η οποία ήταν κι αμόρφωτη η καημένη.

Και κάτι έλεγε εκεί και παρακολουθούσε ο Καβάφης και γύρισε και τον ρώτησε, δεν τα λέω καλά ποιητά μου; Τέλος πάντων, ο Κουν δέχτηκε να με ακούσει, κάτι διέκρινε για να με πάρει στη σχολή του. Διέκρινε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι της εποχής αυτής. Πρωτοστατούσαν στο Θέατρο Τέχνης, στην υποκριτική τους, στη διδασκαλία τους, η απλότητα και η φυσικότητα. Κι έτσι, μπήκα εκεί και μπήκε μέσα μου το θέατρο, μπήκε δηλαδή σαν ναρκωτικό. Εκεί σπούδασα, εκεί διάβασα χιλιάδες βιβλία για να μπορώ να είμαι αντάξιος του θεάτρου και της σχολής και των συναδέλφων μου. Ήταν τότε μαζί μου ο Καζάκος, η Μάρθα Βούρτση και άλλοι, συμμαθητές μου, οι οποίοι διάβασαν πάρα πολύ, το ίδιο κι εγώ μαζί τους. Κι έτσι έγινα ηθοποιός.

Αληθεύει ότι δεν χωρίσατε καλά με τον Κάρολο Κουν;
Ναι, είναι αλήθεια, δε χωρίσαμε καλά. Σα δάσκαλος, σαν μέντορας, είχε και τον ανάλογο εγωισμό, δε δεχόταν ας πούμε να του πας κόντρα. Έχοντας λοιπόν εγώ κάποια παράπονα τότε, κάποιες αντιρρήσεις, για να μην αναλύσω όλη την ιστορία πώς έγινε, δεν έχει άλλωστε και κανένα νόημα πλέον, μου άνοιξε την πόρτα και με έδιωξε.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ’60

Από την ταινία "Ο φίλος μου ο Λευτεράκης" (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, 1963). Από αριστερά, Μάρω Κοντού, Καίτη Πάνου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Γιώργος Κωνσταντίνου και Κώστας Βουτσάς. ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ

Ας περάσουμε τώρα σε ένα άλλο κεφάλαιο. Έχετε παίξει σε ελάχιστες ταινίες, όμως ο κόσμος σάς έχει συνδέσει με τη “χρυσή” εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.
Ναι, γιατί τότε που κάναμε αυτές τις ταινίες, δεν είχαν το σουξέ ή δεν είχαν αναγνωριστεί από το κοινό. Ο κόσμος εξελίχθηκε και έφτασε πλέον στο σημείο να μπορεί να κρίνει ποια είναι σπουδαία ταινία και ποια όχι. Εκείνη την εποχή, οι σπουδαίες ταινίες για τον κόσμο ήταν εκείνες που γέλαγαν πολύ, που έσπαγαν πλάκα, ή τα τραγικά, τα δραματικά, που κλαίγανε συνέχεια. Ήταν ένας αχταρμάς. Εκεί λοιπόν, οι δικές μου οι ταινίες, έρχονταν τριακοστές, τριακοστές πέμπτες ας πούμε μέσα στις εκατόν τόσες.

Θέλω να πω δηλαδή, μπροστά ήταν η Αλίκη, ο Βέγγος, ο Κωνσταντάρας, ο Παπαμιχαήλ, όλοι αυτοί που σάρωναν τις εισπράξεις. Εγώ δυστυχώς δεν ήμουν. Αναγνωρίστηκα τώρα, ευτυχώς εν ζωή και όχι μετά θάνατον που λένε (γέλια). Αλλά ήταν πραγματικά σπουδαίες ταινίες. Πάντως, γνωρίστηκα και έπαιξα με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής στο θέατρο. Τον Παπαγιαννόπουλο, τον Σταυρίδη, τον Ηλιόπουλο, τον Γκιωνάκη, την Κοντού, τον Κωνσταντάρα κλπ.

Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι το ιδιαίτερο είχαν όλες εκείνες οι δεκάδες ταινίες, που παρά το γεγονός ότι τις έχουμε δει ατελείωτες φορές ο καθένας και ξέρουμε κάθε ατάκα πριν την πει ο ηθοποιός, όποτε προβάλλονται στην τηλεόραση, δε χάνουμε ευκαιρία να τις απολαύσουμε ξανά και ξανά;
Κοίταξε, πολλοί με ρωτάνε αν βλέπω τις ταινίες μου, δεν τις βλέπω, όχι. Τι να τις δω πια, έζησα με αυτές, φτάνει, αλλά τον καταλαβαίνω τον κόσμο σε αυτό που λες. Εγώ ο ίδιος καμιά φορά όπως είμαι αφηρημένος και είναι ανοιχτή η τηλεόραση, ξαφνικά παίζεται το “Καλώς ήλθε το δολάριο”. Και κάθομαι λίγο και το χαζεύω, γιατί είναι ωραία εκείνη η σκηνή κι εκείνη η σκηνή κι εκείνη η σκηνή, φαντάσου τώρα ο κόσμος που ξέρει κάθε φορά τί θα ειπωθεί και τί θα γίνει. Είναι περίεργο αυτό το πράγμα, αυτό το φαινόμενο, το οποίο δεν το έχω καταλάβει και απ’ τα παλιά χρόνια.

Γιατί στους ανθρώπους αρέσει να βλέπουν και να ακούνε πράγματα που τα ξέρουν; Και δεν τους πολυαρέσει να ακούνε πράγματα που είναι πρωτόγνωρα, που δεν τα ξέρουν. Μου κάνει εντύπωση. Εγώ προσωπικά, ακούω κάποια τραγούδια, τα ξέρω γιατί μ’ αυτά μεγάλωσα κλπ. Ανοίγω το ραδιόφωνο τυχαία κι ακούω το τάδε τραγούδι και μ’ ευχαριστεί. Και περιμένω να βάλουν και το άλλο, γιατί καμιά φορά κάνουν μια λίστα από παλιά τραγούδια, λαϊκά, τον Μητροπάνο κλπ, και μ’ ευχαριστεί να το ξανακούσω, ενώ το έχω ήδη ακούσει χιλιάδες φορές.

Αυτό συμβαίνει στους ανθρώπους, συμβαίνει παντού, δηλαδή. Απόδειξη είναι ότι ένας τραγουδιστής που έχει χιλιοπεί ένα τραγούδι και κάθεται ο κόσμος κάτω στην πίστα, στο κέντρο μέσα και ξεκινάει να πει το τραγούδι αυτό, γίνεται ο χαμός και όλοι το ακούνε ευχαρίστως. Το έχουν ακούσει χιλιάδες φορές, αλλά δε λένε το βαρέθηκα πια. Είναι περίεργο αυτό το πράγμα, δεν το έχω λύσει.

Αληθεύει ότι όταν είδατε την πρεμιέρα της πρώτης σας ταινίας, “Η Λίζα και η άλλη”, σηκωθήκατε να φύγετε από τον κινηματογράφο;
Ναι, τον είδα τον εαυτό μου στην οθόνη, ένα κρύο πράγμα εκεί πάνω, με μια μυτόνγκα, κουρεμένος, που φαίνεται πιο μεγάλη η μύτη όταν είσαι κουρεμένος, ένα ψηλό πράγμα, αδύνατο, μου φάνηκα τερατώδης, ντράπηκα και πήγα να σηκωθώ να φύγω. Ήταν η Τζόλυ Γαρμπή δίπλα μου, με έπιασε απ’ το χέρι, κάτσε κάτω, μου είπε, είσαι πολύ καλός. Τι καλός; Για τον κόσμο μπορεί να ήμουνα καλός, που δεν ήξερε, για μένα, για τον εαυτό μου, τρελάθηκα!

“ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΕ ΤΟ ΔΟΛΑΡΙΟ”

* Βίντεο: Ο Γιώργος Κωνσταντίνου και ο Σωτήρης Μουστάκας τραγουδούν το “Frére Jacques” στην ταινία “Καλώς ήλθε το δολάριο” (1967).

Όπως είπαμε και στην αρχή, έχετε παίξει σε λίγες ταινίες, όμως μερικές από αυτές θεωρούνται από τις κορυφαίες εκείνης της εποχής. Με την ευκαιρία, φαντάζομαι στεναχωρηθήκατε πριν λίγες μέρες που πέθανε ο “αδερφός” σας στο “Καλώς ήλθε το δολάριο”.
Ο Ορφέας Ζάχος… Ήταν τόσο καλό παιδί, ήταν τόσο ωραίος συνάδελφος, τόσο γλυκός, όπως ήταν ήρεμος στην ταινία, έτσι ήταν και στη ζωή του. Και είχε ένα πάρα πολύ ωραίο βουβό χιούμορ, ένα περίεργο πράγμα, ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Βέβαια στη συνέχεια της ζωής μου τον έχασα. Εξαφανίστηκε, γιατί και θίασους έκανα και δουλειές έκανα, τον ήθελα, αλλά εξαφανίστηκε τελείως από το στερέωμα. Και τώρα έμαθα ξαφνικά ότι πέθανε, ήταν και κοντά στην ηλικία μου…

Μέσα σε αυτή την ταινία, αφού μιλάμε για το “Καλώς ήλθε το δολάριο”, προσωπικά έχω δει μια από τις πιο τρυφερές και μελαγχολικές σκηνές όλου του ελληνικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, εκεί που τραγουδάτε με τον Σωτήρη Μουστάκα το “Φρερ Ζακ”.
Ναι, είναι πάρα πολύ όμορφη σκηνή. Ήταν η εικόνα της σκηνής αυτής τέτοια, η δυστυχία η δικιά μου, ο φουκαράς ο άλλος με τη σκισμένη την κάλτσα. Ήξερα τέτοιους τύπους εγώ, τους είχα γνωρίσει λόγω των μπουλουκιών, κάτι χορογράφοι που δεν είχαν βρακί να φορέσουν, πεινάγανε κι ερχόντουσαν να χορογραφήσουν για να φάνε ξερω γω μια φασολάδα. Είχα γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους και αυτό ήταν το πιο συγκινητικό ας πούμε, τους ήξερε και ο Σακελλάριος που ήταν ένας σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και γι’ αυτό έφτιαξε τον φουκαρά αυτόν που κάνει σαν τρελός να φέρει ένα συγκρότημα για να βγάλει δυο δεκάρες, ενώ δεν έχει να φορέσει μια κάλτσα κανονική. Ήταν ωραία σκηνή.

Έχει τύχει να περάσετε έξω από το σπίτι που έχει γυριστεί η ταινία;
Όχι, δεν έχει τύχει, ίσως να έχω περάσει και να μην το έχω προσέξει. Δε βλέπω κάτι το ιδιαίτερο ας πούμε, δεν είναι ότι θα συγκινηθώ, δεν έχω τέτοια πράγματα. Είμαι και ένας άνθρωπος που δεν κοιτάζει ποτέ πίσω του. Προσπαθώ πάντα να κοιτάζω μπροστά μου. Σ’ αυτό που θα έρθει, σ’ αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω αργότερα.

“Η ΓΥΝΗ ΝΑ ΦΟΒΗΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ”

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού στην αφίσα της ταινίας "Η γυνή να φοβήται τον άνδρα" (Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, 1965). Καραγιάννης-Καρατζόπουλος

Και βέβαια, μια από τις ταινίες, για να μην πω Η ταινία που σας έχει σημαδέψει, είναι ο Αντωνάκης και η Ελενίτσα, το ζεύγος Κοκοβίκου.
Ήταν σπουδαίος σκηνοθέτης ο Τζαβέλας, ήταν ένας μάγος. Όχι μόνο γιατί ήταν σπουδαίος σκηνοθέτης, αλλά και γιατί ήταν ένας υπέροχος, ένας γλυκός άνθρωπος. Ήταν και σπουδαίο μυαλό, γιατί αυτό ήταν αρχικά θεατρικό έργο, το είχε γράψει ο ίδιος και έπαιζε ο Λογοθετίδης πριν πεθάνει. Το μετέτρεψε λοιπόν σε νεορεαλιστικό κινηματογράφο, θα μπορούσε να είναι μια ιταλική ταινία από τις καλύτερες. Και το πετύχαμε αυτό. Γιατί κι εγώ και η Μάρω δώσαμε τα πάντα και ήμασταν πάρα πολύ καλοί. Ήταν και στις αρχές της ζωής μας βέβαια, το ’65.

Σας άρεσε που χρωματίστηκε η ταινία;
Μου άρεσε για τον λόγο μόνο ότι το χρώμα θα προσέλκυε και τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν αυτή την άρνηση του ασπρόμαυρου. Βλέπουν κάτι ασπρόμαυρο, λένε, αυτό είναι πολύ παλιό και το σνομπάρουν. Νομίζω ήταν έξυπνη η κίνηση που έγινε, παρόλο που άκουσα πολύ κόσμο να λέει ότι δεν του άρεσε. Σωστά. Αυτή η ταινία γυρίστηκε για να είναι ένα νεορεαλιστικό φιλμ της εποχής εκείνης. Αλλά τώρα ήταν ένα έξυπνο κόλπο για να τραβήξει κάποιους νέους ανθρώπους, να τη δουν επιτέλους. Και αν τη δουν, θα τους αρέσει. Όχι να λένε, ασπρόμαυρο είναι, δεν το βλέπω καθόλου, δεν με ενδιαφέρει.

Τα χρώματα πάντως δεν είναι αυθεντικά, έγιναν από τον άνθρωπο που τα έφτιαξε, ο οποίος πήγε, διάβασε, μελέτησε, είδε τί χρώματα περίπου χρησιμοποιούσαν ή φορούσαν τότε και με βάση αυτά έκανε τον επιχρωματισμό. Η Μάρω, για παράδειγμα, δε φορούσε τέτοιο χρώμα φουστάνι. Μου το θύμισε η ίδια οταν είδε την ταινία, δεν ήταν αυτό το χρώμα, μου είπε. Μπήκαν δηλαδή τα χρώματα τα οποία αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές στην εποχή εκείνη.

ΤΟ ΠΡΟΦΙΤΕΡΟΛ ΚΑΙ ΤΑ “ΚΟΚΟΡΑΚΙΑ”

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία "Χτυποκάρδια στο θρανίο" (Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, 1963), μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Καραγιάννης-Καρατζόπουλος

Ας περάσουμε τώρα και στη μυθική σκηνή του προφιτερόλ από την ταινία “Χτυποκάρδια στο θρανίο”.
Τι μπορώ να πω για το προφιτερόλ; Είναι κάτι που με ακολουθεί μέχρι σήμερα, δε με έχει αφήσει καθόλου. Τα τελευταία χρόνια κόπασε κάπως, πριν ας πούμε, όταν με βλέπανε, μου έκαναν όλοι το νόημα, α το προφιτερόλ, κουνούσαν τα χέρια τους, όλοι, όλοι προφιτερόλ, αμάν ρε παιδιά! Πήγαινα σε ένα εστιατόριο, αφού είχαν κρυφά ειδοποιηθεί, τελείωνε το φαγητό και ξαφνικά μου έφερναν μια λεκάνη προφιτερόλ μπροστά μου, έφταναν σε τέτοιο σημείο. Ευτυχώς, με τα χρόνια, βγήκαν σιγά-σιγά οι άλλες ταινίες, το δολάριο, η δε γυνή κλπ, πήρανε κεφάλι στην προτίμηση του κόσμου και έτσι με αφήσανε λίγο ήσυχο.

Αλλά εκείνο ήταν και το εφαλτήριο για να ξεκινήσω την καριέρα μου. Καταπληκτικό. Το είχε πει και ο Φρέντυ Γερμανός. Ο Κωνσταντίνου ξεκίνησε την καριέρα του με ένα προφιτερόλ. Κι αυτό το χρωστάω στον Σακελλάριο βέβαια, γιατί ήμασταν ένας θίασος από τριάντα μέλη, τριάντα ηθοποιοί, ήμουν στη σειρά ο δέκατος, ας το πούμε έτσι, κι απ’ όλους αυτούς, πήρε εμένα για να μου δώσει ένα τέτοιο πράγμα. Εγώ το αξιοποίησα βέβαια, το απογείωσα με τον αυτοσχεδιασμό που έκανα, αλλά το ξεκίνημά μου ουσιαστικά το χρωστάω στον Σακελλάριο.

Το επίσης πασίγνωστο “κοκοράκι” στη φωνή σας, ήταν δική σας ιδέα;
Ναι, ναι! Κοίταξε, λένε ότι είμαι καλός ηθοποιός, με ένστικτο, με ταλέντο και πως έχω τη δυνατότητα να κάνω τη φωνή μου όπως θέλω. Το κοκοράκι δεν έγινε τυχαία, το έκανα με βάση έναν άνθρωπο που λιγώνεται βλέποντας ένα γλυκό. Και άμα λιγώνεσαι βλέποντας ένα γλυκό, αλλοιώνεται και η φωνή σου. Κολλάει στο λαρύγγι αυτό το γλυκό που βλέπεις, είναι δηλαδή σαν να το έχεις στο λαρύγγι σου. Και από εκεί το εμπνεύστηκα, από αυτή την εμπειρία δηλαδή. Γιατί πιστεύω ότι ένας ηθοποιός, όσο ταλέντο και να έχει, πρέπει να μεταφέρει ορισμένα πράγματα της ζωής στο θέατρο για να είναι απόλυτα φυσικός. Και να λέει ο κόσμος, πώς το κάνει αυτό το πράγμα ρε παιδί μου, γιατί κι εγώ το άκουσα, κι εγώ το έπαθα. Και αυτό είναι που έχει σημασία.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ, ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΗ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην ταινία "Ξύπνα Βασίλη" (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, 1969), μαζί με την Έλενα Ναθαναήλ. ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ

Μια ακόμα πολύ πετυχημένη σας ταινία ήταν το “Ξύπνα Βασίλη”. Σε μια συνέντευξή της λίγο καιρό μετά, η Έλενα Ναθαναήλ είχε πει ότι σας είχε ερωτευθεί, πως ήσασταν ο πρώτος της έρωτας.
Ναι, είχαμε για λίγο καιρό μια σχέση, αλλά εντάξει, δεν ήταν κάτι το τρομερό, το φοβερά ιδιαίτερο. Ήταν μια απλή σχέση δυο ανθρώπων που ταίριαξαν για ένα μικρό διάστημα.

Με την ευκαιρία, να πω ότι είσαστε ένας από τους ελάχιστους πρωταγωνιστές όλες αυτές τις δεκαετίες, που κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα για την προσωπική σας ζωή. Και αυτό φαντάζομαι, είναι επιλογή σας.
Απόλυτα. Και το έχω δηλώσει και το ξέρουν όλοι. Τα προσωπικά μου δεδομένα έχουν προσπαθήσει να τα σκαλίσουν, μου έχουν κάνει και χουνέρι, πίσω από την πλάτη μου, δηλαδή χωρίς να το έχω πει εγώ, έχουν παρουσιάσει πράγματα που δεν θα ‘θελα να βγούνε στη φόρα. Που δεν ήταν κάτι σοβαρό, απλά πράγματα ήταν, αλλά δεν το θέλω καθόλου. Η οικογένειά μου είναι κάτι αποκλειστικά δικό μου.

Όπως εγώ δεν ενδιαφέρομαι για την οικογένεια κάποιου, τι κάνει μέσα στο σπίτι του κλπ, έτσι δε θέλω οι άλλοι να ασχολούνται με την προσωπική μου ζωή. Εγώ είμαι ένας καλλιτέχνης και δείχνω τον πίνακά μου, αυτός είναι ο πίνακάς μου, αυτόν κοιτάξτε. Θα κοιτάξεις από πίσω το ταμπλό να δεις τί γράφει, ποιος είναι, τι έκανε; Όχι κύριε, αυτό είναι, δείτε το κι αν σας αρέσει, εντάξει. Οτιδήποτε άλλο ούτε το καταλαβαίνω, ούτε το επιτρέπω.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΡΟΛΟΙ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στον ρόλο του Γιάννη Αγιάννη στους "Άθλιους", μαζί με την Χριστίνα Κουλουμπή (ΔΗΠΕΘΕ Κερκύρας, 2003). EUROKINISSI

Αφήνουμε τον κινηματογράφο και πηγαίνουμε στο 1962, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις σας πήρε στην “Οδό Ονείρων”. Ήταν αυτό το ξεκίνημά σας στο θέατρο;
Όχι, είχα ξεκινήσει πιο πριν. Όταν τελείωσα τη σχολή στον Κουν το 1958, έμεινα για έναν χρόνο εκεί και έπαιξα κάποια μικρά ρολάκια, όχι ως πρωταγωνιστής, αλλά έπαιξα. Κι όταν έφυγα από κει, πάλι έπαιξα σε ένα-δυο θέατρα κάποιους ρόλους. Τώρα στην “Οδό Ονείρων” πώς βρέθηκα, δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά εκεί γνώρισα για πρώτη φορά και τους περισσότερους ηθοποιούς, δηλαδή τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Μάρω Κοντού, τον Δημήτρη Χορν. Ήμουνα ακόμα νέος, πολύ μικρός ηθοποιός.

Τον Χατζιδάκι τον θυμάστε;
Ναι, τον γνώρισα πολύ καλά. Καταρχάς τον βλέπαμε στις πρόβες, ερχόταν συχνά και έπαιζε στο πιάνο τη μουσική του για να τραγουδήσουμε. Αργότερα, κάποια στιγμή είχαμε βρεθεί, κάναμε και παρέα μαζί με κάποιους άλλους.

Από τη δεκαετία του ’60 και μετά που ξεκινήσατε να παίζετε στο θέατρο, υπάρχουν κάποιοι ρόλοι τους οποίους θυμάστε, που τους ξεχωρίζετε, που τους απολαύσατε, που τους αγαπήσατε περισσότερο;
Ναι, βέβαια, ασφαλώς. Ουσιαστικά έπαιξα κάποιους κόντρα ρόλους, γιατί εγώ πολιτογραφήθηκα σαν κωμικός υποτίθεται, πράγμα που δεν το δέχομαι. Ένας ηθοποιός πρέπει να είναι απ’ όλα, και κωμικός και δραματικός και τραγικός και οτιδήποτε. Κατάλαβα ότι διέθετα την ίδια ευχέρεια που έχω σαν κωμικός, στο προφιτερόλ για παράδειγμα, για να παίξω και κάτι δραματικό και το απέδειξα.

Έπαιξα τον Γιάννη Αγιάννη στους Άθλιους με το ΔΗΠΕΘΕ Κερκύρας, κάναμε περιοδεία και δεν είπε κανένας, “έλα ρε, αφού εσύ είσαι κωμικός” και μετά έπαιξα τον Αμπιγιέρ, που έκανε μια τρομακτική επιτυχία, ήταν ένας ρόλος τραγικός που είχε απ’ όλα. Αυτούς τους ρόλους ξεχωρίζω, σαν πρωταγωνιστής πάντα, γιατί έχω παίξει και μικρότερους ρόλους τους οποίους έχω απολαύσει και έχω ευχαριστηθεί, σε επιθεωρήσεις και αλλού.

Τώρα που παίζω στην “Παγίδα”, εδώ στο θέατρο Ζίνα, κάνω τον ρόλο ενός αλκοολικού. Είναι πολύ δύσκολο να παρουσιάσεις έναν αληθινά μεθυσμένο, γιατί ή θα τον κοροϊδέψεις ή θα τον κάνεις σαχλαμάρα. Εγώ όμως επειδή το ξέρω αυτό το είδος, όχι, δεν είμαι αλκοολικός (γέλια), απλά από όταν ήμουν νέος μου άρεσε να παίζω τον μεθυσμένο, κάνω μια μεγάλη επιτυχία σ’ αυτό το έργο. Ένας ρόλος ο οποίος μπορεί να διαρκεί μόνο είκοσι λεπτά πάνω στη σκηνή, αλλά είναι πάρα πολύ δυνατός και είναι κάτι που το ευχαριστιέμαι κάθε βράδυ.

Έχω κάνει και δικές μου παραστάσεις, όμως τα έργα μου δεν μπορώ να τα κατατάξω ανάμεσα στα σημαντικά. Είχα πάρει το θέατρο Ντιάνα για τρία χρόνια και παίξαμε τρία έργα που είχα κάνει τότε, τον “Μακρυπόδη”, ένα μιούζικαλ που είχα γράψει, το “Μια παρθένα για μένα”, μια πολύ ωραία κωμωδία κλπ. Όμως ουσιαστικά, οι μεγάλοι ρόλοι μου δεξιοτεχνίας ήταν αυτοί, ο Γιάννης Αγιάννης και ο Αμπιγιέρ.

Ο ΔΟΚΤΩΡ ΤΙΚ ΚΑΙ ΤΑ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ ΣΙΡΙΑΛ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Σμαρούλα Γιούλη και ο Κώστας Βουτσάς, στη θεατρική παράσταση "Πες τα Τιμολέων" (1967/68). Eurokinissi

Στην τηλεόραση πώς μπήκατε;
Στην τηλεόραση είχα μπει από τότε που βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα. Είχα το δαιμόνιο μέσα μου. Υπήρχε τότε ένας διαφημιστής που έφτιαχνε μικρά διαφημιστικά σποτ. Τον έπιασα λοιπόν και του είπα, τι θα έλεγες, ανάμεσα στις διαφημίσεις να βάζαμε ένα σκετσάκι; Μη φανταστείς, με μια κάμερα ήταν όλη η ιστορία, ένα πράγμα δηλαδή πρωτόγονο. Να το δοκιμάσουμε, μου λέει. Και έφτιαξα ένα σκετσάκι διάρκειας δέκα λεπτών, όπου ο ρόλος μου ήταν ένας ψυχίατρος, ο Δόκτωρ Τικ. Και κάθε φορά, σε κάθε επεισόδιο, ερχόταν διαφορετικός ασθενής. Γινόταν ο χαμός τότε!

Έτσι ξεκίνησα, σαν σκαπανέας. Βέβαια, αυτά δεν αναφέρονται στην ιστορία. Την ιστορία, την οποία έγραψαν κάποιες κυρίες και κάποιοι κύριοι, που έγιναν ιστορικοί της τηλεόρασης και αποφάσισαν να τα αφήσουν έξω αυτά, γιατί κατά τη γνώμη τους ήταν ασήμαντα. Μετά ήρθαν τα καλά, τα μεγάλα σίριαλ, όλα αυτά τα ασπρόμαυρα, τα οποία ήταν πάρα πολύ ωραία βέβαια, όμως ο Δόκτωρ Τικ ήταν ο σκαπανέας, έτσι ξεκίνησε όλη η ιστορία. Μετά βέβαια μπήκα κι εγώ στα μεγάλα σίριαλ, έκανα τις “Ανθρώπινες ιστορίες”, ασπρόμαυρο, μια φορά την εβδομάδα, 45 λεπτά, το έγραφα, το σκηνοθετούσα, πρωταγωνιστούσα και είχε τεράστια επιτυχία.

ΘΕΑΤΡΟ-ΣΥΖΥΓΟΣ, ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ-ΕΡΩΜΕΝΗ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο θέατρο ΖΙΝΑ. Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Ανάμεσα στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, τι προτιμάτε;
Για τον κινηματογράφο δεν συζητάω, δεν τον έζησα πάρα πολύ για να τον νιώσω μέσα μου. Δεν τρελαίνομαι, παρόλο που έκανα αυτές τις ταινίες. Την τηλεόραση την αγάπησα πάρα πολύ, έκανα εικοσιτόσα σίριαλ, δικά μου, εγώ τα έγραφα και τα σκηνοθετούσα, είχαν μεγάλη επιτυχία. Και βέβαια το θέατρο στην κορυφή. Πάντα έλεγα ότι το θέατρο είναι η σύζυγος και η τηλεόραση η ερωμένη μου.

Και βέβαια, μέσα σε όλα αυτά, προέκυψαν και οι The…Κόπανοι.
Αυτή είναι η πιο καλτ κωμωδία που έχει γίνει ποτέ! Ήταν τρομερή επιτυχία. Και ειδικά στους νέους. Όποτε πάω στη Θεσσαλονίκη, βγαίνουν οι φοιτητές, ειδικά το βράδυ και φωνάζουν The Κόπανοι, The Κόπανοι, χαλάει ο κόσμος! Δυστυχώς δε βρήκαμε παραγωγό να κάνουμε το νούμερο δύο που το είχα ετοιμάσει και ήταν πάρα πολύ ωραίο. Δε ρισκάρει κανένας, τέλος πάντων, τι να λέμε τώρα… Κάνουν άλλες ταινίες. Κρίμα, γιατί το δεύτερο ήταν ακόμα πιο εξελιγμένο και πολύ καλύτερο, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε κανένας.

Από όλα αυτά τα χρόνια, έχετε να μου πείτε κάποια ιστορία, κάποιο περιστατικό, χιουμοριστικό ή μη; Φαντάζομαι θα είναι αμέτρητα.
Δε νομίζω, με έχουν ρωτήσει πάρα πολλές φορές. Για μένα προσωπικά. Αν έχω δει αστεία πράγματα που έχουν κάνει άλλοι, ναι, όπως ο Σακελλάριος για παράδειγμα, που του άρεσαν οι φάρσες. Αλλά εγώ προσωπικά να έχω ιστορίες, όπως αυτές που ακούω συχνά να έχουν διάφοροι, δε θυμάμαι καμία. Μπορώ να πω ότι μερικές που μου έχουν συμβεί, είναι όλες δραματικές. Όπως όταν έχασα τη μητέρα μου, μού το είπαν την ώρα που έπαιζα στη σκηνή και βγήκα και συνέχισα να παίζω ή όταν έπεσα σε γκρεμό είκοσι μέτρα στον Πλαταμώνα με το αυτοκίνητο, έχω τέτοια τύχη. Αλλά έτσι, χιουμοριστικές, της πλάκας κλπ, δεν είχα.

ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Γιώργος Κωνσταντίνου και Θύμιος Καρακατσάνης το 2008 στο θέατρο Άλφα. EUROKINISSI

Μου είπατε ότι έχετε διαβάσει πάρα πολλά βιβλία. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Κοίταξε, έχω διαβάσει κυρίως κλασική λογοτεχνία, κλασικά βιβλία. Συγγραφείς που τους λατρεύαμε, όπως ήταν ο Τσέχωφ, όπως ήταν ο Ντοστογιέφσκι, όπως ήταν ο Τολστόι, πάρα πολλοί τέτοιοι της εποχής εκείνης. Από εκεί και μετά, από πιο νέους μπορώ να πω τον Κνουτ Χάμσουν, όμως δεν έχω παρακολουθήσει τους πολύ πολύ καινούργιους συγγραφείς. Μας έφαγε και το ίντερνετ βλέπεις, γιατί τώρα σκαλίζουμε να βρούμε πράγματα μέσα από τη ζωή, μέσα από την ιστορία ουσιαστικά.

Μου αρέσει πάρα πολύ η ιστορία και ψάχνομαι πολύ. Μπορώ να σου πω φερ’ ειπείν ότι είμαι ιστορικός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο τον έζησα πολύ μικρός και μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Όλο αυτό το μίσος και όλος αυτός ο θάνατος, με έκαναν να μελετήσω τί έγινε, γιατί έγινε και πώς έγινε. Έχω δει δεκαπέντε βερσιόν και βλέπω άλλες δεκαπέντε τώρα. Οι οποίες είναι όλες διαφορετικές, το παραμικρό καινούργιο που ανακαλύπτω, με κολλάει πάνω στο γυαλί. Όμως, για να επιστρέψω στα βιβλία, όλα τα έργα του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, εμένα με είχαν σημαδέψει. Μου έχουν μείνει στο μυαλό.

Να πάμε στη μουσική. Κάποιος αγαπημένος σας συνθέτης ή τραγουδιστής;
Εμείς μεγαλώσαμε καταρχάς με τον Φρανκ Σινάτρα, τον Ντιν Μάρτιν, τον Νατ Κινγκ Κόουλ, την Ντόρις Ντέι, αυτά ήταν τα ακούσματα της εποχής μας, το ’46, ’47, τότε που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε, να ακούμε μουσική. Εκείνον που αγάπησα πάρα πολύ ασφαλώς, ήταν από τους κλασικούς ο Ραχμάνινοφ. Και ο Χατσατουριάν, αυτές ήταν οι μουσικές τις οποίες ακούω ακόμα και τώρα και τρελαίνομαι.

Από ελληνική μουσική;
Όσους συνθέτες γνώρισα, ήταν για μένα πραγματικά ξεχωριστοί, ήταν εκλεκτοί. Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, πολλοί συνθέτες, και άλλοι που έγραψαν μουσική για κινηματογράφο, ο Σπανουδάκης κλπ.

Ο ΠΙΤΕΡ ΣΕΛΕΡΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο θέατρο ΖΙΝΑ. Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Πείτε μου και κάποιους αγαπημένους σας ηθοποιούς.
Κοίταξε, υπήρχαν άνθρωποι που τους θαύμαζα πραγματικά, ηθοποιοί που με αυτούς μεγάλωσα κιόλας, όπως ο Ντάνι Κέι και ο Πίτερ Σέλερς. Εμένα ξέρεις ότι με έλεγαν Πίτερ Σέλερς της Ελλάδας; Όχι για το ταλέντο, αλλά για το προφίλ, αν ήταν δηλαδή η κάμερα στο πλάι και μ’ έπαιρνε, ήμουν ακριβώς ίδιος ο Πίτερ Σέλερς. Απίθανο! Και εντάξει, μετά βγήκανε επίσης πολύ μεγάλα ταλέντα.

Σας αρέσει να πηγαίνετε στο θέατρο και στον κινηματογράφο;
Με τον κινηματογράφο ήμουν φανατικός, τρελός! Είχα δει χιλιάδες έργα. Μάζευα κασέτες, ξέρεις, εκείνες τις παλιές, τις μεγάλες, είχα ένα δωμάτιο γεμάτο με βιντεοκασέτες απ’ τα παλιά έργα. Στο θέατρο μου αρέσει να πηγαίνω, ναι. Όποτε έχω την ευκαιρία – γιατί κι εγώ δουλεύω – πηγαίνω και βλέπω παραστάσεις.

Μπορείτε να μου κάνετε μια σύγκριση ανάμεσα στην Ελλάδα του τότε και την Ελλάδα του σήμερα;
Η μόνη σύγκριση που μπορώ να κάνω, είναι ότι μοιάζουν πάρα πολύ στη στέρηση. Ο κόσμος ξεκίνησε στερημένος και τώρα βλέπω να είναι πάλι στερημένος. Αυτή είναι μια πολύ λυπηρή σύγκριση. Κατά τα άλλα, όλα έχουν αλλάξει, σαν να πήγαμε και να εγκατασταθήκαμε σε άλλο πλανήτη. Και ειδικά σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της τέχνης. Ήταν διαφορετικός ο κόσμος τότε. Είχε την αθωότητα, μας αγαπούσε. Τώρα έχουμε γίνει ένα μάτσο. Δεν ξέρεις τί σου γίνεται…

ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου σε γύρισμα για τις "Εκκλησιάζουσες" του Αριστοφάνη στο αρχαίο θέατρο Άργους (2018). Eurokinissi

Αν θα έπρεπε να δώσετε μια συμβουλή στους νέους ηθοποιούς, ποια θα ήταν αυτή;
Εκείνo που σίγουρα θα μπορούσα να πω, είναι να προσέξουν πάρα πολύ οι τηλεοπτικοί συνάδελφοι, να μην στηρίζονται πολύ σ’ αυτό που λέγεται τηλεόραση, γιατί είναι πολύ εφήμερο. Εκείνο που είναι η ρίζα μας, είναι το θέατρο. Να το υπηρετήσουν το θέατρο, να το σπουδάσουν, να το κάνουν κτήμα τους, να το μάθουν καλά και να το αγαπήσουν.

Η αναγνώριση και η αγάπη του κόσμου όλα αυτά τα χρόνια, πόσο σημαντικά είναι για εσάς;
Έλεγα και το λέω πάντα ότι μπορεί να μην κέρδισα χρήματα, μπορεί να μην έγινα πλούσιος, μπορεί να μην, να μην… Αλλά εκείνο που κέρδισα, είναι η αγάπη του κόσμου. Την αναγνώριση τη βάζω δεύτερη, γιατί μπορεί να μην αρέσω σε όλους. Αλλά ότι μ’ αγαπάνε, μ’ αγαπάνε. Ακόμα κι εκείνοι που μπορεί να μη με αναγνωρίζουν, με αγαπάνε. Μ’ αγαπάνε γιατί έχω φερθεί τίμια απέναντί τους επάνω στη σκηνή, δεν τους κορόιδεψα, δε χλεύασα κανέναν και ποτέ δεν ήμουνα καβάλα στο καλάμι. Γι’ αυτό μ’ αγαπάνε.

Κύριε Κωνσταντίνου, είναι τόσο μεγάλη η αγάπη σας για το θέατρο, που σας κάνει να παίζετε μέχρι τέτοια ηλικία;
Ποια ηλικία; Μην κοιτάς πόσο είμαι. Να κοιτάς πώς φαίνομαι και τί κάνω πάνω στη σκηνή. Ελάτε να δείτε την παράσταση, για να καταλάβετε αν υπάρχει ηλικία σ’ αυτόν τον άνθρωπο!

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου μπροστά στην αφίσα του έργου "Η παγίδα", που παίζεται στο θέατρο ΖΙΝΑ. Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Θέατρο Ζίνα Λεωφ. Αλεξάνδρας 74, Αθήνα, τηλ. 210 6424414

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα