ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΑΚΕΤΑ ΝΤΕΛΟΡ, ΔΙΑΚΟΠΟΔΑΝΕΙΑ, ΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ’89, ΤΟΝ ΚΟΣΚΩΤΑ”
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου σε μία εφ όλης της ύλης συνέντευξη με αφορμή το θεατρικό ανέβασμα της νουβέλας του Τόμας Μαν στο θέατρο Πορεία.
Με τον Γιώργο Παπαγεωργίου συναντηθήκαμε την ημέρα της μεγαλειώδους πορείας για το τραγικό ατύχημα των Τεμπών, λίγο αφότου αυτή είχε τελειώσει. Μοιραία, η ατμόσφαιρα της συνάντησής μας δεν ήταν τόσο χαρούμενη, είχε μια σκιά προβληματισμού και πένθους. Όλο αυτό το συναισθηματικό βάρος μετουσιώθηκε σε μία πολύ όμορφη και εποικοδομητική συζήτηση γύρω από το θέατρο και την κοινωνία.
Τώρα, στη νέα του σκηνοθεσία καταπιάνεται με μία «ιστορία θανάτου, μια ιστορία για την ηδονή του τέλους». Ο λόγος για τον “Θάνατο στη Βενετία”, τη αριστουργηματική νουβέλα του Τόμας Μαν που παρουσιάζεται στο θέατρο Πορεία με ένα πολύ ενδιαφέρον υποκριτικό καστ (Νίκος Χατζόπουλος, Γιάννης Λεάκος, Ορέστης Χαλκιάς /Δημήτρης Κίτσος*, Γρηγορία Μεθενίτη, Γιάννης Μαστρογιάννης).
“Πρέπει να είμαι από τους λίγους που πρώτα διάβασα τη νουβέλα του Τόμας Μαν και μετά είδα την ταινία του Βισκόντι. Διαβάζοντάς την ένιωσα όπως ακριβώς, όταν πρωτοδιάβασα τον “Γύρο του Θανάτου” του Κοροβίνη (μυθιστόρημα πάνω στο οποίο βασίστηκε ο Αρίστος). Χωρίς να το καταλάβω, έπιασα τον εαυτό μου να ερωτεύομαι σελίδα σελίδα το έργο. Τη διάβασα καλοκαίρι σε μια παραλία, ένα φυσικό περιβάλλον δηλαδή ταιριαστό με το φυσικό περιβάλλον της ιστορίας. Θυμάμαι ότι καθώς ρουφούσα τις λέξεις του Τόμας Μαν, όλο το τοπίο γύρω μου μεταμορφωνόταν και αποτελούσε μια φυσική προέκταση της ατμόσφαιρας του βιβλίου. Είχα έντονη την αίσθηση του γυμνού ποδιού που ήταν χωμένο μέσα στην άμμο και της ακτής που πάνω της έσκαγαν τα κύματα απαλά με ένα ρυθμικό τέμπο.
Όλα αυτά αποτέλεσε για μένα το πρωτογενές υλικό στην ιδέα μου να κάνω το βιβλίο αυτό θεατρική παράσταση. Κι αυτό προσπαθώ να κάνω, να “ανοίξω” τις αισθήσεις, όπως άνοιξαν οι δικές μου διαβάζοντάς το. Θέλω να εμπλακεί ο θεατής βιωματικά σε όλο αυτό.
Ο έρωτας σημαίνει να χάνεις τον εαυτό σου. Και αυτή είναι μια μαγική στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου. Δυστυχώς κρατάει λίγο…
Σχεδίασα έτσι, μια παράσταση λόγου που στηρίζεται κυρίως στον λόγο του συγγραφέα μέσω της διασκευής του Στρατή Πασχάλη που ενισχύει τον ποιητικό πυρήνα του έργου, χρησιμοποιώντας εμβόλιμα ποιήματα του Μαλαρμέ, του Ρίλκε και του Γκιμπράν.
Ταυτόχρονα, δουλέψαμε μαζί με τους ηθοποιούς πάνω στον λόγο και στις εικόνες που προέκυψαν μέσα από αυτοσχεδιασμούς με τα ίδια τους τα σώματα, ενώ το ηχητικό τοπίο είναι έντονα σχεδιασμένο ώστε να λειτουργεί συνεχώς σαν μια συναισθηματική αποχή για τον θεατή” αναφέρει χαρακτηριστικά.
Δίνεις έμφαση και στον ήχο έχω παρατηρήσει…
Γενικά το κομμάτι του ήχου είναι κάτι που τελευταία αρχίζει να με αφορά πάρα πολύ. Δε θα ξεχάσω πώς είχα βιώσει μια ηχητική περφόρμανς πριν από κάποια χρόνια στο Βερολίνο. Εκεί, σε έναν παλιό σταθμό τρένου μέσω μιας ηχητικής εγκατάστασης είχα “ταξιδέψει” στα πέρατα της γης. Ενεργοποιήθηκε μια λειτουργία και μετά η φαντασία μου, ακριβώς ό,τι κάνει και ένα βιβλίο. Αλλά, ακόμη και η μυρωδιά για μένα παίζει σημαντικό ρόλο και έχω χρησιμοποιήσει και αυτή την αίσθηση στην παράσταση.
Σαν ιστορία αν την απομονώσεις από την ποίηση που έχει, είναι πάρα πολύ απλή έως και βαρετή. Όμως, αυτό που την κάνει όχι απλώς ενδιαφέρουσα, αλλά αριστουργηματική, είναι ο τρόπος που προτείνεται αυτή η ιστορία από τον συγγραφέα και κυρίως το ότι το τι θέλει ο ίδιος να αφηγηθεί κάτω από αυτή τη φαινομενικά ερωτική ιστορία, ανάμεσα σε ένα μεσήλικα και σε ένα νέο.
Τι είναι αυτό λοιπόν που θέλει να αφηγηθεί;
Πίσω από το πρόσωπο του νεαρού Τάτζιο, ο Τόμας Μαν πλάθει έναν Άγγελο Θανάτου. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα έρωτα συνηθισμένο. Πρόκειται για την έλξη ενός μεσήλικα άνδρα, του Άσενμπαχ, ο οποίος βρίσκεται στην αρχή του τέλους της ζωής του, με τον θάνατό του. Και αυτό που επιλέγει να κάνει ο ίδιος, είναι να αγκαλιάσει ουσιαστικά τον ίδιο του τον θάνατο, γιατί ο τρόπος που αυτός παρουσιάζεται ισούται με το κάλλος και με την ομορφιά.
Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο το οποίο εξυμνεί το κάλλος. Και το εξυμνεί με αναφορές στον Πλάτωνα, στον Νίτσε και τα ιδεώδη του είναι κοντά στα πλατωνικά ιδεώδη. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν σαρκικό έρωτα, αλλά με έναν έρωτα ο οποίος εκφράζεται παρά μόνο στο μυαλό. Πρόκεται για ένα εσωτερικό και βαθιά υπαρξιακό ταξίδι. Και η δικιά μου ματιά μένει έντονα σε αυτήν την υπαρξιακή διάσταση του έργου.
Σκεφτόμουνα το πώς αντιλαμβάνεται ο ήρωας τον Άγγελο αυτό Θανάτου. Και ο ίδιος ο έρωτας δεν συνιστά “θάνατο” για τον ίδιο μας τον εαυτό. Δηλαδή, όταν ερωτευόμαστε έναν άνθρωπο, ουσιαστικά χάνουμε τον εαυτό μας…
Για μένα ο έρωτας είναι ακριβώς αυτό που αναφέρεις. Να χάνεις τον εαυτό σου. Και αυτή είναι μια μαγική στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου. Δυστυχώς κρατάει λίγο…
Τι πιο ωραίο από έναν τόσο βαθύ υπαρξιακό πόνο που μπορεί να δημιουργήσει και να φτιάξει ένα αριστούργημα.
Στον “Θάνατο στη Βενετία”, είναι συγκλονιστικό πως μιλάμε για μια βιωματική ιστορία του Τόμας Μαν, καθώς πήγε στο Λίντο, στη Βενετία, στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο με τη γυναίκα του κι εκεί αντίκρισε ένα νεαρό Πολωνό που τον θαύμασε και αποτέλεσε την απόλυτη έμπνευσή του. Ο ίδιος γυρνάει πίσω στο Μόναχο και με αφορμή αυτό τον πόθο που του έχει ξυπνήσει αποφασίζει ένα χρόνο μετά να γράψει ένα βιβλίο. Και βάζει μέσα όλα τα πραγματικά περιστατικά που του έχουν συμβεί. Ο ίδιος είναι το πρόσωπο του Ασενμπαχ, το οποίο στο τέλος και θανατώνει. Άρα είναι σαν ο ίδιος, αυτό τον πόθο, τον σκοτεινό πόθο που του έχει γεννηθεί, να αποφασίζει να τον πνίξει. Αυτό με συγκινεί πολύ, γιατί μου δείχνει έναν άνθρωπο ο οποίος υποφέρει μέσα του και προσπαθεί να λυτρωθεί από τον πόθο του. Άρα γι αυτόν, αυτός ο έρωτας που φλερτάρει με την έννοια του θανάτου, είναι μια συνδιαλλαγή που τον πονάει. Τι πιο ωραίο από έναν τόσο βαθύ υπαρξιακό πόνο που μπορεί να δημιουργήσει και να φτιάξει ένα αριστούργημα.
Η σύνδεση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο…
Έχω βρει μια φοβερή σύνδεση -την οποία δεν αξιοποιώ στην παράσταση- με την ταινία του Αγγελόπουλου, “Η Αιωνιότητα και μια Μέρα”. Κι όταν δούλευα τον “Αυτόχειρα” στο Εθνικό Θέατρο είχα κάνει μία σύνδεση δια στόματος του Βίκτορ που τον ερμήνευε ο Κώστας Μπερικόπουλος και αφορούσε το κείμενο που χρησιμοποιεί ο Αγγελόπουλος στο “Βλέμμα του Οδυσσέα” σε σχέση με την καταστροφή της χώρας του. Για εκείνη τη σκηνή πήρα τα δικαιώματα από την οικογένειά του.
Είμαι λάτρης του Αγγελόπουλου. Όλη μου η καριέρα ξεκίνησε σαν κομπάρσος γύρω στα 19, στο “Λιβάδι που δακρύζει”, ήμουν ένας από αυτούς που τους πολλούς μικρούς με τις ομπρέλες που έτρεχαν. Τότε ερωτεύτηκα το σινεμά και τον ίδιο τον Αγγελόπουλο. Μαγεύτηκα από όλο αυτό και μου λείπει πάρα πολύ αυτός ο κινηματογράφος. Ακόμα και τώρα βλέπω ταινίες του Αγγελόπουλου όποτε παίζονται στο σινεμά.
Μου λείπει πολύ αυτή η ποιητική ματιά σε ζητήματα βαθιά υπαρξιακά, όπως στην “Αιωνιότητα και μια Μέρα”. Θεωρώ ότι είναι ένας δημιουργός που πολεμήθηκε πάρα πολύ για πολύ μίζερους νεοελληνικούς μικροαστικούς λόγους. Και γίνεται ακόμη πιο σπουδαίος στα μάτια μου βλέποντας το πόσο συνεχίζει να μιλάει στο τώρα και στους νέους. Μου λείπει να σου πω την αλήθεια αυτή αυτή η ησυχία που είχε αυτός ο άνθρωπος στον τρόπο που δούλευε. Δηλαδή είχε κάτι μυητικό στη σύνδεσή του με τον θεατή.
Και εγώ προσπαθώ με τις πολύ μικρές μου δυνάμεις, με τα δικά μου μέσα να φτιάξω κάτι αντίστοιχο με το θέατρο, μια μυητική διαδικασία. Ο Αρίστος ήταν για μένα ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση; Δεν είναι εύκολο, Είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί έχουμε να κάνουμε με μια εποχή οποία η πληροφορία τρέχει με χίλια, ενώ τότε ήταν πολύ πιο απλά τα πράγματα. Σήμερα ο θεατής μπαίνει στην αίθουσα με ένα φορτωμένο μυαλό, δεν είναι εύκολο να μυηθεί σε κάτι. Θέλει και από εμάς μια αντοχή στις γκρίνιες που θα ακούσουμε και να επιμένουμε σε κάτι. Σαν ηθοποιός οφείλω να εναρμονίζομαι με το όραμα του σκηνοθέτη, αλλά ως σκηνοθέτης αν δεν είμαι προσωπικός δεν έχω λόγο να το κάνω. Τη σκηνοθεσία την κάνω αποκλειστικά για προσωπικούς λόγους.
Προσπαθώ με τις πολύ μικρές μου δυνάμεις, με τα δικά μου μέσα να φτιάξω μία μυητική διαδικασία στο θέατρο. Ο Αρίστος ήταν για μένα ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση;
Πάντως οι δουλειές σου πια βγάζουν και προς τα έξω πως είναι προσωπικές…
Για μένα “Ο Θάνατος στη Βενετία”, ο “Αρίστος”, ο “Αυτόχειρας”, ο “Επιθεωρητής” είναι και ήταν παραστάσεις που καιγόμουνα να κάνω. Και όταν αυτό δεν συμβαίνει για πάντα, ιδιαίτερα όταν μεγαλώνεις, δεν έχεις την ίδια θέρμη, είσαι έτοιμος να συνδιαλλαγείς και να συνομιλήσεις με άλλους τόνους. Εν προκειμένω, στον “Θάνατο στη Βενετία” αυτό το οποίο χάρηκα πάρα πολύ, είναι ότι ήταν μια συνεργασία η οποία κύλησε όπως ακριβώς είπα στους ηθοποιούς την πρώτη μέρα: Είπα “παιδιά, εγώ θέλω να λειτουργήσουμε όλοι μαζί σαν μια καλοκουρδισμένη τζαζ μπάντα. Ο ένας με και για τον άλλον. Υποστηρίζουμε το σόλο της τρομπέτας παίζοντας ένα κοντραμπάσο, αλλά όταν φωτιστεί το κοντραμπάσο, όλοι μαζί υποστηρίζουμε το κοντραμπάσο γιατί ήρθε η δική του στιγμή στο μουσικό κομμάτι”. Και συνολικά υπάρχει μια γενναιοδωρία από όλους και από μένα. Και ο στόχος είναι κοινός. Ήμουν σούπερ τυχερός με αυτό το πλαίσιο.
Νιώθω πως η παράσταση αυτή αποτέλεσε όντως να προχώρημα προς κάπου, θα δούμε προς τα πού. Έξυσε τη φαντασία μου προκειμένου να λειτουργήσω ποιητικά. Δεν υπάρχει δηλαδή ρεαλισμός καθόλου, θα έλεγα πως είναι μία παράσταση ειδική, καθώς αφορά τη συνάντηση με το θάνατο. Και δεν είναι όλοι έτοιμοι να συνδιαλλαγούν με αυτό ή δεν είναι έτοιμοι να συνδιαλλαγούν με αυτόν τον τρόπο που προτείνω.
Ο συγγραφέας και ο νεαρός Άγγελος θανάτου είναι ένα δίδυμο που έχει σηκώσει αντιδράσεις και πολλοί έχουν μιλήσει μέχρι και για παιδεραστία.
Εδώ υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Ο ίδιος ο συγγραφέας βάζει τον άνθρωπο που του γεννιέται αυτός ο πόθος να πεθάνει, αλλά δεν τον αγγίζει ποτέ. Είναι όλο εγκεφαλικό. Μπορούμε να καταδικάσουμε τη σκέψη;
Από την άλλη, για μένα το έργο αυτό μπορεί να ειδωθεί και ανάποδα. Σαν δηλαδή την τιμωρία ενός ανθρώπου ο οποίος βλέπει να γεννιέται μέσα του κάτι απαγορευμένο.
Το έργο αυτό μιλά για κάτι άλλο και χρησιμοποιεί σαν είδωλο, σαν εικόνα, ένα νεαρό αγόρι. Αυτή η εικόνα στην παράσταση ήθελα να είναι δισδιάστατη, γι αυτό και είναι βίντεο. Δεν βλέπουμε ποτέ τον Τάτζιο επί σκηνής, ακούμε γι αυτόν και τον βλέπουμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε μία προβολή που έκανε ο Γιώργος Ζώης μετά από μία θηριώδη ακρόαση. Και αυτό γίνεται ουσιαστικά να ενισχυθεί ακόμα πιο πολύ η έννοια της εικόνας, ότι αυτό ακριβώς το Άσενμπαχ είναι σαν να ερωτεύεται ένα άγαλμα.
Όσο μεγαλώνω αισθάνομαι όλο και πιο βαρύς, όλο και πιο φορτωμένος με πράγματα τα οποία προσπαθώ να πετάξω από πάνω μου και να τρέξω γυμνός μέσα στο απέραντο γαλάζιο.
Είσαι και εσύ εγκεφαλικός τύπος στον έρωτα;
Ναι, εμπλέκομαι πολύ διανοητικά ερωτικά και υποφέρω ταυτόχρονα.
Αυτό είναι το δικό σου κυνήγι της ομορφιάς;
Το τι είναι όμορφο για τον καθένα είναι κάτι πολύ ιδιωτικό και ξεχωριστό. Στο έργο αυτό ο συγγραφέας προτείνει τον έρωτα για το κάλλος και την απόλυτη ομορφιά, όχι για το σέξι, ούτε για το σαρκικό. Ο ήρωας ερωτεύεται το σφρίγος, την αναγέννηση, το καινούργιο. Δεν είναι καθόλου τυχαία η τελευταία σκηνή του έργου, όπου βάζει τον Τάτζιο μέσα στην παραλία να κάνει μια χειρονομία και να δείχνει προς πέρα από τον ορίζοντα. Είναι δηλαδή σαν ο ίδιος να δείχνει τον ήλιο, τον δρόμο προς το φως. Αυτή ακριβώς η εικόνα υπάρχει και στην ταινία του Βισκόντι. Και αυτή είναι η περιγραφή του Τόμας Μαν.
Οπότε προσωπικά, σε μια εποχή που έχει μάθει να αντιμετωπίζει την ομορφιά σαν είδος προς κατανάλωση και τα πρότυπα που προσπαθεί να επιβάλλει είναι όλο και πιο άσχημα, όλο και πιο επιθετικά, όλο και πιο πλαστά, μένω αποσβολωμένος μπροστά στην ομορφιά που προτείνει ο συγγραφέας.
Ποιο είναι το φως που δείχνει ο Τάτζιο για σένα;
Να σου πω την αλήθεια, όσο μεγαλώνω αλλάζει αυτό το φως και παίρνει μια άλλη απόχρωση προς έναν άλλο προορισμό.Ίσως είναι αυτή η ησυχία που σου περιέγραφα λίγο πριν. Νομίζω ότι όσο μεγαλώνω αισθάνομαι όλο και πιο βαρύς, όλο και πιο φορτωμένος με πράγματα τα οποία προσπαθώ να πετάξω από πάνω μου και να τρέξω γυμνός μέσα στο απέραντο γαλάζιο. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά, όπως κάνει ο Μπρούνο Γκαντς στην “Αιωνιότητα και μια μέρα”. Το στοιχείο της επιστροφής στη θάλασσα ο Αγγελόπουλος το κάνει με ένα μαγικό τρόπο. Δηλαδή λίγο πριν δούμε τον ήρωα στο νοσοκομείο να μπει για την εγχείρηση, τον βλέπουμε γυμνό να τρέχει στη θάλασσα, στη μήτρα δηλαδή.
Οπότε για μένα το φως που λες, μπορώ να το περιγράψω ως εξής: Είχα πάει στη Σαντορίνη πριν από τρία χρόνια, εν μέσω της πρώτης καραντίνας, της σκληροπυρηνικής. Δεν είχε τουρίστες, δεν είχε τίποτα. Ήμασταν στο νησί ελάχιστοι και κάποια στιγμή ανέβηκα σε ένα βράχο στο Ημεροβίγλι απέναντι από ένα εκκλησάκι. Και σκέφτομαι αυτόματα πως αν πεθάνω αυτή αυτή την εικόνα θα ήθελα να δω στον παράδεισο. Αυτό το φως δηλαδή για μένα ήταν ο θάνατός μου. Φαντάζει ουτοπία, αλλά αυτό θα ήθελα..
Η ουτοπία είναι στοιχείο του έργου…
Ο Τάτζιο υπηρετεί και αυτόν τον ρόλο. Η Βενετία αδειάζει, νοσεί από χολέρα, φεύγουν όλοι, εγκαταλείπουν το ξενοδοχείο. Ο Άσενμπαχ όμως επιμένει να κάθεται εκεί και καρτερεί ένα βλέμμα. Αυτή είναι η επιθυμία. Δηλαδή τι πιο ουτοπικό από το να περιμένεις να συμβεί κάτι που δε συμβαίνει;
H πνευματικότητα του Άσενμπαχ, όλο αυτό που πλάθει μέσα στο μυαλό του, σου λείπει σήμερα στους ανθρώπους;
Πάρα πολύ. Πιάνω τον εαυτό μου να βλέπω συνεντεύξεις του Βασίλη Ραφαηλίδη για να ακούσω έναν λόγο που νιώθω ότι πατάει σε κάποιες αξίες και μια πνευματικότητα που πια δεν υπάρχει καθόλου. Τουλάχιστον σε επίπεδο τηλεοπτικού πάνελ και σ αυτό που λέγεται δημόσιο βήμα. Ο Ραφαηλίδης είναι μια μια περίπτωση ενός πραγματικού επαναστάτη. Ο τρόπος με τον οποίο στάθηκε εδώ, κονταροχτυπήθηκε, συνομίλησε για αξίες και τάσεις στην τέχνη, δεν υπάρχει σήμερα.
Δυστυχώς η εποχή μας έχει στείλει τέτοιους ανθρώπους εκτός συστήματος. Και αυτό που έχει μείνει είναι μια δημοσιογραφία η οποία όσο ποτέ φλερτάρει και συνεργάζεται με το σύστημα με ένα τρόπο πια αδιανόητα προκλητικό. Και μπορεί να έχει πλάκα η ηλιθιότητα, αλλά από την άλλη τι γίνεται ξαφνικά να έχουμε μόνο αφρό και κανένα αντίβαρο; Δηλαδή σήμερα το μόνο αντίβαρο να είναι πια οι χοντροί κώλοι που έχουν κάτσει στον καναπέ και μας βουλιάζουν σε μια μεγαλύτερη κατάθλιψη. Μας έχει στερήσει η εποχή από ανθρώπους φάρους. Έχω, ωστόσο, μία μεγάλη ελπίδα στη νέα γενιά…
Εμείς μεγαλώσαμε με πληροφορίες ασύλληπτες σήμερα σε μία εποχή που όλοι τρώγανε. Και σου έλεγαν “όλοι τρώνε, βρες τον τρόπο να καβατζωθείς”. Θυμάμαι πακέτα Ντελόρ, διακοποδάνεια, το βρώμικο 89, τον Κοσκωτά…
Βλέπεις να ορθώνεται ένας νέος λόγος;
Σίγουρα κάτι νέο ξεκινά. Και αυτό φαίνεται από τις πορείες. Σήμερα (η μέρα της συνέντευξη ήταν η μέρα της μεγάλης πορείας στο κέντρο της Αθήνας) είχα κατέβει στην πορεία και ήταν όλα άψογα, ειρηνικότατα. Δεν έπεσε πέτρα. Και φάγαμε δακρυγόνα. Αυτό είναι ντροπή. Και σε μια κυβέρνηση που ζητάει το πρωί συγγνώμη για το θάνατο τόσων νέων ανθρώπων (αναφέρεται στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών) και το μεσημέρι τούς χτυπά και τους ρίχνει δακρυγόνα. Είναι ακραίο όλο αυτό, είναι παράλογο. Δηλαδή μόνο οι λοβοτομημένοι τηλεθεατές μπορούν να πιστέψουν πως μία αντίδραση σαν τη σημερινή είχε τον οποιοδήποτε επιθετικό χαρακτήρα που να δικαιολογεί τη χρήση χημικών.
Διαφέρουν αυτοί οι νέοι από τη δική μας γενιά;
Έχω την αίσθηση ότι κάτι θα αλλάξει. Εμείς μεγαλώσαμε με πληροφορίες ασύλληπτες σήμερα σε μία εποχή που όλοι τρώγανε. Και σου έλεγαν “όλοι τρώνε, βρες τον τρόπο να καβατζωθείς”. Θυμάμαι πακέτα Ντελόρ, διακοποδάνεια, το βρώμικο 89, τον Κοσκωτά κτλ. Αυτή ήταν η εποχή μας. Μας καλλιεργούσαν τη νοοτροπία πως το κράτος είναι μία μαφία που είτε θα σε βάλει στα σπάργανα της και θα φας μαζί της είτε θα είσαι απ’έξω σαν απόκληρος.
Και ενώ επικρατεί αυτή η νοοτροπία έρχεται μία κρίση, η οποία στέλνει όλα αυτά στο διάολο. Και έρχεται τώρα μια γενιά η οποία εκ των πραγμάτων -επειδή δεν υπάρχει το πλαίσιο- δεν μπορεί να μπει στο κομμάτι της ρουσφετογενιάς. Γιατί καλώς ή κακώς τα φορολογικά είναι αυστηρά, δεν μπορείς να κάνεις εύκολα λαμογιές, δεν μπορείς να δουλέψεις ανασφάλιστος.
Βλέπεις επίσης από την άλλη, ότι υπάρχει μεγάλη συσπείρωση του κόσμου σε σχέση με τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, αλλά και της διαφορετικότητας. Και πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι που θα διογκώνεται διαρκώς. Και μπορεί να γίνεται με έναν άγαρμπο τρόπο, αλλά δεν πειράζει. Καμιά φορά τα πράγματα φτάνουν και σε κάποια άκρα προκειμένου να ισορροπήσει μια νέα πραγματικότητα. Και είμαι αισιόδοξος ότι θα μιλάμε για μία γενιά που θα μας κάνει λίγο χώρα. Γιατί αυτή τη στιγμή ακόμα βιώνουμε τα αμαρτήματα των γονιών μας.
Ειδικά με τους καλλιτέχνες, ένιωσα ότι υπάρχει μια ιδεολογία επιτέλους…
Ναι, γιατί βρεθήκαμε σε ένα κοινό εχθρό που είναι υποτίμηση των πτυχίων μας. Είμαστε ένας κλάδος γενικά που τόσα χρόνια όλοι πάνω κάτω γνωριζόμαστε είτε σε μια παράσταση είτε σε μια δουλειά, είτε σε μια συνέλευση στο σωματείο. Είναι ο χώρος που το λαμπερό συνυπάρχει με τον ιδρώτα και το σανίδι. Ο καλός και σωστός συνάδελφος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται ότι το φως που τον φωτίζει αποτελείται από μαύρες λαμαρίνες. Δεν είναι ένα μαγικό φως που ήρθε να του δείξει ότι είναι ο εκλεκτός του Θεού.
Κι εμένα με πιάνει ένα πολύ δικό μου πράγμα και θέλω να φύγω εκτός πραγματικότητας. Αυτή είναι η δική μου ουτοπία. Θα ήθελα να μπορούσα να τηλεμεταφερθώ σε αυτό που υπήρχε στον αέρα όταν ήμουν έφηβος.
Αυτό οφείλει ένας καλλιτέχνης κατά τη γνώμη μου, όσο και επιτυχημένος και στο απόγειο της καριέρας του και να είναι, να παραμένει ουσιαστικά ταπεινός και να βάζει πλάτη για τον πιο αδύναμο. Αυτή τη στιγμή οι ηθοποιοί έβαλαν πλάτη, βγήκαν, τοποθετήθηκαν… Τρέφω μεγάλη αγάπη για τον κλάδο μου. Θεωρώ ότι είναι ένας ένας κλάδος που πάντα έχει μια ευαισθησία.
Καταρχάς είναι ο κλάδος που έχει αποδεχτεί τη διαφορετικότητα σε όλα τα επίπεδα εδώ και χρόνια. Έχει αποδεχτεί δηλαδή το αυτονόητο. Δεν ξέρω αν είναι επανάσταση ξεκινά από τους καλλιτέχνες, αλλά ξέρω ότι αν μη τι άλλο, είμαστε άνθρωποι που πάντα ξέρουμε ότι είμαστε ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να χάσουμε όλα. Και αυτό συνέβη στον κόβιντ και το εμπεδώσαμε όλοι.
Μια ιδεολογία, μια διεκδίκηση δεν θα μπορούσε να είναι ο Τάτζιο; Γιατί ερωτευόμαστε και τα ιδανικά μας.
Θα μπορούσε να είναι. Γιατί την ουτοπία την ορίζουμε εμείς οι απέξω. Για κάποιον είναι διεκδίκηση, είναι αγώνας. Κι εμένα με πιάνει ένα πολύ δικό μου πράγμα και θέλω να φύγω εκτός πραγματικότητας. Αυτή είναι η δική μου ουτοπία. Θα ήθελα να μπορούσα να τηλεμεταφερθώ σε αυτό που υπήρχε στον αέρα όταν ήμουν έφηβος. Σ αυτή την αίσθηση ότι γύρω σου υπάρχει ζωή, χαρά, γλέντι, ερωτισμός και ταυτόχρονα αγαθότητα. Δηλαδή, πολλές φορές προσπαθώ να επιστρέψω σε εικόνες και σε συναισθήματα που μου είχαν γεννηθεί όταν ήμουν έφηβος -και πια ξέρω πως αποτελούν ένα κυνήγι ουτοπίας πολύ προσωπικής. Υπάρχει κάτι αγαθό σε όλο αυτό με την έννοια ότι δεν υπήρχε φόβος. Τα πράγματα ήταν ατόφια. Για παράδειγμα, το Σάββατο βράδυ ήταν Σάββατο βράδυ. Είχαν όλα ένα πρόσημο. Και ακόμα και το ερωτικό στοιχείο είχε μία πάντα μια ταλαιπωρία, αλλά ταυτόχρονα ήταν μία τόσο ωραία διαδρομή. Όπως το αποτυπώνει το Χρήστος Βακαλόπουλος, στη Γραμμή του Ορίζοντος, που ξαφνικά βλέπεις ότι το στοιχείο του έρωτα είναι κάτι το οποίο το χειρίζεται μ έναν τρόπο που λες “γαμώτο, θα σκεφτεί κάποιος άνθρωπος ποτέ έτσι; Υπάρχει χώρος για τέτοιες σκέψεις και τέτοια ευαισθησία;”. Όπως σου είπα πριν, πιστεύω πως όχι. Πιστεύω πως πια είναι είδος προς εξαφάνιση. Αλλά εγώ προτιμώ να κυνηγάω αυτή την ουτοπία.
Ποιος πιστεύεις ότι θα ήταν ο Άγγελος Θανάτου για την κοινωνία;
Ένας λαοπλάνος πολιτικός. Ξεκάθαρα. Αυτός θα μας ρίξει στα Τάρταρα. Θα γοητευτεί από αυτόν ένας ολόκληρος λαός και θα πάμε όλοι μαζί στην καταστροφή.
Ανοιξιάτικα και καλοκαιρινα Σχέδια;
Θα κάνω ένα μεγάλο καλοκαιρινό οφ… Σε λίγες μέρες θα ανέβω Θεσσαλονίκη να βρω την μπάντα μου, να μπούμε στούντιο, να γράψουμε νέο υλικό γιατί θα βγάλουμε ένα επετειακό άλμπουμ για τα δέκα χρόνια Polkar. Και το περιμένω αυτό πώς και πώς. Μετά ακολουθούν κάποιες συναυλίες και διακοπές. Και μάλιστα για να τις κάνω απέρριψα μία Επίδαυρο και μετά μία δεύτερη Επίδαυρο.
Ξέρεις είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει πολύ η δουλειά μου και μου αρέσει να δοκιμάζομαι, αλλά συνέβη κάτι το οποίο με έβαλε σε σκέψεις. Το περσινό καλοκαίρι ήρθε και μας είδε ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στην Αντιγόνη στην Επίδαυρο και μιλούσαμε. Και του λέω “εσύ πώς και δεν κάνεις κάτι τώρα το καλοκαίρι;” Το ρώτησα γιατί ξέρω πως ο Οδυσσέας δεν σταματά να δουλεύει. Και μου απαντά “Γιώργο να σου πω κάτι; Κάθισα και σκέφτηκα πόσα καλοκαίρια μου μένουνε για να τα περάσω καλά. 20-25; Ε δε θέλω να χαραμίζω τα καλοκαίρια μου εύκολα”. Και κάπως μου χτύπησε αυτό. Ποτέ δεν υπολόγιζα τα καλοκαίρια μου σαν αντίστροφη μέτρηση. Όταν καβατζώνεις τα 40 όμως, το σκέφτεσαι αλλιώς…