ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΟ NEWS 24/7: ΚΑΝΕΝΑΣ ΡΟΛΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΝΑ ΜΕ ΠΑΕΙ “ΠΑΡΑΚΑΤΩ” ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Ο ηθοποιός μιλά στο Magazine για την παράσταση "Η άνοδος του Αρτούρο Ούι" σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη.
Ένα από τα πιο αιχμηρά και επίκαιρα κείμενα ανασύρει από τη “φαρέτρα” του Μπέρτολτ Μπρεχτ ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης και το επιλέγει για να εγκαινιάσει στις 25 Ιανουαρίου τον νεόδμητο και πολλά υποσχόμενο θεατρικό χώρο ARK, στην Κυψέλη.
“Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” στην οποία πρωταγωνιστεί ο ηθοποιός Γιώργος Χρυσοστόμου είναι μια “μακάβρια φάρσα”, στα σπλάχνα της οποίας ο πατέρας του Επικού Θεάτρου (Episches Theater) της Γερμανίας καταδεικνύει τους μηχανισμούς που στηρίζουν και εκτρέφουν τον φασισμό.
Το παραβολικό αυτό έργο είναι ένας παραλληλισμός της ιστορίας της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ. Ο Μπρεχτ ανασυνθέτει την ιστορία μεταφέροντας τη δράση στο γκανγκστερικό περιβάλλον της Αμερικής του μεσοπολέμου και τοποθετεί εκεί τον Αρτούρο Ούι, έναν αποτρόπαιο “ήρωα” γύρω από τον οποίο “υφαίνονται” κοινωνικά και ηθικά ζητήματα με διαχρονικό χαρακτήρα, όπως: η διαφθορά, οι ανίερες συμμαχίες και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, η προπαγάνδα, ο εκφυλισμός του αξιακού συστήματος και εν τέλει ο ολοκληρωτικός ηθικός ξεπεσμός μιας κοινωνίας και η ανάδυση του φασισμού.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου αμέσως μετά την ανεμελιά της παράστασης “Το Σώσε” του Μάικλ Φρέιν σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, αλλά και τον ρόλο του “Αχιλλέα” στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη… “πέφτει στα βαθιά”, και καταπιάνεται με έναν ρόλο που θεωρείται από τους πιο εμβληματικούς στο παλμαρέ του Μπρεχτ και μια από τις πιο δημοφιλείς πάλαι ποτέ παραγωγές του Berliner Ensemble.
Την ίδια στιγμή αναμένουμε με περιέργεια και το παρθενικό άνοιγμα του θεάτρου ARK, καθώς όπως ακούγεται θα είναι ένας χώρος με ιδιαίτερη ακουστική και χωροθεσία, που θα προσφέρει μια τελείως διαφορετική θεατρική εμπειρία στο κοινό. Λίγο πριν από τις δύο αυτές πρεμιέρες, και εν μέσω εντατικών προβών, συναντήσαμε τον Γιώργο Χρυσοστόμου σε ένα καφενείο της οδού Δροσοπούλου στην Κυψέλη, για να μάθουμε περισσότερα για τον “Αρτούρο Ούι” και ένα έργο που φαντάζει επικίνδυνα επίκαιρο και σοφά επιλεγμένο.
Λίγα λόγια για το έργο του Μπρεχτ
Ο Μπρεχτ έγραψε το έργο το 1941, ενώ βρισκόταν αυτοεξόριστος στη Φινλανδία και περίμενε την έκδοση βίζας για να μεταναστεύσει στην Αμερική. Εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1933, μία ημέρα μετά την εμπρηστική επίθεση στο γερμανικό Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) στο Βερολίνο, το βράδυ της 27ης Φεβρουαρίου 1933, η οποία το κατέστρεψε ολοσχερώς.
Στο έργο αυτό περιγράφει, με αλληγορικό τρόπο, την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Συχνά αναφέρεται ότι ο Μπρεχτ, ορκισμένος εχθρός του καπιταλισμού, με αυτό το έργο επιθυμούσε να κατακτήσει την αμερικάνικη θεατρική σκηνή. Γι’ αυτό και “εξηγεί” την άνοδο του Χίτλερ στον καπιταλιστικό κόσμο, “μεταφέροντάς την” στο γκανγκστερικό περιβάλλον του Σικάγο, κατά την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929. Ο χαρακτήρας του “Αρτούρο Ούι” είναι μια καρικατούρα του Χίτλερ, αλλά μοιάζει με τον περιβόητο γκάνγκστερ Αλ Καπόνε, ενώ δομήθηκε και πάνω στο πρότυπο του σαιξπηρικού “Ριχάρδου του 3ου“.
Είχε την επιθυμία το έργο αυτό να παιχτεί σε αμερικανικό κοινό, αλλά σύμφωνα με τον βιογράφο του Stephen Parker, “κανένα αμερικανικό θέατρο δεν θα άγγιζε ένα έργο το οποίο ξεσκεπάζει την κοινωνική και οικονομική ζωή ως λανθάνουσα φασιστική, και ευάλωτη στην ανομία και την κατάρρευση”. Το έργο παίχτηκε τελικά στη Στουτγκάρδη το 1958 (μετά τον θάνατο του συγγραφέα του), ενώ στα αγγλικά ανέβηκε μετά το 1961. Με αναφορές ακόμα και στον “Μεγάλο Δικτάτορα” του Τσάρλι Τσάπλιν – μεγάλη αδυναμία του Μπρεχτ – ο συγγραφέας ήθελε να εκθέσει τον Χίτλερ, χρησιμοποιώντας στοιχεία παρωδίας και pastiche.
Η πρόθεσή του όμως δεν ήταν να γράψει απλώς για έναν ιστορικό “Κακό” αλλά να δείξει ότι αυτές οι συνθήκες μπορούν κάλλιστα να “αναζωπυρωθούν” με τα ίδια πιθανώς ολέθρια αποτελέσματα. “Αν καταφέρναμε να κοιτάξουμε αντί να χαζεύουμε, θα βλέπαμε τον τρόμο στην καρδιά της φάρσας” λέει ο Μπρεχτ μέσα από το στόμα του Ούι και καλεί τους θεατές να πάρουν ένα σκληρό μάθημα, που καλά θα κάνουν να μην αφήσουν να επαναληφθεί.
Ο Αρτούρο Ούι είναι ένας “σκοτεινός κλόουν”
Βρίσκεσαι στις πρόβες για το έργο του Μπρεχτ, ένα έργο “βαρύ” καθώς πραγματεύεται θέματα για τον ολοκληρωτισμό και την άνοδο του Χίτλερ. Πώς προσεγγίζεις τον ρόλο;
Το έργο του Μπρεχτ δεν είναι “βαρύ”, είναι “μαύρο”. Είναι μια “σκοτεινή φάρσα”. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι πολύ ακριβής και δίνει ένα ωραίο κοντράστ, που εμένα με βοηθάει. Δε θα το αποκαλούσα “βαρύ”, γιατί έτσι φαντάζει απωθητικό. Το κείμενο έχει και το “μαύρο” και τη “φάρσα” και αυτά κουμπώνουν καταπληκτικά. Φυσικά σημαντικό ρόλο παίζει και η ωραία απόδοση, η μετάφραση του Κ. Παλαιολόγου και η σοβαρή δουλειά που έχει γίνει πάνω στο κείμενο από τον Άρη Μπινιάρη και τη δραματολόγο της παράστασης, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου.
Υπάρχει πολλή μουσική, όπως κλασικά στις παραστάσεις του Άρη. Το ίδιο το έργο έχει διαλείμματα, όπου διαμεσολαβούν τραγούδια και ποιήματα για να συμπληρώσουν την πλοκή. Τα παλαιότερα “ανεβάσματα” δεν τα έχω δει, αλλά στη δική μας την παράσταση θα έχουμε πολλή μουσική, καθώς και το σάουντρακ της παράστασης. Εξαιρετικός στη μουσική σύνθεση είναι ο Αλέξανδρος Κτιστάκης που έχει φροντίσει τον ήχο μέσα σε αυτό τον νέο χώρο του θεάτρου ARK. Είναι σαν να φοράμε ακουστικά και γυαλιά, γιατί το θέαμα θα είναι “τετραδιάστατο”.
Τι σε θέλγει στον ρόλο του “Αρτούρο Ούι”;
Εγώ δεν προσεγγίζω το θέμα από αυτή την οδό. Συνήθως η αφετηρία είναι οι συνεργάτες και μετά έρχονται τα άλλα. Δηλαδή, δεν κάθομαι να μελετήσω έργα και δεν είμαι ακόμα στη φάση που διαλέγω εγώ. Το πάθος του Άρη Μπινιάρη για αυτή τη δουλειά από τη μία και το δελεαστικό της πρότασης του πρώτου ρόλου, από την άλλη, ήταν δύο πράγματα τα οποία με έκαναν να αφεθώ με πολλή εμπιστοσύνη στο τι είναι να μου συμβεί πάνω στη σκηνή και να προσφέρω τα δικά μου κομμάτια. Δεν εμπλέκομαι πολύ με τα κείμενα, γιατί όσες φορές έχει συμβεί, έχω πάρει αποφάσεις μέσα μου αυτόματα, και μετά δεν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτές. Οπότε αφέθηκα τρομερά στον σκηνοθέτη. Ο Ούι λοιπόν είναι ένας “σκοτεινός κλόουν”…
Αυτό μου θυμίζει μια δήλωσή σου στο παρελθόν ότι στο ξεκίνημά σου έκανες τον κλόουν σε παιδικά πάρτι, κάτι που κάποιες φορές δεν ήταν τόσο ευχάριστο…
Ναι, δούλευα αρκετά σαν κλόουν σε παιδικά πάρτι όταν ήμουν νεότερος. Θέλω να πιστεύω ότι δεν ήμουν “σκοτεινός” (χαμογελάει). Είναι μια “γκρίζα περιοχή”, αυτή του κλόουν. Το γέλιο και το δάκρυ μαζί. Το βαμμένο πρόσωπο που είναι λευκό, ενώ είναι “μαύρο” όλο το μέσα. Γενικά ο κλόουν είναι ένα φοβιστικό πλάσμα για μένα, παρ’ όλο που τότε που εργαζόμουν ως κλόουν το έκανα για τα παιδάκια και ήταν πολύ διασκεδαστικό.
Ο Αρτούρο, λοιπόν, είναι ένας γκάνγκστερ στο Σικάγο του ‘30 και το έργο του Μπρεχτ “παρακολουθεί” την παράλληλη ιστορία της ανόδου του Χίτλερ. Σε παλαιότερες παραστάσεις ο Μπρεχτ έβγαζε και πλακάτ, λέγοντας στους θεατές τι συμβαίνει ταυτόχρονα στη Γερμανία. Και κάποια λόγια του σκηνοθέτη μου, τα οποία τα χρησιμοποιώ, είναι ότι αυτή η ιστορία πρέπει να λέγεται διαρκώς για να μην ξεχνιόμαστε. Γιατί τα γεγονότα αυτά δεν είναι πολύ μακριά μας. Δεν είναι πολύ πίσω στο παρελθόν, ή κάτι που μας αφορά πολύ λιγότερο, όπως πχ ο Τρωικός πόλεμος.
Γενικά πιστεύω ότι είναι μία πολύ καλή στιγμή να ανέβει αυτή η παράσταση για να θυμηθούμε ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα “τρέφονται” από τους φόβους των ανθρώπων και έτσι “ανέβηκαν”.
Είναι φοβερό ότι ζουν ακόμα άνθρωποι, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με τη φρίκη που πραγματεύεται ο Μπρεχτ. Δεν είναι και πολύ δύσκολο να επαναληφθεί – παγκοσμίως εννοώ – δεν ξέρω τώρα με τι μορφή και πώς. Υπάρχει επικινδυνότητα να συμβεί. Δεν “βράζει” μόνο η Αθήνα ή η χώρα μας με όλα τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που έχουμε και διαμαρτυρόμαστε. Βράζει όλος ο πλανήτης, έχουμε άνοδο ακροδεξιών πολιτικών, είδαμε τι έγινε και στην Ιταλία.
Γενικά πιστεύω ότι είναι μία πολύ καλή στιγμή να ανέβει αυτή η παράσταση για να θυμηθούμε ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ο αυταρχισμός “τρέφονται” από τους φόβους των ανθρώπων και έτσι “ανέβηκαν”. Μπροστά στην πείνα και στην εξαθλίωση, δηλαδή στη δυσκολία, έχουν άνοδο αυτές οι ενέργειες. Ποτέ σε μια φωτεινή περίοδο δεν ανέβηκε το Κακό, με κεφαλαίο. Όλες αυτές οι καταστάσεις – που διηγείται και η παράσταση – συνέβησαν πάνω στο ότι ο κόσμος ήταν τρομερά πονεμένος, κουρασμένος, πεινασμένος και φτωχός. Οπότε είναι ωραίο να πούμε αυτή την ιστορία και να μην την ξεχνάμε ποτέ.
Από την άλλη, μιλώντας για έναν κόσμο που αντιδρά, που “βγαίνει στον δρόμο” και διεκδικεί, πώς βλέπεις τις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών με αιχμή το Προεδρικό Διάταγμα, που υποβαθμίζει τις σπουδές και τα πτυχία σε επίπεδο απολυτηρίου Λυκείου;
Είναι λίγο τρομακτικό και λίγο πιο βαθύ από ό,τι νομίζουμε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εγώ βλέπω ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να μειώσεις το ηθικό των καλλιτεχνών και να υποτιμήσεις την ύπαρξή τους και τη δουλειά τους. Κανέναν δεν συμφέρει η τέχνη να είναι στα “ώπα-ώπα”. Κανέναν δεν συνέφερε ποτέ. Οπότε προσωπικά βλέποντας τις εξελίξεις και όλα όσα έχουν γίνει με το Προεδρικό Διάταγμα αισθάνομαι πολύ μειωμένος, σαν να με έχουν απαξιώσει. Γιατί με σκέφτομαι όταν ήμουν 18 χρόνων, που δεν είχα άλλη επιλογή να σπουδάσω. Δεν ήμουν καλός μαθητής και με κέρδισε η ηθοποιία. Έκανα τόσο αγώνα για να μπω στη Δραματική Σχολή (Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος). Πάλεψα μόνος μου μια τριετία και μπήκα και με υποτροφία. Και όλα αυτά ξαφνικά καταρρέουν έτσι για πλάκα. Θα το παλέψουμε, όμως, δεν θα το αφήσουμε έτσι, θαρρώ.
Θα υπάρξει φως στο τέλος του τούνελ, είσαι αισιόδοξος;
Εννοείται! Είναι αναπόφευκτο, νομοτελειακό. Τα πράγματα κάνουν κύκλο, από το σκοτάδι στο φως και από το φως στο σκοτάδι. Έτσι είναι η ημέρα ολόκληρη. Έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος, αναγκαστικά. Το θέμα που προκύπτει είναι αν οι λύσεις θα δοθούν άμεσα. Γιατί όλοι θα θέλαμε ένα γρήγορο αποτέλεσμα για να λυθεί άμεσα το όλο πράγμα. Αλλά κανένα φως δεν βγήκε στα γρήγορα!
Back to back τον τελευταίο καιρό από τον έναν ρόλο στον άλλον και σε τελείως διαφορετικές παραστάσεις. Πώς βιώνεις αυτή τη “χωρίς ανάσα” μετάβαση από σκηνοθέτη σε σκηνοθέτη;
Για αρχή, το έχω επιλέξει. Στην πορεία, πιο παλιά, πολλές φορές διάλεξα, επέλεξα, φαντασιώθηκα και μου συνέβησαν πράγματα που δεν ήμουν έτοιμος να μου συμβούν στο θέατρο. Πανικοβλήθηκα, αποσυντονίστηκα, αλλά τώρα σε αυτή τη φάση που με βρίσκει η συνέντευξη αυτή, είναι κάτι που επιζητώ και που επιλέγω και διαλέγω.
Δεν έχω πλέον την ψυχική ανάγκη να ανήκω κάπου. Παλαιότερα ήθελα να είμαι σε μια παράσταση μόνο και μόνο για να ανήκω κάπου. Επειδή όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν πολύ υγιές – στη δική μου περίπτωση – το έχω δουλέψει για να αλλάξει
Αυτό το “σύμπαν” για μένα είναι διανοητικά ξεκούραστο – αν και όχι τόσο ψυχολογικά ή σωματικά. Εμένα η διαδικασία της εντατικής πρόβας και της παράστασης, πόσω μάλλον όταν μπαίνει ο κόσμος στην εξίσωση – γιατί το κοινό είναι ο τελικός “συμπαίκτης” και αυτόν υπολογίζω κατά 50/50 – είναι η πιο ήσυχη ώρα της ημέρας.
Οπότε εκεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο, της διαρκούς αλλαγής ρόλων και της μελέτης πάνω σε έναν ρόλο, ας πούμε, είμαι πιο υγιής. Να το πω καλύτερα είμαι πιο ρυθμισμένος. Είναι σημαντικός για μένα ο ρυθμός. Και ο σταθερός ρυθμός μιας πρόβας και μιας παράστασης εμένα μου δημιουργεί ζωή. Και έτσι πιστεύω συμβαίνει με τον ρυθμό γενικότερα. Η καρδιά, για παράδειγμα, χτυπάει σταθερά, γι αυτό έχουμε ζωή. Αν χτυπούσε ακανόνιστα δεν θα ήμασταν ζωντανοί. Χαίρομαι ιδιαιτέρως που ο Άρης Μπινιάρης, ο σκηνοθέτης που με διάλεξε για τον ρόλο του Ούι σε αυτό το έργο του Μπρεχτ, αγαπάει πολύ τον ρυθμό και τη μουσική, και έτσι μου δίνει την ευκαιρία να μπορώ να “αφηγούμαι” τον ρόλο και να μην εμπλέκομαι αρκετά.
Παλαιότερα προσέγγιζα τον ρόλο από άλλη διαδρομή και ήταν πιο ψυχοφθόρο. Ένιωθα παραπάνω από όσο ένιωθαν οι θεατές. Αυτό πολλές φορές και εγώ όταν το βλέπω ως θεατής “με πετάει έξω” γιατί είναι σαν να μη “με παίζει” ο ηθοποιός. Σαν να παίζουμε ένα παιχνίδι, αλλά ο ηθοποιός να παίζει μόνος του. Χαίρομαι πλέον που δεν εμπλέκομαι εγώ πολύ πλέον και απλά αφηγούμαι την ιστορία του κάθε ρόλου, έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργεί δονήσεις στον κάθε θεατή. Γιατί κάθε θεατής έχει διαφορετική δόνηση που “ακούει” τα πράγματα και όσο πιο δυνατή τόσο το καλύτερο.
Η διαρκής εναλλαγή ρόλων είναι φυσικά και θέμα… επιβίωσης.
Δεν μου έχει συμβεί να έχω τη δυνατότητα να κάνω πολλές παύσεις ανάμεσα από δουλειές. Φέτος κάνω ένα πλάνο, ώστε να καταφέρω να είναι το πρώτο καλοκαίρι που δεν θα δουλέψω. Δεν ξέρω αν θα γίνει, απλώς το οργανώνω προς αυτή την κατεύθυνση. Με πήγε πάρα πολλά χρόνια η μία δουλειά μετά την άλλη και η μία παράσταση “μέσα” στην άλλη. Υπήρχαν διαστήματα που δούλευα σε τέσσερα πρότζεκτ ταυτόχρονα, με πολύ λίγα χρήματα το καθένα, έτσι ώστε να συμπληρωθεί ένα μηνιαίο ποσό. Το ζήτημα είναι καθαρά βιοποριστικό.
Στις πρώτες πρόβες είχα δυσκολία γιατί άρχισε να με ταράζει ο λόγος αυτός που χρησιμοποιεί ο Μπρεχτ. Μπερδεύτηκα λίγο μέσα μου γιατί δεν μπορώ να μην παλέψω για να “τα πει” ο Ούι σωστά. Αλλά έλα που δεν συμφωνώ με αυτά που λέει. Και τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση;
Από την άλλη, δεν έχω πλέον την ψυχική ανάγκη να ανήκω κάπου, να υπάρχω κάπου. Παλαιότερα είχα ένα θέμα με αυτό. Ήθελα να είμαι σε μια παράσταση, σε μία πρόβα, σε ένα πρότζεκτ μόνο και μόνο για να ανήκω κάπου και με απασχολούσε το πού θα βρίσκομαι. Επειδή όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν πολύ υγιές – στη δική μου περίπτωση – το έχω δουλέψει για να αλλάξει και αποφάσισα να κάνω παύσεις.
Στη συγκεκριμένη παράσταση σε αυτόν τον νέο ιδιαίτερο χώρο το ARK με τον Άρη Μπινιάρη πήρα πολύ γερή απόφαση να μην κάνω τίποτα άλλο παράλληλα και αυτό ήταν υπόσχεση στον εαυτό μου, στον σκηνοθέτη μου και στον παραγωγό μου. Κάναμε τη συμφωνία δια ζώσης και δια χειραψίας, γιατί δεν μπορώ να “ξεπετάω” τα πράγματα, ειδικά σε κάτι τόσο μεγάλο που θέλει συγκέντρωση και αφοσίωση. Φυσικά υπάρχουν φορές που το βιοποριστικό “χτυπάει κόκκινο”, αλλά δεν γκρινιάζω πλέον γιατί αυτή την απόφαση την πήρα όταν μπήκα 18 χρονών στη σχολή του Κρατικού για να πάρω… απολυτήριο Λυκείου εν τέλει!
Για να ολοκληρώσουμε και το θέμα του ρόλου, ποιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετώπισες δουλεύοντας πάνω στον ρόλο σε σχέση με το σκηνοθέτη και την επαφή σας.
Με τον Άρη Μπινιάρη βρήκα τον άνθρωπό μου. Γιατί είναι ένας σκηνοθέτης σίγουρος για το τι θέλει και ταυτόχρονα ανοιχτός για να το εξελίξει αυτό μέσω εμού και των υπολοίπων. Και αυτό είναι πολύ σπάνιο. Στο θέμα σκηνοθέτης μπορώ να πω ότι είμαι πολύ τυχερός.
Η πρόκληση ήταν να μάθω το κείμενο. Είμαι λίγο δύσκολος στο να μάθω τα λόγια. Πχ τώρα σε ένα κομμάτι υπάρχουν τρεις γραμμές που ενώ ξέρω όλο το άλλο κείμενο άπταιστα, δεν μου κολλάνε να τις πω ποτέ. Πάντα συναντώ έναν “κόμπο” εκεί. Κάτι γίνεται που θα το λύσω με την επανάληψη.
Υπάρχουν φορές που το βιοποριστικό “χτυπάει κόκκινο”, αλλά δεν γκρινιάζω πλέον γιατί αυτή την απόφαση την πήρα όταν μπήκα 18 χρονών στη σχολή του Κρατικού, για να φτάσω να πάρω… απολυτήριο Λυκείου εν τέλει!
Στις πρώτες πρόβες είχα δυσκολία γιατί άρχισε κάπως να με… ταράζει ο λόγος αυτός που χρησιμοποιεί ο Μπρεχτ. Εκεί μπερδεύτηκα λίγο μέσα μου γιατί δεν μπορώ να μην παλέψω για να “τα πει” ο Ούι σωστά. Αλλά έλα που δεν συμφωνώ με αυτά που λέει. Και τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση;
Και εκεί έρχεται ο πολύ σωστός σκηνοθέτης που το ισορρόπησε με τρομερή μαεστρία και με πολλή τρυφερότητα και έτσι κατάφερα να μην με επηρεάζει. Γιατί κάποια στιγμή, ειδικά αφού έκανα μια σκηνή 5 και 10 φορές, από τη λούπα και μόνο, με έπιαναν κλάματα, ζορίστηκα. Υπήρχε μία ένταση τον πρώτο καιρό, αλλά μετά το ισορρόπησα και μέσα μου. Αυτό συμβαίνει στους ηθοποιούς όταν έχουν να διαχειριστούν ρόλους όπως πχ Μήδεια ή σαιξπηρικούς χαρακτήρες.
Ο προηγούμενος ρόλος στο “Σώσε” ήταν το άλλο άκρο. Ήταν φωτεινός, αστείος, αφελής, γλύκας. Σε άλλο πλαίσιο και με έναν άλλο ρυθμό. Πολυπληθής παράσταση. Ήταν την Κυριακή η τελευταία παράσταση του “Σώσε” και Τρίτη μπήκα στις πρόβες για Μπρεχτ, οπότε μου ήρθε λίγο απότομα.
Βέβαια και πιο πριν ήσουν και τελείως μόνος στο “Mute”, ένα έργο που είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Ναι, άλλο πακέτο κι αυτό. Το “Mute” ήταν ένα πράγμα απαιτητικό στην κατασκευή του. Το δύσκολο κομμάτι του ήταν η υπομονή για είκοσι χρόνια μέχρι να ανέβει. Με το που μπήκε στη διαδικασία και επικοινώνησε με τον κόσμο μετά ήταν μόνο σωματικά δύσκολο. Δεν είχα κάποιο ψυχικό ζήτημα.
Το μόνο ζόρικο στο Mute ήταν αυτό το πριν και μετά μόνος. Αλλά δεν το πήρα προσωπικά. Δεν μας έβλεπαν οι θεατές, δεν επιτρεπόταν να σε δουν να σου πουν συγχαρητήρια. Αυτό ήταν λιγάκι περίεργο. Γιατί περιμένεις και το “τυράκι” σου όταν τελειώσει η παράσταση. Θες ένα “μπράβο” σαν ένα παιδάκι που κάνει μια ζωγραφιά και περιμένει να του πουν πώς τα πήγε τουλάχιστον. Αυτό το κομμάτι έλειπε και υπήρχε μια σχετική μελαγχολία λίγο πριν βγω στη σκηνή. Πάνω στη σκηνή όμως ήταν απολαυστικό. Μετά από εκει ήταν το σοκ στο “Σώσε”, πολύς κόσμος, πολύ κείμενο, πολλή κωμωδία. Και μετά ήρθε το άλλο σοκ, ο Μπρεχτ. Άλλος κόσμος, πιο πολύ κείμενο, λίγη περισσότερη μαυρίλα.
Οι ρόλοι σε εξελίσσουν και σαν προσωπικότητα; Θα έλεγες ότι μελετώντας ρόλους, κατά μία έννοια εξελίσσεις και στοιχεία του χαρακτήρα σου;
Στο επαγγελματικό κομμάτι ναι, στο προσωπικό όχι. Οφείλω να την κάνω μόνος μου αυτή τη δουλειά, ψυχικά. Η μελέτη ενός ρόλου ή τα θετικά του ή τα αρνητικά του δεν θα με κάνουν καλύτερο. Και το θεωρώ και λάθος να συμβαίνει κάτι τέτοιο γιατί ο ρόλος δεν είναι ψυχοθεραπεία. Στο θέατρο, ένας ρόλος δεν είναι γραμμένος για να σε… θεραπεύσει. Είναι γραμμένος για να πεις την ιστορία του και να δεις την επίδραση που θα έχει στο κοινό και τι “δουλειά” θα κάνει μετά ο θεατής, αφού τον επηρεάσει το έργο και ταυτιστεί λιγότερο ή περισσότερο.
Δεν τα βλέπω όλα δύσκολα. Σκέφτομαι ότι είμαστε διαρκώς σε μια μάχη. Κάθε πρωί που σηκώνομαι, λέω πάμε να παλέψουμε την ημέρα για να την κερδίσουμε. Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να είναι ανθισμένα τα πράγματα προς όλες και από όλες τις κατευθύνσεις και όποιος το πιστεύει είναι απλά ρομαντικός.
Κανένας ρόλος δεν περίμενα να με πάει “παρακάτω” σαν άνθρωπο. Εγώ όμως για να πάω παρακάτω έναν ρόλο, έπρεπε να μελετήσω τον εαυτό μου. Οπότε η δουλειά έρχεται εκ των έσω για να βγει προς τα έξω πιο υγιής. Αν περιμένεις από τα κείμενα να θεραπευτείς, τα “πας” σε λάθος δρόμο σίγουρα. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν ψυχολόγοι, θα υπήρχαν μόνο συγγραφείς.
Επιστρέφοντας στο κοινωνικό, από τη μία μιλάμε για εξάλειψη των ανισοτήτων και συμπερίληψη και από την άλλη έχουμε κυβερνήσεις που είναι πιο συντηρητικές. Σε τρομάζει η πόλωση; Βλέπεις ένα μέλλον που διαγράφεται όλο και πιο δύσκολο;
Όχι, δεν μπορώ να σκέφτομαι έτσι. Εγώ σκέφτομαι ότι είμαστε διαρκώς σε μια μάχη. Κάθε πρωί που σηκώνομαι, λέω πάμε να παλέψουμε την ημέρα για να την κερδίσουμε. Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να είναι ανθισμένα τα πράγματα προς όλες και από όλες τις κατευθύνσεις και όποιος το πιστεύει είναι απλά ρομαντικός. Κάθε εποχή έχει το δικό της Κακό και το δικό της Καλό. Εγώ χαίρομαι γιατί αν μη τι άλλο και σε νεότερες ηλικίες υπάρχει μια αφύπνιση. Ότι οι άνθρωποι “ψάχνονται” και βρίσκονται σε μία διαδικασία να “αντικρίσουν” τους φόβους τους ή και να αντιμετωπίσουν πράγματα τα οποία παλαιότερα δεν υπήρχε περίπτωση να ειπωθούν. Ειδικά για τα θέματα που αφορούν την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, για παράδειγμα, έχουν υπάρξει αλλαγές. Εγώ πρόλαβα την εποχή που στο σχολείο ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσεις ανοιχτά για τέτοια θέματα. Οι νεότερες γενιές δεν το έχουν ζήσει.
Φαινόμενα μπούλινγκ εννοείς;
Το “μπούλινγκ” στο σχολείο είναι αναπόφευκτο. Υπάρχει από τότε που άνοιξαν τα σχολεία στην ανθρωπότητα. Το θέμα ξεκινάει από την οικογένεια. Από εκεί ανοίγει ο δρόμος για την αποδοχή της διαφορετικότητας ή τον τρόμο για τη διαφορετικότητα. Εκεί είναι η πηγή. Ένα παιδί “κουβαλάει” τη διαφορετικότητα από το σπίτι του και την εκπέμπει προς τα έξω. Και τα άλλα παιδιά επίσης από το σπίτι τους έχουν εισπράξει κάτι, άρα είναι θέμα παιδείας. Εγώ θεωρώ ότι σχολείο γονέων θα έπρεπε να υπάρχει όχι σχολείο παιδιών.
Για παράδειγμα, εμάς μας πήγαιναν με το ζόρι στην εκκλησία, όταν ήμουν πιο μικρός φυσικά – και μας κορόιδευαν. Με το ζόρι πηγαίναμε, αλλά τρώγαμε μετά πολύ χαβαλέ. Τώρα, αν μη τι άλλο ξεφοβάται ο κόσμος και αλλάζουν τα πράγματα. Το βλέπω και από μένα, καθώς μεγαλώνω, γιατί είμαι πάρα πολύ συντονισμένος με το τι συμβαίνει. Και εγώ τώρα που είμαι 42 χρόνων, τα τελευταία δύο χρόνια δε φοβάμαι να μιλήσω, δεν φοβάμαι να τα πω και να “σπάσω αυγά”. Ο φόβος είναι βασικό δηλητήριο για να προκαλέσεις και τον άλλον να σε φοβίσει ακόμα περισσότερο. Το λέω με την έννοια ότι όταν είσαι φοβισμένος ο άλλος βρίσκει τον χώρο και το κάνει, ενώ αν δεν είσαι δεν μπορεί να “μπει”. Είναι πολύ περίεργο και καθόλου μεταφυσικό. Είναι θέμα τι εκπέμπουμε.
Και πώς γίνεται να μη φοβάσαι;
Το παίρνεις μια απόφαση. Γιατί αν καθίσουμε και μιλήσουμε με ανθρώπους και πουν για τη ζωή τους ή για το πώς βλέπουν τα πράγματα ο καθένας θα βγάλει τους φόβους του. Ο ένας φοβάται την αρρώστια, άλλος φοβάται τον “άλλον”, άλλος φοβάται τον εαυτό του, άλλος φοβάται το άλλο φύλο, άλλος φοβάται το ίδιο φύλο. Όλοι βάσει του φόβου λειτουργούμε, εγώ τουλάχιστον μέσα από το προσωπικό μου πρίσμα εκεί το εστιάζω, αλλά και το βλέπω να αποδεικνύεται. Και παρ’ όλο που είναι πλέον κλισέ και ο covid μας φόβισε πάρα πολύ όλους. Και εκεί βρέθηκε χώρος να ξυπνήσουν φόβοι πιο εσωτερικοί.
Η ανθρωπότητα είναι στη φάση που “αλλάζει δέρμα” και αυτό είναι πάντα μια επίπονη διαδικασία. Καμία αλλαγή δεν συνέβη εύκολα και γρήγορα. και αυτό λέω στους νεότερους. Το αποτέλεσμα θα έρθει μέρα τη μέρα, βασανιστικά αργά. Για να γίνει σωστά.
Επίσης, ο περισσότερος κόσμος συχνά εθελοτυφλεί. Για παράδειγμα βλέπω πολλούς ανθρώπους που είναι τρομερά θετικοί. Πολύ θετικοί, τους βλέπεις και λες “εγώ γιατί δεν είμαι έτσι;” Και μετά διαπιστώνεις ότι φοβούνται “να μπουν”. Φοβούνται να μπουν στη διαδικασία να δουν αλήθεια τι τους συμβαίνει.
Η φάση στην ανθρωπότητα, γιατί εγώ τη Γη τη βλέπω σαν ένα “άτομο”, είναι σε εξελικτικό στάδιο. Αυτή τη στιγμή “αλλάζει δέρμα” και αυτό είναι πάντα μια επίπονη διαδικασία. Καμία αλλαγή δεν συνέβη εύκολα. Αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να μεταλαμπαδεύσω σε πιο νέους που δυσκολεύονται με τα πράγματα.
Πώς είναι αυτή η επαφή με τους νεότερους, κάποια στιγμή δίδαξες και ηθοποιία;
Δίδαξα πολύ λίγο, αλλά η επαφή μου με τους νεότερους – συναδέλφους και όσους με πλησιάζουν – είναι πολύ γλυκιά. Έχω φτάσει σε μια φάση που με αγαπούν και με εκτιμούν πολύ και το χαίρομαι γιατί και εγώ δεν ήξερα ψυχολογικά τι είναι να σε αγαπάνε και να σε εκτιμάνε. Αυτό που τώρα προσπαθώ λοιπόν να τους πω – από τη δική μου εμπειρία – είναι ότι τα πράγματα δε γίνονται γρήγορα και απότομα. Το αποτέλεσμα θα έρθει μέρα τη μέρα, βασανιστικά αργά. Για να γίνει σωστά.
Και για να μην ρωτάω συνεχώς τα… “δύσκολα”, πάμε στα “εύκολα”. Η Αθήνα σου αρέσει. Βγαίνεις, απολαμβάνεις κάθε στιγμή στην πόλη;
Παρ’ όλο που είναι δύσκολη η Αθήνα, εμένα μου αρέσει και την έχω πολύ εύκολη στο μυαλό μου. Την έχω μάθει απ’ έξω και ανακατωτά την περίοδο που δούλευα κλόουν. Τότε την έμαθα και μάλιστα με το βιβλίο-χάρτη που είχαν τα ταξί, δεν είχε GPS και κινητά τότε. Η Αθήνα μου αρέσει, δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Αγαπώ όλες τις γωνιές της και δεν θα έφευγα ποτέ από εδώ.
Ούτε πιο μετά; Ας πούμε δεν σκέφτεσαι μια επιστροφή στις ρίζες. Κάποια στιγμή να γυρίσεις στη Ρόδο, από όπου κατάγεσαι;
Δεν έχω τέτοια φαντασίωση, τώρα. Σε έναν χρόνο μπορεί να σου πω άλλα πράγματα, αλλά αυτή τη στιγμή όχι. Θα ήθελα να γεράσω όμορφα στην Αθήνα και να μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω. Θα ήθελα να μπορώ να συνεχίζω μέχρι τέλους, να “παίζω”, να κάνω πράγματα, να είμαι “ζωντανός” και ενεργός. Γιατί το να φύγω έτσι ζητώντας “καταφύγιο” μού κάνει λίγο παραίτηση και δεν το θέλω. Τώρα! Μπορεί σε έναν χρόνο να είμαι πιο κουρασμένος και να το σκέφτομαι τελείως αλλιώς. Προς το παρόν δεν με αφορά καθόλου αυτό το κομμάτι γιατί έχω πολλή λαχτάρα και για την Αθήνα και για τη δουλειά μου.
Σου αρέσει να πηγαίνεις σε παραστάσεις συναδέλφων ηθοποιών;
Ναι, βεβαίως είδα 10-15 πράγματα τελευταία. Είδα και φίλους, είδα αγνώστους, μοιράστηκα με άλλους θεατές την εμπειρία του να είσαι στη θέση του κοινού, γιατί είχα πολύ καιρό να το κάνω. Και μάλιστα τόσο συχνά. Επειδή δεν είμαι και πολύ μελετηρός, τα έργα δεν τα ήξερα πολύ καλά, οπότε είχα και την έκπληξη της υπόθεσης και το… σασπένς ήταν έντονο. Πάντα πάω σαν το “μωρό παιδί” και βλέπω τις δουλειές των συναδέλφων γιατί απεκδύομαι την ιδιότητα του ηθοποιού όταν πάω σαν θεατής σε μια παράσταση. Νιώθω σαν να μην έχω σχέση με τη δουλειά και το χαίρομαι πολύ.
Η τηλεόραση είναι ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή σου. Πώς βλεπεις την επιστροφή της μυθοπλασίας;
Έχω κάνει 15 σίριαλ στην τηλεόραση. Φυσικά, μου αρέσει αν και τελευταία κάνω λίγο πιο επιλεκτικές κινήσεις, όσο βέβαια μου το επιτρέπει και το βιοποριστικό. Έχει αρκετή δουλειά η τηλεόραση και άλλους ρυθμούς, που είναι και επίσης μεγάλο μάθημα για την υποκριτική. Γνωρίζεις άλλους ανθρώπους τελείως. Αυτό που θέλω εγώ να μου συμβαίνει, πάνω από όλα, είναι να έχω τη δυνατότητα να κάνω δουλειές που μου αρέσουν. Όσο μπορώ!
Το χόμπι μου είναι το σπίτι μου. Το “ταχταρίζω”, το φτιάχνω, το ανανεώνω, το αλλάζω. Έτσι ξεφεύγω. Έχω μια βεράντα με λουλούδια, τα οποία φροντίζω και αυτό με ξεκουράζει πολύ.
Φέτος δεν είμαι κάπου από επιλογή, γιατί θέλω να επικεντρώσω την προσοχή μου στην παράσταση στο ARK, που είναι ένα νέο θέατρο και πιστεύω ότι το κοινό θα εντυπωσιαστεί πραγματικά από αυτό που θα δει. Και από πλευράς θεάτρου και από το πώς έχει στηθεί, αλλά και από τη δική μας παράσταση που θα το εγκαινιάσει. Αναφορικά με τα τηλεοπτικά, χαίρομαι που έγιναν πολλές δουλειές στην τηλεόραση και στη μυθοπλασία γιατί αυτό ανοίγει την αγορά και ανεβάζει τον πήχη της ποιότητας. Το βλέπω θετικά και θα πάει και καλά. Κάνει κάποιους κύκλους το πράγμα βέβαια, αλλά επιστρέφει εκεί που πρέπει.
Εκτός θεάτρου πώς γεμίζεις όμορφα τον χρόνο σου;
Μου αρέσει να ασχολούμαι πολύ με το σπίτι μου. Το χόμπι μου είναι το σπίτι μου. Το “ταχταρίζω”, το φτιάχνω, το ανανεώνω, το αλλάζω. Έτσι ξεφεύγω. Έχω μια βεράντα με λουλούδια, τα οποία φροντίζω και αυτό με ξεκουράζει πολύ. Δεν έχω άλλα χόμπι. Τη γυμναστική δεν τη θεωρώ χόμπι γιατί είναι μέρος της δουλειάς. Πολλές φορές μετά την παράσταση πάω και κάνω δουλειές, έτσι κάνα δίωρο. Αυτό με ηρεμεί πολύ!
Όταν είσαι σε μια δουλειά έχεις ήδη κάνει σχέδια για την επόμενη; Τώρα ας πούμε έχεις κάποιο πλάνο το μυαλό σου;
“Αρτούρο” για τον επόμενο καιρό και κανένα πλάνο. Κάπως το αφήνω έτσι, γιατί με ησυχάζει να ασχοληθώ μόνο με την παράσταση. Το πάω με τρίμηνα. Στο επόμενο τρίμηνο θα σκεφτώ αν θέλω να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Όχι; Το καλοκαίρι θα το ξανασκεφτώ και βλέπουμε.
Υπάρχουν έργα που έχεις στο μυαλό σου ότι θέλεις να τα παίξεις και θα μπορούσαν να είναι σε ένα μακροπρόθεσμο πλάνο;
Αυτό θα ήθελα να μου συμβαίνει, αλλά σε αυτή τη φάση επικεντρώνω στο “με ποιον θα ήθελα να δουλέψω”, “με ποιον συνάδελφο θα ήθελα να είμαι”, “με ποιον σκηνοθέτη”. Το έργο έρχεται, κάπως, σε δεύτερη μοίρα. Άλλοι ξεκινούν από το ποιο έργο θέλουν να κάνουν και μετά βρίσκουν τους συνεργάτες. Εγώ πάω πιο πολύ από άλλο δρόμο και με τους χώρους, επίσης. Δηλαδή μπορεί να μην ξέρω το έργο, μπορεί να μην ξέρω τους ανθρώπους και να λέω εδώ σε αυτόν τον χώρο κάτι θέλω να κάνω. Επειδή δεν μπορώ να δω τη μεγάλη εικόνα – άλλοι συνάδελφοι το κάνουν πολύ πιο εύκολα ίσως – συνδέομαι με τους χώρους και τα υπόλοιπα έρχονται.
Άρα σίγουρα έχεις στο μυαλό σου συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους θα ήθελες να συνεργαστείς.
Ναι έχω, αλλά δεν θα σου πω, είναι στα… προσεχώς!