ΓΙΟΣ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑΡΧΗ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΡΑ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟΥΤΟ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ
Ένας απ’ τους πολλούς γιους βιομηχάνων που γύρισαν για να δουλέψουν στον τόπο τους, εξηγεί τις δυσκολίες που βιώνουν οι σημερινοί νέοι.
Μη νομίζετε ότι στο εξωτερικό είναι όλα ρόδινα, αναγκάστηκα να φέρω στη δουλειά απ’ το σπίτι δικό μου κόφτη πούρων.
Άσε που όσα λεφτά και να ‘χεις, πάντα σαν ξένο σε βλέπουν. Ειδικά την ελληνική ψυχή δεν τη συγχωρούν εύκολα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ανταγωνιστικοί γίνονταν όταν παίζαμε μίνι γκολφ στο γραφείο μου.
Μια μέρα ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Εκεί κατάλαβα ότι έπρεπε να γυρίσω Ελλάδα και να ξεκινήσω πάλι απ’ το μηδέν στο εργοστάσιο του πατέρα μου.
Μπήκα στο γραφείο μου με καθυστέρηση τεσσάρων ωρών (και δύο ημερών) και είχε το θράσος ο μάνατζερ, να μου δείξει -χαμογελώντας βέβαια- το ρολόι του απ’ το απέναντι γραφείο.
Αρκετά. Όλα έχουν ένα όριο. Η εποχή των σκλάβων έχει περάσει, κύριοι.
Κι έτσι γύρισα στην πατρίδα. Και δεν το μετανιώνω. Κακά τα ψέματα, αλλιώς το πονάς το δικό σου εργοστάσιο.
Αλλιώς είναι να είσαι νοικοκύρης στον τόπο σου.
Βέβαια, δεν είναι εύκολο να δουλεύεις με τον πατέρα σου, ούτε για μένα ούτε για κανέναν. Πόσο μάλλον όταν σου κρατάει κακία που επέλεξες στα 18 σου να φύγεις μακριά και να ανοίξεις τα δικά σου τα φτερά.
Να μάθεις τη ζωή, να δεις μόνος σου τι μπορείς να καταφέρεις με μερικά εκατομμύρια στην άκρη και όχι να τα περιμένεις όλα έτοιμα.
Τώρα που έχω γυρίσει ως διευθυντής ή κάτι τέτοιο, δεν ξέρω τι θέση ανακάλυψαν για να με βάλουν να ξύνομαι, όλα αυτά τα βρίσκω μπροστά μου. Αλλά όποιος έχει κάνει έξω δεν φοβάται. Αντέξαμε τη ξενιτιά, τη φάμπρικα, θα το αντέξουμε κι αυτό.
Το πρόβλημα όμως τώρα είναι ότι και να θέλω να αλλάξω δουλειά, δεν μπορώ.
Σαν το εξοχικό είναι και το εργοστάσιο. Ωραίο είναι να έχεις ένα, δεν λέω, αλλά εγκλωβίζεσαι.
Όσοι έχετε μόνο ένα εξοχικό, με καταλαβαίνετε. Εγώ δυσκολεύομαι.
Τελευταία συζητάω πολύ με έναν ειδικό για το αν πρέπει να κάνω το εμβόλιο ή όχι, και θυμάμαι να μου λέει μεταξύ άλλων ο ίδιος αυτός άνθρωπος, ο πνευματικός μου, και κάτι πολύ ακόμα σπουδαίο:
“Τι βγάζει το εργοστάσιό σου. Τσιπάκια”;
Τι όμορφα λόγια, ε; Τι τρυφερά; Πώς να μετανιώσω που γύρισα στην πατρίδα, πού αλλού θα τα ακούσω αυτά; Λόγια σοφίας, λόγια καρδιάς…
Εδώ θα παλέψουμε, κι εδώ θα ριζώσουμε. Στον τόπο μας. Όλα απ’ το μηδέν, δεν πειράζει, θα τα ξαναφτιάξουμε και πάλι.
Δεν τη φοβήθηκα ποτές μου τη δουλειά.