ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΟΝΙΟ
Ημερολόγιο καταστρώματος, παραλίας και ταβέρνας από την επιστροφή στο πέλαγος της παιδικής μας ηλικίας.
Το μικρό λιμάνι στο Νυδρί, στη νοτιανατολική πλευρά της Λευκάδας, είναι -όπως ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού καλοκαιριού- μια επιστροφή στα 80s, χωρίς όμως αυτά να έχουν φύγει ποτέ. Μοιάζει με (αυτό που φανταζόμαστε ως) μικρογραφία παραθεριστικού κέντρου στη Φλόριντα, μόνο που αντί για συνταξιούχους ροδαλούς Αμερικάνους (ή έστω τον Κρόκετ και τον Ταμπς από το Miami Vice) βλέπεις new money Ρώσους ή Βρετανούς στο χρώμα του ωμού μπέικον να λιάζονται σε παλιά rooms to let που έκαναν μεταπτυχιακό στο Booking, έχτισαν πισίνα με ιλεκτρίκ πλακάκια «σκακιέρα» και τώρα ζητούν λογαριασμό ως «στούντιο». Δίπλα τους, φαραωνικές ψησταριές που μυούν τους τουρίστες στη δοκιμασία ενός πιτόγυρου με καύσωνα, ουζερί με τραπεζάκια «πάνω στο κύμα» (λάδι η θάλσσα, στο μεταξύ) κι all day καφέ-μπαρ με γκαρσόνια ίσα ίσα που φαίνονται κουβαλώντας βουνά πάνκεικ.
Το μικρό λιμάνι στο Νυδρί, στη νοτιανατολική πλευρά της Λευκάδας, αυτό το Σαββατοκύριακο που ξεκινάει ο Αύγουστος και η φετινή «μεγάλη απόδραση», είναι ότι κοντινότερο στην επί γης κόλαση. Στην παραλιακή του οδό, που έχει πλάτος μικρότερο από άλμα του Τεντόγλου κι οδηγεί στις «παντόφλες» που φεύγουν για Κεφαλονιά και Ιθάκη, επικρατεί χάος. Κανένας δεν έχει σκεφτεί κάπως να ρυθμίσει ή να ενημερώσει για την κυκλοφορία, τσιτωμένοι Αθηναίοι προσπαθούν να βγάλουν άκρη και εισιτήρια χωρίς να χάσουν τη θέση τους στην ουρά των οχημάτων, λιμενικοί και παρκαδόροι των φέρι μποτ δίνουν οδηγίες που δεν συμπίπτουν απαραίτητα, στη μέση αυτής της εξαγριωμένης παρέλασης ένα βυτίο λυμάτων έχει θεωρήσει ότι αυτή είναι η καταλληλότερη ώρα της εβδομάδας για εκκένωση, ενώ υπάρχουν και δυο κερασάκια στην τούρτα: ο «τσάκαλος» με το κάπρι και το γυαλί «βλέπω κύκλους» που κάνει το χαρακτηριστικό σήμα «δε θ’ αργήσω» παρκάροντας το βανάκι για να ξεφορτώσει αναψυκτικά και οι «πώς κάνετε έτσι;» που έχουν παρκάρει από χθες το βράδυ εκεί που δένουν τα φέρι ανεβάζοντας με κάθε τους κίνηση/ατάκα 25-35% το επίπεδο έντασης της σκηνής.
Ξέχασα να σας πω δύο πράγματα: α) είναι μεσημέρι και ο υδράργυρος έχει πικάρει στο 40+ και β) πολλοί από τους επίδοξους παραθεριστές είναι ήδη στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ξεθεωμένοι από την κούραση, γιατί έχουν προηγουμένως συναντήσει στον δρόμο τους την πυρκαγιά στην Αχαϊα (το πρώτο κακό μαντάτο του φετινού δραματικού καλοκαιριού), έχουν δει την Εθνική Οδό να κλείνει για 15-16 ώρες, έχουν γνωρίσει μέρη με ονομασίες όπως Σελιανίτικα, Ροδοδάφνη ή Τέμενη, έχουν κοιμηθεί είτε στο αμάξι είτε οπισθοχωρώντας σε καταλύματα τόσο μακριά όσο η Ακράτα ή τα Καλάβρυτα και το μόνο που ευλόγως τους κρατάει από το μπαμ είναι ότι ΟΚ εκείνοι δυσκολεύονται λίγο στο ξεκίνημα των διακοπών τους, αλλά τι να πουν και οι άνθρωποι πίσω από το μπλόκο που κινδυνεύουν οι ίδιοι ή οι περιουσίες τους με την φωτιά να σταματάει σχεδόν στη θάλασσα.
Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο μπαίνει στην παντόφλα. Είναι η στιγμή που παρατηρώντας το πάντα απολαυστικό τέτρις της περίστασης, αντιλαμβάνεσαι ότι ως Έλληνες μάλλον διαθέτουμε περισσότερα SUV από όσα μπορούμε να διαχειριστούμε. Ή ότι απλά έχεις επιλέξει φέτος να κάνεις διακοπές εκει που πάει με υπερφορτωμένα πορτ μπαγκάζ από βαλιτσάκια, καρεκλάκια και λοιπά συμπραγκαλάκια ο κρυπτονίτης του “sea, sun and sex”: η Ελληνική Οικογένεια. Επιφανειακό, επιπόλαιο το συμπέρασμα. Αποσύρεται γρήγορα. Αφενός μεν γιατί η χειρότερη (από κάθε άποψη) φυλή του greek summer είναι εκείνοι που διαμαρτύρονται για τα παιδιά στο πλοίο, την παραλία ή στο διπλανό δωμάτιο, αφετέρου δε γιατί μην ξεχνάς ότι κι εσύ ανήκεις πια στο “sleep, sit and σλουρπ” δημογραφικό αφού στις διακοπές πια θες να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς κι, ας μην κρυβόμαστε, το «πού θα φάμε;» έχει ανέβει στην κορυφή της ιεραρχίας των κρισιμων καθημερινών ερωτήσεων.
Το έχει αυτό το Ιόνιο. Ναι, «καρτ ποστάλ παραλίες» – ναι, «τα δέντρα χαϊδεύουν τη θάλασσα» – ναι, «γαλαζοπρασινα, δροσερά νερά» αλλά… Το γυρίσαμε με τους γονείς μας ως παιδιά σε έναν άλλον αιώνα με άλλο νόμισμα, κρύβοντας τα βαριεστημένα μούτρα μας σε Μίκυ Μάους, Ιούλιο Βερν ή Τρίποντο. Και μετά το ξεχάσαμε. Ή το απωθήσαμε, προσπαθώντας να ξορκισουμε το μικροαστικό μας πεπρωμένο σε κυκλαδίτικες χώρες που στην πορεία έμοιαζαν όλο και πιο πολύ με το ιστορικό κέντρο. Μέχρι που μια μέρα, στρίβοντας στην Κολοκοτρώνη, έβγαζε στην Τήνο.
Πίσω στο κατάστρωμα ο αριθμός των μασκοφόρων κρίνεται ικανοποιητικός, η απαραίτητη ψυχαναγκαστική κυρία κάνει παρατηρήσεις παραβιάζοντας κατάφορα το 1.5 μέτρο του social distancing, κι ένας κύριος αγχωμένος πασχίζει να ξεδιαλύνει ποιο απ’ όλα τα κατάφυτα νησάκια είναι «του Ωνάση». Ήταν, του τονίζει κάποιος, ο Σκορπιός κι εκείνος το φωτογραφίζει, ενώ τους σκεπάζουν οι συνήθεις φωνές των Ιταλών-πρελούδιο για την αποβίβαση στο Μεγανήσι.
Κάτι περισσότερο από 20 καταπράσινα στρέμματα, τρία χωριά (το «ηπειρωτικό» Σπαρτοχώρι, το εστέτ Βαθύ και το Κατωμέρι που μοιάζει με πόλη-φάντασμα από τις σελίδες του Λούκι Λουκ), δεκάδες σκάφη, δημοσιεύματα που τονίζουν ότι το προτιμούν οι richey rich – καμιά φορά Ρώσοι μεγιστάνες που μπορεί να έχουν ανακατευθεί σε περίεργες δολοφονίες (ή μπορεί και όχι). Σε κάθε περίπτωση, πολλοί περισσότεροι επισκέπτες απ’ ότι Έλληνες τουρίστες, κατά βάση Ιταλοί 50plus με τις οικογένειές τους, βιρτουόζικο μαύρισμα και class Αντρέα Πίρλο αλλά και Βρετανοί γιατί από κάποιους πρέπει να ζήσουν και τα τουριστικά «ιταλικα» που κατακρεουργούν ριζότι και μακαρονάδες με «φρούτα της θάλασσας». Έτσι κι αλλώς ο δικαιολογημένα φημισμένος «Ερρίκος» δεν μπορεί να τους χωρεσει όλους για φρέσκο ψάρι και μερακλίδικο λαβράκι στη λαδόκολλα. Άχρηστη πληροφορία: το σύμπλεγμα των νησιών -που περιλαμβάνει και τα yacht hot Κάλαμο και Καστό- αλλά κι ο μυθικός (;) λαός που τα κατοικούσε κι έφτασε να αποικήσει μέχρι και το Κάπρι, λέγόταν Τηλεβόες (μας πληροφορεί η πρώτη σελίδα στο μενού του ομώνυμου ρεστοράν).
Η πιο ασήμαντη από τις παράπλευρες απώλειες των πυρκαγιών, είναι ότι κανείς μας δεν ακούμπησε καν φέτος το ιερό καλοκαιρινό δισκοπότηρο: την αποτοξίνωση από το κινητό. (Ας είμαστε ειλικρινείς, όχι μόνο για τη «συνεχή ενημέρωση», αλλά και για το διαρκές ξεκατίνιασμα). Στο Λιμονάρι, την πιο ωραία συμβατικά προσβάσιμη παραλία του Μεγανησιού, το σημα πιάνει και δεν πιάνει και την παράσταση κλέβει η διπλανή παρέα στην καντίνα που όσο ρέει το αλκοόλ μιξάρει φωτιές, δημοψήφισμα, αστυνομία και κορωνοϊό μέχρι που κάποιος προχωρά σε ένα στιγμιαίο, nondescript ξέσπασμα: «δουλεύτε ρε, τι κάθεστε, παραγωγικοί να είστε»…
[To υπόλοιπο top-5 μου “Overheard in Ionio”: «Τα έχω τακτοποιήσει όλα φεύγοντας…Ναι, εκτός από αυτό» (μιλώντας στο κινητό με τη «δουλειά») // – «Θέλω μία να με εκμεταλλευτεί ρε φίλε, ελεύθερα» – «Ψάχνω μια να μη μου λέει ψέματα» (σχεδόν ενήλικοι ενώ βγαίνουν από τη θάλασσα και κατευθύνονται στο μπιτς μπαρ «Άγριος») // «Σταμάτα να μιλάς ρε μαμά, με έχεις ζαλίσει 10 μέρες» (περιμενοντας το πλοίο του γυρισμού, ένας 13χρονος μιλάει εκ μέρους όλων όσοι υπήρξαν ή θα υπάρξουν κάποτε έφηβοι) // «Τι έχεις κερδίσει μωρέ με τον Μάνταλο;» (αντίθετα, ο αποκλεισμός του Ολυμπιακού έγινε σε συνθήκες βωβού κινηματογράφου)]
Επιστροφή στο Νυδρί, τα δρομολόγια λόγω Covid είναι και φέτος πιο αραιά, η συνδεσιμότητα των Επτανήσων όχι και τόσο ευέλικτη. Αυτή τη φορά τα πράγματα πιο ήρεμα, μόνο που το φέρι για Ιθάκη αργεί. Τόσο πολύ που γίνεται και η μετάβαση από τις 828 σελίδες του Η Πυρά της Ματαιοδοξίας του Τομ Γουλφ (εκδ. Σέλας) που άξιζε τον κόπο (αλλά μου άξιζε κι ολυμπιακό μετάλλιο για το task) στο Όλοι Θέλουν να Χορεύουν του Αλμπέρτο Γκαρλίνι (εκδ. Πόλις – μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης στην Ιταλία των ταραγμένων 70s-80s που αν μοιραζόταν φέτος π.χ. στο κάμπινγκ της Αιγιάλης, ο κόσμος -για λίγο- θα γινόταν ένα καλύτερο μέρος).
Στάση Φισκάρδο, μερικές φωτογραφίες από το μπαλκόνι του φέρι στο γραφικό «ψαροχώρι των καλοφαγάδων» κι αργοπορημένη άφιξη στο ιθακήσιο κεφαλοχώρι Σταυρός (τυχαία είχε εδώ το ανάκτορο ο Οδυσσεάς;). Μας υποδέχεται με μερίδες μενίρ Οβελίξ κι αυτοσχέδιο Spotify πανηγύρι η χασαποταβέρνα «Τσελιγκας», ενώ στρατηγείο επί της ουσίας αποτελεί το κεντρικό καφενείο που στις καρέκλες του εναλλάσσονται σχεδόν όλο το 24ωρο ηλικωμένοι που τσακώνονται για το εμβόλιο, ζευγάρια που πίνουν νερωμένα καμπάρι και μοιράζονται τα αβγά του πρωινού μέχρι νεοχίπηδες (μάλλον ότι κοντινότερο σε γκρούβαλο έχει να προσφέρει το Ιόνιο) που κατεβάζουν εμφιαλωμένο τσίπουρο και τους τελειώνει ο καπνός όταν μπουζούκι, κιθάρα και βιολί κρατούν ξάγρυπνο το υπόλοιπο χωριό.
Αλλά αυτό το νησί με το περιέργο σχήμα και το αδιανόητο ανάγλυφο που παρατηρείς παίρνοντας την ορεινή κυκλική διαδρομή, διαθέτει το Μυστικό – έχει κάθε μέρα να δίνει. Πανέμορφες παραλίες (από τον υπέροχο Αϊ Γιάννη στο εξωτικό Γιδάκι που η φυσική ομορφιά μποϊκοτάρεται από την ύβρι των σκαφών που δένουν περίπου στην ομπρελα σου), βόλτες όπως π.χ, το δίπολο Ανωγή – Εξωγή (η πρώτη με το island legend «Καφενείο της Σοφίας», η δεύτερη με τον γκουρμέ -wait for it- «Εξωγήινο» και τις πυραμίδες της), πασαρέλα στο Βαθύ και ρομαντζάδα στο Κιόνι, τόσο-εξεζητημένο-όσο-το-χρειάζεσαι-τον-Αύγουστο πολύ καλό φαγητό («Κανένας», «Δόνα Λεύκη», «Ρεμέτζο»), απαραίτητες ομηρικές αναφορές π.χ. στην παραλία Πόλη λένε πως κατάφτασε ο Οδύσσέας πριν πάρει την ανηφόρα για να μπριφάρει τους μνηστήρες για την επιστροφή του. Κι ένα όμορφο μικρό λιμάνι ονόματι Φρίκες, ξεκάθαρο photo op όχι μόνο για την εικόνα αλλά και για τη λεζάντα… (Επίσης, έχει και πολλές πινακίδες “For Sale”, αν ψηθήκατε, τα νούμερα που τις συνοδεύουν βέβαια απαντάνε κάπου στο Μάντσεστερ ή το Μπέρμιγχαμ).
Αν γυρίζετε από Δευτέρα στη δουλειά, ελπίζω να βοήθησα. Από την στιγμή που σημασία έχει το ταξίδι, στο πρώτο μίτινγκ μπορείτε να απαγγείλετε Καβάφη. Και βλέπετε πώς θα πάει…