Η ΑΕΡΟΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΜΟΓΚΑΝΤΙΣΟΥ: ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ
Η αεροπειρατεία στην πτήση 181 της Lufthansa από Παλαιστίνιους τρομοκράτες, η RAF, οι σταθμοί σε Ρώμη, Λάρνακα, Μπαχρέιν, Ντουμπάι, Άντεν και Μογκαντίσου, η δολοφονία του κυβερνήτη Σούμαν, η πετυχημένη επιχείρηση της GSG 9 για την απελευθέρωση των ομήρων, η νύχτα θανάτου στο Στάμχαϊμ, η εκτέλεση του Σλάιερ.
Ήταν Τρίτη 18 Οκτωβρίου του 1977, όταν στο διεθνές αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, “Rhein Main Flughafen”, προσγειώθηκε το αεροσκάφος “Köln” της Lufthansa, προερχόμενο από το Μογκαντίσου της Σομαλίας, το οποίο μετέφερε τους 86 επιβάτες και τα 4 μέλη του πληρώματος της πτήσης 181 του εθνικού δυτικογερμανικού αερομεταφορέα, που πέντε ημέρες νωρίτερα είχε πέσει θύμα αεροπειρατείας από μέλη του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP). Σήμερα, 45 χρόνια μετά, το Magazine μεταφέρει το χρονικό της επιχείρησης με την κωδική ονομασία “Feuerzauber” (Μαγική Φωτιά), που οδήγησε στην απελευθέρωση των ομήρων και την εξουδετέρωση των Παλαιστίνιων τρομοκρατών.
Να πούμε εδώ ότι η αεροπειρατεία είχε άμεση σχέση με το λεγόμενο “γερμανικό φθινόπωρο” (Deutscher Herbst), το οποίο ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1977, όταν η δράση της δεύτερης γενιάς της Rote Armee Fraktion (RAF), της Δυτικογερμανικής τρομοκρατικής ομάδας Φράξια Κόκκινος Στρατός, έφτασε στο αποκορύφωμά της. Επίσης, αποτέλεσε ορόσημο στις πρακτικές της κυβέρνησης της Δυτικής Γερμανίας, η οποία για πρώτη φορά αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τρομοκράτες, κάτι που είχε κάνει στο παρελθόν, τόσο στην αεροπειρατεία της πτήσης 649 της Lufthansa τον Φεβρουάριο του 1972, όσο και σε εκείνη της πτήσης 615 της Lufthansa τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς.
ΤΟ “ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ” ΚΑΙ Η RAF
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, πηγαίνοντας πίσω, στον Ιούνιο του 1972, όταν η δυτικογερμανική αστυνομία συνέλαβε τον ηγετικό πυρήνα της RAF (Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Ένσλιν, Ουλρίκε Μάινχοφ, Γιάν Καρλ Ράσπε και Χόλγκερ Μάινς). Οι πέντε οδηγήθηκαν στις φυλακές Stammheim, βόρεια της Στουτγκάρδης και τέθηκαν σε πλήρη απομόνωση. Τον Νοέμβριο του 1974, ύστερα από απεργία πείνας, πέθανε ο Μάινς, ενώ τον Μάιο του 1976 βρέθηκε νεκρή στο κελί της η Μάινχοφ, η οποία πιθανότατα πρώτα στραγγαλίστηκε και στη συνέχεια το πτώμα της τοποθετήθηκε στην αγχόνη, ώστε ο θάνατός της να αποδοθεί σε αυτοκτονία.
Τον Μάιο του 1975 είχε ξεκινήσει η δίκη των τεσσάρων (Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε και Μάινχοφ), η οποία ολοκληρώθηκε δυο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1977, με την έδρα να ανακοινώνει την απόφασή της: ισόβια κάθειρξη για όλους. Ποινή ουσιαστική για τους Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε, τελείως τυπική για την Μάινχοφ, αφού όπως είπαμε, είχε ήδη πεθάνει έναν χρόνο νωρίτερα. Τα πράγματα για τους τρεις ισοβίτες έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, όταν λίγο μετά την καταδίκη τους, η γερμανική βουλή ψήφισε τον περίφημο νόμο του “αποκλεισμού”.
Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΧΑΝΣ ΜΑΡΤΙΝ ΣΛΑΪΕΡ
Σύμφωνα με αυτόν, οι αρχές της φυλακής μπορούσαν να απαγορεύσουν προσωρινά (και για όσο διάστημα ήθελαν) την οποιαδήποτε επαφή μεταξύ των κρατουμένων και των δικηγόρων τους, ακριβώς για να εξαφανίσουν κάθε πιθανότητα επικοινωνίας ανάμεσα στην ιστορική ηγεσία της RAF και τη δεύτερη γενιά που ήδη είχε ξεκινήσει τη δράση της με απαγωγές, ομηρίες και δολοφονίες. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1977, ένα κομάντο (ομάδα κρούσης) της δεύτερης γενιάς της οργάνωσης, απήγαγε τον Χανς Μάρτιν Σλάιερ, πρόεδρο των Γερμανών εργοδοτών, που είχε υπάρξει ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος στα νιάτα του.
Στη διάρκεια της επιχείρησης, σκοτώθηκαν ο οδηγός του Σλάιερ και τρεις αστυνομικοί της συνοδείας του. Η RAF ζήτησε την απελευθέρωση έντεκα μελών της που βρίσκονταν στις φυλακές, με αντάλλαγμα τη ζωή του απαχθέντος. Ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιντ, έχοντας τη στήριξη όλων των κοινοβουλευτικών ομάδων της γερμανικής βουλής, αρνήθηκε να υποκύψει στο αίτημα της RAF και έτσι οι τρομοκράτες αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), παλαιστινιακής μαρξιστικής-λενινιστικής αριστερής επαναστατικής οργάνωσης, ώστε να σχεδιάσουν ένα ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα.
ΟΙ ΑΕΡΟΠΕΙΡΑΤΕΣ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΤΗΣΗ 181
Στις 11 το πρωί της 13ης Οκτωβρίου του 1977, η πτήση LH 181 της Lufthansa, ένα Boeing 737-230C με το όνομα “Landshut”, ήταν έτοιμη να απογειωθεί από την Πάλμα της Μαγιόρκας με προορισμό την Φρανκφούρτη. Μέσα στο αεροσκάφος βρίσκονταν 86 επιβάτες και 5μελές πλήρωμα. Κυβερνήτης ήταν ο 37χρονος Γιούργκεν Σούμαν και συγκυβερνήτης ο 35χρονος Γιούργκεν Φίτορ, ενώ στο αεροπλάνο υπήρχαν και τρεις αεροσυνοδοί, η 33χρονη Χανελόρε Πίγκλερ, η 28χρονη Άννα Μαρία Στάρινγκερ και η 23χρονη Γκαμπριέλε Ντίλμαν.
Τριάντα λεπτά μετά την απογείωση και ενώ το Boeing πετούσε πάνω από τη Μασσαλία, τέσσερα μέλη του PFLP που ανήκαν στο κομάντο “Martyr Halima” (είχε ονομαστεί έτσι προς τιμήν της Μπριγκίτε Κούλμαν, μέλους των Επαναστατικών Πυρήνων, η οποία είχε σκοτωθεί από ισραηλινά πυρά ένα χρόνο νωρίτερα, στη διάρκεια της επιχείρησης Κεραυνός για την απελευθέρωση των ομήρων μετά από αεροπειρατεία σε αεροσκάφος της Air France στο Εντέμπε της Ουγκάντας), κατέλαβαν το αεροπλάνο υπό την απειλή όπλων και χειροβομβίδων.
ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ: ΡΩΜΗ
Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο 23χρονος Παλαιστίνιος Ζοχαΐρ Γιουσίφ Ακάτσε, γνωστός με το ψευδώνυμο “Captain Martyr Mahmud”, που είχε μαζί του και τρία μέλη της οργάνωσης από το Λίβανο, την 24χρονη Σουχαΐλα Σαγέχ, τον 23χρονο Γαμπίλ Χαρμπ και την 22χρονη Χιντ Αλαμέχ. Ο “Μαχμούντ” εισέβαλλε στο κόκπιτ κραδαίνοντας ένα γεμάτο περίστροφο και υποχρέωσε τον Φίτορ να αφήσει τη θέση του και να πάει στο πίσω μέρος της καμπίνας, όπου βρίσκονταν οι επιβάτες και οι αεροσυνοδοί, αφήνοντας μόνο του τον Σούμαν να πιλοτάρει το αεροσκάφος.
Ενώ οι άλλοι τρεις αεροπειρατές επέβλεπαν τους ομήρους, ο Μαχμούντ ζήτησε από τον Σούμαν να πετάξει ανατολικά, με προορισμό τη Λάρνακα της Κύπρου, όμως εκείνος του είπε ότι το αεροσκάφος δεν είχε αρκετά καύσιμα για να φτάσει ως εκεί και θα έπρεπε να σταματήσει για ανεφοδιασμό στη Ρώμη. Το Boeing άλλαξε πορεία περίπου στις 14:30, κάτι που αντιλήφθηκαν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στην Αιξ Αν Προβάνς (Γαλλία, 30 χλμ βόρεια της Μασσαλίας) και προσγειώθηκε στις 15:45 στο αεροδρόμιο “Φιουμιτσίνο” της Ρώμης. Εκεί οι αεροπειρατές, σε συνεννόηση με το κομάντο “Siegfried Hausner” της RAF (την ομάδα δηλαδή που είχε απαγάγει τον Σλάιερ), έκαναν γνωστά τα αιτήματά τους.
ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΕΡΟΠΕΙΡΑΤΩΝ
Απαίτησαν την απελευθέρωση έντεκα μελών της RAF από τη φυλακή Stammheim, την απελευθέρωση δυο Παλαιστίνιων που κρατούνταν στην Τουρκία, καθώς και 15 εκατομμύρια δολάρια. Ο Δυτικογερμανός Υπουργός Εσωτερικών, Βέρνερ Μάιχοφερ, επικοινώνησε με τον Ιταλό ομόλογό του, Φραντσέσκο Κοσίγκα, ζητώντας του να δώσει διαταγή στην ιταλική αστυνομία να πυροβολήσει τα ελαστικά στις ρόδες του αεροπλάνου, ώστε αυτό να μην μπορεί να απογειωθεί και να μείνει καθηλωμένο στο έδαφος. Όμως ο Κοσίγκα, όπως και η ιταλική κυβέρνηση, δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να εμπλακούν σε ένα πρόβλημα που δεν ήταν δικό τους.
Έτσι οι Ιταλοί αποφάσισαν να ανεφοδιάσουν το αεροσκάφος με 11 τόνους καύσιμα, με αποτέλεσμα ο Μαχμούντ να δώσει εντολή στον Φίτορ (που είχε επιστρέψει στο κόκπιτ μετά από παράκληση του Σούμαν) να απογειώσει το Boeing με κατεύθυνση την Κύπρο, κάτι που έγινε στις 17:45, πριν καν ο συγκυβερνήτης πάρει άδεια από τον πύργο ελέγχου. Το “Landshut” προσγειώθηκε στις 20:28 στη Λάρνακα και μια ώρα αργότερα, ένας εκπρόσωπος της PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) προσπάθησε να πείσει τον Μαχμούντ να απελευθερώσει τους όμηρους.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΣΤΟ ΜΠΑΧΡΕΪΝ
Όμως ο αρχηγός των αεροπειρατών έγινε έξαλλος, άρχισε να ουρλιάζει στον Παλαιστίνιο της PLO στα αραβικά, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αποχωρήσει. Αμέσως μετά, οι Κύπριοι γέμισαν με καύσιμα το αεροσκάφος και ο Σούμαν υπέβαλλε στον πύργο ελέγχου σχέδιο πτήσης με προορισμό τη Βηρυτό. Ο πύργος ελέγχου απάντησε ότι το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας του Λιβάνου είχε αποκλειστεί και ήταν κλειστό για αυτούς και τότε ο Μαχμούντ διέταξε να πετάξουν με προορισμό τη Δαμασκό της Συρίας.
Πράγματι, το Boeing απογειώθηκε στις 22:50 από τη Λάρνακα, αλλά έντεκα λεπτά αργότερα ο πιλότος ενημερώθηκε ότι δεν είχε άδεια να προσγειωθεί σε συριακό έδαφος. Στις 23:14 ακολούθησε νέα άρνηση από τη Δαμασκό, στις 00:13 (πλέον 14 Οκτωβρίου) από τη Βαγδάτη, στις 00:58 από το Κουβέιτ και έτσι το αεροσκάφος κατευθύνθηκε προς το Μπαχρέιν. Ο Σούμαν ενημερώθηκε μέσω ασυρμάτου από μια πτήση της Qantas, ότι το αεροδρόμιο του Μπαχρέιν ήταν επίσης κλειστό για το Boeing της Lufthansa.
Ο Γερμανός κυβερνήτης επικοινώνησε αμέσως με τον πύργο ελέγχου του Μπαχρέιν, ενημερώνοντας ότι δεν είχε αρκετά καύσιμα για να πετάξει κάπου αλλού και παρά την εκ νέου αρνητική απάντηση που έλαβε, ξαφνικά, λίγα δευτερόλεπτα μετά, του δόθηκε μια αυτόματη συχνότητα προσγείωσης από τον ελεγκτή πτήσης. Τελικά, το Boeing προσγειώθηκε στο διεθνές αεροδρόμιο του Μπαχρέιν στη 01:52 τη νύχτα και αμέσως περικυκλώθηκε από στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μαχμούντ, εξοργισμένος, ζήτησε από τον πύργο ελέγχου να αποσυρθούν οι στρατιώτες, αλλιώς θα εκτελούσε τον συγκυβερνήτη.
Ο Παλαιστίνιος αρχηγός των αεροπειρατών έδωσε πέντε λεπτά προθεσμία, σημαδεύοντας στο κεφάλι τον Φίτορ και τελικά οι ένοπλοι αποσύρθηκαν. Στη συνέχεια, το αεροσκάφος ανεφοδιάστηκε με καύσιμα και απογειώθηκε στις 03:24 με προορισμό το Ντουμπάι. Πλησιάζοντας στο εμιράτο, ο Σούμαν ενημερώθηκε από τον εκεί πύργο ελέγχου ότι και το αεροδρόμιο του Ντουμπάι ήταν κλειστό για το γερμανικό Boeing. Πετώντας πάνω από τον διεθνή αερολιμένα, οι πιλότοι και οι αεροπειρατές διέκριναν στο πρώτο φως της ημέρας, τον διάδρομο προσαπογείωσης να έχει μπλοκαριστεί από στρατιωτικά τζιπ, φορτηγά και πυροσβεστικά οχήματα.
ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ ΣΤΟ ΝΤΟΥΜΠΑΪ
Ξεμένοντας για μια ακόμα φορά από καύσιμα, ο Σούμαν ενημέρωσε τον πύργο ελέγχου ότι θα προσγείωνε το αεροσκάφος έτσι κι αλλιώς. Πραγματοποιώντας μια πρώτη προσέγγιση, ο κυβερνήτης του “Landshut” είδε ότι όλα τα οχήματα που μπλοκάριζαν τον διάδρομο είχαν απομακρυνθεί, έτσι μπόρεσε να κατεβάσει με ασφάλεια το Boeing στις 05:40 το πρωί στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι. Αμέσως οι τρομοκράτες ζήτησαν από τον πύργο τρόφιμα, νερό, φάρμακα και εφημερίδες. Παράλληλα, ο Σούμαν, χρησιμοποιώντας έναν μυστικό κώδικα κινδύνου, μπόρεσε να πληροφορήσει τις αρχές του Ντουμπάι για τον αριθμό και το φύλο των αεροπειρατών.
Ζήτησε τέσσερις κούτες τσιγάρα (αναφορά στα τέσσερα μέλη της PFLP), δυο από συγκεκριμένη μάρκα και άλλες δυο από άλλη μάρκα (αναφορά στους δυο άνδρες και στις δυο γυναίκες). Λίγο αργότερα, ο σεΐχης Μοχάμεντ Μπιν Ρασίντ, τότε υπουργός Άμυνας του εμιράτου, αποκάλυψε αυτή την πληροφορία σε δημοσιογράφους και στη συνέχεια διέρρευσε μέσω του ραδιοφώνου, με αποτέλεσμα να το μάθουν οι αεροπειρατές. Ο εξαγριωμένος Μαχμούντ απείλησε να εκτελέσει επιτόπου τον Σούμαν, αλλά τελικά συγκρατήθηκε.
Το αεροσκάφος παρέμεινε καθηλωμένο σε ειδικό χώρο στάθμευσης στο αεροδρόμιο, όλη την Παρασκευή (14/10) και το Σάββατο (15/10), ενώ μηχανικοί εδάφους επιδιόρθωσαν προβλήματα που είχαν προκύψει με την ηλεκτρική γεννήτρια, τον κλιματισμό και τη βοηθητική μονάδα ισχύος. Το πρωί της Κυριακής, 16 Οκτωβρίου, ο Μαχμούντ απαίτησε τον ανεφοδιασμό του Boeing με καύσιμα, αλλιώς θα άρχιζε να εκτελεί επιβάτες. Οι αρχές του Ντουμπάι έσπευσαν να υπακούσουν και το “Landshut” ήταν και πάλι έτοιμο να συνεχίσει το ταξίδι του.
Στο μεταξύ, οι Δυτικογερμανοί δεν είχαν μείνει με σταυρωμένα χέρια. Ο υπουργός επικρατείας, Χανς Γιούργκεν Βισνέβσκι, ειδικός απεσταλμένος του καγκελάριου Χέλμουτ Σμιντ για να χειριστεί την αεροπειρατεία και ο στρατηγός Ούλριχ Βέγκενερ, επικεφαλής της επίλεκτης αντιτρομοκρατικής ομάδας GSG 9 (Grenzschutzgruppe 9), είχαν φτάσει στο Ντουμπάι και προσπαθούσαν να πείσουν τις τοπικές αρχές να τους επιτρέψουν να χρησιμοποιήσουν κομάντος της GSG 9 για να εισβάλουν στο αεροσκάφος.
Το πράσινο φως δόθηκε από τον σεΐχη, όμως ανώτερα στελέχη τόσο της βρετανικής SAS όσο και της GSG 9 επέμειναν ότι η ομάδα κρούσης έπρεπε να κάνει πρόσθετες ασκήσεις μάχης σε παρακείμενο διάδρομο, για να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας της. Στη διάρκεια της παραμονής του Boeing της Lufthansa στο αεροδρόμιο του Ντουμπάι, οι καταδρομείς της GSG 9 πραγματοποίησαν συνολικά 45 ώρες ασκήσεων. Όμως μετά τον ανεφοδιασμό του αεροσκάφους με καύσιμα, το “Landshut” απογειώθηκε ξανά στις 12:19 το μεσημέρι της 16ης Οκτωβρίου με προορισμό το Ομάν.
Στη διάρκεια της πτήσης, οι αεροπειρατές ενημερώθηκαν από το Ομάν ότι και τα δυο του αεροδρόμια, στη Σαλάλα και την Μασίρα, ήταν μπλοκαρισμένα και κλειστά, το ίδιο συνέβη και με το αεροδρόμιο του Ριάντ στη Σαουδική Αραβία, οπότε ο Σούμαν κατευθύνθηκε προς το Άντεν της Νότιας Υεμένης. Πλησιάζοντας στον διεθνή αερολιμένα του Άντεν, ο Μαχμούντ είδε ότι και οι δυο κύριοι διάδρομοι προσαπογείωσης ήταν μπλοκαρισμένοι με στρατιωτικά τζιπ, τανκς και άλλα οχήματα. Το αεροσκάφος σχεδόν είχε ξεμείνει από καύσιμα, όμως οι υπεύθυνοι του αεροδρομίου ήταν ανυποχώρητοι.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ ΣΤΟ ΑΝΤΕΝ
Ο συγκυβερνήτης Φίτορ υποχρεώθηκε σε αναγκαστική προσγείωση, ανάμεσα στους δυο διαδρόμους, σε μια μη ασφαλτοστρωμένη λωρίδα άμμου. Οι τοπικές αρχές ζήτησαν από τους αεροπειρατές να αναχωρήσουν αμέσως από το αεροδρόμιο, όμως οι δυο πιλότοι ξεκαθάρισαν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν ασφαλές και πως θα έπρεπε να προηγηθεί ενδελεχής μηχανικός έλεγχος στο αεροσκάφος. Όταν αυτός ολοκληρώθηκε, ο Μαχμούντ επέτρεψε στον Σούμαν να κατέβει από το Boeing για να ελέγξει το σύστημα προσγείωσης και τους κινητήρες.
Μεγάλη ποσότητα άμμου είχε απορροφηθεί από τους κινητήρες, ενώ είχε αποδυναμωθεί η δομή του συστήματος προσγείωσης και ο μηχανισμός επέκτασης-ανάσυρσής του είχε υποστεί ζημιά. Ο Σούμαν, μετά την ολοκλήρωση της επί τόπου επιθεώρησης, δεν επέστρεψε αμέσως στο εσωτερικό του αεροσκάφους, παρά τις επανειλημμένες κλήσεις από τους αεροπειρατές, που απειλούσαν να ανατινάξουν το Boeing. Το τί έκανε ο κυβερνήτης τόση ώρα, παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα, αν και κάποιες μαρτυρίες από ανθρώπους του αεροδρομίου, ανέφεραν ότι ο Σούμαν προσπαθούσε να πείσει τα πληρώματα εδάφους να εμποδίσουν την εκ νέου απογείωση του αεροπλάνου και να μην υπακούσουν στα αιτήματα των αεροπειρατών.
Ο ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ ΤΟΝ ΣΟΥΜΑΝ
Τελικά, όταν ο πιλότος επέστρεψε στο Boeing, ο Μαχμούντ τον διέταξε να γονατίσει και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ πυροβολώντας τον στο κεφάλι, χωρίς καν πρώτα να ζητήσει εξηγήσεις για την απουσία του. Στη 01:00 μετά τα μεσάνυχτα, το αεροσκάφος ανεφοδιάστηκε με καύσιμα και μια ώρα αργότερα απογειώθηκε με προορισμό το Μογκαντίσου της Σομαλίας. Το πρωί της 17ης Οκτωβρίου, στις 06:34, το “Landshut” προσγειώθηκε στον κεντρικό διάδρομο του αεροδρομίου Aden Adde. Η κυβέρνηση της Σομαλίας αρχικά είχε αρνηθεί να δώσει άδεια προσγείωσης στο Boeing, υποχώρησε όμως στη συνέχεια, φοβούμενη αντίποινα των αεροπειρατών στους ομήρους.
Ο Μαχμούντ, εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες του Φίτορ, τον επαίνεσε και του επέτρεψε να εγκαταλείψει το αεροσκάφος, αφού αυτό δεν ήταν πλέον σε θέση να ξαναπετάξει λόγω των εκτεταμένων ζημιών που είχε υποστεί από το Άντεν και μετά. Όμως ο Δυτικογερμανός συγκυβερνήτης προτίμησε να παραμείνει μαζί με τους επιβάτες και το υπόλοιπο πλήρωμα του Boeing. Στο μεταξύ, στρατιωτικές δυνάμεις της Σομαλίας είχαν περικυκλώσει το σταθμευμένο “Landshut” από απόσταση. Λίγο μετά, οι αεροπειρατές πέταξαν το πτώμα του Σούμαν στην άσφαλτο, από όπου το περισυνέλεξε ένα ασθενοφόρο.
ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΣΤΟ ΜΟΓΚΑΝΤΙΣΟΥ
Στη διάρκεια της ημέρας, ο Μαχμούντ ζήτησε τρόφιμα και φάρμακα, οι Σομαλοί με τη σειρά τους ζήτησαν την απελευθέρωση των γυναικών και των παιδιών για να του τα δώσουν, όμως εκείνος αρνήθηκε κάθετα κάθε διαπραγμάτευση τέτοιου είδους. Όταν τελικά έφτασαν τα εφόδια στο αεροσκάφος, ο Μαχμούντ ενημέρωσε τις αρχές ότι η τελευταία προθεσμία που έδινε για την απελευθέρωση των φυλακισμένων της RAF, θα εξέπνεε στις 16:00 το απόγευμα και η επόμενη κίνηση θα ήταν η ανατίναξη του Boeing.
Οι αεροπειρατές περιέλουσαν τους ομήρους με τα duty free μπουκάλια αλκοόλ που βρίσκονταν μέσα στο αεροπλάνο, έτοιμοι να βάλουν φωτιά, όμως τελικά ο πύργος ελέγχου τους ανακοίνωσε ότι η Δυτικογερμανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ελευθερώσει τους έγκλειστους της RAF, συμπληρώνοντας ότι η μεταφορά τους στο Μογκαντίσου θα έπαιρνε αρκετές ώρες ακόμα. Ο Μαχμούντ συμφώνησε να παρατείνει την προθεσμία μέχρι τις 02:30 τη νύχτα (πλέον 18η Οκτωβρίου).
ΟΙ ΚΟΜΑΝΤΟ ΤΗΣ GSG 9 ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΗ ΣΟΜΑΛΙΑ
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιντ βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία με τον πρόεδρο της Σομαλίας, Μοχάμεντ Σιάντ Μπαρέ, προσπαθώντας να τον πείσει να επιτρέψει σε ομάδα κρούσης της GSG 9 να αναλάβει δράση για την απελευθέρωση των ομήρων της πτήσης 181. Παράλληλα, ο Βισνέβσκι και ο Βέγκενερ έφτασαν από την Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας στο Μογκαντίσου με ένα αεροσκάφος της Lufthansa, στο οποίο συγκυβερνήτης ήταν ο Ρίντεγκερ Φον Λούτσαου, αρραβωνιαστικός της Γκαμπριέλε Ντίλμαν, μιας εκ των τριών αεροσυνοδών-ομήρων.
Την ίδια στιγμή, ο ταγματάρχης Κλάους Μπλάτε, υποδιοικητής της GSG 9, είχε συγκεντρώσει 30 εκπαιδευμένους κομάντο στο αεροδρόμιο Χάνγκελαρ κοντά στη Βόννη, περιμένοντας διαταγές. Η ομάδα αναχώρησε τελικά με ένα Boeing 707 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου με κατεύθυνση το Τζιμπουτί. Όταν το αεροσκάφος βρισκόταν πάνω από την Αιθιοπία, ο Μπλάτε ενημερώθηκε ότι ο Σμιντ είχε συμφωνήσει με τον Σιάντ Μπαρέ και είχε δοθεί η άδεια στην GSG 9 να προσγειωθεί στο Μογκαντίσου, κάτι που έγινε στις 20:00 το βράδυ, με τα φώτα του 707 τελείως σβηστά, ώστε να μη γίνει αντιληπτό από τους αεροπειρατές.
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “ΜΑΓΙΚΗ ΦΩΤΙΑ”
Μετά από τέσσερις ώρες, στη διάρκεια των οποίων ξεφορτώθηκε όλος ο εξοπλισμός και έγινε η απαραίτητη αναγνώριση, οι Βέγκενερ και Μπλάτε ολοκλήρωσαν το σχέδιο επίθεσης, προγραμματισμένο να ξεκινήσει στις 02:00 τη νύχτα, μισή ώρα πριν εκπνεύσει η προθεσμία που είχαν θέσει οι αεροπειρατές. Η επιχείρηση πήρε την κωδική ονομασία “Feuerzauber” (μαγική φωτιά). Η προσέγγιση στο αεροσκάφος θα γινόταν από το πίσω μέρος, το “τυφλό σημείο”, εκεί δηλαδή όπου οι τρομοκράτες δεν μπορούσαν να έχουν οπτική επαφή μέσα από την άτρακτο, ενώ είχαν σχεδιαστεί τρεις διαφορετικοί αντιπερισπασμοί για να τους αποπροσανατολίσουν.
Οι κομάντο της GSG 9 είχαν χωριστεί σε έξι ομάδες των πέντε ατόμων η καθεμία, με στόχο να εισβάλλουν ταυτόχρονα από τις έξι πόρτες του Boeing. Κάθε ομάδα είχε στη διάθεσή της μια αλουμινένια σκάλα, βαμμένη με μαύρο χρώμα. Στο μεταξύ, ο πύργος ελέγχου ενημέρωνε τους αεροπειρατές για την υποτιθέμενη εξέλιξη της απελευθέρωσης των φυλακισμένων της RAF. Λίγα λεπτά πριν τις 02:00, ο ελεγκτής είπε στον Μαχμούντ ότι το αεροπλάνο που μετέφερε τα μέλη της RAF, είχε μόλις απογειωθεί από το Κάιρο, όπου είχε σταματήσει για ανεφοδιασμό καυσίμων και πλέον κατευθυνόταν προς το Μογκαντίσου, ενώ ζήτησε από τον αρχηγό των αεροπειρατών να ετοιμαστεί για την ανταλλαγή των φυλακισμένων με τους όμηρους. Ήταν ο πρώτος αντιπερισπασμός.
Ενώ ο Μαχμούντ μιλούσε ακόμα με τον πύργο για τις λεπτομέρειες της ανταλλαγής, Σομαλοί στρατιώτες άναψαν μια μεγάλη φωτιά 60 περίπου μέτρα μπροστά από το αεροσκάφος, υποχρεώνοντας τον Μαχμούντ και δυο ακόμα αεροπειρατές να τρέξουν προς το κόκπιτ για να δουν τί ακριβώς συνέβαινε. Ήταν ο δεύτερος αντιπερισπασμός. Στο μεταξύ, οι έξι ομάδες είχαν φτάσει στην άτρακτο, παίρνοντας τις θέσεις τους κάτω από τις πόρτες του Boeing. Ακριβώς στις 02:07, οι κομάντο άρχισαν να ανεβαίνουν στις σκάλες.
Από κάθε πενταμελή ομάδα, δυο κρατούσαν τη σκάλα, οι υπόλοιποι τρεις ανέβαιναν, ένας εξ αυτών αφαιρούσε την πόρτα και ο αμέσως επόμενος έμπαινε στο εσωτερικό του αεροσκάφους με το όπλο του προτεταμένο. Τη στιγμή που άνοιξαν ταυτόχρονα οι έξι πόρτες, βοηθητικοί κομάντο της SAS που βρίσκονταν ακροβολισμένοι γύρω από το αεροσκάφος, πέταξαν χειροβομβίδες κρότου-λάμψης μπροστά από το πιλοτήριο, δημιουργώντας σύγχυση στους αεροπειρατές. Ήταν ο τρίτος αντιπερισπασμός.
Τότε ακούστηκε η φωνή του Μαχμούντ να λέει “προδοσία, προδοθήκαμε”, όμως ήταν πολύ αργά. Ο Παλαιστίνιος τρομοκράτης ήταν ο πρώτος που δέχτηκε τις ριπές των κομάντο που είχαν μπει στο αεροσκάφος από την μπροστινή πόρτα, πέφτοντας μέσα στο κόκπιτ βαριά τραυματισμένος. Ακολούθησε ένα πραγματικό χάος. Οι καταδρομείς φώναζαν στα γερμανικά “Köpfe runter!” (κάτω τα κεφάλια), ώστε οι όμηροι να προστατευθούν από τα πυρά. Ο Γαμπίλ Χαρμπ έπεσε νεκρός, όταν σηκώθηκε στο διάδρομο θέλοντας να πυροβολήσει τους εισβολείς.
Την ίδια τύχη είχε και η Χιντ Αλαμέχ, ενώ η τέταρτη της ομάδας, η Σουχαΐλα Σαγέχ, πυροβολήθηκε στα πόδια και στο στήθος, αλλά επέζησε. Αντίθετα, ο Μαχμούντ υπέκυψε στα τραύματά του λίγες ώρες αργότερα. Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής πυρών ανάμεσα στους κομάντο της GSG 9 και τους αεροπειρατές, τραυματίστηκαν ελαφρά ένας καταδρομέας, τρεις επιβάτες και μια αεροσυνοδός. Μόλις εξουδετερώθηκαν οι τέσσερις στόχοι, τα μέλη της GSG 9 άνοιξαν αμέσως τις τσουλήθρες έκτακτης ανάγκης και οι όμηροι άρχισαν να εκκενώνουν το αεροσκάφος.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ ΑΣΦΑΛΕΙΣ
Στις 02:12, μόλις πέντε λεπτά μετά την εκδήλωση της επίθεσης, από τον ασύρματο των κομάντο ακούστηκε το κωδικό μήνυμα “Frühlingszeit!” (άνοιξη), που σήμαινε ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία. Στη συνέχεια, ένα ακόμα ραδιοσήμα, ενημέρωσε τον καγκελάριο Χέλμουτ Σμιντ στη Βόννη: “Τέσσερις εχθροί εξουδετερώθηκαν, όμηροι ελεύθεροι, τέσσερις όμηροι ελαφρά τραυματίες, ένας κομάντο ελαφρά τραυματίας”. Και οι 86 επιβάτες του Boeing, μαζί με τον συγκυβερνήτη Φίτορ και τις τρεις αεροσυνοδούς, ήταν πλέον ασφαλείς.
Λίγο πριν το ξημέρωμα, στις 04:50, δυόμισι περίπου ώρες μετά την απελευθέρωσή τους, οι όμηροι της πτήσης 181 επιβιβάστηκαν σε αεροσκάφος της Lufthansa με προορισμό τη Φρανκφούρτη, όπου έγιναν δεκτοί σαν ήρωες. Λίγα λεπτά αργότερα, αναχώρησε με άλλο αεροπλάνο και η ομάδα της GSG 9 με προορισμό την Κολονία. Τα νέα έφτασαν μέσω του ραδιοφώνου και στους τρεις φυλακισμένους στο Stammheim. Οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε εκείνη την επιχείρηση των Παλαιστίνιων, όμως η κατάληξη δεν ήταν αυτή που περίμεναν.
Η ΝΥΧΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟ ΣΤΑΜΧΑΪΜ
Όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, προκάλεσαν σοκ σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία, αφού κανείς δεν περίμενε τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου, λίγες μόνο ώρες μετά την αποτυχημένη αεροπειρατεία της PFLP, οι φρουροί της φυλακής Stammheim βρήκαν νεκρούς τους Μπάαντερ, Ράσπε και Ένσλιν στα κελιά τους. Οι δυο πρώτοι είχαν πυροβοληθεί με όπλα που τους είχαν περάσει κρυφά οι δικηγόροι τους, ενώ η Ένσλιν είχε κρεμαστεί με ένα καλώδιο.
Ένα ακόμα μέλος της οργάνωσης που βρισκόταν στην ίδια φυλακή, η Ίρμγκαρντ Μέλερ, βρέθηκε βαριά τραυματισμένη στο δικό της κελί, αλλά τελικά ήταν η μόνη που επέζησε από την επονομαζόμενη “Todesnacht von Stammheim” (τη νύχτα θανάτου στο Στάμχαϊμ). Η Μέλερ ήταν και η πρώτη που απέκλεισε την περίπτωση της αυτοκτονίας, μιλώντας για οργανωμένη μαζική δολοφονία από τη δυτικογερμανική κυβέρνηση.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΧΑΝΣ ΜΑΡΤΙΝ ΣΛΑΪΕΡ
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στη διάρκεια της ίδιας μέρας του θανάτου των τριών μελών της RAF, αλλά και της απρόσμενης για τους τρομοκράτες κατάληξης της αεροπειρατείας, εκείνη την Τρίτη 18 Οκτωβρίου του 1977, τα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF, πήραν τον απαχθέντα Χανς Μάρτιν Σλάιερ από τις Βρυξέλλες όπου τον κρατούσαν, τον έβαλαν σε ένα Audi και στη διαδρομή προς τη Γαλλία, τον εκτέλεσαν με τρεις σφαίρες στο κεφάλι, αφήνοντας το πτώμα του μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου στα περίχωρα της Μιλούζ.
Το μήνυμα που έστειλαν στη γαλλική εφημερίδα Libération, έλεγε τα εξής: “Μετά από 43 μέρες βάλαμε τέλος στην άθλια και διεφθαρμένη ζωή του Σλάιερ. Ο κύριος Σμιντ, ο οποίος βασιζόμενος στην ισχύ του, σπεκουλάριζε με τον θάνατο του Σλάιερ, μπορεί να τον παραλάβει σε ένα πράσινο Audi 100 με πινακίδες Bad Homburg στην Rue Charles Peguy της Μιλούζ. Μπροστά στον πόνο μας και την οργή μας για τις σφαγές στο Μογκαντίσου και το Στάμχαϊμ, ο θάνατός του είναι ασήμαντος”.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΕΡΟΠΕΙΡΑΤΕΙΑ
Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε όχι μόνο το “γερμανικό φθινόπωρο”, αλλά και ολόκληρος ο κύκλος της πρώτης γενιάς της RAF, που έληξε με τον θάνατο της ηγετικής ομάδας της οργάνωσης. Τα ερωτηματικά για το αν οι Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε, αλλά και η Μάινχοφ νωρίτερα, αυτοκτόνησαν ή δολοφονήθηκαν, παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα. Ας επιστρέψουμε όμως στα της αεροπειρατείας για να δούμε πώς έκλεισε οριστικά και εκείνο το κεφάλαιο.
Ο δολοφονημένος Σούμαν τιμήθηκε μετά θάνατον με το παράσημο του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Verdienstorden der Bundesrepublik Deutschland). Με το ίδιο παράσημο τιμήθηκαν τόσο ο συγκυβερνήτης Γιούργκεν Φίτορ, όσο και η αεροσυνοδός Γκαμπριέλε Ντίλμαν. Ο Φίτορ το επέστρεψε το 2008, διαμαρτυρόμενος για την αποφυλάκιση του Κρίστιαν Κλαρ, μέλους της δεύτερης γενιάς της RAF, που είχε πάρει μέρος στην απαγωγή και δολοφονία του Σλάιερ.
Η Ντίλμαν, που ο γερμανικός Τύπος ονόμασε “άγγελο του Μογκαντίσου” (Engel von Mogadischu), παντρεύτηκε τον Ρίντεγκερ Φον Λούτσαου, τον συγκυβερνήτη του αεροσκάφους που είχε μεταφέρει την ομάδα της GSG 9 στο Μογκαντίσου. Μετά την επιχείρηση “Feuerzauber”, η δυτικογερμανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι δεν επρόκειτο να διαπραγματευτεί ποτέ ξανά με τρομοκράτες, ενώ η στάση της στη διάρκεια της αεροπειρατείας, επαινέθηκε από πολλές κυβερνήσεις χωρών της Δύσης.
Το “Landshut”, το Boeing 737-230C της Lufthansa, που είχε κατασκευαστεί το 1970, μεταφέρθηκε στη Γερμανία, επισκευάστηκε και ξαναπέταξε στο τέλος του Νοεμβρίου του 1977. Τον Δεκέμβριο του 1985 πωλήθηκε στην αμερικανική εταιρεία Presidential Airways, στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία διάφορων άλλων εταιρειών και το 2008 αποσύρθηκε οριστικά. Το 2017, η γερμανική κυβέρνηση το αγόρασε από το αεροδρόμιο της Φορταλέζα (Βραζιλία) και το μετέφερε στο Φρίντριχσχαφεν, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα αποσυναρμολογημένο σε ένα υπόστεγο.