Η “ΑΝΑΣΤΑΣΗ” ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες είναι εδώ. Διαβάστε τι καταθέτουν πέντε άνθρωποι που κάνουν το μεράκι τους "δουλειά", για χάρη της μουσικής

Ελληνικές ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες και προώθηση εγχώριας μουσικής. Μουσικής που δεν συχνάζει στις μεγάλες πίστες και στα κέντρα διασκέδασης της Πειραιώς και της παραλιακής, μουσικές που φτιάχνονται από αυτούς που κάνουν το μεράκι τους τέχνη. Άνθρωποι με όραμα που έχουν σαν στόχο τους να αναστήσουν την ελληνική παραγωγή και να την προάγουν στο εξωτερικό.

Τις περισσότερες φορές, δεν ζουν από αυτή τους τη δραστηριότητα. Άλλωστε, πόσο κερδοφόρο είναι το να “πουλάς” δίσκους στην Ελλάδα εν έτει 2014;

Οι νέες ελληνικές δισκογραφικές δραστηριοποιούνται πλέον και στο διαδίκτυο και απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό. Η πλειοψηφία της μουσικής που παράγεται είναι ηλεκτρονική ή “ροκ” (alternative) και ο στίχος, αγγλικός.

Κοινώς, το κοινό δεν έχει πια σύνορα. Ωστόσο, η χαρά της κυκλοφορίας δεν συγκρίνεται με την οικονομική απόδοση τόσο για τους ανθρώπους που ευθύνονται για τη διάθεση του υλικού, όσο και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες.

Η κάθε εταιρεία, έχει το δικό της όραμα, τη δική της αισθητική και προσέγγιση, και σίγουρα το δικό της στίγμα. Η χρησιμότητα των δισκογραφικών με την πατροπαράδοτη έννοια έχει πλέον αλλάξει μιας και η ψηφιοποίηση είναι γεγονός. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα η πίτα των κερδών μοιράζεται ανάμεσα στις Universal Music Group, τη Sony Music Entertainment και τη Warner Music Group. Πολλοί ανεξάρτητοι καλλιτέχνες όμως δεν επιλέγουν τις παραπάνω πολυεθνικές και στρέφουν το βλέμμα τους σε μικρότερους “παίκτες”. Μικρότερης εμβέλειας, όχι όμως και ποιότητας.

Εμείς μιλήσαμε με πέντε εκπροσώπους δισκογραφικών για να μας περιγράψουν τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος τους. Και φυσικά δεν είναι οι μόνοι, μιας και εκεί έξω οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες στη δημιουργία νέων label πολλαπλασιάζονται καθημερινά. Ζούμε άλλωστε την αποθέωση του “Do It Yourself”.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι πρώτες ελληνικές ηχογραφήσεις σε επίπεδους δίσκους, πραγματοποιήθηκαν το 1896 στις HΠA. Η ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη. Εκεί τυπώθηκαν οι πρώτοι δίσκοι 78 στροφών και βάρους 200 γραμμαρίων. Στις 4 Μαΐου του 1896 με την εταιρεία Berliner “έγραψε” τη φωνή του ο Μιχαήλ Αραχτίντζης, του οποίου η καλλιτεχνική τύχη έκτοτε αγνοείται.

Η πρώτη εγχώρια ανάπτυξη σημειώθηκε το 1930 με την κατασκευή και λειτουργία του εργοστασίου της Columbia στον Περισσό. Σήμερα, βιώνουμε την “ανάσταση”, ή μάλλον την αποθέωση των ανεξάρτητων πρωτοβουλιών.

Ο λόγος λοιπόν, στους “εγκεφάλους”:

Echovolt Records

“Η Echovolt δημιουργήθηκε το 2009. Αφορμή ήταν φυσικά η αγάπη μας για την μουσική και η ανάγκη για συμμετοχή με όποιον τρόπο μπορούμε σε αυτή. Είμαστε DJ´s, κάνουμε ενίοτε ραδιόφωνο, έχουμε τα μουσικά blogs μας, ε, δημιουργήσαμε και την Echovolt”, μας λέει ο Δημήτρης, συνιδιοκτήτης της εταιρείας.

“Η μουσική της εταιρίας ανήκει στον Ηλεκτρονικό ήχο και συγκεκριμένα στη House, θα μπορούσε κανείς να πει με μια λέξη. Μας αρέσει όμως ο πειραματικός ήχος, ο ήχος που δεν είναι φτιαγμένος ντε και καλά για το Dancefloor, o πιο περιπετειώδης”, προσθέτει.

“Δεν νομίζω πως έπαψε ποτέ να ακούει μουσική ο κόσμος στην Ελλάδα. Απλώς η δημοφιλέστερη μουσική είναι τα “σκυλάδικα” και τα μπουζούκια, είναι όμως μουσική και είναι για τα καλά ριζωμένη στην καθημερινότητά του Έλληνα. Τώρα, ένα μικρό κομμάτι της πίτας προτιμά να ακούσει κάτι εναλλακτικό, κάτι ανεξάρτητο. Σε αυτό το κομμάτι της μουσικής ίσως ναι, δίνεται τελευταία περισσότερος χώρος. Η Ελλάδα μπορεί πλέον να ακολουθεί (σχεδόν) τους ρυθμούς του εξωτερικού. Αφενός υπάρχει το ίντερνετ που εκμηδενίζει τις αποστάσεις αλλά και αφετέρου ο κόσμος μπορεί να ταξιδέψει, να παρατηρήσει και να επιστρέψει γεμάτος εφόδια και ιδέες. Ή απλά, μπορεί να εκμεταλλευτεί το ότι όλο και περισσότεροι ξένοι ζουν στην Ελλάδα, να τους ακούσει και να μάθει απ’ αυτούς.

Εμείς σαν Echovolt για παράδειγμα, συμβουλευθήκαμε τον Paul, έναν μετανάστη της Αθήνας ο οποίος είχε ήδη εμπειρία στην δισκογραφία. Το βινύλιο είναι σίγουρα όλο και περισσότερο η επιλογή για κάποιον που θέλει να αποκτήσει μια κυκλοφορία και είναι αρκετά συνδεδεμένο με αυτή τη μουσική. Δεν ξέρω γιατί ομολογώ, προσωπικά επιλέγω το βινύλιο γιατί θέλω κάπως να “τιμήσω” την μουσική και τους καλλιτέχνες που μου αρέσουν και τα CD ή τα mp3 δεν μου αρκούν. Ίσως επειδή είναι αναλώσιμα, αντιγράφονται σβήνονται, δεν ξέρω. Το σημαντικότερο όλων είναι να την ακούμε την μουσική, όχι απλά να την έχουμε”, μας λέει ο ίδιος στη συνέχεια.

Το project μπορεί να μην είναι “βιώσιμο” υπό την έννοια του αν μπορούν οι ιδιοκτήτες του να ζουν από αυτό, όμως ο Δημήτρης μας τονίζει ότι “συνήθως ξεπουλάμε ό,τι τυπώνουμε (κυρίως στο εξωτερικό) αλλά αυτό δεν επιφέρει κέρδος. Αυτό είναι και το ωραίο. Αν θέλεις να βγάλεις λεφτά, δεν θα κάνεις μια δισκογραφική εταιρία, όχι μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία τουλάχιστον. Αμέσως αμέσως λοιπόν βγαίνουν απέξω όσοι θέλουν να βγάλουν λεφτά από τη μουσική και μένουν αυτοί που την αγαπούν. Αυτό κάνει πολύ καλό στη μουσική”.

Και καταλήγει λέγοντας ότι σαφέστατα, υπάρχει ενδιαφέρον από το εξωτερικό για την ελληνική ηλεκτρονική και ανεξάρτητη μουσική.

“Σίγουρα ναι! Υπάρχει ενδιαφέρον γενικά για μουσική που προέρχεται από μη αγγλόφωνες, “περίεργες” και άγνωστες (σε αυτούς) μουσικά χώρες. Δείτε τις κυκλοφορίες της Into The Light, για παράδειγμα, γίνονται ανάρπαστες”.

To site της Echovolt Records εδώ

 

Modal Analysis

Από τη Modal Analysis μας μίλησε ο George Kondaktor.

“Η Modal Analysis δημιουργήθηκε το 2012 από εμένα, τον ANFS και το 3.14 με αφορμή το ότι δεν υπήρχε μια αντίστοιχη πλατφόρμα που να κυκλοφορεί τη μουσική και να μας εκφράζει στην Ελλάδα, αλλά και να εκπροσωπεί εγχώριους καλλιτέχνες της. Αρχικός στόχος ήταν να κυκλοφορήσουμε μουσική αντάξια των υψηλών προσδοκιών μας χωρίς εκπτώσεις και παραχωρήσεις”.

“Σαν εταιρεία κινούμαστε στο ευρύτερο φάσμα της μοντέρνας ηλεκτρονικής μουσικής με το μεγαλύτερο μέρος των κυκλοφοριών μας έως τώρα να φλερτάρουν αισθητά με τον techno και τον πειραματικό ήχο.

“Ο κόσμος ακούει μουσική;”, τον ρωτάμε.

“Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε το τι σημαίνει, ακούω μουσική νομίζω. Ο κόσμος στην Ελλάδα πάντα είχε τη μουσική στη ζωή του απλά είναι διαφορετικό να ακούς τη μουσική που σου πλασάρει το ραδιόφωνο μέσα από τα ηχεία ενός laptop από το να ψάξεις να βρεις και να αγοράσεις τη μουσική που πραγματικά σε εκφράζει και να την αναπαράγεις μέσα από ένα πρέπον ηχητικό σύστημα.

Και φυσικά, υπάρχει άνθηση του βινυλίου. “Υπάρχει άνθηση συγκριτικά με τα πρόσφατα προηγούμενα χρόνια και όχι με εποχές που το βινύλιο αποτελούσε το κύριο μέσο αναπαραγωγής. Από τη στιγμή που το cd έχει πεθάνει σαν format, ζούμε στην ψηφιακή εποχή του mp3, ήταν λογικό ο κόσμος που συλλέγει ή παίζει μουσική σαν dj να στρέψει την προσοχή του στο βινύλιο αναζητώντας ένα μέσο αναπαραγωγής που ακούει, ακουμπάει, βλέπει και αισθάνεται πιο φυσικό και πιο αναλογικό από τα υπόλοιπα format. Για τους υπόλοιπους είναι απλά μια μόδα σαν όλες τις άλλες”.

“Πουλάνε” οι δίσκοι στην Ελλάδα και αν θέλει να ζήσει κάποιος από μια δισκογραφική, μπορεί;”, ρωτάμε στη συνέχεια.

“Γίνεται βιώσιμο από κάποια gig που κάνουμε σαν καλλιτέχνες του label, διαφορετικά από τις πωλήσεις απλά μετά βίας καλύπτουμε τα έξοδα της κοπής. Σαν εταιρεία έχουμε υψηλό κόστος παραγωγής κυρίως λόγω του προσεγμένου packaging και mastering μας. Οι εταιρείες που έχουν κέρδος από τους δίσκους είναι αυτές που πουλάνε 2000 κομμάτια το λιγότερο και πραγματικά δεν είναι πολλές. Ακόμα και αυτές όμως δεν στηρίζονται στο να ζουν από τις πωλήσεις, απλά αυτοσυντηρούνται από παράλληλες δράσεις. Οι δίσκοι πουλάνε στην Ελλάδα αλλά το αγοραστικό κοινό είναι μηδαμινό προς το παρόν. Αν κάποιος σας πει ότι ζει οικογένεια από πωλήσεις δίσκων, να μου τον γνωρίσετε.

Υπάρχει ενδιαφέρον για την ελληνική ηλεκτρονική και ανεξάρτητη μουσική στο εξωτερικό;

“Υπάρχει ενδιαφέρον γιατί ίσως θεωρούν παράξενο το ότι στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ξεπροβάλλουν περισσότερα καινούργια label από ποτέ και τα περισσότερα, αν όχι όλα, να έχουν κάτι αξιόλογο να δείξουν”, μας λέει ο Γιώργος. “Όσο περισσότερους νέους παραγωγούς έχουμε, τόσο περισσότερα label θα δημιουργήσουμε και τόσο πιο πολύ θα εξαπλώνετε η ελληνική ηλεκτρονική μουσική”, καταλήγει.

To site της Modal Analysis εδώ

Inner Ear Records

“H Inner Ear δημιουργήθηκε στην Πάτρα το 2007 και πρωταρχικός της σκοπός ήταν να δώσει βήμα σε Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι έπαιζαν ένα είδος μουσικής που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν με καχυποψία και σνομπισμό από την κυριαρχούσα δισκογραφική κατάσταση. Πλέον, παρόλο που φυσικά ισχύει ο προαναφερθείς σκοπός, έχουμε κυκλοφορήσει δουλειές και από ξένους καλλιτέχνες και η ματιά μας είναι πιό παγκόσμια”, μας λέει ο Δημήτρης Μπούρας.

“Από το ξεκίνημά της η Inner Ear δεν είχε στόχο να οριοθετήσει περιοριστικά ηχητικά πλαίσια. Η μόνη και βασική προϋπόθεση είναι να μας αρέσει αυτό που ακούμε, να το νιώθουμε κοντά στο μουσικό μας γούστο και να είμαστε περήφανοι για την κυκλοφορία του”, συνεχίζει.

Και αισιοδοξεί για τη μουσική στην Ελλάδα.

“Ο κόσμος ποτέ δεν έπαψε να ακούει μουσική, το πιο ορθό θα ήταν να πούμε ότι σταμάτησε να αγοράζει μουσική. Η αλήθεια είναι ότι όντως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεγάλη άνοδος στην αγορά βινυλίου. Νομίζω η εξήγηση είναι πολύ απλή. Η πλειοψηφία του κόσμου ακούει πλέον μουσική από υπολογιστές, mp3 players, κινητά κλπ., οπότε με τον ταυτόχρονο ευτελισμό του cd, αν κάποιος θέλει να αγοράσει το έργο μιας μπάντας θα προτιμήσει το βινύλιο είτε για λόγους αισθητικούς ( ανάδειξη του artwork πχ), είτε για λόγους ηχητικούς ( ο πιο ‘ζεστός ήχος που βγάζει το βινύλιο) είτε ακόμα ακόμα και για λόγους νοσταλγικούς. Το σίγουρο είναι ότι βλέπεις ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει πλέον το βινύλιο με πολύ μεγάλο σεβασμό”.

Ακόμα όμως και για την Inner Ear όμως που έχει καταφέρει να “φιλοξενήσει” γνωστά ονόματα της ελληνικής ανεξάρτητης μουσικής, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα σε ότι αφορά τη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος.

“Τα πράγματα είναι πολύ, πολύ δύσκολα”, λέει ο Δημήτρης. “Όχι δεν γίνεται είναι η απάντηση. Όση άνθηση και να υπάρχει στο βινύλιο, η πραγματικότητα είναι σκληρή. Η αγορά έχει μειωθεί δραματικά, ολοένα και περισσότερα δισκάδικα κλείνουν και στην ήδη αποπροσανατολισμένη και ταραγμένη κατάσταση που επικρατεί στην μουσική βιομηχανία παγκοσμίως, εμείς ως χώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και την τεράστια οικονομική κρίση”.

Και εκείνος αναγνωρίζει το ενδιαφέρον που υπάρχει στο εξωτερικό για την ελληνική παραγωγή μουσικής.

“Υπάρχει ενδιαφέρον, φυσικά είναι και οι συνθήκες πιο ευνοϊκές χάρη στην αμεσότητα που υπάρχει λόγω της τεχνολογίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ξαφνικά είναι τόσο απλό και εύκολο για ένα συγκρότημα να κάνει το άνοιγμα στο εξωτερικό. Χρειάζεται υπομονή, κόπος, έξοδα, μεθοδευμένη δουλειά και φυσικά τύχη και σωστό timing για να γίνει τελικά κάτι καλό. Εμείς ως Inner Ear πάντως το προσπαθούμε όσο μπορούμε, αλλά χρειάζεται και οι ίδιοι οι μουσικοί να κάνουν πολλές θυσίες από την μεριά τους, αλλιώς δεν γίνεται να υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα”.

To site της Inner Ear Records εδώ

 

Lower Parts

“Το label ξεκίνησε το 2012, ωστόσο η προεργασία είχε ξεκινήσει ήδη από το 2009”, μας λέει ο Παναγιώτης Βαξεβανάκης.

“Τότε, ως Urbanoise ήμασταν καλεσμένοι στο φεστιβάλ ΝΕΤ ΑUDIO στο Βερολίνο όπου είχαμε τη ευκαιρία να συμμετάσχουμε ηχητικά , να παρακολουθήσουμε σεμινάρια και ομιλίες σχετικά με τις λειτουργίες των label στην νέα εποχή της ψηφιακής, ως επί το πλείστον, διάδοσης της μουσικής. Και έτσι, η επαφή με ανθρώπους που το συντόνισαν όλο αυτό, αλλά και τρέχουν εδραιωμένα label μας έδωσαν τροφή για σκέψη και προγραμματισμό αντίστοιχων δράσεων. Τρία χρόνια αργότερα η ιδέα έγινε πράξη με την πρώτη κυκλοφορία μας. Τα Lower Parts για μας αποτελεί έναν τόπο πειραματισμού ποικίλων δράσεων και συνεργασίας με ετερόκλητους καλλιτέχνες . Έτσι, η εταιρία, λειτουργεί ως δίκτυο, ως ένας κοινός τόπος σύμπραξης-συνέργειας μεταξύ καλλιτεχνών-παραγωγών που εμπλέκονται στην μουσική παραγωγή, κατά κύριο λόγο, αλλά και στις γραφιστικές – multimedia τέχνες έως και στη μόδα . Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα καλό πλαίσιο προώθησης ενός συγκεκριμένου κομματιού της εγχώριας ηλεκτρονικής σκηνής κυρίως προς στο εξωτερικό”.

Και συνεχίζει: “Η εταιρεία καλύπτει κατ αρχήν την ηλεκτρονική μουσική και διάφορες εκφράσεις που αυτή παίρνει είτε ως Techno , house , Ambient , κλπ”.

Σε ότι αφορά την άποψη του για τη μουσική στην Ελλάδα, από τη δική του μεριά, μας λέει: “Δε πιστεύω ότι σταμάτησε ποτέ ο κόσμος να ακούει μουσική. Ακούει περισσότερη λόγω του διαδικτύου και έχει πρόσβαση στο να ακούσει ότι επιθυμεί όποτε και ΄ όσο θέλει. Το βινύλιο ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια έχει τεράστια ζήτηση παγκοσμίως και λογικά θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο . Βέβαια το βινύλιο πάντα είχε ζήτηση και έχει κόσμο που το υποστηρίζει , το κινεί , το αγοράζει, το ανταλλάσσει και το συλλέγει φανατικά αλλά όντως υπάρχει μια τάση αναβίωσης του συγκεκριμένου μέσου σε μεγαλύτερη κλίμακα αν και αποδεδειγμένα υπολείπεται ποιότητας του cd και των μη-συμπιεσμένων αρχείων ήχου (wav , flac κ.α).Το cd , η κασέτα και το βινύλιο είναι αντικείμενα που κατά κάποιο τρόπο δένεσαι μαζί τους για ένα χρονικό διάστημα αφού τ’ αποκτήσεις , καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος του φυσικού σου χώρου. Υπάρχει η επαφή με το ίδιο το αντικείμενο καθώς και το μέσω αναπαραγωγής του το πικάπ .Υπάρχει μια ολόκληρη ιεροτελεστία που ξεκινάει από την επίσκεψη στο δισκάδικο της γειτονιάς, το λεγόμενο digging – το σκάλισμα – να βρεις ένα καλό δίσκο , η σπιτική ακρόαση , να γυρίσεις τη πλευρά , να τον αρχειοθετήσεις στη συλλογή στη βιβλιοθήκη σου. Ίσως ο κορεσμός από τον εικονικό κόσμο του διαδικτύου και την ατελείωτη ροή απρόσωπης πληροφορίας , βάλε και το hype είναι μια εξήγηση για όλη αυτή την , ας το πούμε άνθιση του συγκεκριμένου μέσου και την επιστροφή σε αυτό το ελλειμματικό και φθαρτό format”.

Πώς επιβιώνει κατά τη γνώμη του μια ανεξάρτητη δισκογραφική στην Ελλάδα;

“Μια δισκογραφική με συγκεκριμένο προσανατολισμό για να μιλήσω από μεριά μας είναι πολύ δύσκολο να σταθεί οικονομικά στην Ελλάδα , όπως άλλωστε οι περισσότερες δραστηριότητες στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Και μάλιστα όταν μιλάμε για κύρια επαγγελματική δραστηριότητα αυτή δηλαδή που θα σου πληρώνει τη διαβίωση σου, τη συντήρηση της ίδιας της εταιρίας και την ανάπτυξή της , αμοιβές καλλιτεχνών τότε η Ελληνική αγορά δεν αρκεί πουλώντας μόνο βινύλια . Χρειάζεται μεγάλη παραγωγή και πωλήσεις για να υπάρξει σοβαρό κέρδος. Και μη ξεχνάμε ότι η παραγωγή του απαιτεί εισαγωγή , δεν υπάρχει εργοστάσιο κοπής δίσκων στην Ελλάδα και το όλο φορολογικό πλαίσιο για μια νέα μικρή επιχείρηση δεν είναι το ιδανικότερο. Για μια εταιρία σας και μας ωστόσο, που αναζητά ακροατές και ανταπόκριση για τις δουλειές της, το να απευθύνεται στο εξωτερικό είναι όχι απλά απαραίτητο αλλά και ζωτικό καθώς έτσι ανταλλάσσει και επικοινωνεί τον ήχο της. Εκεί βρίσκονται οι βασικοί χώροι συνομιλίας των ήχων και των τάσεων οπότε εκ των πραγμάτων η αγορά είναι μεγαλύτερη άρα μπορείς να διεκδικήσεις το κομμάτι της αγοράς που σου αναλογεί και να αποκτήσεις μια σταθερή βάση για να εξελίξεις το όλο project και τουλάχιστον να μην είναι ζημιογόνο Στα θετικά είναι ότι υπάρχει μια σταθερή αγορά εντός Ελλάδας , που υποστηρίζει το βινύλιο όπως επίσης και τα ανεξάρτητα δισκάδικα που προσπαθούν να κρατήσουν”.

Και πώς βλέπει το ενδιαφέρον στο εξωτερικό για την ελληνική παραγωγή μουσικής; “Όταν μπαίνεις σε ένα δισκάδικο να αγοράσεις ένα δίσκο συνήθως ψάχνεις και επιλέγεις μια ντουζίνα από τα ράφια να ακούσεις γιατί σου αρέσει το εξώφυλλο , ή γιατί η ηχογράφηση είναι από μια εξωτική χώρα , ή κάπου έχεις δει το όνομα του παραγωγού ή διάβασες κάτι καλό σε κάποιο blog , ή γιατί έχεις ένα καλό προαίσθημα. Τελικά θα επιλέξεις να αγοράσεις αυτόν που απλά σου άρεσε το περιεχόμενο, η μουσική . Σε πολλές περιπτώσεις η οποιαδήποτε πληροφορία είναι περιττή όπως στην techno και σε συναφή είδη λόγου χάρη, όπου πολλές δισκογραφικές εταιρίες και παραγωγοί επιλέγουν να μη δίνουν καμία πληροφορία δίνοντας βάση απλά στο περιεχόμενο. Από τη μεριά τους οι δισκογραφικές εταιρίες πρωτίστως ενδιαφέρονται να βρουν καλό υλικό και παραγωγούς για να επενδύσουν κατά κάποιο τρόπο σε αυτούς χωρίς να εξετάζουν από πού προέρχεται. Το ίδιο και τα δισκάδικα , ψάχνουν να διαθέσουν καλή μουσική. Οπότε δε νομίζω ότι παίζει ρόλο η καταγωγή του περιεχομένου”.

To site της Lower Parts εδώ

CTS Productions

Τέλος, μιλήσαμε με την Άννα Κατσά από την CTS Productions, μια εταιρεία που αρχικά δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της διοργάνωσης συναυλιών.

“Ξεκινήσαμε τα τέλη του 2008. Η κύρια δραστηριότητά μας ήταν και είναι η διοργάνωση συναυλιών”, μας λέει.

“Το δισκογραφικό κομμάτι αποτελούσε πάντα για εμάς μία ανάγκη περισσότερο δημιουργική παρά βιώσιμη. Γι’ αυτό και ο αριθμός των κυκλοφοριών μας δεν είναι μεγάλος σε σχέση με τα χρόνια ζωής της εταιρίας μας. Ο στόχος είναι να παρουσιάζουμε κυκλοφορίες με όμορφες -στα δικά μας αφτιά- μουσικές και όμορφο artwork -πάντα στα δικά μας μάτια- με ιδιαίτερη προτίμηση στο format του βινυλίου”.

Ποιο μουσικό φάσμα καλύπτει η εταιρεία, την ρωτάμε.

“Θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός, υπό την έννοια ότι έχουμε κυκλοφορήσει από indie και psychedelic rock μέχρι doom και post-metal και από stoner-rock και post-rock μέχρι ambient/noise. Δε βάζουμε κάποιο όριο ως ακροατές κι έτσι δε θα μπορούσαμε να καλύπτουμε μόνο κάποιο πολύ συγκεκριμένο είδος”.

“Ο κόσμος δεν έπαψε ποτέ να ακούει μουσική, γιατί η μουσική είναι μία ανάγκη τόσο κοινωνική όσο και εσωτερική ανάγκη για τους περισσότερους από εμάς, μας λέει σε ότι αφορά τη σχέση του ελληνικού κοινού με τη μουσική.

“Όσο οι άνθρωποι μπορούν και αισθάνονται τόσο θα γεννάται και θα αναπαράγεται η μουσική.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία άνθηση του βινυλίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν έπαψαν ποτέ βέβαια να υπάρχουν λάτρεις αυτού του μέσου, οπότε αυτή η μερίδα του κοινού προϋπήρχε της “άνθησης” η οποία ίσως να προήλθε από την τάση της μόδας προς οτιδήποτε vintage. Μέχρι και η κασέτα έχει αρχίσει να αναβιώνει τελευταία, ενώ έχουμε δει και συγκροτήματα να κυκλοφορούν ακόμη και 8-tracks! Το ελεύθερο downloading βρίσκεται πολλά χρόνια στις ζωές μας κι αυτό έχει τα θετικά του, με το βασικότερο να είναι η  τεράστια πρόσβαση, αλλά και αρνητικά του, όπως το ότι δεν εκτιμούμε και πολύ τη μουσική λόγω της ασύδοτης διανομής της. Υπάρχει μία μικρή μερίδα κοινού που δεν αρκείται σε ένα ψηφιακό αρχείο στον υπολογιστή του, αλλά επιθυμεί να έχει αυτό το όμορφο αντικείμενο στα χέρια του με την καλύτερη ποιότητα ήχου”.

Είναι βιώσιμο το project; “Πουλάνε” οι δίσκοι στην Ελλάδα και αν θέλει να ζήσει κάποιος από μια δισκογραφική, μπορεί;

“Στην δική μας περίπτωση όπως προαναφέραμε, δεν είναι βιώσιμο από επιλογή. Οι δίσκοι πουλάνε στην Ελλάδα, για την ακρίβεια οι δίσκοι πουλάνε περισσότερο από κάθε άλλο format αυτή τη στιγμή. Πέραν της δισκογραφικής έχουμε και ένα online store (ctsprods.com/store) μέσω του οποίου διαθέτουμε προς πώληση περιορισμένους και επιλεγμένους δίσκους από αγαπημένα labels του εξωτερικού. Αυτοί οι δίσκοι πουλάνε ναι, και κάποιος που θα το τρέξει σωστά, διαθέσει αγάπη και χρόνο, πολύ πιθανόν να μπορέσει να ζήσει από αυτό. Οι εγχώριες κυκλοφορίες, έχουν πάλι θετική ανταπόκριση από το κοινό, αλλά πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο στο κατά πόσο καλά θα πάνε οι πωλήσεις. Βασικοί παράγοντες είναι το περιεχόμενο του δίσκου και το πόσο ενεργό είναι το συγκρότημα αλλά επίσης και η παραγωγή, η προώθηση και η διανομή”.

Και τέλος, σε ότι αφορά το ενδιαφέρον στο εξωτερικό για την ελληνική ηλεκτρονική και ανεξάρτητη εν γένει, ελληνική μουσική, μας απαντά:

“Για την ηλεκτρονική μουσική δεν είμαστε οι πιο αρμόδιοι να κρίνουμε το αν υπάρχει ενδιαφέρον έξω.

Αν μιλήσουμε για το δικό μας μουσικό φάσμα τότε θα πούμε πως ναι, υπάρχει ενδιαφέρον για τις “δικές” μας μπάντες στο εξωτερικό. Αρκετές από αυτές ήδη περιοδεύουν αυτή τη στιγμή ή έχουν ήδη περιοδεύσει ή ετοιμάζονται να το κάνουν σύντομα. Συγκροτήματα όπως οι 1000mods, Lucky Funeral, Universe217, Planet Of Zeus  μεταξύ αρκετών άλλων έχουν σχετικά μεγάλο κοινό εκτός συνόρων (και περισσότερο εντός Ευρώπης) και αυτό αποδεικνύεται από τις πωλήσεις τους στο εξωτερικό και τις προσκλήσεις από τα φεστιβάλ που κατά καιρούς παίζουν”.

To site της CTS Productions εδώ

Ευχαριστούμε όλες τις δισκογραφικές για την συνεργασία και την πολύτιμη βοήθεια τους.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα