Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ
Παραλίγο να έχουμε τέσσερις αγγλικές ομάδες στους τελικούς των Κυπέλλων Ευρώπης. Και οι τρεις όμως δεν είναι λίγες. Το "νησί" κυριαρχεί στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και ο Θέμης Καίσαρης μας εξηγεί γιατί.
Κάποτε ήταν είδηση. Το μακρινό πια 1997 ήταν η πρώτη φορά που το Champions League έγινε με πάνω από μία ομάδα από την ίδια χώρα. Μόλις τρεις σεζόν αργότερα, ο τελικός του 2000 ήταν ισπανική υπόθεση: Ρεάλ – Βαλένθια, καλώς τα παιδιά, 3-0.
Πέρασαν 21 σεζόν και πλέον οι τελικοί των ομάδων από την ίδια χώρα θα γίνουν οκτώ στις 29 Μαϊου, όταν η Σίτι θα παίξει με την Τσέλσι στο Ντραγκάο, αφού η πανδημία πήρε για δεύτερη σερί σεζόν τον τελικό από την Κωνσταντινούπολη και το “Κεμάλ Ατατούρκ”.
Τέσσερα από τα πέντε μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης έχουν δει τις ομάδες τους να μάχονται σε τελικό.
Οι Ιταλοί είδαν το Μίλαν – Γιουβέντους του 2002 στο Ολντ Τράφορντ, όταν μάλιστα είχαν και την Ίντερ στους ημιτελικούς. Οι Γερμανοί το 2013 είδαν τον τελικό του Champions League να γίνεται Klasiker, στη μονομαχία της Μπάγερν με την Ντόρτμουντ.
Στο Ρεάλ – Βαλένθια που τα ξεκίνησε όλα προστέθηκαν και οι δύο μάχες της Βασίλισσας με την Ατλέτικο του Σιμεόνε το 2014 και το 2016.
Οι Άγγλοι φτάνουν κι αυτοί στους τρεις “δικούς τους” τελικούς, προσθέτουν τη φετινή μονομαχία στο Τσέλσι – Γιουνάιτεντ της Μόσχας το 2008 και στο Λίβερπουλ – Τότεναμ της Μαδρίτης πριν δύο χρόνια.
Κι εδώ υπάρχει μια διαφορά. Στους τρεις ισπανικούς εμφυλίους, υπάρχει η πρωταγωνίστρια και η παρτενέρ. Πάντα παρούσα η Ρεάλ και η Βαλένθια με την Ατλέτικο να συμπληρώνουν το ζευγάρι.
Στους Αγγλικούς εμφυλίους έχουν παρελάσει Γιουνάιτεντ, Τσέλσι, Λίβερπουλ, Τότεναμ και τώρα προστίθεται και η Σίτι. Πλουραλισμός που σε οδηγεί στη σκέψη πως εδώ δεν υπάρχει κάτι που αφορά μια-δυο ομάδες, αλλά κάτι συνολικό.
Στο Champions League παίζει μεγάλο ρόλο η τύχη, τα νοκ-άουτ είναι ανελέητες, συνεχόμενες ζαριές. Σ’αυτό το ασταθές περιβάλλον, δύο αγγλικοί τελικοί με τέσσερις διαφορετικές ομάδες σε τρεις σεζόν είναι ο,τι πιο κοντινό μπορείς να δεις σε δυναστεία.
Και η λέξη αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα αν σκεφτείς πως όταν το 2019 ο τελικός του CHL ήταν Λίβερπουλ – Τότεναμ, στον τελικό του Europa έπαιξαν Τσέλσι – Άρσεναλ. Καρέ των Άγγλων, που δεν επαναλήφθηκε φέτος με Άρσεναλ – Γιουνάιτεντ μόνο επειδή η Βιγιαρεάλ κατάφερε να πάρει εκδίκηση από τους Λονδρέζους για τον ημιτελικό του 2006 και το χαμένο πέναλτι του Ρικέλμε.
Οι Άγγλοι κυριαρχούν όσο μπορεί κανείς να κυριαρχήσει σε διοργανώσεις λεπτομερειών και λίγων αγώνων.
ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΝΤΛΗΤΙΚΗ ΣΕΖΟΝ
Το πρώτο τους όπλο σ’αυτήν την κυριαρχία είναι φυσικά τα χρήματα. Στις τελευταίες δύο εκθέσεις της Deloitte, οι ομάδες της Premier League έχουν πέντε από τις πρώτες δέκα θέσεις των συλλόγων με τα μεγαλύτερα έσοδα στην Ευρώπη. Έξι στις 11, αν προσθέσουμε μια θέση ακόμα και βρούμε την Άρσεναλ στην πρώτη θέση μετά την δεκάδα.
Χρήματα που φέτος ίσως να έπαιξαν ρόλο περισσότερο από ποτέ.
Στην πιο συμπιεσμένη σεζόν στην ιστορία του ποδοσφαίρου, σχεδόν όλες οι ομάδες παρουσιάστηκαν χειρότερες από πέρυσι, διότι ξεζουμίστηκαν.
Την περσινή άνοιξη έζησαν ένα πρωτοφανές “σταμάτα-ξεκίνα”, μετά έκαναν υποτυπώδη προετοιμασία για να μπουν καθυστερημένα σε μια σεζόν που είχε μικρότερη χρονική διάρκεια, αλλά τον ίδιο αριθμό αγώνων.
Παιχνίδια κάθε τρεις μέρες, ελάχιστη ξεκούραση, ακόμα λιγότερες πραγματικές προπονήσεις. Σ’αυτην την εξουθενωτική διαδικασία, βλέπουμε ομάδες να πέφτουν ασθμαίνοντας στο νήμα της σεζόν.
Ατλέτικο, Μπαρτσελόνα και Ρεάλ μοιάζουν να δίνουν η μία τον τίτλο στην άλλη με τις γκέλες τους στη La Liga. Στην πραγματικότητα, απλώς τρεκλίζουν βλέποντας τη γραμμή του τερματισμού.
Στην Ιταλία η Γιουβέντους όχι μόνο έχασε τον τίτλο, αλλά κινδυνεύει να μείνει εκτός CHL. Στη Γαλλία η παντοδύναμη Παρί χάνει κι αυτή τα σκήπτρα, στην Πορτογαλία η Σπόρτινγκ πήρε το πρωτάθλημα μετά από 19 χρόνια.
Σ’αυτό το κλίμα, δύο ομάδες πήγαν “φρέσκες” στον τελικό του Champions League. Καθόλου τυχαία, είναι οι δύο ομάδες που είχαν το καλοκαίρι τη δυνατότητα για ενίσχυση, μετάγγιση. Ανανεώθηκαν με φρέσκο αίμα την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι αιμορραγούσαν.
Η πανδημία σόκαρε το ποδόσφαιρο, που είδε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα γεγονός να σταματάει τους αγώνες και την ατέρμονη ροή χρημάτων στα ταμεία των ομάδων.
Ο κορονοϊός δεν άνοιξε μόνο μια τεράστια οικονομική τρύπα στους συλλόγους, αλλά δημιούργησε μια πρωτοφανή αβεβαιότητα για το μέλλον. Οι ομάδες μετρούσαν ζημιές και ταυτόχρονα δεν είχαν την παραμικρή σιγουριά για τους προϋπολογισμούς της επόμενης σεζόν.
Απολύτως λογικά, επηρεάστηκαν άμεσα οι τζίροι των μεταγραφών. Οι ομάδες έβαζαν το χέρι στην τσέπη και έπιαναν το παπούτσι, με τι λεφτά να πάρουν νέους παίκτες, όταν δεν είχαν τα χρήματα να πληρώσουν αυτούς που ήδη έχουν.
ΟΙ ΔΥΟ ΟΜΑΔΕΣ ΠΟΥ ΞΟΔΕΨΑΝ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Μόνο δύο ομάδες μπόρεσαν να δώσουν πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ καθαρά για αγορές παικτών. Η μία ήταν η Σίτι, η άλλη ήταν η Τσέλσι. Οι ομάδες των sugar daddys.
Η Σίτι του Άμπου Ντάμπι έδωσε 68 εκατομμύρια στην Μπενφίκα για να πάρει τον Ρούμπεν Ντίας που έγινε αμέσως ο βράχος της άμυνάς της, άλλα 45 στην Μπόρνμουθ για τον Ακέ, έναν ακόμα στόπερ, και 23 στη Βαλένθια για να προσθέσει φρέσκα πόδια στα άκρα της επίθεσης με τον 21χρονο Φεράν Τόρες.
Αφαιρούμε τα ποσά που ήρθαν από πωλήσεις και το ταμείο λέει πως η Σίτι έδωσε 116 εκατομμύρια ευρώ για αγορές παικτών.
Την ίδια ώρα η Τσέλσι έδωσε 80 εκατομμύρια στη Λεβερκούζεν για τον Χάβερτζ, 53 στη Λειψία για τον Βέρνερ, 50 στη Λέστερ για τον Τσίλγουελ, 40 στον Άγιαξ για τον Ζίγιες και 24 στη Ρεν ώστε ο Μεντί να κλείσει την τρύπα που άνοιξε στο τέρμα όταν το καλοκαίρι του 2018 οι Λονδρέζοι έδωσαν 80 εκατομμύρια για να έχουν τερματοφύλακα τον τραγέλαφο Κεπά.
Κερασάκι, ήρθε ο Τιάγκο Σίλβα από την Παρί, ελεύθερος μεν, αλλά με συμβόλαιο 12 εκατομμυρίων τον χρόνο. Όσα παίρνει ο Σαλάχ, ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης της Λίβερπουλ.
Το ταμείο λέει πως τα καθαρά έξοδα της Τσέλσι ήταν 188 εκατομμύρια ευρώ. Και εδώ βέβαια υπάρχει ο αστερίσκος που λέει πως οι Λονδρέζοι είχαν απόθεμα, αφού είχαν απαγόρευση μεταγραφών την προηγούμενη σεζόν. Εισέπραξαν 115 εκατομμύρια ευρώ από την πώληση του Αζάρ και δεν πήραν κανέναν, εκτός βέβαια από τον Κόβασιτς, που όμως ήταν υποχρεωτική αγορά 45 εκατομμυρίων μετά από μία σεζόν δανεισμού από τη Ρεάλ.
Ανεξαρτήτως του αστερίσκου του transfer ban, Σίτι και Τσέλσι είναι οι ομάδες των sugar daddys στην Premier League. Οι Λονδρέζοι ήταν οι πρώτοι που “χάλασαν την πιάτσα”, όταν τους αγόρασε ο Αμπράμοβιτς και έριξε ένα καράβι λεφτά, ακολούθησε η Σίτι που έγινε το επιχειρησιακό όχημα του Άμπου Ντάμπι.
Ομάδες που έγιναν μεγάλες ξοδεύοντας λεφτά των ιδιοκτητών τους, όχι χρήματα που οι ίδιες εισπράττουν από τηλεοπτικά συμβόλαια, εισιτήρια και εμπορικές συμφωνίες. Όταν το έκανε η Τσέλσι βέβαια ήταν νόμιμο, καθώς το Financial Fair Play της UEFA δεν ήταν σε ισχύ. Η Σίτι το κάνει ενώ απαγορεύεται και κάπως έτσι βρέθηκε το 2019 να ελέγχεται ταυτόχρονα από FIFA, UEFA, FA και Premier League.
Οι αποκαλύψεις των FootballLeaks οδήγησαν στον διετή αποκλεισμό της Σίτι από το Champions League, με την ομάδα του Γκουαρδιόλα να δικαιώνεται στο CAS, σε μια υπόθεση που διέσυρε ανεπανόρθωτα την UEFA.
ΜΕ ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ ΣΤΟ TEXAS
Η Σίτι, ακόμα περισσότερο από την Τσέλσι, απολαμβάνει μια ισχύ που δεν έχει προηγούμενο στο ποδόσφαιρο. Τους τίτλους πλέον σπάνια τους κερδίζουν οι καλές ενδεκάδες. Συνήθως τα τρόπαια πάνε στις καλύτερες 23άδες, στα ρόστερ που ξεχειλίζουν από ποιότητα και λύσεις.
Όχι γιατί έχουν παίκτες που θα έρθουν από τον πάγκο να πάρουν το ματς που έχει στραβώσει. Διότι έχουν λύσεις που τους επιτρέπουν να ξεπερνούν τραυματισμούς, τιμωρίες, ντεφορμάρισμα, κούραση.Το νόημα είναι να τρέχεις άνετος τον φετινό μαραθώνιο την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι παραπατάνε.
Η ομάδα που κάνει ροτέισον χωρίς να χάνει την ισχύ της είναι όμοια με έναν παίκτη που παίρνει τρία φύλλα στο Texas, ενώ οι υπόλοιποι παίρνουν δύο.
Η Σίτι έπαιξε τον πρώτο ημιτελικό με την Παρί με τους Γουόκερ, Στόουνς, Ντίας, Κανσέλο, Ρόντρι, Γκιντογκάν, Μαχρέζ, Φόντεν, Σίλβα και Ντε Μπρόινε. Στον δεύτερο είχε δύο αλλαγές, τον Ζιντσένκο στη θέση του Κανσέλο στο αριστερό άκρο της άμυνας και τον Φερναντίνιο στη θέση του Ρόντρι στο 6.
Ανάμεσα σ’αυτούς τους δύο ημιτελικούς, η Σίτι έπαιξε με τη Πάλας για την Premier League. Εκτός του τερματοφύλακα Έντερσον, απέναντι στην Πάλας δεν ξεκίνησε βασικός κανένας παίκτης που ήταν στις ενδεκάδες και των δύο ημιτελικών του Champions League.
Η Σίτι έπαιξε απέναντι στην Πάλας με Κανσέλο, Ακέ, Λαπόρτ και Μεντί στην άμυνα, Φερναντίνιο και Ρόντρι στο κέντρο, Τόρες και Στέρλινγκ στα άκρα, Αγουέρο και Ζεζούς στην επίθεση. Οι πρωταθλητές Αγγλίας νίκησαν με 2-0.
Ο Κρόιφ κάποτε είπε ότι δεν είδε ποτέ μια τσάντα με λεφτά να βάζει γκολ, αλλά δεν είχε δει αυτήν την πολυτέλεια της φετινής Σίτι. Τα λεφτά δεν σκοράρουν, αλλά σκοράρουν οι παίκτες που είναι ποιοτικοί, ξεκούραστοι και φορμαρισμένοι.
Η Σίτι είναι προφανώς είναι η Νο1 ομάδα σε αυτό, αλλά και η Τσέλσι δεν πάει πίσω. Δεν είναι εύκολο να σκεφτείς ρόστερ με παίκτη σαν τον Ζιρού για 3ο φορ, πίσω από Βέρνερ και Έιμπραχαμ. Με Ζίγιες, Χάβερτζ, Πούλισιτς, Μάουντ για τις θέσεις πίσω από τον φορ, με Καντέ, Ζορζίνιο, Κόβασιτς για το κέντρο.
Η ΠΙΟ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΚΟΥΑΡΔΙΟΛΑ
Τα λεφτά αύξησαν τις λύσεις και εκείνες έκαναν τη διαφορά. Στα χέρια πολύ ικανών προπονητών, γιατί πρέπει να πάμε και σε αυτούς, να δούμε το χορτάρι εκτός από τα ταμεία.
Ο Γκουαρδιόλα έπρεπε να περιμένει 10 χρόνια για να φτάσει ξανά στον τελικό του Champions League μετά από εκείνον του 2011, το λαμπρότερο πετράδι στο στέμμα της δικής του Μπαρτσελόνα.
Για να το πετύχει φέτος, παρουσίασε στο χορτάρι την πιο κυνική, συντηρητική, ακόμα και βαρετή ομάδα που έχουμε δει ποτέ με εκείνον στον πάγκο. Ο Πεπ δεν απαρνήθηκε τις αρχές του. Προφανώς και η Σίτι θέλει την μπάλα, έχει την κατοχή, ξέρει να επιτίθεται και να ανοίγει άμυνες, κάνει εξαιρετικό αυτό που ο Γκουαρδιόλα λέει “μετακινούμε τον αντίπαλο, όχι την μπάλα”.
Όμως, τα κάνει όλα σε πολύ μικρότερη ένταση και διάρκεια μέσα στο ματς. Η φετινή Σίτι δεν διέλυε τους αντιπάλους της, απλώς τους νικούσε χωρίς να τους αφήνει ελπίδα. Σαν ένα αργό, αλλά σίγουρο μπρα-ντε-φερ, οι πρωταθλητές Αγγλίας έβαζαν όση δύναμη χρειαζόταν για να φτάσουν τον αντίπαλο καρπό να ακουμπήσει στο τραπέζι.
Έδιναν ο,τι χρειάζεται για τη νίκη και μετά πήγαιναν στον επόμενο. Η επιθετική ορμή της Σίτι ήταν χαμηλότερη από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα η αμυντική της ασφάλεια ήταν υψηλότερη από ποτέ.
Όχι γιατί ξαφνικά αποφάσισαν παίξουν άμυνα, όχι μόνο γιατί ο Ντίας αποδείχθηκε σπουδαία προσθήκη στους στόπερ. Κυρίως γιατί η Σίτι στόχευσε στον απόλυτο έλεγχο και όχι στην απόλυτη επίθεση.
Κάπως έτσι, η φετινή Σίτι πήρε το πρωτάθλημα στην Αγγλία και τα xGoals των αντιπάλων της είναι μόλις 0.50 σε κάθε ματς. Καμία ομάδα στην Ευρώπη δεν απειλείται λιγότερο από τη Σίτι.
Η τάση για έλεγχο καθρεφτίστηκε απόλυτα και στα νοκ-άουτ του Champions League που είναι το μεγάλο απωθημένο και για τη Σίτι και για τον Γκουαρδιόλα. Στα τέσσερα ματς με Ντόρτμουντ και Παρί, ο Γκουαρδιόλα δεν έβαλε βασικό κανέναν από τους Αγουέρο και Ζεσούς, ενώ ούτε ο Στέρλινγκ βρήκε έστω μια φορά θέση στη βασική ενδεκάδα.
Στην επίθεση έπαιξαν μέσοι, ο Σίλβα με τον Ντε Μπρόινε, στα άκρα έπαιξαν ο Μαχρέζ με τον Φόντεν. Μέχρι πέρυσι ο Πεπ προσπαθούσε να πάρει το Champions League με την ορμή του Στέρλινγκ και του Σανέ, με φορ στην κορυφή της επίθεσης, με τον Ντε Μπρόινε και τον Σίλβα να κινούν τα νήματα και παίκτες να τρέχουν μπροστά τους.
Φέτος οι playmaker παίζουν ψηλά, ο Πεπ θέλει στο γήπεδο μέσους, όσο περισσότερους γίνεται, έξι στις θέσεις μπροστά από την άμυνα. Έλεγχος.
Ο ΤΟΥΧΕΛ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΛΑΜΠΑΡΝΤ
Αυτή αποδείχθηκε η λέξη κλειδί και για την Τσέλσι. Οι Μπλε μπήκαν στη σεζόν με προπονητή τον Λάμπαρντ. Ο θρύλος των Λονδρέζουν ήταν καλή επιλογή για την περσινή σεζόν. Κατάλληλο όνομα για μεταβατική χρονιά, με απαγόρευση μεταγραφών, με “υποχρεωτική” προώθηση μικρών στην ενδεκάδα, ένα “πέπλο” προστασίας που θα κάνει κόσμο και Τύπο να δει με συμπάθεια τη δύσκολη προσπάθεια.
Η σεζόν πέρασε, η Τσέλσι έκανε το καλοκαίρι σπουδαίες προσθήκες, οι δικαιολογίες τελείωσαν. Μαζί τους άδειασε και η κλεψύδρα για τον Λάμπαρντ, που αποδείχθηκε ανεπαρκής για ένα top ρόστερ με υψηλούς πια στόχους.
Ο Τούχελ ήταν διαθέσιμος και έδειξε αμέσως τη διαφορά ενός προπονητή που έχει φτάσει με τη δουλειά του στο πάνω ράφι με έναν που έφτασε στις καλές δουλειές πατώντας πάνω στη φήμη που είχε ως μεγάλος ποδοσφαιριστής.
Ο Γερμανός έδωσε με το καλημέρα στην Τσέλσι αυτό που δεν είχε με τον Λάμπαρντ. Τακτική οργάνωση. Ο Τούχελ γνωρίζει πως να παίζει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, αλλά το σημαντικό είναι πως ξέρει πως να το συνδυάζει με αμυντική οργάνωση.
Ξέρει να επιτίθεται χωρίς ταυτόχρονα να απειλείται. Με τον Λάμπαρντ στον πάγκο οι αντίπαλοι της Τσέλσι είχαν 0.96 xGoals σε κάθε ματς με τους Μπλε στην Premier League. Με τον Τούχελ ο μέσος όρος της απειλής που δέχεται η Τσέλσι έπεσε στο 0.55!
Χωρίς προετοιμασία, χωρίς μεταγραφή, απλώς και μόνο με την τακτική γνώση του Τούχελ, η Τσέλσι άφησε πίσω της την προβληματική αμυντική λειτουργία κι έγινε κι αυτή ομάδα που επιτίθεται, αλλά πάνω απ’όλα, ελέγχει.
Η ΟΡΜΗ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΤΟΥ 2019
Πριν δύο χρόνια στη Μαδρίτη, ο αγγλικός τελικός ήρθε μέσα από την επίθεση και την ορμή. Η Λίβερπουλ έχασε με 3-0 από την Μπαρτσελόνα στη Βαρκελώνη και τη νίκησε 4-0 στο Άνφιλντ. Η Τότεναμ έχασε 1-0 από τον Άγιαξ στο Λονδίνο και τον νίκησε 3-2 στη ρεβάνς στο Άμστερνταμ.
Οι προκρίσεις βασίστηκαν πάνω στο επιθετικό ρίσκο και στην απελπισία. Η Λίβερπουλ έπρεπε να ανατρέψει ένα 3-0 και είχε τραυματία τον Σαλάχ και τον Φιρμίνο. Τα έδωσε όλα με Οριγκί και Σακίρι για ένα “κι ο,τι γίνει” και τελικά έγινε.
Η Τότεναμ βρέθηκε στο ημίχρονο της ρεβάνς να χάνει 2-0 εκτός έδρας, ενώ είχε χάσει και με 0-1 το πρώτο ματς στο Λονδίνo. Σαράντα πέντε λεπτά πριν τελειώσει η διαδρομή, οι παίκτες του Ποτσετίνο βγήκαν στο χορτάρι για να επιτεθούν χωρίς καμία ελπίδα, σαν τον Κάσιντι και τον Σάντανς.
Με ένα θρυλικό πια χατ-τρικ του Λούκας Μούρα έκαναν στις καθυστερήσεις 2-3 το 2-0 και πήραν μια μνημειώδη πρόκριση στον τελικό.
ΣΤΗΝ PREMIER LEAGUE
Το Λίβερπουλ – Τότεναμ του 2019 ήταν το ζευγάρι των ομάδων που είχαν ανέβει σταδιακά και με κόπο τα σκαλιά προς την κορυφή, των ομάδων που δεν βασίστηκαν τόσο στην οικονομική τους ισχύ, αλλά περισσότερο στη δουλειά των Κλοπ και Ποτσετίνο και στις έξυπνες κινήσεις στις μεταγραφές. Ήταν ταυτόχρονα το ζευγάρι της ορμής, του πρες, της απελπισίας, του refuse to lose.
Δύο χρόνια μετά, το Σίτι – Τσέλσι είναι το ζευγάρι των sugar daddys της Premier League, των λύσεων που δεν τελειώνουν και έκαναν τη διαφορά στο pandemic football, των κορυφαίων προπονητών. Είναι ταυτόχρονα το ζευγάρι του ελέγχου, της λέξης κλειδί για τη φετινή σεζόν.
Οι Άγγλοι έκαναν πάλι δικό τους τον τελικό του Champions League, αλλά με δύο νέες ομάδες σε σχέση με το 2019 και εντελώς διαφορετικές διαδρομές, τρόπους και ποδοσφαιρική λογική.
Διότι τελικά στην Premier League είναι συγκεντρωμένα όλα. Και χρήμα και εμπορική αξία και λάμψη και παίκτες και τοπ προπονητές.