Η ΓΚΟΥΣΛΑΖΙ ΜΑΛΑΝΤΑ ΝΙΩΘΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΗΔΕΙΑ ΤΗΣ

Η γαλλίδα ηθοποιός μιλά στο Magazine για τους εφιάλτες που βίωσε και τα μαθήματα τάι τσι που έκανε προκειμένου να παίξει μια σύγχρονη Μήδεια στο πολυβραβευμένο δράμα “Σεντ Ομέρ”.

Ξανά και ξανά στη διάρκεια της σύντομης κουβέντας μας, η Γκουσλαζί Μαλαντά επαναλαμβάνει μια διαπίστωση που μοιάζει πρωτίστως να έχει εκπλήξει την ίδια. «Δεν περίμενα κάτι τέτοιο σε αυτή την ταινία». «Δεν είχα αντιληφθεί πόσο δυνατός θα ήταν αυτός ο ρόλος τελικά». Δεν περίμενε. Δεν φανταζόταν.

Ο λόγος για το Σεντ Ομέρ της Άλις Ντιόπ (που μόλις κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες), το πρώτο φιλμ μυθοπλασίας μιας σημαντικής νέας σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ από τη Γαλλία, το οποίο κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας εν μέσω ενός γενικευμένου βωβού θαυμασμού. Βωβού γιατί είναι δύσκολο να απομακρυνθείς από αυτή την ταινία και να μπορείς να πεις πολλά– σε ισοπεδώνει. Είναι δύσκολο να απομακρυνθείς από αυτή την ταινία γενικότερα, θα λέγαμε.

Αυτό διαπίστωσε κι η Μαλαντά, η οποία ομολογεί στην κουβέντα μας πως από τη στιγμή που μπήκε στη διαδικασία να παίξει στην ταινία, έβλεπε εφιάλτες σχετικά με το ρόλο και την ιστορία της οποίας είναι το κεντρικό πρόσωπο– μια σύγχρονη Μήδεια. Η ηρωίδα που ενσαρκώνει, βασισμένη σε αληθινό πρόσωπο, είναι μια γυναίκα σενεγαλέζικης καταγωγής που έχοντας αφήσει το 15 μηνών παιδί της να πεθάνει, κάθεται τώρα στο εδώλιο της κατηγορούμενης καθώς μια νεαρή συγγραφέας (ενσάρκωση της ίδιας της Ντιόπ, που είχε παρακολουθήσει τη δίκη) βρίσκεται στο ακροατήριο.

Μέσα από αυτή την συνθήκη, η Ντιόπ θέτει ζητήματα και άφοβα ερωτήματα πάνω στη σύγχρονη μητρότητα, τη θέση γυναικών και μεταναστών στην σύγχρονη γαλλική κοινωνία. Και στο επίκεντρο, η Μαλαντά στέκεται ακίνητη, ένα ερμηνευτικό άγαλμα, να απορροφά επιθέσεις, βλέμματα, μίσος και απορίες, προτού επιστρέψει (σε μια από τις πιο συνταρακτικές σκηνές της κινηματογραφικής χρονιάς) πίσω το βλέμμα.

Είναι μια εντυπωσιακή, σιωπηλά σαρωτική δουλειά, κι η νεαρή πρωταγωνίστρια (που σημειωτέον είχε 7 χρόνια να παίξει σε ταινία, έχοντας δηλώσει πως στο ενδιάμεσο λάμβανε σενάρια μόνο για στερεοτυπικούς ρόλους που δεν ήθελε να αγγίξει) μας εξηγεί πως ακόμα βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο παγιδευμένη σε αυτό τον εφιάλτη. Τη συναντήσαμε στη διάρκεια του εξαιρετικού φετινού φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου (του 23ου, που διεξήχθη τον περασμένο Μάρτιο σε 5 πόλεις της Ελλάδας) και μιλήσαμε μαζί της για τους εφιάλτες της, τα μαθήματα τάι τσι που την προετοίμασαν για το ρόλο σα να ήταν αθλήτρια, για ρομπότ του μέλλοντος και για σύγχρονες και μη τραγωδίες.

Η Γκουσλαζί Μαλαντά στην Βενετία για την πρεμιέρα του Σεντ Ομέρ, τον Σεπτέμβριο του '22. Joel C Ryan/Invision/AP


Και τις δύο φορές που είδα την ταινία ένιωσα πως ήταν μια τρομερά έντονη εμπειρία να έχεις ως θεατής, αλλά η δική σου αντίδραση διαβάζοντας για το ρόλο ποια ήταν, όταν επρόκειτο να μπεις στο φιλμ; Τι ήταν αυτό που σε ενδιέφερε, δεδομένης αυτής της έντασης;
Αυτό που μπορώ να πω ευθύς εξαρχής είναι ότι στην αρχή, την πρώτη φορά που διάβασα το σενάριο, φοβήθηκα.

Ωστόσο συνειδητοποίησα αρκετά γρήγορα ότι υπήρχε εκεί ένα υλικό πάνω στο οποίο μπορούσα να δουλέψω, ένα υλικό πάρα πολύ εντυπωσιακό το οποίο με προσέλκυσε, με τράβηξε πολύ. Και που με έκανε να σκεφτώ πως αν έλεγα το ναι στην Άλις Ντιόπ, θα έπρεπε πραγματικά να είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω αυτό το φόβο, τους εφιάλτες που μου προκάλεσε το θέμα της ταινίας, όλη αυτή την έντονη εμπειρία.

Έπρεπε να είμαι σε θέση να δουλέψω πάρα πολύ, ο ρόλος απαιτούσε μια δουλειά πολύ εντατική και δύσκολη. Τόσο στο επίπεδο του κειμένου, γιατί δε μπορούσα καθόλου να αυτοσχεδιάσω, το λεκτικό ήταν το λεκτικό της δίκης, ήταν δηλαδή πολύ συγκεκριμένα τα λόγια. Αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να κάνω πάρα πολλή δουλειά και σε σχέση με την αναπνοή και το σώμα μου, δεδομένου του ότι έχει και μονολόγους η ταινία, άρα έπρεπε να γίνει δουλειά και στα δύο επίπεδα.

Υπάρχει αυτή η ακινησία στο στήσιμο της αφήγησης, η κάμερα πάνω διαρκώς σε πρόσωπα, στους ηθοποιούς, στο κοινό, σε βάζει το φιλμ σε διαδικασία διαρκώς να κοιτάς την κατηγορούμενη, να νιώθεις πως σε κοιτάει πίσω… Πώς δούλεψες μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
Έχω την εντύπωση πως η προετοιμασία που χρειάστηκε να κάνω για να αντιμετωπίσω αυτό το στήσιμο, ήταν προετοιμασία αθλήτριας!

Ένα μήνα πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα χρειάστηκε να παρακολουθήσω μάθημα τάι τσι με έναν τάι τσι μάστερ. Επί ένα μήνα, 2-3 φορές τη βδομάδα έκανα μάθημα, για να μπορέσω να ελέγξω την αναπνοή μου και να μπορώ να στέκομαι ακίνητη κατά τη διάρκεια του γυρίσματος μες στο δικαστήριο, ώστε να έχω δηλαδή αυτή τη στάση.

Ήταν κάτι που μου θύμισε προετοιμασία αθλήτριας, κι όλο αυτό το έκανα για να μπορέσω να αποδώσω την αφήγηση τους διαλόγους, ένα κείμενο το οποίο στην ουσία του είναι μια τραγωδία. Η Βαλερί Ντρεβίλ που παίζει στην ταινία την πρόεδρο του δικαστηρίου, έχει παίξει κι εκείνη τον ρόλο της Μήδειας και μου είπε κι εκείνη ότι χρειάστηκε να ακολουθήσει τέτοια μαθήματα τάι τσι για να μπορέσει να αναταπεξέλθει.

Η ερμηνεία του δικού μου ρόλου ήταν κάτι μεταξύ κινηματογράφου και θεάτρου, αλλά επιπλέον, δεδομένου ότι το κείμενο είναι καθαρά τραγικό, στην ουσία εν τέλεια αυτό που έκανα ήταν η προετοιμασία μιας τραγωδού.

Το πιο δύσκολο στην όλη εμπειρία ήταν ότι εγώ είχα εφιάλτες ένα χρόνο πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Είχα αποδεχτεί το γεγονός ότι θα στοίχειωνε αυτή η εμπειρία, θα ήταν σα να με έχει καταλάβει κάποιο πνεύμα. Όλη αυτή η προετοιμασία βοήθησε, ώστε παρά την ένταση του γυρίσματος, να μπορέσω να αποδεχτώ αυτή τη συνύπαρξη που βίωνα μέσα μου και να βγάλω αυτή την ερμηνεία.. Να μπορέσω δηλαδή να αποδεχτώ το γεγονός πως με διαπνέει αυτή η μνήμη της παιδοκτόνου, της δολοφόνου ενός μικρού παιδιού. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο αλλά έτσι όπως ήμουν ήδη μέσα σε αυτό το ρόλο, τελικά κατάφερα να τον φέρω εις πέρας.


Τώρα νιώθεις πως έχεις μπορέσει να αφήσεις αυτό το ρόλο πίσω ή τον έχεις ακόμα μέσα σου;
Είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί επειδή το γύρισμα έγινε αυστηρά χρονολογικά, δηλαδή πρώτη σκηνή την πρώτη μέρα κλπ, στο τέλος του γυρίσματος υπήρχε μια αίσθηση απελευθέρωσης μετά από όλη αυτή τη διαδρομή. Και φυσικά δε μπορώ σε καμία περίπτωση να μιλήσω εξ ονόματος όλων των κατηγορουμένων, γιατί δεν ήμουν πραγματικά κατηγορούμενη κι απλώς υποδυόμουν έναν ρόλο, ωστόσο νομίζω πως μπόρεσα να βιώσω κάπως, τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό μου, το πώς είναι αυτή η εμπειρία του να κρίνεσαι. Κι έπειτα να υπάρχει ένα τέλος, μια ολοκλήρωση, που οδηγεί σε μια τρομερή απελευθέρωση όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα.

Η αλήθεια είναι πως στο τέλος της ταινίας ήμουν εξαντλημένη, καταπονημένη, όπως κι όλοι οι συντελεστές. Ήταν σα να είχαμε υποστεί κάποιον κατακλυσμό, κάτι το τρομερό! [γελάει] Γι’αυτό μας είναι πολύ δύσκολο να φέρουμε στο μυαλό εικόνες από το γύρισμα, ήμασταν όλοι σε αυτή την κατάσταση. Ωστόσο μετά την κούραση υπήρχε η απελευθέρωση.

Μετά όμως η ταινία άρχισε να βγαίνει στα φεστιβάλ, στη Βενετία, να έχει απήχηση, επιτυχία, βραβεία… άρχισα ξαφνικά να αισθάνομαι και πάλι ότι ήμουν ακόμα μέσα στον σταθμό. Γιατί θα θυμάσαι πως η ιστορία αν τη δεις σαν χρονολογικά γεγονότα, είναι πως μια γυναίκα μπαίνει σε ένα τρένο με ένα μωρό και 24 ώρες αργότερα βγαίνει χωρίς το μωρό– αυτό είναι που κρατά το κοινό βάσει εικόνας, βάσει της πραγματικής ιστορίας της κατηγορουμένης Φαμπιέν Καμπού. Έτσι, ενώ στο τέλος των γυρισμάτων ένιωσα να απελευθερώνομαι, τώρα επειδή μεσολαβεί ακόμα η προβολή κι η κυκλοφορία της ταινίας, νιώθω ακόμα παγιδευμένη μέσα σε εκείνο τον σταθμό. Θα αισθανθώ ότι έχω βγει από τον σταθμό όταν τελειώσει και αυτό το στάδιο.

Πάνε 7 χρόνια από την προηγούμενή σου ταινία και τώρα επανεμφανίζεσαι με ένα ρόλο με τόσα πολλά επίπεδα, για τη θέση της γυναίκας, των μεταναστών, αναφορές στην αρχαία τραγωδία, με μεγάλο αισθητικό ενδιαφέρον, όλα αυτά μαζί. Περίμενες κάτι τέτοιο για να επιστρέψεις;
Είναι αλήθεια, το Σεντ Ομέρ είναι η πρώτη μου ταινία εδώ και 7 χρόνια. Αλλά δεν ήμουν σε αναζήτηση ενός τέτοιου ρόλου, όχι απαραιτήτως. Ήξερα βέβαια όταν ξεκινούσα την ταινία πως θα ήταν σημαντικός ρόλος αλλά δεν είχα αντιληφθεί πόσο πολύ δυνατός θα ήταν τελικά. Μέσα από την όλη διαδικασία, τη σκηνοθεσία, τη δική μου δουλειά, βγήκε τελικά κάτι που ήταν πολύ περισσότερο από αυτό το οποίο περίμενα.

Συνήθως όταν διαβάζω ένα σενάριο, αυτό το οποίο χρειάζομαι είναι να αισθανθώ την ανάγκη να υποδυθώ τον ρόλο, να αισθανθώ τον κίνδυνο, την ευχαρίστηση, την αναψυχή. Κι η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα κάτι τέτοιο σε αυτή την ταινία. Στην επόμενη που έχω γυρίσει, του Μπερτράν Μπονελό, παίζω μια κούκλα του μέλλοντος…

Είναι φανταστικός ο Μπονελό, ακούγεται συναρπαστικό!
Τον αγαπώ κι εγώ! [γελάει] Εκεί δέχτηκα να παίξω γιατί και πάλι, οποιοδήποτε χαρακτήρα και να υποδυθώ, πρέπει να έχει μια οικειότητα την οποία να νιώσεις, αλλά να υπάρχει κι ένας χώρος κινδύνου. Είτε είναι κωμωδία, είτε τραγωδία, είτε ταινία είδους, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για πρώτο ή δεύτερο ρόλο, αυτή η οικειότητα είναι που τελικά σε προκαλεί να μπεις στο δέρμα κάποιου, αλλά και ταυτόχρονα, δίχως κίνδυνο αυτό το ταξίδι χάνει τη σημασία του. Είναι δύσκολος συνδυασμός αλλά αυτό είναι που μου χρειάζεται για να πω ναι σε κάποιο ρόλο.

Αυτή είναι η δική μου απαίτηση που με έκανε να λέω όχι για 7 χρόνια και να μην εμφανίζομαι και τελικά αποδείχθηκε πως μου προσέφερε μια τρελή ελευθερία. Δεν ήθελα τόσο καιρό να μπω σε στερεοτυπικούς ρόλους δίχως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, κι είναι κάτι πολύ δύσκολο να το κάνεις στην πράξη, να λες όχι επί 7 χρόνια, είναι πολύ επισφαλές. Αλλά αυτό είναι που τελικά μου προσέφερε τη μεγάλη ελευθερία που απολαμβάνω αυτή τη στιγμή. Αυτή η ελευθερία είναι πιο σημαντική από όλα.

Οι πρωταγωνίστριες Κάγιε Καγκάμε και Γκουσλαζί Μαλαντά με την σκηνοθέτη Άλις Ντιόπ (στη μέση) ποζάρουν στο 79ο φεστιβάλ Βενετίας για την πρεμιέρα του Σεντ Ομέρ. Joel C Ryan/Invision/AP

Το Σεντ Ομέρ (Saint Omer) της Άλις Ντιόπ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την One from the Heart. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του ‘23 στο πλαίσιο του 23ου φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα