Η “ΥΠΟΣΧΕΣΗ” ΔΕΝ ΠΗΡΕ ΤΥΧΑΙΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ BOOKER: ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Μια υπέροχη οικογενειακή σάγκα σε βάθος τεσσάρων δεκαετιών, στο τέλος του Απαρτχάιντ. Μια Υπόσχεση που δεν εκπληρώνεται. Το Magazine σας παρουσιάζει αποκλειστικό απόσπασμα από το βιβλίο που θριάμβευσε με το βραβείο Booker για το 2021.
Η Αφρική είναι η απόλυτη λογοτεχνική Μέκκα του 2021. Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα από την Τανζανία βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και ακολούθησε το Booker στον Νοτιοαφρικανό Damon Galgut και το Goncourt στον Σενεγαλέζο Μοχάμεντ Μπουγκάρ Σαρ. Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί στα ελληνικά η Υπόσχεση του Galgut, ένα από τα βιβλία που έκανε αίσθηση για το ύφος και την αισθητική του.
Η υπόθεση τοποθετείται σε ένα αγρόκτημα κοντά στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής και ο συγγραφέας ακολουθεί τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας λευκών, τις συγκρούσεις τους από τις αρχές του ’80 έως σήμερα, προχωρώντας σε μια αλληγορία των αλλαγών που βίωσε η ίδια η χώρα που φιλοξενεί την ιστορία, ως παραλληλισμός με τις αλλαγές που αντιμετωπίζουν τα ίδια τα μέλη της οικογένειας Swart. Κεντρικό στοιχείο, είναι η ανεκπλήρωτη υπόσχεση που δόθηκε σε μια μαύρη γυναίκα, τη Σαλομέ, η οποία εργάστηκε ως υπηρέτρια στο σπίτι για μια ολόκληρη ζωή, πιστεύοντας πως κάποτε, θα αποκτούσε τη δική της γη.
Η βράβευση του Damon Galgut έγινε την Τετάρτη 3 Νοεμβρίου στο Λονδίνο σε μία εκδήλωση που μεταδόθηκε ζωντανά διεθνώς μέσω του BBC και το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ.
“Πήραμε αυτή την απόφαση έπειτα από εκτενή συζήτηση και καταλήξαμε ομόφωνα σε ένα βιβλίο που χειρίζεται με μαεστρία τη φόρμα και τη σπρώχνει σε νέους δρόμους, σε ένα βιβλίο με απίστευτα αυθεντική και ρέουσα φωνή, σε ένα βιβλίο με βαρύνουσα ιστορική και συμβολική σημασία” δήλωσε για τη βράβευση του βιβλίου (που θεωρείτο ακλόνητο φαβορί) η Maya Jasanoff, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Βραβείου Booker 2021.
Παρακάτω, το Magazine παρουσιάζει αποκλειστικό απόσπασμα από τη βραβευμένη Υπόσχεση:
[…]
Ο Μάνι αναριγεί χωρίς το πουλόβερ του, παρόλο που η ανοιξιάτικη μέρα είναι ζεστή. Θα ξεπαγώσει άραγε ποτέ ξανά; Ουδέποτε όσο ζούσε η Ρέιτσελ δεν την είχε ανάγκη τόσο λυσσαλέα όσο αυτή τη στιγμή, και η απουσία της μοιάζει με ατσάλινη παγωνιά εντός του. Ήξερε πώς να φτάνει στον πιο εσώτερο εαυτό μου και να μπήγει εκεί τα μαχαιράκια της. Δεν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε το μίσος από την αγάπη, τόσο κοντά ήμασταν. Δυο δέντρα πλεγμένα το ένα γύρω από το άλλο, ρίζες εγκλωβισμένες σαν πεπρωμένο. Ποιος δεν θα ήθελε να δραπετεύσει; Ωστόσο, μονάχα ο Θεός μπορεί να με κρίνει, μόνο Αυτός ξέρει. Συχώρα με, Θεέ μου, Ρέιτσελ θέλω να πω, η σάρκα μου είναι πιο αδύναμη από των περισσότερων.
Κλαίει πάλι. Η Μαρίνα τον προσέχει από την άλλη άκρη του δωματίου. Ανακάλυψε τελικά ένα σετ ραπτικής σε ένα συρτάρι και βολεύτηκε σε μια γωνιά, απ’ την οποία μπορεί να παρατηρεί την κίνηση στο σπίτι και ταυτόχρονα να είναι ορατή η φροντίδα που παρέχει. Μαντάρισμα και μαγείρεμα, πιάνουν τα χέρια της. Όταν βλέπει ωστόσο τον άντρα της να περνάει με ένα φρέσκο ποτό στο χέρι, η προσοχή της αφαιρείται τόσο ώστε τρυπάει το δάχτυλό της.
Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, από το πουθενά, θυμάται τι απέγινε η κουκουβάγια. Ουφ, κρίμα. Εκείνα τα λευκά φτερά με το πηγμένο αίμα.
Ε, σε βλέπω, φωνάζει στον Όκι.
Μα εκείνος έχει απομακρυνθεί, το μουστάκι του γεύεται το μπράντι, κι από μέσα του σκέφτεται, Βούλωσέ το, ποια νομίζεις ότι είσαι; Έχει ξεχάσει προς στιγμήν για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ και λέει σε έναν άντρα στο σαλόνι, Περνάς καλά;
Τι; απορεί ο άντρας.
Ο Όκι όμως έχει ανασυνταχθεί και ταλαντεύεται μπρος πίσω στις πατούσες του. Ξέρεις τώρα, υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Ο άντρας στον οποίο μιλάει είναι εκπαιδευόμενος εφημέριος στην Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία. Ψηλός και νευρικός, με προτεταμένο καρύδι στον λαιμό, αυτός ο εκπαιδευόμενος εφημέριος έχει χάσει σχεδόν τελείως την πίστη του τον τελευταίο χρόνο, χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι. Νιώθει τον εαυτό του να σκοντάφτει σε μια ερημιά γεμάτη αγκάθια και συνεπώς χαμογελάει πολύ. Τη στιγμή που του απευθύνεται ο Όκι, χαμογελάει μόνος του ενώ αναλογίζεται αυτό ακριβώς το ζήτημα, ότι δεν πιστεύει σε τίποτα τώρα πια, και τινάζεται ένοχα.
Η Αμόρ τους διακρίνει και τους δυο, τον θείο της και τον κλονισμένο κληρικό, μέσα από την τζαμένια συρόμενη πόρτα του σαλονιού. Από την κορυφή του λόφου, μπορεί να δει όλο το μπροστινό μέρος του σπιτιού, όλα τα παράθυρα είναι σε κοινή θέα, και γι’ αυτό της αρέσει να κάθεται εδώ, αν και δεν την αφήνουν να έρχεται μόνη. Πρώτη φορά έχει τόσο συνωστισμό στο ισόγειο, ένα σωρό ανθρώπινες φιγούρες τριγυρίζουν σαν παιχνιδάνθρωποι σε παιχνιδόσπιτο. Αλλά η προσοχή της δεν είναι στραμμένη σε αυτούς. Κοιτάζει μόνο ένα παράθυρο, στον πάνω όροφο, το τρίτο από τα αριστερά, και σκέφτεται, Είναι εκεί. Έτσι και κατηφορίσω τον λόφο κι ανέβω τα σκαλιά, θα είναι στο δωμάτιό της και θα με περιμένει. Όπως πάντα.
Και βλέπει κάποιον να κινείται εκεί μέσα. Μια γυναικεία φιγούρα να πηγαινοέρχεται φουριόζικα. Αν μισοκλείσει τα μάτια της, η Αμόρ μπορεί να φανταστεί πως στην πραγματικότητα είναι η μητέρα της, με το κορμί δυνατό και υγιές πάλι, να αδειάζει τα φάρμακα από το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Δεν χρειάζονται πια. Η μαμά νιώθει καλύτερα πάλι, ο χρόνος γύρισε πίσω, ο κόσμος μπήκε ξανά στη θέση του. Τόσο εύκολα.
Ξέρει, όμως, ότι απλώς προσποιείται και στο δωμάτιο δεν είναι η μαμά. Είναι η Σαλομέ, φυσικά, που βρίσκεται εδώ στη φάρμα μια ζωή, ή αυτή την εντύπωση δίνει. Ο παππούς μου έτσι μιλούσε γι’ αυτή πάντα, Α, η Σαλομέ, την απέκτησα μαζί με τη γη.
Παύση ενός λεπτού για να την παρατηρήσουμε, καθώς βγάζει τα σεντόνια από το κρεβάτι. Μια κοντόχοντρη, γεροδεμένη γυναίκα, φοράει ένα μεταχειρισμένο φουστάνι που της χάρισε πριν από πολλά χρόνια η μαμά. Ένα μαντίλι δεμένο στο κεφάλι της. Περπατάει ξυπόλυτη και οι πατούσες της είναι σκασμένες και βρόμικες. Και τα χέρια της έχουν σημάδια, γδαρσίματα και ουλές από αμέτρητες πτώσεις. Υποτίθεται πως είναι συνομήλικη με τη μαμά, σαράντα χρονών, αν και φαίνεται μεγαλύτερη. Δύσκολο να προσδιορίσεις ακριβώς την ηλικία της.
Το πρόσωπό της δεν δείχνει πολλά, φοράει σαν μάσκα τη ζωή της, σαν σκαλισμένο είδωλο.
Μα κάποια πράγματα τα ξέρεις επειδή τα είδες με τα ίδια σου τα μάτια. Με τον ίδιο απαθή τρόπο με τον οποίο η Σαλομέ σκουπίζει και καθαρίζει το σπίτι και πλένει τα ρούχα όσων μένουν εδώ, φρόντισε και τη μαμά στην τελευταία της αρρώστια, την έντυνε και την ξέντυνε, τη βοηθούσε να κάνει μπάνιο με έναν κουβά ζεστό νερό και ένα πανί, τη βοηθούσε να πηγαίνει στην τουαλέτα, ναι, της σκούπιζε ακόμα και τον κώλο αφότου της έβαζε πάπια, σφουγγίζοντας αίμα και σκατά και πύον και κάτουρα, όλες τις δουλειές που οι άνθρωποι της δικής της οικογένειας δεν ήθελαν να κάνουν, γιατί παραήταν βρόμικες ή προσωπικές. Ας το κάνει η Σαλομέ, γι’ αυτό δεν πληρώνεται; Ήταν με τη μαμά όταν πέθανε, ακριβώς δίπλα στο κρεβάτι της, μολονότι κανείς δεν μοιάζει να τη βλέπει, απ’ ό,τι φαίνεται είναι αόρατη. Επίσης αόρατο είναι και ό,τι νιώθει η Σαλομέ. Της λένε, Καθάρισε εδώ, πλύνε τα σεντόνια, κι εκείνη υπακούει, καθαρίζει, πλένει τα σεντόνια.
Μα η Αμόρ τη βλέπει μέσα από το παράθυρο, άρα δεν είναι αόρατη εντέλει. Ενώ σκέφτεται μια ανάμνηση, που δεν την καταλάβαινε μέχρι τώρα, ενός απογεύματος μόλις πριν από δυο βδομάδες, σε εκείνο το ίδιο δωμάτιο, με τη μαμά και τον μπαμπά. Ξέχασαν πως ήμουν εκεί, στη γωνία. Δεν με είδαν, ήμουν σαν μια μαύρη γι’ αυτούς.
(Μου το υπόσχεσαι, Μάνι;
Αρπάζοντάς τον με σκελετωμένα χέρια, όπως στις ταινίες τρόμου.
Ναι, θα το κάνω.
Επειδή στ’ αλήθεια θέλω να έχει κάτι. Ύστερα απ’ όλα όσα έκανε.
Καταλαβαίνω, λέει εκείνος.
Υποσχέσου μου πως θα το κάνεις. Πες το.
Το υπόσχομαι, αποκρίνεται πνιχτά ο μπαμπάς.)
Έχει ακόμη την εικόνα στα μάτια της, οι γονείς της κουβαριασμένοι σαν τον Ιησού και τη μητέρα Του, ένας φρικτός, θλιβερός κόμπος από αγκαλιές και κλάματα. Ο ήχος κάπου αλλού, πιο ψηλά, χώρια, οι λέξεις δεν έφταναν έως αυτή μέχρι τώρα. Μα καταλαβαίνει επιτέλους για ποιον μιλάνε. Φυσικά. Φως φανάρι. Ε, βέβαια.
Υπόθεση του βιβλίου
Στο “The Promise”, ο Galgut μας αφηγείται μια ιστορία στη Νότια Αφρική την περίοδο που η χώρα βγαίνει από το Απαρτχάιντ. Μια οικογένεια λευκών, από το 1986 μέχρι σήμερα, χωρίζεται και ενώνεται κάθε φορά με αφορμή μια κηδεία. Καθώς η ζωή κυλά, η χώρα αλλάζει και μια υπόσχεση μένει ανεκπλήρωτη, να συμβολίζει την υπόσχεση της Ιστορίας που δεν τηρείται για τη Νότια Αφρική. Δεν γίνεται “η Γη της Επαγγελίας”, παρά βυθίζεται στην εγκληματικότητα, στη διαφθορά, στο χάος.
Από το οπισθόφυλλο
Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά για όσους είναι αποκλεισμένοι από τον κόσμο
Σε μια φάρμα έξω από την Πρετόρια οι Σουάρτ συγκεντρώνονται για την κηδεία της μητέρας της οικογένειας, αλλά κάτω από το πένθος βράζουν οι διαφορές τους…
Από τη νεότερη γενιά, ο Άντον και η Άμορ καταλήγουν να απεχθάνονται όσα αντιπροσωπεύει η οικογένειά τους, όπως η αθετημένη υπόσχεση στη μαύρη υπηρέτρια, τη Σαλομέ, που έχει περάσει όλη της τη ζωή δουλεύοντας γι’ αυτούς. Της υποσχέθηκαν κάποια στιγμή ότι θα της δώσουν το σπίτι της, τη γη της… αλλά τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούν και η υπόσχεση δεν εκπληρώνεται ποτέ.
Η αφήγηση κυλάει από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο. Και, καθώς η χώρα περνάει από το σκοτεινό παρελθόν των φυλετικών διακρίσεων σε ένα –υποτίθεται– πιο δίκαιο παρόν, μια πολύ μεγαλύτερη υπόσχεση, προς έναν ολόκληρο λαό, μοιάζει να διαψεύδεται…
Μια πανανθρώπινη ιστορία για τις κληρονομιές που μας βαραίνουν, τις οικογένειες που μισιούνται και αγαπιούνται με το ίδιο πάθος. Τις υποσχέσεις πάνω στις οποίες χτίζονται οι ζωές, οι οικογένειες και τα έθνη. Και τη γη, που γίνεται μήλον της έριδος και θέατρο των βασάνων μας, μέχρι να μας δεχτεί όλους, δίκαιους και άδικους, στην αγκαλιά της…
Ποιος είναι ο Damon Galgut
Ο Damon Galgut είναι Νοτιοαφρικανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1963 στην Πραιτώρια και εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Ήταν για πρώτη φορά υποψήφιος για το βραβείο Booker με το έργο του “The Good Doctor” το 2003 (Ο καλός γιατρός, Ωκεανίδα 2005) και για δεύτερη φορά το 2010 με το “In A Strange Room”.
Το πρόσφατο μυθιστόρημά του Arctic Summer ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Walter Scott και Folio, ενώ το έργο του “The Quarry” μεταφέρθηκε το 2020 στον κινηματογράφο. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Κέιπ Τάουν. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί συνολικά σε δεκαέξι γλώσσες.
Είναι ο τρίτος Νοτιοαφρικανός συγγραφέας που τιμάται με το βραβείο Booker, μετά την Nadine Gordimer και τον J.M. Coetzee. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το ένατο μυθιστόρημά του και το πρώτο του εδώ και επτά χρόνια.
Το Βραβείο Booker απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο μυθιστόρημα γραμμένο στην αγγλική γλώσσα. Μέχρι το 2014 το βραβείο προοριζόταν αποκλειστικά για συγγραφέα της Αγγλικής Κοινοπολιτείας ή της Ιρλανδίας ή της Ν. Αφρικής, όμως τα τελευταία χρόνια ο κανονισμός άλλαξε, ώστε να συμπεριλαμβάνει οποιονδήποτε γράφει στην αγγλική γλώσσα.
Το βραβείο Booker 2020, κέρδισε ο Douglas Stuart με το βιβλίο Σάγκι Μπέιν, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με επιτυχία από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το 2021 ακολούθησε η Υπόσχεση του Damon Galgut στη τρίτη και καλή αυτή τη φορά, “προσπάθεια” του συγγραφέα, μετά τις υποψήφιότητές του το 2003 και το 2010. Ο Galgut είναι μάλιστα ο τρίτος συγγραφέας από τη Νότια Αφρική που λαμβάνει το περίβλεπτο βραβείο του αγγλόφωνου κόσμου μετά τη Ναντίν Γκόρντιμερ και τον Τζ. Μ. Κουτσί.
Σημειώνεται πως εκτός από μυθιστορήματα στα αγγλικά, από το 2005 και έπειτα έχει καθιερωθεί και το International Booker Prize, το οποίο τιμά μεταφρασμένα έργα. Φέτος, το διεθνές βραβείο Booker κέρδισε “At Night All Blood is Black” του David Diop.
Στη φετινή βραχεία λίστα του βραβείου Booker περιλαμβάνονταν επίσης οι παρακάτω 5 τίτλοι:
- A Passage North του Anuk Arudpragasam
- No One Is Talking About This της Αμερικανίδας ποιήτριας Patricia Lockwood
- Bewilderment του βραβευμένου με Πούλιτζερ Richard Powers
- Great Circle της Maggie Shipstead
- The Fortune Men της Nadifa Mohamed