Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΚΑΝΑΡΗ ΑΝΕΒΑΖΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΝ ΒΑΘΙΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟ
Η Μαρία Μαγκανάρη μιλά στο Magazine με αφορμή τον "Μισάνθρωπο" που ετοιμάζει στο θέατρο Θησείον.
Η Μαρία Μαγκανάρη ετοιμάζεται πυρετωδώς για την πρεμιέρα του “Μισάνθρωπου” του Μολιέρου που θα ανέβει στις 23 Νοεμβρίου στο θέατρο Θησείον.
Η επιλογή του έργου αυτού δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για ένα έργο με το οποίο συνδέεται πολύ η ίδια προσωπικά, καθώς η περίφημη παράσταση του “Μισάνθρωπου” του Λευτέρη Βογιατζή το 1996, στάθηκε η αφορμή για μία αρχή και μια εκκίνηση σε σχέση με την ίδια και το θέατρο.
“Είχα τελειώσει τη Φιλοσοφική, ήμουν μπερδεμένη για το τι ήθελα να κάνω, είχα αρχίσει να σκέφτομαι το θέατρο. Για καλή μου τύχη είχα ήδη γνωρίσει τη Μαρία Κεχαγιόγλου, που στη συγκεκριμένη παράσταση ερμήνευε τον ρόλο της Σελιμέν. Η γνωριμία μου μαζί της συνέβαλε στο να αποφασίσω να δώσω εξετάσεις σε Δραματική Σχολή- μάλιστα εκείνη με βοήθησε να προετοιμαστώ. Ακούγοντας τις ιστορίες από τις πρόβες του Βογιατζή ένιωθα δέος, διαισθανόμουν πόσο σοβαρό πράγμα είναι αυτή η δουλειά” εξηγεί στο Magazine, ενώ εξηγεί πώς το θέατρο ήλθε στη ζωή της λέγοντας πως “Εφόσον αντιλήφθηκα από νωρίς ότι έχω ανάγκη τους ανθρώπους για να είμαι χαρούμενη, ήξερα πως η δουλειά που θα έκανα θα τους εμπεριείχε. Η σχέση μου, επίσης, με τη διανοητική εργασία και τα κείμενα ήταν μια πλούσια σχέση από την εφηβεία μου. Αυτό που συνειδητοποίησα όμως κάποια στιγμή, ήταν η μεγάλη ανάγκη να συμπεριλαμβάνω και το σώμα μου σε ό,τι κάνω. Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι καλά αν δεν καταναλώσουν πολλή ενέργεια, αν δεν κάψουν πολλές θερμίδες- και το θέατρο είναι ακριβώς αυτό: παραγωγή ενέργειας. Ή μάλλον ενέργεια συμπυκνωμένη που μεταβολίζεται σε κάτι άλλο. Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από όταν ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια και αυτό το κάτι άλλο, εξακολουθώ να το βρίσκω μαγικό”.
Μισώ τους μεν γιατί είν’αισχροί, καθάρματα μεγάλα,
τους δε γιατί με τους αισχρούς τα πάνε μέλι γάλα. Μισάνθρωπος
Τι σας γοήτευσε στο έργο αυτό του Μολιέρου ώστε να το σκηνοθετήσετε; Πώς το προσεγγίσατε σκηνοθετικά και ποια η δυσκολία του έργου αυτού;
Ο “Μισάνθρωπος” είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα. Με συγκινεί βαθιά και με κάνει να γελάω. Λατρεύω τη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, την θεωρώ ένα αριστούργημα. Είναι μεγάλη μου τιμή το ότι μου την εμπιστεύτηκε. Καθημερινά στις πρόβες ανακαλύπτουμε τον πλούτο του έργου, αλλά και του ύφους που έχει διαμορφώσει η Χρύσα.
Ήταν πολύ σημαντικό για μένα πάντως να πλαισιωθεί το έργο με μια ιστορικότητα που να μας είναι γνώριμη, γιατί με ενδιαφέρει όχι ως παραβολή, αλλά ως ιστορία. Επέλεξα να το τοποθετήσω χαλαρά στη δεκαετία του ’90. Την εποχή της πρώτης μου νιότης, εκεί που αντιλαμβάνεσαι τις άγριες δυναμικές της κοινωνίας.
Το έργο είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και βαθύ. Η δυσκολία του Αλσέστ, του κεντρικού ήρωα, να συνυπάρξει με τους άλλους και να “κατοχυρώσει” τον έρωτά του, είναι εξ ορισμού μια δραματική συνθήκη. Η ακαμψία του, όμως, απέναντι στο κοινωνικό πλαίσιο μπορεί να είναι κωμική. Αυτός ο διττός χαρακτήρας του έργου με ενδιαφέρει και σκηνοθετικά.
Ο έμμετρος λόγος του έργου αποτελεί μια δυσκολία στη διαχείρισή του, αλλά και μια σπουδαία ευκαιρία: σαν το ασπρόμαυρο φιλμ, σου δίνει εξαρχής μια μικρή απόσταση από τον ρεαλισμό. Με τη σωστή φροντίδα των λέξεων και του ρυθμού μπορεί να χτιστεί το ύφος και το σύμπαν της παράστασης πάνω στο δεδομένο πως “εδώ οι άνθρωποι έτσι μιλούν”. Επίσης, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η ομοιοκαταληξία δημιουργεί οικειότητα στους θεατές- ακροατές, τους κάνει να χαλαρώνουν.
Ήταν πολύ σημαντικό για μένα πάντως να πλαισιωθεί το έργο με μια ιστορικότητα που να μας είναι γνώριμη, γιατί με ενδιαφέρει όχι ως παραβολή, αλλά ως ιστορία. Επέλεξα να το τοποθετήσω χαλαρά στη δεκαετία του ’90. Την εποχή της πρώτης μου νιότης, εκεί που αντιλαμβάνεσαι τις άγριες δυναμικές της κοινωνίας. Τη δεκαετία του ’90 οι Έλληνες πείστηκαν ότι όλα εξ-αγοράζονται με το χρήμα. Σαν τους αστούς του Μολιέρου που εξαγόραζαν τίτλους ευγενείας, ένα μεγάλο κομμάτι νεοελλήνων οραματίστηκε μια κοινωνία ευκολίας, αρχοντοχωριατιάς και κακού γούστου.
Σκιαγραφήστε μας τις δυναμικές των ηρώων του και αυτό που θέλετε εσείς να “βγάλετε” προς τα έξω… Βρίσκετε δικά σας κοινά σημεία με τον Μισάνθρωπο και ποια είναι αυτά;
Διαισθάνομαι πως το έργο προσπαθεί να διερευνήσει τις οπτικές που έχουν οι άνθρωποι ως δυνατότητες απέναντι στη ζωή. Με ποιον τρόπο δηλαδή επιλέγουν να κοιτάξουν τους άλλους και να συνδεθούν με αυτό που λέμε “κοινωνία”. Αν πάρουμε σαν δεδομένο ότι η ανθρώπινη συναναστροφή δεν μπορεί να είναι όπως εμείς την φαντασιωνόμαστε- γιατί εμπεριέχει τη δυσκολία επικοινωνίας, το ψέμα, την ιδιοτέλεια, την υποκρισία κλπ-, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν εμείς επιλέγουμε να το μισήσουμε ή να το …γλεντήσουμε όλο αυτό.
Να γίνουμε δηλαδή Αλσέστ ή Σελιμέν;
Ο Αλσέστ, πληγωμένος απ’ την αδικία, στέκεται επικριτικός απέναντι στην κοινωνία, ενώ η Σελιμέν και ο Φιλέντ, παρότι βλέπουν όλα τα κακώς κείμενα, επιλέγουν να τα περιγελούν. Η πρώτη συμπεριφορά είναι ηρωική μα ίσως και παιδαριώδης, η δεύτερη εμπεριέχει τον συμβιβασμό αλλά δίνει περισσότερη χαρά. Τις καταλαβαίνω και τις δύο- έχω ζήσει και με τους δύο τρόπους. Παλιότερα ήμουν πολύ θυμωμένη και σίγουρα πιο κοντά στον Αλσέστ. Όσο μεγαλώνω νομίζω πως καταλαβαίνω κάπως περισσότερο τους ανθρώπους, τους δικαιολογώ πιο συχνά. Δεν αποδέχομαι βέβαια την ανοησία της κοινωνίας, όμως καταλαβαίνω την ανοησία των ανθρώπων.
Τι εστί μισάνθρωπος σήμερα; Είμαστε όλοι μισάνθρωποι μήπως;
Οι θεωρητικοί της ψυχανάλυσης, αλλά και πολλοί φιλόσοφοι συμφωνούν στο ότι οι άνθρωποι, όλοι ανεξαιρέτως, έχουμε εντός μας ένα σκοτεινό κομμάτι. Ο ανταγωνισμός, η ζήλια, η κακία, όση δουλειά κι αν κάνει ο πολιτισμός και η εκπαίδευση, εξακολουθούν να μας χαρακτηρίζουν. Ο Γκορ Βιντάλ κάπου λέει: “κάθε φορά που ένας φίλος πετυχαίνει, κάτι μικρό μέσα μου πεθαίνει”. Άρα , κατά κάποιο τρόπο, όλοι έχουμε μέσα μας ένα κομμάτι μισανθρωπίας. Επιπλέον, το ποταπό, το γελοίο, το φτηνό αποτελούν για τους περισσότερους κρυφές πηγές ευχαρίστησης.
Νομίζω πως η εποχή μας είναι κατεξοχήν ναρκισσιστική. Πάσχουμε ως κοινωνία από υπερβολικό ναρκισσισμό. Γι’αυτό και νιώθουμε συνεχώς τόσο αδικημένοι και τόσο μόνοι.
Ποιος είναι όμως ο πραγματικά μισάνθρωπος;
Η Σελιμέν μήπως, που απολαμβάνει την ελευθερία της παίζοντας με τα συναισθήματα των άλλων; Ο Φιλέντ που δεν τρέφει απολύτως καμία πίστη στο καλό των ανθρώπων; Ή ο Αλσέστ που απειλεί να αποσυρθεί μακριά από τους ανθρώπους; (το αν τελικά θα το πράξει, είναι συζητήσιμο!).
Αυτός ο ευαίσθητος και πολύ ερωτευμένος άνθρωπος, “δεν βάζει νερό στο κρασί του”, δεν προσαρμόζεται. Αυτή τη στάση ζωής, όσο επαναστατική κι αν φαίνεται, τη βρίσκω ναρκισσιστική: ο κόσμος δεν προσαρμόζεται σε αυτό που εγώ έχω φανταστεί κι επιθυμώ, οπότε τον απορρίπτω συλλήβδην. Νομίζω πως η εποχή μας είναι κατεξοχήν ναρκισσιστική. Πάσχουμε ως κοινωνία από υπερβολικό ναρκισσισμό. Γι’αυτό και νιώθουμε συνεχώς τόσο αδικημένοι και τόσο μόνοι.
Θα έλεγα πως δεν είναι μισάνθρωπος αυτός που παραμένει και επιμένει: στις σχέσεις και στην κοινωνία. Αυτός που εξακολουθεί να δίνει ατομικές ή κοινωνικές μάχες μαζί με τους άλλους. Αυτός που πιστεύει στο καλό- όχι από ηθικολογία, αλλά από αγάπη.
Σε κάποιο σημείο του έργου ο λέει πως «ο έρωτας είναι αυτός που νικά τη λογική». Ισχύει αυτό σήμερα; Είναι ο έρωτας μία δύναμη που μας καθορίζει ατομικά και γιατί όχι και κοινωνικά;
Ο βασικός ήρωας του έργου είναι βαθιά ερωτευμένος με μια γυναίκα που δείχνει να έχει όλα τα χαρακτηριστικά που εκείνος απεχθάνεται και πολεμά. Αυτό σαν σύλληψη το βρίσκω καταπληκτικό για πολλούς λόγους. Καταρχάς γιατί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι μας είναι αυτό που δεν ελέγχουμε- κι ο έρωτας ανήκει σε μια τέτοια περιοχή. Επιπλέον, το τι είμαστε πραγματικά διαφέρει συνήθως απ’ ό,τι διατεινόμαστε- συχνότατα οι ταυτότητες που δίνουμε στον εαυτό μας δεν έχουν καμιά πραγματική υπόσταση. Και βέβαια κάποτε, αυτό που πολεμάμε στους άλλους (όπως και αυτό που ερωτευόμαστε, εξάλλου) είναι κάτι πολύ δικό μας, κάτι που το έχουμε κι εμείς.
Απ’ την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989, η αισθητική του νεοπλουτισμού, της ευκολίας και της ανοησίας απλώθηκε παντού στην ελληνική κοινωνία, δημιουργώντας αυλές σε επάλληλους κύκλους. Τα περισσότερα ΜΜΕ στις μέρες μας, ευθυγραμμισμένα και με κοινή φωνή, μας πουλάνε το κουφάρι μιας νεκρής εξουσίας.
Τελικά το έργο αυτό είναι κωμωδία;
Όλη αυτή η συζήτηση για τον Μισάνθρωπο, μου θυμίζει την ανάλογη που γίνεται για τον Τσέχωφ. Δράμα ή κωμωδία; Όταν μιλάς για επώδυνες καταστάσεις με αστείο τρόπο, βρίσκεσαι σε μια γκρίζα περιοχή. Προσωπικά, διαβάζω τον Μισάνθρωπο ως κωμωδία με τεράστιο κωμικό βάθος. Όπως λέει ο Bergson, ο Δον Κιχώτης είναι αστείος όταν πέφτει, όμως, το γεγονός πως έπεσε γιατί κοιτούσε τ’ αστέρια, του δίνει ένα βάθος που μας συγκινεί.
Αναρωτιέμαι ποιες είναι και αν υπάρχουν σύγχρονες αυλές σήμερα..
Όσο υπάρχει εξουσία, θα υπάρχουν και αυλές. Και η κάθε εποχή έχει τις αυλές που της αξίζουν. Κοινό χρέος των αυλικών κάθε εποχής είναι να επιβάλλουν τα ήθη και την αισθητική της εκάστοτε εξουσίας. Ας αναλογιστούμε ποιοι το πράττουν αυτό διαχρονικά. Ποιοι είναι αυτοί που ανέλαβαν να μας εκσυγχρονίσουν, να μας ξεβλαχέψουν, να μας ομογενοποιήσουν, και τώρα τελευταία να μας πειθαρχήσουν. Απ’ την έναρξη της ιδιωτικής τηλεόρασης το 1989, η αισθητική του νεοπλουτισμού, της ευκολίας και της ανοησίας απλώθηκε παντού στην ελληνική κοινωνία, δημιουργώντας αυλές σε επάλληλους κύκλους. Τα περισσότερα ΜΜΕ στις μέρες μας, ευθυγραμμισμένα και με κοινή φωνή, μας πουλάνε το κουφάρι μιας νεκρής εξουσίας. Αν και, εδώ που τα λέμε, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας είναι πλέον οι αυλικοί κάποιων άλλων.
Πώς βιώνετε εσείς τα λαϊκά δικαστήρια των καιρών μας που στήνονται κατά καιρούς στα social media…
Αναμφισβήτητα η συμβολή των social media στο να αποκαλυφθούν πράγματα που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα μαθαίναμε, είναι μεγάλη. Προσωπικά, έχω επαφή μόνο με το facebook το οποίο δυστυχώς, συχνά βρίσκω παιδαριώδες και ανυπόφορο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω πως είναι δυνατόν να γίνει ένας αληθινός διάλογος μέσω αυτού του μέσου.
Αν αναχωρούσατε από αυτήν την … κοινωνία, πού θα επιλέγατε να πάτε; Ποιο είναι το δικό σας καταφύγιο;
Αποκλείω την πιθανότητα να απομακρυνθώ από τους ανθρώπους, καθώς από πολύ μικρή ηλικία ανακάλυψα πως οι άνθρωποι με ενδιαφέρουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Να είμαι μαζί τους, να παρατηρώ τις ρωγμές τους. Είμαι από αυτούς που χρειάζονται τους άλλους, δεν μου φτάνει ο εαυτός μου. Γι’αυτό και πάντα μου κάνουν εντύπωση όσοι συνειδητά ή όχι, όπως ο Αλσέστ, κάνουν ό,τι μπορούν για να απομακρύνουν τους ανθρώπους από κοντά τους.
Ωστόσο το καταφύγιό μου το έχω φτιάξει: το σπιτάκι μας στο χωριό μου στη Νάξο. Εκεί, μακριά από το θέατρο και δίπλα στη φύση, μπορώ να πλησιάσω λίγο παραπάνω τον γιο μου, τον σύντροφό μου και ίσως και τον εαυτό μου.
Μελλοντικά σχέδια…
Φέτος προσπάθησα να μην επαναλάβω τους έντονους ρυθμούς δουλειάς της περσινής χρονιάς και να ευχαριστηθώ παραπάνω αυτά που κάνω. Υπάρχουν σχέδια για επόμενες σκηνοθεσίες, όπως η συνεργασία μου, την επόμενη σεζόν με το ΚΘΒΕ. Κάτι που με απασχολεί και επανέρχεται διαρκώς σαν επιθυμία, είναι το να δουλέψω πάνω στην αρχαία τραγωδία.