Η μητέρα του Σαχζάτ Λουκμάν αφήνει ένα λουλούδι στο σημείο της δολοφονίας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΑΧΖΑΤ ΛΟΥΚΜΑΝ ΩΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ

Κλείνουν δέκα χρόνια από τη μέρα που μέλη της Χρυσής Αυγής δολοφόνησαν με εφτά μαχαιριές τον άτυχο εργάτη από το Πακιστάν.

«Η μνήμη – έγραφε ο Σεφέρης – όπου κι αν την αγγίξεις, πονάει». Η μνήμη του Σαχζάτ Λουκμάν, του 27χρονου δολοφονημένου εργάτη από το Πακιστάν, είναι πονεμένη, ματωμένη, γεμάτη εκδορές που στάζουν ακόμα και σχηματίζουν πετρωμένα στρώματα λύπης στα πρόσωπα της οικογένειας του, των συμπατριωτών του, των ατόμων που δεν τον ήξεραν αλλά τον θρήνησαν σαν δικό τους άνθρωπο, έτσι όπως αρμόζει να θρηνούμε εκείνους που ακούσια κι επώδυνα έγιναν μάρτυρες σε καιρό ειρήνης.

Η μνήμη, όμως, είναι κι ένας τόπος ιερός που δεν πρέπει να αφήσουμε να σκεπαστεί από τα χορτάρια της λήθης, ένας τόπος για να επιστρέφουμε, αποδίδοντας τιμή στους νεκρούς και αναλαμβάνοντας ξανά το αντφασιστικό χρέος της εποχής μας.

Ο Σαχζάτ Λουκμάν γεννήθηκε το 1986 σ’ ένα ορεινό χωριό του Πακιστάν. Ήταν ένα από τα δέκα παιδιά μιας πάμφτωχης οικογένειας. Σε ηλικία 21 ετών αποφάσισε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη , να μεταναστεύσει, να δουλέψει για να βοηθήσει οικονομικά τις αδερφές του. Ζούσε στην Ελλάδα έξι χρόνια. Έμενε μαζί με άλλους τρεις συμπατριώτες του σ’ ένα ταπεινό δωμάτιο στο Περιστέρι. Παλιότερα δούλευε ως φύλακας σ’ ένα εργοστάσιο στο Περιστέρι. Όταν έκλεισε το εργοστάσιο , δούλευε στις λαϊκές αγορές. Ξεκινούσε κάθε μέρα στις 2:30πμ από το σπίτι του στο Περιστέρι με το ποδήλατο του για να φτάσει μια ώρα μετά στα Πετράλωνα και να φορτώσει φρούτα. Ο,τι λεφτά μάζευε, τα μεροκάματα των 20 ευρώ, τα έστελνε πίσω στην οικογένεια του. «Για λίγο» είχε πει στη μητέρα του όταν την αποχαιρετούσε, φεύγοντας από το Πακιστάν. Ήταν η τελευταία φορά που η Σουκράν Μπίμπι είδε το γιο της ζωντανό. Μετά γύρισε σε φέρετρο με εφτά μαχαιριές στο σώμα του.

Πάνε 10 χρόνια, λοιπόν, από εκείνο το κατάμαυρο ξημέρωμα της 17ης του Γενάρη το 2013. Ήταν 3:20πμ. Ο 27χρονος εργάτης Σαχζάτ Λουκμάν κινούνταν με το ποδήλατο του στην οδό Τριών Ιεραρχών, στα Πετράλωνα. Ένα σκούτερ σταμάτησε μπροστά του, ανακόπτοντας την πορεία του ποδηλάτου. Ο Σαχζάτ κατέβηκε από το ποδήλατο. Ο συνοδηγός της μηχανής Διονύσης Λιακόπουλος τον πλησίασε και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Στη συνέχεια ο οδηγός, Χρήστος Στεργιόπουλος τον μαχαίρωσε με τη σειρά του άλλες έξι φορές στη σπονδυλική στήλη, την πλάτη και τα χέρια. Ο Σαχζάτ πρόλαβε να κάνει λίγα βήματα τρεκλίζοντας και βογκώντας. Εξέπνευσε λίγα μέτρα παρακάτω πέφτοντας στη ρόδα ενός σταθμευμένου φορτηγού. Οι δολοφόνοι έβγαλαν τις πινακίδες της μηχανής κι έφυγαν. Δεν πήγαν σπίτι τους γιατί ήταν ντοπαρισμένοι από την αλαζονεία της ατιμωρησίας. Κατευθύνθηκαν προς το κέντρο της πόλης, φέροντας πάνω τους τα πειστήρια του εγκλήματος ως λάφυρα. Το ένα μαχαίρι δεν το είχαν σκουπίσει καν. Είχε πάνω το αίμα του Λουκμάν.

Ήταν ένα στυγερό ρατσιστικό έγκλημα, προορισμένο να μείνει ανεξιχνίαστο, παραγκωνισμένο από την ειδησεογραφία και γρήγορα λησμονημένο, όπως τόσα και τόσα ρατσιστικά εγκλήματα που δεν τιμωρήθηκαν, τόσες ζωές μεταναστών/στριων που χάθηκαν βάναυσα στη δίνη του μίσους αλλά ποτέ δεν εντοπίστηκαν οι δράστες, ποτέ δεν απονεμήθηκε δικαιοσύνη. Από τη δολοφονία 21χρονου Μπαγκλαντεσιανού Αλιμ Αμπντουλ Μάναν στα Πατήσια το 2011 μέχρι την τριπλή γυναικοκτονία των προσφυγισσών στον Έβρο το 2018, δυστυχώς ο κρατικός μηχανισμός έχει αποδείξει ότι τα ανακλαστικά του είναι σχεδόν ναρκωμένα όταν τα θύματα δεν είναι «ευυπόληπτοι Έλληνες πολίτες», πολλώ δε μάλλον όταν είναι καταχωρημένα στη διαβρωμένη από εθνικιστική μνησικακία συνείδηση ως «ξένοι/ες».

Οι γονείς του Σαχζάτ Λουκμάν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

Αν η δολοφονία του Λουκμάν, έσπασε αυτό το θλιβερό πεπρωμένο, οφείλεται στο σθένος των αυτοπτών μαρτύρων, δύο εκπαιδευτικών που δεν έσπευσαν να κατεβάσουν τα πατζούρια και να ορθώσουν ένα τείχος αδιαφορίας αλλά εν μέσω ενός ασφυκτικού πλέγματος ακροδεξιάς τρομοκρατίας, τόλμησαν να καταθέσουν, να πουν τι είδαν, να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά των δραστών και χάρη στη δική τους συμβολή οι αρχές προχώρησαν στη σύλληψη.

ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΟΥ victim blaming

Οι δράστες ποντάροντας το γνωστό μοτίβο του victim blaming, άρθρωσαν τον στερούμενο λογικής ισχυρισμό ότι ο Λουκμάν τους έκλεισε το δρόμο με το ποδήλατο, ότι αυτός τους επιτέθηκε πρώτος κι ότι έφυγαν γιατί θεωρούσαν ότι είναι καλά μετά από εφτά μαχαιριές. Πάλι οι αυτόπτες μάρτυρες τους διέψευσαν. Κατέθεσαν ότι η μοναδική φωνή που άκουσαν ήταν του Λουκμάν που πονούσε, ότι ο Λουκμάν παραπατούσε κι έπεσε στο έδαφος πριν φύγουν οι δράστες, ότι άκουσαν το Στεργιόπουλο να λέει στο Λιακόπουλο «άντε έλα, πάμε να φύγουμε» την ώρα που ο Λουκμάν ξεψυχούσε, ενώ απέκλεισαν την πιθανότητα το ποδήλατο να εμπόδιζε ένα σκούτερ να προσπεράσει με δεδομένο το πλάτος τους δρόμου. Κατηγορηματικός ήταν και ο ιατροδικαστής που εξέτασε τη σωρό του θύματος λέγοντας: «Ακόμα και σε σκαλιά νοσοκομείου να βρισκόταν δε θα ζούσε. Πρόλαβε μόνο να περπατήσει 10-15 μέτρα πριν πέσει νεκρός» και επιβεβαίωσε ότι «δεν προκύπτει οποιαδήποτε ένδειξη συμπλοκής από την ιατροδικαστική εξέταση».

Ωστόσο, η Αστυνομία αρχικά ενστερνίστηκε την αφήγηση των δραστών περί διαπληκτισμού. Έτσι εισάχθηκε η υπόθεση στο δικαστήριο, ενώ ήταν σαφές ότι επρόκειτο για ένα ολιγομελές τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Στο σπίτι του Λιακόπουλου βρέθηκαν τρία στιλέτα – πεταλούδα, μια σιδηρογροθιά, ένας σουγιάς, ένα ξύλινο ρόπαλο, μια κυνηγετική σφεντόνα, φυσίγγια, 117 προεκλογικά φυλλάδια της Χρυσής Αυγής, αυτοκόλλητα και άλλα υλικά της οργάνωσης.

Στο σπίτι του Σεργιόπουλου βρέθηκαν ένα ξύλινο ρόπαλο, κάλυκες , μια μαύρη λεπίδα, καθώς και η ταυτότητα ενός Έλληνα υπηκόου που είχε δηλωθεί στην Αστυνομία ως κλεμμένη. Επίσης, στο σπίτι του Λιακόπουλου βρέθηκαν κάρτες παραμονής μεταναστών , σημάδι ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που επιτέθηκε σε μετανάστη. Δε γίνεται, όμως, να μη μνημονευτεί και η τότε στάση του Ισίδωρου Ντογιάκου. Υπήρξε διαφωνία ως προς την προφυλάκιση ή μη των δύο ήδη προσωρινά κρατούμενων για τη δολοφονία του Λουκμάν ανάμεσα στις ανακρίτριες και τον εισαγγελέα, μετά την απολογία των κατηγορούμενων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής. Οι δύο δικαστικές λειτουργοί έκριναν ότι οι δύο πρέπει να προφυλακιστούν, ενώ ο εισαγγελέας Ισίδωρος Ντογιάκος είχε την άποψη ότι πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι με την επιβολή περιοριστικών όρων.

Παλαιότερη πορεία της Πακιστανικής Κοινότητας Αλεξανδρος Κατσης

Με την επιμονή της Πακιστανικής Κοινότητας που δεν άφησε αυτή την υπόθεση να πέσει στα αζήτητα, με την ενεργοποίηση των αντιρατσιστικών – αντιφασιστικών οργανώσεων, με την άοκνη προσπάθεια των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής, φτάσαμε το 2014 σε μια εμβληματική απόφαση από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Με επτά ψήφους – όσες και οι μαχαιριές που δέχτηκε ο Λουκμάν – οι δράστες κρίθηκαν ομόφωνα ένοχοι χωρίς ελαφρυντικά για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και από κοινού, της οπλοφορίας, της οπλοχρησίας, της παράνομης οπλοκατοχής και της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος. Τους επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη της συγκεκριμένης απόφασης είναι ότι αποδέχεται και περιγράφει κρυστάλλινα το ρατσιστικό κίνητρο της δολοφονίας: «… η πράξη τους τελέστηκε από μίσος προκαλούμενο λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών χαρακτηριστικών του θύματος, της θρησκείας του, της εθνικής και εθνοτικής του καταγωγής». Το ρατσιστικό κίνητρο της δολοφονίας αποτυπώθηκε και στην τελεσίδικη απόφαση στο Εφετείο, που όμως έσπασαν τα ισόβια για τους δράστες, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλή συμπεριφοράς μετά το έγκλημα, παρά το γεγονός ότι αυτοί οι δύο δεν ανέλαβαν ποτέ ακέραιη την ευθύνη της πράξης τους και δεν έπαψαν ποτέ να ενοχοποιούν το θύμα τους, να παραμένουν δηλαδή αμετανόητοι. Στη συνέχεια ο Λιακόπουλος και ο Στεργιόπουλος καταδικάστηκαν για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την πρωτοβάθμια απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

2013: Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Το 2013 ήταν το έτος αποχαλίνωσης του θηρίου, η χρονιά που τα ναζιστικά τάγματα εφόδου δοκίμασαν να εφαρμόσουν το μακάβριο όραμα τους σε μεγάλη κλίμακα. Ξεκίνησε με τη δολοφονία του Λουκμάν, συνεχίστηκε με μια σειρά επιθέσεων σε ό,τι ο φασισμός αναγορεύει ως «εχθρό», για να φτάσει το Σεπτέμβρη του 2013 το μαχαίρι στην καρδιά του Παύλου Φύσσα. Ήταν ένα συνεχές κλιμάκωσης της φονικής βίας που επιβεβαίωσε με τον πιο άγριο τρόπο πως αν επικρατήσει η απάθεια απέναντι στο κακό, αυτό κάποια στιγμή θα μπει στο σαλόνι μας και θα σφίξει τη θηλιά στο λαιμό μας. Η μακροχρόνια προκλητική ανοχή του κρατικού μηχανισμού απέναντι στη δράση της Χρυσής Αυγής, φούσκωσε την έπαρση των δολοφόνων του Λουκμάν, τους έκανε να πιστεύουν ότι μπορούν να σκοτώσουν έναν άνθρωπο και μετά να κάνουν «το γύρο του θριάμβου». Ένιωθαν άτρωτοι. «Καλά δεν του κάναμε; Αφού μπαίνουν στα σπίτια μας. Έχουν έρθει στη χώρα μας, μας ληστεύουν, μας κάνουνε κακό. Καλά δεν του κάναμε;» είπαν στον αστυνομικό που τους συνέλαβε, όπως ο ίδιος αποκάλυψε στο Εφετείο.

Αν έστω και τότε η Πολιτεία ξυπνούσε από τη χαύνωση της και έκανε τις απαραίτητες ενέργειες με αποφασιστικότητα, ίσως οι επόμενες επιθέσεις και η δολοφονία του Παύλου Φύσσα να είχαν αποφευχθεί. Εντουτοις, επέμενε να εθελοτυφλεί και να παίρνει με το μαλακό τη βαρβαρότητα, λες κι έτσι θα την εξημερώσει. Υπήρξε σωρεία παραλείψεων, ούτε τα κινητά των δολοφόνων του Λουκμάν δεν κατέσχεσαν για να δουν με ποιους ήταν σε επικοινωνία. Χάθηκε χρόνος και στοιχεία. Η εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής άργησε εννέα μήνες και κόστισε ακριβά.

Αξίζει να θυμόμαστε τις μικρές εκλάμψεις εκείνων των ημερών του στέρεου σκοταδιού που κράτησαν αναμμένο το φανάρι της αξιοπρέπειας. Τους αυτόπτες μάρτυρες που κόντρα στη ροπή του «που να μπλέκεις», επέλεξαν να μπλέξουν και να συνεισφέρουν καίρια στη διαλεύκανση του εγκλήματος και την ελάχιστη δικαίωση. Την ευγένεια, τη σεμνότητα αλλά και την απαράμιλλη δύναμη των γονιών του, οι οποίοι ήρθαν σ’ αυτή τη χώρα που σκότωσε το παιδί τους και συνδέθηκαν οργανικά με τον αγώνα κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Την τρυφερή και οργισμένη ανοιχτωσιά των ανθρώπων που κάθε χρόνο στις 17 Γενάρη επιστρέφουν στο σημείο που έπεσε νεκρός ο Λουκμάν και μέσα από επιτελέσεις συμβολοποίησης, κρατούν την εικόνα του ζωντανή.

«Πονάμε ακόμη. Αλλά είμαστε δυνατοί και έχουμε κουράγιο γιατί βλέπουμε ότι δεν ξεχνάτε και τιμάτε την μνήμη του γιού μας, ενός φτωχού μετανάστη εργάτη που δολοφονήθηκε άδικα την ώρα που πήγαινε στη δουλειά του με το ποδήλατο που πολύ αγαπούσε και στο Πακιστάν» είπαν στο μήνυμα τους για την επέτειο των 10 χρόνων οι γονείς του.

Πανό για τον Σαχζάτ Λουκμάν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΗΣ

Το να θυμόμαστε τον Λουκμάν σημαίνει να μην καταπίνουμε τις εθνοτικές και φυλετικές ιεραρχήσεις που καθιστούν κάποιες ζωές λιγότερο αξιοβίωτες από άλλες, να μη κατεβάζουμε τα ρολά όταν κάποιος υποφέρει, να γινόμαστε ενεργά υποκείμενα της ιστορίας και όχι παθητικοί δέκτες της, να αναγνωρίζουμε τη μοχθηρία της ακροδεξιάς πίσω από πρόχειρα φτιασιδώματα και μεταλλάξεις. Γιατί δεν ξεμπερδέψαμε. Γιατί ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που στρέφονται κατά των πιο αδύναμων. Γιατί ακόμα υπάρχουν δικαστές που γυρεύουν την ενοχή στα θύματα. Γιατί οι καταδικασμένοι μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής επιδιώκουν να πάρουν τη ρεβάνς στο Εφετείο. Γιατί κάποιοι σκέφτονται να ψηφίσουν τα διάφορα φασιστικά μορφώματα που προέκυψαν από την τριχοτόμηση της εγκληματικής οργάνωσης, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στηρίζουν δολοφόνους και τραμπούκους. Οι επιπόλαιες δικαιολογίες περί «ξεγελάσματος» μας τελείωσαν από το 2013. Όλοι ξέρουν πλέον και με πλήρη επίγνωση διαλέγουν πλευρά στο χαντάκι.

Το να θυμόμαστε τον Λουκμάν σημαίνει ένα καθήκον ανθρώπινο, τωρινό και διαρκές.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα