Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ GASLIGHTING (Η ΠΩΣ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΣ ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΤΡΕΛΑ…)
Ανάμεσα στην «καταπληκτική ποιότητα ζωής» του πρωθυπουργού και στο «να μην ξεχνάμε να κλείνουμε θερμοσίφωνες και φώτα» του Κώστα Σκρέκα.
Είναι από αυτούς τους ευφάνταστους (υπέρ)μεταμοντέρνους όρους που εφηύραν οι άνθρωποι του ύστερου καπιταλισμού για να συνομιλήσουν, επιτέλους, καλύτερα με τα συναισθήματα τους.
Gaslighting.
Δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως σε συναισθηματικό πλαίσιο για να περιγράψει κακοποιητικές σχέσεις και συμπεριφορές, είναι όρος που αγαπάνε τα μίντια όταν θέλουν να φτιάξουν την επόμενη βερσιόν του «νέου λεξιλογίου της εποχής». Είναι εκείνη η χειριστική διαδικασία που παίζεις με το μυαλό του άλλου για να του επιβληθείς. Τα πράγματα έχουν όπως τα ερμηνεύεις εσύ, τα γεγονότα δεν έχουν και τόση σημασία, οι λέξεις αλλάζουν νόημα, η πραγματικότητα ορίζεται όπως σε βολεύει κι όχι όπως είναι.
Φυσικά, μπορεί να της δώσαμε σχετικά πρόσφατα όνομα αλλά, αυτή η συμπεριφορά είναι τόσο παλιά όσο οι άνθρωποι ταλαιπωρούν και ταλαιπωρούνται σε τούτη τη ζωή. Και, προφανώς, το gaslighting είναι κατι που πάει μαζί με την πολιτική (και τους πολιτικούς). Είναι το πρώτο ξαδερφάκι του λαϊκισμού που όλοι αποστρέφονται και όλοι στο τέλος μεταχειρίζονται.
H πολιτική gaslighting έφτασε στο αποκορύφωμά της στη διακυβέρνηση Τραμπ. Η αμερικάνα ψυχολόγος Στέφανι Σάρκις έγραψε πριν μερικά χρόνια ότι «ο Τραμπ είναι ένας κλασικός gaslighter που βρίσκεται σε κακοποιητική σχέση με τις ΗΠΑ». Όχι ακριβώς άδικη κατηγορία για έναν Πρόεδρο που δήλωνε ότι η Covid-19 «δεν έχει συνέπειες σχεδόν για κανένα» την ημέρα που οι ΗΠΑ ξεπερνούσαν τους 200.000 νεκρούς (σήμερα πλησιάζουν το 1 εκατομμύριο), έλεγε στους Αφροαμερικανούς ότι είναι «ο Πρόεδρος που έχει κάνει τα περισσότερα γι’ αυτούς μετά τον Αβραάμ Λίνκολν» και, μην το πολυκουράζουμε, στο τέλος δεν αποδέχθηκε ούτε την ήττα του καταγγέλοντας κλοπή στις εκλογές του 2019. Σε μια Αμερική που, όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος, είναι βαθιά μπερδεμένη και πολωμένη, δεν ήθελε και πολύ να οδηγηθούμε στα γεγονότα του Καπιτωλίου. (Ίσως ακόμα πιο αδίστακτος gaslighter είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν με τις στρατιές από τα ρώσικα τρολ, μόνο που στη Ρωσία η βασική κινητήριος δύναμη μάλλον δεν είναι η τέχνη της εξαπάτησης αλλά η επιβολή του φόβου.)
Μην πάμε όμως τόσο μακριά. Η Ελλάδα, μια χώρα που πέρασε πολλά την τελευταία δεκαετία (και περνάει ακόμα), είναι παραδοσιακά επιρρεπής στον λαϊκισμό. Ξέρετε πώς πάει, «δεν περάσαμε διαφωτισμό», εθιστήκαμε στο πελατειακό κράτος, «μαζί τα φάγαμε», είχαμε σπάσει κι ένα βάζο όταν ήμασταν μικροί…αυτή η αφήγηση καταλήγει περίπου στο ότι η Κρίση μας άξιζε.
Κι αυτή είναι η βάση του πολιτικού gaslighting, η «ενοχή» που δημιουργεί τις προϋποθέσεις επιτυχημένης χειραγώγησης.
Κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τέτοιες συνθήκες, το έκανε και η προηγούμενη για να ανέλθει εντυπωσιακά στην εξουσία, μόνο που στην περίπτωση της τωρινής η βαλίτσα έχει πάει πάρα πολύ μακριά. Λειτουργώντας σε ένα ιστορικά αξιοσημείωτο προστατευτικό περιβάλλον, η Νέα Δημοκρατία έχει καταφέρει να «δολοφονήσει» την αξιοπιστία των πολιτικών της αντιπάλων (με την αμέριστη συνεισφορά τους, φυσικά) και να αυτοτοποθετηθεί σε ένα «βάθρο αριστείας» ως το μόνο κόμμα που «μπορεί να κάνει τη δουλειά».
Η πραγματικότητα είναι φυσικά πολύ διαφορετική. Η κακοδιαχείριση της πανδημίας, η ελλιπής αντιμετώπιση της ακρίβειας (που πια τρομάζει) και μια σειρά από αμφιλεγόμενα σκάνδαλα και κωμικοτραγικά σκανδαλάκια (όπως το αλήστου μνήμης «Σκόιλ Ελικίκου») έχουν προκαλέσει την αναπόφευκτη φθορά. Μπορεί η κυβέρνηση να μην τη νιώθει δημοσκοπικά, αλλά την αντιλαμβάνεται στην ατμόσφαιρα προσπαθώντας να βρει το σωστό timing για τις εκλογές.
Και πουλάει τρέλα…
Είναι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης που καλεί τους νέους να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα με την «καταπληκτική ποιότητα ζωής». Ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας που απαντά «να μην ξεχνάμε να κλείνουμε θερμοσίφωνες και φώτα» στην εκκωφαντική αύξηση του κόστους του ρεύματος. Ο βουλευτής Κωνσταντίνος Κυρανάκης που δηλώνει: «Σήμερα πας στο βενζινάδικο και δεν λες βάλε μου 50 λίτρα. Λες βάλε μου 50 ευρώ» (για καλό το λέει, όχι για κακό). Η πρακτική της δίωξης δημοσιογράφων και δικαστικών λειτουργών επειδή διερεύνησαν το ομολογημένο σκάνδαλο Novartis. Η σπουδή ελεγχόμενων μίντια να κλείσουν την κουβέντα για τα «αδιευκρίνιστα ποσά» και το πώς βρέθηκαν σε λογαριασμούς πολιτικών. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου να μας πληροφορεί στην πρόσφατη κακοκαιρία ότι η Μαραθώνας και η Μεσογείων (ίσως αποσχίστηκαν και) «δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους» (τότε που ο πρωθυπουργός μας είπε ότι έφταιγε και «το χιόνι που έπεσε μέρα και όχι νύχτα»). Ο υπουργός Aνάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, φυσικά, που μας ενημέρωνε πριν τα Χριστούγεννα ότι «έβγαλε 7 selfies στο σούπερ μάρκετ» για να αποδείξει τη δημοφιλία του (πριν αποδοκιμαστεί στην Καστοριά πριν λίγες μέρες). Ο Άδωνις Γεωργιάδης, πάλι, που στην πρόσφατη υπόθεση με τα προγράμματα της Ελληνικής Αγωγής στα σχολεία, αντί να απολογηθεί για το αντιδεοντολογικό ασυμβίβαστο εγκαλούσε όσους τον κριτίκαραν ότι προτιμούν στα σχολεία να διδάσκεται η «μαρξιστική αγωγή». Ο Πρωθυπουργός, πάλι, που δεν μπορούσε να προφέρει το όνομα του Φουρθιώτη στη Βουλή πριν λίγες μέρες (ναι, του ίδιου προσώπου που μιλάει με τη μισή κυβέρνηση κι απολάμβανε αστυνομικής προστασίας). (Για να μην πάμε στο υποτιθέμενο success story της πανδημίας και την εργαλειοποίηση των επιστημόνων. Για να μην ανοίξουμε την ανθολογία με τις ατάκες «δεν υπάρχει μελέτη που να …». Για να μη μιλήσουμε για το προσφυγικό και τον στρουθοκαμηλισμό περί pushbacks)
Κι όλα τα παραπάνω είναι μόνο το best of του 2022.
Σκόπιμη ή όχι, αυτή η πρακτική μοιάζει με στρατηγική. Όσο πιο εξωφρενική η δήλωση, τόσο μεγαλύτερη η φασαρία στα σόσιαλ μίντια. Μόνο που αυτό το κόστος είναι υπολογισμένο και πολύ συχνά λειτουργεί κι ως βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Μέχρι την επόμενη φορά που θα ανάψει η λάμπα.