Η ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ 56, ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΙΚΟΥ ΜΠΑΡ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ένα στέκι που μετρά 35 χρόνια και μ' έναν ιδιοκτήτη που εύκολα τον αποκαλείς "φιλόσοφο της νύχτας".
Καταναλώνουμε τις τάσεις αχόρταγα. Στο φαγητό, το ποτό, τη διασκέδαση. Τόσο αχόρταγα που τελικά μένει ένα κενό. Ο υλισμός κρατάει τους ανθρώπους χώρια, η δυαδικότητα επιφέρει τη μοναδικότητα.
Ο κύριος Παναγιώτης, είναι ένας φιλόσοφος της νύχτας. Στα 35 χρόνια που βρίσκεται πίσω από την μπάρα του 56 στο Κολωνάκι, παραμένει η ψυχή του μαγαζιού.
Για να φτάσεις στο ημιηπόγειο μπαρ πρέπει να το θέλεις. Χρειάζεται να ανέβεις τα πολλά σκαλιά της Πλουτάρχου, να κοντοσταθείς και τελικά να κατέβεις δύο τρία σκαλιά για να περάσεις το κατώφλι του. Διαχρονικό και σταθερό χωρίς να έχει υποπέσει στο – συχνό για πολλά μαγαζιά – αμάρτημα του επιβεβλημένου vintage, το 56 είναι ένα μπαρ που φτιάχτηκε για να αντέξει στον χρόνο και να γίνει στέκι όσων αγαπούν την τζαζ και το ποτό.
Υπάρχει μια γοητεία στο να πίνεις σε μια στιβαρή μπάρα, σε ένα σκηνικό που προσομοιάζει την αισθητική των καθαρόαιμων μπαρ της Νέας Υόρκης, εκεί που γίνονται αυτοσχέδια lives, που ξεκινούν μικρές επαναστάσεις. Οι φίλοι του κύριου Παναγιώτη λένε ότι γεννήθηκε σε ένα μπαρ και είχε ήδη μουστάκι.
Ο ίδιος οραματίστηκε το 56 και το έφτιαξε με μία παρέα φίλων με τα μέσα που διέθεταν εκείνη την εποχή. Πριν βρεθεί στα χέρια του, ο μύθος λέει ότι μπορεί να λειτούργησε σαν ντίσκο αλλά το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος πήρε έναν χώρο σαν αποθήκη. Το μπαρ επενδύθηκε με αρκετό ξύλο, κατά μήκος της μπάρας μπήκε μαξιλαράκι με δερμάτινη επένδυση, οι τοίχοι στολίστηκαν με ταπετσαρία, οι γωνιές γέμισαν μεμοραμπίλια από φίλους του ιδιοκτήτη, ο φωτισμός έγινε αισθαντικός και ένα πιάνο στήθηκε σε περίοπτη θέση να περιμένει όποιον μοιράζεται τις ίδιες μουσικές αξίες με το μαγαζί.
“Δεν αλλάζω τη Billie Holiday” λέει ο κύριος Παναγιώτης, όσο βάζει ένα ποτό. Συλλέγει δίσκους από παλιά, την αγαπάει τη μουσική, έχει το δικό του γούστο πάνω στα κομμάτια που επιλέγει. Στο 56 δεν αποφασίζει μόνο για τη μουσική αλλά και για το τι θα σερβίρει. Πραγματικός curator μιας κάβας που μετράει αναρίθμητες ετικέτες σε ουίσκι από την Ιρλανδία μέχρι την Ιαπωνία, την Ταϊβάν και την Ινδία, ρούμια και βότκες που δεν βρίσκεις συχνά σε άλλα μπαρ. Από τα χέρια του έχουν περάσει συλλεκτικές φιάλες, αλλά είναι διατεθειμένος να κεράσει το πιο ακριβό του ποτό σε όποιον συμπαθήσει ή συμπονέσει.
Ο κύριος Παναγιώτης ξέρει τι θέλεις να πιεις, σαν να σε διαβάζει. Και κρύβει πάντα μια καλή σοκολάτα για να σου προσφέρει.
Η ποιότητα του ποτού παραμένει το βασικό ζητούμενο στο μαγαζί. Πώς βρέθηκαν όλες αυτές οι ετικέτες εδώ; “Έχεις διαβάσει Ο Αστερίξ στην Κορσική; Όταν κάθεσαι και περιμένεις περνούν όλα από μπροστά σου” λέει. 35 χρόνια μετά, δεν έπαψε να υπηρετεί την αρχική ιδέα, ένα τζαζ μπαρ με καθαρά ποτά και δυσεύρετες ετικέτες. Το δικό του αγαπημένο ποτό; Πίσω από το μπουκάλι ενός Usquaebach Reserve, γράφει we’ll face the devil. “Παραφράζω τον Robert Burns, έχω βρει τον διάβολό μου στο νερό της φωτιάς, της ζωής. Το ουίσκι”.
Στο τέλος της μπάρας, σε μία γωνιά πιο δίπλα, βρίσκουν τη θέση τους μερικά βιβλία, όπως το Los Buenos Antifascistas, του καλού του φίλου, δημοσιογράφου και συγγραφέα, Γιάννη Παντελάκη. “Στην αρχή έφερε ένας, μετά δεύτερος, τρίτος. Και κάπως έτσι έχουμε βιβλία στο μπαρ. Κάποια μου τα παίρνουν, χάνονται, θα φέρει κάποιος ένα άλλο” λέει ξεφυλλίζοντας μία ποιητική ανθολογία.
“Είναι ένας σπουδαίος φίλος”. “Ο Παναγιώτης είναι το 56 και το 56 είναι σαφώς ο Παναγιώτης”. “Ο Παναγιώτης έχει πει ότι η ωριμότητα είναι προαιρετική”. Αυτές είναι μερικές από τις φράσεις που ακούγονται για να τον περιγράψουν από ανθρώπους που τον γνωρίζουν. Ο κύριος Παναγιώτης μιλάει με όρους ψυχανάλυσης, με παραφρασμένους στίχους από ποιήματα, αναπαράγει φράσεις του Σκαρίμπα, μπλέκει στη συζήτηση ακόμα και τον αινιγματικό Ρώσο μαθηματικό Perelman Grigory, δίνει συνταγές για roast beef και κοτόπουλο με πιπεριές και κρασί και φυλάει στο ψυγείο του IPA από ελληνική μικροζυθοποιία για να την προσφέρει όταν το ζητάει η στιγμή. “Οι μύθοι έρχονται από το μέλλον, όχι από το παρελθόν” λέει γελώντας.
Στο 56, οι θαμώνες είναι πιστοί. Πρόσωπα από την πολιτική σκηνή της χώρας, καλλιτέχνες συγγραφείς, ποιητές, δημοσιογράφοι, όσοι διάβασαν Kerouac, Fitzgerald και Ηemingway και ασπάστηκαν τη φράση του τελευταίου “πίνω για να κάνω τους άλλους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες”. “Παλιά κλείναμε τις πόρτες και τραγουδούσαν φίλοι, καταλαβαίνεις τι γινόταν εδώ”, θυμάται, πηγαίνοντας με περισσή ευκολία από το παρελθόν στο τώρα.
“Το ποτό είναι ψυχοτρόπο, δεν πρέπει να το ωραιοποιήσουμε. Το βράδυ βγαίνουν αυτοί που δεν μπορούν να αντέξουν τον εαυτό τους την ημέρα” θα πει πιο μετά. Τι κακό έχει όμως το σκοτάδι, αφού στην ανθρώπινη φύση ενυπάρχουν και τα δύο; Το μπαρ είναι μια τεράστια σκηνή και ο άνθρωπος που είναι πίσω από την μπάρα καλείται να διασκεδάσει το κοινό του. Ο κύριος Παναγιώτης θα κεράσει πάντα ένα ποτό τους “καλεσμένους” του, και θα τους κάνει να νιώσουν το 56 σαν το σαλόνι του σπιτιού τους, θα τους ακούσει και θα συζητήσει μαζί τους για τα πιο απίθανα πράγματα.
Εκλείπουν τα μέρη στην πόλη όπου εγείρουν συζητήσεις και τροφοδοτούν τη σκέψη. Το μπαρ είναι ένα μέρος που πέφτουν οι άμυνες αλλά πρέπει να ξέρεις ότι είσαι προστατευμένος και στο 56 αυτό είναι ξεκάθαρο. Μπορείς να καθίσεις σε μία γωνιά, να πιεις, να φλερτάρεις, να συζητάς στην αφάνειά σου, αλλά μπορείς να καθίσεις πρώτη σειρά, στην μπάρα. Είναι ένα δημοκρατικό μέρος το μπαρ; “Όχι καθόλου, αλλά από την άλλη, ναι”.
Στο 56 έχουν σίγουρα γεννηθεί και πεθάνει ιδέες, φιλίες, έρωτες και συμφωνίες. Είναι ένα μπαρ λαϊκό αλλά δεν ταιριάζει σε όλους και όχι εξαιτίας κάποιου ελιτισμού. Είναι για πότες, ρομαντικούς, φίλους της τζαζ, ονειροπόλους και αναμφισβήτητα για εκείνους που θα μπορέσουν να αντιληφθούν ότι ο δημιουργός του είναι μια sui generis περσόνα. “Μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, όχι όμως αυτά που λέμε.”