ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ/ 24 MEDIA LAB

Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΜΦΥΛΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Δε νοείται να πάμε στις κάλπες με όρους λήθης και αγνωμοσύνης. Το as usual, παρά τη διακαή επιθυμία της απερχόμενης διοίκησης, δε λειτουργεί και δε μπορεί να λειτουργήσει όταν μιλάμε για τα σώματα και την αξιοπρέπεια μας. 

Πολλά πράγματα μου έλειψαν από την προεκλογική περίοδο και πρωτίστως η αυτοκριτική και η αλήθεια. Ωστόσο, θέλω να σταθώ σε μια άλλη τραγική έλλειψη, στη βροντερή απουσία οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης για τα έμφυλα δικαιώματα. Με τρομάζει η σκέψη ότι μπορεί να ψηφίσουμε την Κυριακή λησμονώντας τα ονόματα των δολοφονημένων γυναικών, αποσιωπώντας το ορμητικό πέρασμα του metoo, αδιαφορώντας για την τελευταία θέση της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Ισότητας των Φύλων, σα να μη ζούνε δηλαδή σ’ αυτή τη χώρα γυναίκες, θηλυκότητες, ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα των οποίων οι ζωές κινδυνεύουν, τραυματίζονται, υποβαθμίζονται, προσβάλλονται κατάφωρα από τη δομική ανισότητα και βία ή σα να πρέπει να αποδεχτούμε αθόρυβα ότι δε θα βελτιωθεί ποτέ η θέση τους, ότι εκατομμύρια υποκείμενα θα παραμείνουν αγκιστρωμένα στην πελώρια παγίδα της πατριαρχίας.

Την τετραετία που πέρασε – γιατί αυτή αποτιμούμε ενόψει των εκλογών – υπήρξαν πολύ σημαντικές διεργασίες στο επίπεδο της συνειδητοποίησης και της ορατότητας των ζητημάτων έμφυλης βίας και ανισότητας, και αποτυπώθηκε κρυστάλλινα η πικρή αναντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική αναγκαιότητα και τη θεσμική απραξία. Αυτό το θέμα, όμως δεν απασχόλησε σχεδόν καθόλου τον προεκλογικό δημόσιο λόγο, γεγονός σκόπιμο και θλιβερό. Δε νοείται να πάμε στις κάλπες με όρους λήθης και αγνωμοσύνης. Το as usual, παρά τη διακαή επιθυμία της απερχόμενης διοίκησης, δε λειτουργεί και δε μπορεί να λειτουργήσει όταν μιλάμε για τα σώματα και την αξιοπρέπεια μας.

Σύμφωνα με το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις Γυναικοκτονίες, το 2019 διαπράχθηκαν 17 γυναικοκτονίες, το 2020 καταγράφηκαν 19 γυναικοκτονίες, το 2021 σημειώθηκε μεγάλη αύξηση φτάνοντας τις 31, το 2022 ήταν 25. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα το οποίο να όφειλε να προτεραιοποιηθεί. Αντ’ αυτού και κόντρα στις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος και τις σύγχρονες εγκληματολογικές επεξεργασίες, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην άρνηση του για νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία». Παράλληλα, όπως πρόσφατα αναδείξαμε, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική θεσμική μέριμνα για την υποστήριξη των οικογενειών των δολοφονημένων γυναικών. Βασική στρατηγική πρόληψης των γυναικοκτονιών θα ήταν, μεταξύ άλλων, να ενισχυθεί το ισχνό δίκτυο αρωγής των κακοποιημένων γυναικών, να υπάρχουν δηλαδή επαρκείς ξενώνες, στους οποίους θα μπορούν να καταφεύγουν με ταχύτατες διαδικασίες οι γυναίκες που ζουν σε κακοποιητικά περιβάλλοντα και να είναι ασφαλείς. Ωστόσο, κατά παράβαση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης την οποία έχει κυρώσει το ελληνικό κοινοβούλιο, η Ελλάδα διαθέτει λίγο πάνω από 400 κρεβάτια, ενώ οι διεθνείς της υποχρεώσεις ορίζουν πως θα έπρεπε να διαθέτει 1072 κλίνες. Το αποτέλεσμα είναι πολλές γυναίκες να παραμένουν εγκλωβισμένες σε κακοποιητικές σχέσεις ή να φεύγουν και να μην είναι εγγυημένη η προστασία τους.

Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έλαβε άμεσα μέτρα για να βοηθήσει τις γυναίκες που υφίστανται έμφυλη βία να βγουν σ’ έναν ορίζοντα ηρεμίας, αλλά νομοθέτησε κιόλας το νόμο περί «υποχρεωτικής συνεπιμέλειας». Η συζήτηση και η ψήφιση του νόμου έγινε σ’ ένα συγκείμενο ατόφιου μισογυνισμού κατά το αισχρό και αλησμόνητο «όποιος κακοποιεί τη γυναίκα του, δε σημαίνει ότι είναι κακός πατέρας» δια στόματος Γιάννη Λοβέρδου στη Βουλή. Η κυβέρνηση αγνόησε επιδεικτικά τις γυναικείες οργανώσεις στη διαδικασία τις διαβούλευσης, συνομιλώντας μόνο με τοξικές ομάδες «δικαιωμάτων των ανδρών» και θέσπισε έναν νόμο που χρησιμοποιείται κατά βάση ως εργαλείο εκβιασμού απέναντι στις γυναίκες για να παραμείνουν σε βίαιες σχέσεις ή ως μέσο μείωσης της διατροφής. Σχεδόν δύο χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου ο απολογισμός είναι η επιδείνωση της θέσης των γυναικών και ένα συντριπτικό πλήγμα στα δικαιώματα των παιδιών.

Η κυβέρνηση αγνόησε επιδεικτικά τις γυναικείες οργανώσεις στη διαδικασία τις διαβούλευσης, συνομιλώντας μόνο με τοξικές ομάδες «δικαιωμάτων των ανδρών» και θέσπισε έναν νόμο που χρησιμοποιείται κατά βάση ως εργαλείο εκβιασμού.

Το Γενάρη του 2021 ξέσπασε το ελληνικό metoo μέσα από τις γενναίες εξομολογήσεις της Σοφίας Μπεκατώρου, της Ζέτας Δούκα, των θυμάτων του Πέτρου Φιλιππίδη, των θυμάτων του Δημήτρη Λιγνάδη, εξαπλώθηκε σε αρκετούς χώρους κι έδωσε αυτοπεποίθηση στα θύματα της σεξουαλικής βίας να διεκδικήσουν δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση μετά τις παλινωδίες με τον εκλεκτό της και απευθείας διορισμένο από την Υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, ρητορικά στήριξε το κίνημα, επιδιώκοντας αρχικά να το καπηλευτεί και στη συνέχεια να το εξουδετερώσει, αφού δεν έλαβε καμία πρωτοβουλία ενδυνάμωσης των επιζωσών και των επιζώντων. Δεν δημιουργήθηκαν πρωτόκολλα διαχείρισης της επαφής στους καλλιτεχνικούς, εκπαιδευτικούς, αθλητικούς χώρους, όπως για παράδειγμα έγινε στις ΗΠΑ μετά το metoo. Δεν απαρτίστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες με εκπαιδευμένο, εξειδικευμένο και ευαισθητοποιημένο προσωπικό για ζητήματα σεξουαλικής κακοποίησης.

Δεν αξιοποιήθηκαν πρακτικές όπως το «Σπίτι του Παιδιού» στις περιπτώσεις ανήλικων θυμάτων. Δεν ενισχύθηκαν οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες. Και βεβαίως, ούτε κατά διάνοια, δεν αντλήθηκαν παραδείγματα από τις διεθνείς καλές πρακτικές όπως είναι τα one stop rape centers, όπου θα μπορούσαν τα θύματα βιασμού να απευθύνονται άμεσα, να υλοποιούν όλες τις απαιτούμενες ιατρικές πράξεις, να λαμβάνουν τη φροντίδα που χρειάζονται και να καταγγέλλουν, εάν το επιθυμούν, χωρίς να επαναθυματοποιούνται. Αντίθετα, υπήρξαν περιπτώσεις που η κυβέρνηση λειτούργησε εχθρικά απέναντι στα θύματα με πιο κραυγαλέα την υπόθεση της 12χρονης – θύμα τραφικινγκ και παιδοβιασμών στον Κολωνό, όπου όχι μόνο δε στηρίχτηκε αλλά μέσω μιας σειράς κακών χειρισμών εκτέθηκε σε κίνδυνο. Ούτε επίσης, δεν ξεχνάμε ότι το Υπουργείο Πολιτισμού δεν αντέδρασε όταν ενημερώθηκε ότι χρηματοδότησε και έδωσε την αιγίδα του σε κακοποιητή χορογράφο, όπως αποκάλυψε το News247.

Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί η τελευταία θέση που κατέχει η Ελλάδα στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Ισότητας των Φύλων, γεγονός που αντικατοπτρίζει την απουσία πολιτικών ισότητας. Οι γυναίκες στη χώρα μας εξακολουθούν να επιβαρύνονται δυσανάλογα με τη φροντίδα του σπιτιού, των παιδιών και των πιο ευάλωτων ατόμων, να πλήττονται περισσότερο από τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, να αμείβονται λιγότερο για ίση παρεχόμενη εργασία και να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην αγορά εργασίας, να έχουν μικρή εκπροσώπηση στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, να μη διαθέτουν αρκετό ελεύθερο χρόνο και γενικά η ποιότητα ζωής τους να είναι υπονομευμένη. Ταυτόχρονα, ο σφιχτός εναγκαλισμός κυβερνητικών στελεχών σε κρίσιμα πόστα, όπως το Υπουργείο Παιδείας, με το ιερατείο και το κλείσιμο του ματιού στην έμμεση αμφισβήτηση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, μόνο για τα χειρότερα μας προϊδεάζει σε μια διαρκή διολίσθηση στον κοινωνικό συντηρητισμό.

Αυτές είναι ορισμένες μόνο από τις τραγικές επιπτώσεις των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και των μέτρων που συνειδητά δε λήφθηκαν στον τομέα των έμφυλων δικαιωμάτων. Σε μια πλήρη ανατομία θα εντοπίσουμε πολύ περισσότερες και όλες επιβλαβείς για την καθημερινότητα μας και την κοινωνική δικαιοσύνη. Παρότι αποσοβήθηκαν στην προεκλογική περίοδο, δε γίνεται να μην συνυπολογιστούν στο ερώτημα της διακυβέρνησης. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε τη Δευτέρα είναι ένα κράτος σε ρόλο στυλοβάτη της έμφυλης βίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα