“ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”: ΠΩΣ Η ΕΛΛΗΝΟΕΛΒΕΤΗ ΝΑΥΣΙΚΑ ΓΚΕΡΙ-ΚΑΡΑΜΑΟΥΝΑ ΓΥΡΙΣΕ ΤΟ “I LOVE GREECE” ΣΤΗ ΣΕΡΙΦΟ
Η σκηνοθέτης της ταινίας I Love Greece και οι ηθοποιοί Στέισι Μάρτιν, Βενσάν Ντεντιέν, Μαρία Αποστολακέα και Πανάγος Ιωακείμ μιλούν στο Magazine για την κινηματογραφική (τους) Ελλάδα.
«Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου νιώθω πολύ ζωντανή κι ήθελα να της γράψω ένα ποίημα», λέει η Ναυσικά Γκερί-Καραμαούνα. «Ένα έργο με πολλή αγάπη».
Κι εγένετο I Love Greece.
Η Ναυσικά γεννήθηκε στη Γενεύη και μένει Παρίσι εδώ και 15 χρόνια, αλλά κάπου ανάμεσα στην καταγωγή και στην καθημερινότητα, η Ελλάδα γεμίζει όλα τα ενδιάμεσα όνειρά της. «Έρχομαι κάθε χρόνο 2-3 φορές στην Ελλάδα. Γύρισα την πρώτη μικρού μήκους μου στην Ελλάδα κι ήθελα να γυρίσω και την πρώτη μεγάλου μήκους μου σε ένα μέρος που νιώθω ασφαλής», μας λέει.
Συγκεκριμένα, τη Σέριφο. Το νησί που, όπως μας λέει, έχει «σχεδόν γεννηθεί» μιας και ήταν τριών μηνών όταν πήγε για πρώτη φορά. «Μου άνοιξε τα μάτια, με τη φύση, τη θάλασσα, τον ήλιο, τον αέρα».
Έτσι, η Σέριφος έγινε όχι απλά ο προορισμός των διακοπών για το fictional ζευγάρι της ιστορίας που έγραψε η Ναυσικά, αλλά ακόμα περισσότερο κάτι σαν μια σημαντική στάξη υπαρξιακής τους αφύπνισης. Είναι ο γάλλος Ζαν (που παίζει ο βραβευμένος γάλλος θεατρικός ηθοποιός Βενσάν Ντεντιέν) κι η ελληνίδα Μαρίνα (που παίζει η Στέισι Μάρτιν, μεταξύ άλλων του “Nymphomaniac” του Τρίερ), ένα νεαρό ζευγάρι που έρχεται στην Αθήνα για διακοπές γνωρίζοντας όμως από κοντά την πληθωρικότατη οικογένεια της Μαρίνας, και το πώς ζουν σε μια χώρα σε κρίση.
Μια οικογένεια που σύντομα θα τους ακολουθήσει σε αυτό που υπολόγιζαν πως θα ήταν μια ρομαντική απόδραση μόνο για τους δυο τους. Εκεί, στις Κυκλάδες, τίποτα δεν πάει όπως το είχε σχεδιάσει το ζευγάρι, όμως τα απρόοπτα –και το ελληνικό vibe– θα βγάλουν στην επιφάνεια κάθε κρυμμένη επιθυμία και κάθε φόβο και ανασφάλεια.
«Είμαι ελληνίδα βεβαίως, αλλά είμαι και ελβετίδα και αγγλίδα», λέει η Ναυσικά. «Με κάποιο τρόπο, όταν είμαι στο Παρίσι νιώθω πολύ ελληνίδα, όταν είμαι στην Ελβετία νιώθω αγγλίδα, κι όταν είμαι Ελλάδα νιώθω ελβετίδα. Κάπως σα να μη μπαίνεις ποτέ στο σωστό κουτί, είσαι από παντού αλλά και από πουθενά. Αλλά αυτό μου αρέσει πολύ, γιατί νιώθω μια ελευθερία, ένα ανοιχτό μυαλό».
«Αυτό που λέω πάντα είναι ότι έχω μια τρέλα που ίσως είναι από την Ελλάδα, αυτό το χαμόγελο, κάτι πολύ ζωντανό. Αλλά όλο αυτό πρέπει να μπει σε ένα κουτί, σε κάτι το τετράγωνο– αυτό νομίζω είναι η ελβετική πλευρά μου», εξηγεί γελώντας. «Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου νιώθω πολύ ζωντανή κι ήθελα να της γράψω ένα ποίημα. Ένα έργο με πολλή αγάπη», λέει κάπως μελαγχολικά.
Θυμάται την περίοδο της κρίσης και το μάθημα που της έδωσε, παρόλο που την έζησε από απόσταση. «Έζησα αυτή την κρίση του 2008 από μακριά, ήταν όλη η οικογένειά μου στην Αθήνα, ήμουν πολύ στεναχωρημένη κι αγχωμένη, κι ήταν η μεγάλη θεία μου που με ηρεμούσε – παράδοξο αυτό, επειδή εκείνη ήταν που υπέφερε», θυμάται. «Κι αυτό μου έδωσε μεγάλο θαυμασμό για την αντοχή των ανθρώπων. Ήταν μεγάλο μάθημα για μένα».
ΓΑΛΛΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΝΕΥΡΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΕΪΣΙ ΜΑΡΤΙΝ
Στο κεντρικό ζευγάρι του Ζαν με τη Μαρίνα, η Ναυσικά βρίσκει μια ενδιαφέρουσα δυναμική καθώς εκείνη νιώθει γρήγορα ξανά στο σπίτι της, αλλά εκείνος όλο και περισσότερο ζορίζεται να αποδεχτεί το περιβάλλον. «Ήθελα να έχω το εξωτερικό μάτι κάποιου που δεν ήταν καθόλου έλληνας», λέει η σκηνοθέτης. «Και σίγουρα κάπου με ενέπνευσε κι ένα από τα love stories μου», συνεχίζει γελώντας.
«Είχα έρωτα από την πρώτη ματιά μαζί τους», λέει για το πρωταγωνιστικό της δίδυμο. «Ο Βενσάν όταν μου μίλησε πρώτη φορά μου είπε πως δεν πρέπει να αλλάξω ούτε ένα κόμμα σε αυτό το σενάριο, να τα πούμε όλα όπως είναι γραμμένα. Η Στέισι είχε κάτι πιο κρυφό, μυστικό. Με απορρόφησε. Μιλήσαμε πολύ, αλλά πρωτίστως ήταν η ανθρώπινη σύνδεση κι όχι η δουλειά. Όλο το τιμ το διάλεξα έτσι. Κουστούμια, ντεκόρ… πρέπει πρώτα να είναι ανθρώπινη η σύνδεση, και μετά βλέπουμε το CV».
Η Στέισι Μάρτιν λέει πως την άγγιξε το γράψιμο της Ναυσικάς και το πώς συνδέει κωμωδία και πιο προσγειωμένα συναισθήματα όπως η αγάπη και η θλίψη. «Με ελκύουν τα ερωτήματα της ταινίας πάνω στην ταυτότητα και το τι αποκαλούμε ‘σπίτι’», μας εξηγεί η 33χρονη ηθοποιός. «Κάναμε πρόβες με τους πάντες για κάποιες μέρες πριν τα γυρίσματα και διαρκώς προσαρμοζόταν στους διαφορετικούς τρόπους δουλειάς μας», λέει μιλώντας για τη δημιουργική σχέση της με τη σκηνοθέτη. «Είναι παθιασμένη και θερμή και ξέρει πότε να σπρώξει και πότε να πάρει το χρόνο της. Κι έχει μια έντονη αγάπη για την Ελλάδα και την οικογένειά της και ήθελα να το τιμήσω όσο καλύτερα μπορούσα».
Όσο για τη διαδρομή της ηρωίδας της, «δείχνει την πολύ δύσκολη πραγματικότητα που πολλοί έλληνες ακόμα βιώνουν, οπότε υπήρχε κάτι εξιλεωτικό για αυτές τις στιγμές», τονίζει. «Το να μάθω ελληνικά και να ανακαλύψω τον χαρακτήρα μέσα από τη γλώσσα της ήταν κάτι πολύ σημαντικό».
«Ήθελα να ανακαλύψω την Ελλάδα μέσα από τα μάτια μιας νεαρής γαλλοελληνίδας, που γνωρίζει καλά αυτή τη χώρα, κι όχι μόνο την εικόνα που μπορεί να έχει κανείς για αυτήν», μας λέει από την πλευρά του ο Βενσάν Ντεντιέν. «Και μου άρεσε πολύ το σενάριο! Μου άρεσε να παίζω αυτόν τον μανιακό, επώδυνο, ανήσυχο Γάλλο, που είναι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης όλη την ώρα… Ξέρω πολλούς Γάλλους που είναι σαν αυτόν!», συμπληρώνει.
Η Ναυσικά λέει πως διάλεξε εν μέρει τη Στέισι Μάρτιν επειδή είναι δίγλωσση, μιλάει αγγλικά και «έχει αυτό το σκεπτικό του double culture». Όταν έκαναν πρόβες στο Παρίσι ήθελε το πρωταγωνιστικό της ζευγάρι να μάθει την Ελλάδα σα να τη ζουν στα αλήθεια. «Όχι με μαθήματα γλώσσας, αλλά με το σώμα», μας εξηγεί. Έβαλε τη Στέισι Μάρτιν να κάνει μαθήματα μαγειρικής, και όχι μόνο. «Έμαθε τις γεύσεις. Της έδωσα μια λίστα με 100 τραγούδια ελληνικά, από τα πιο παλιά μέχρι πρόσφατα. Είδε ταινίες. Έκανε μαθήματα χορού. Κι έτσι έμαθε και το ζεϊμπέκικο που χορεύει στην ταινία».
«Κι ο Βενσάν επίσης – για να μην αρέσει όλο αυτό στον χαρακτήρα του, σημαίνει ότι έπρεπε να ξέρει την Ελλάδα. Όταν δεν σου αρέσει κάτι είναι επειδή το ξέρεις, αλλιώς σου είναι αδιάφορο. Έτσι έκανε κι αυτός μαθήματα χορού, μαγείρεψε, άκουσε μουσική».
Η Στέισι Μάρτιν θυμάται έντονα εκείνη την περίοδο μαθημάτων, κατά την οποία ήρθε αληθινά κοντά με την ελληνική κουλτούρα. «Έκανα μαθήματα χορού για κάποιες εβδομάδες ώστε να μάθω τα βασικά των παραδοσιακών χορών. Ήταν ένας τρόπος να έρθω σε επαφή με την κουλτούρα και τον τρόπο που κινείται το σώμα όταν χορεύει ζεϊμπέκικο», θυμάται. Μας λέει πως παρότι το κομμάτι που καλείται να χορέψει σε μια πολύ κεντρικής σημασίας σκηνή της ταινίας, ήταν χορογραφημένο, η Ναυσικά ήθελε η Στέισι να αυτοσχεδιάσει πάνω στο γύρισμα.
«Μιας και το ζεϊμπέκικο είναι ένας χορός που έρχεται από την καρδιά, ήταν σημαντικό για μένα να το τιμήσω αυτό. Ευτυχώς οι πάντες γύρω ήταν πολύ υποστηρικτικοί, ήταν μια πολύ όμορφη νύχτα με ζωντανή μουσική και στην πραγματικότητα δεν είχα καν την αίσθηση πως είχαμε γύρισμα», ομολογεί η Μάρτιν.
ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ, ΤΡΕΛΟΣ ΠΙΕΡΟ ΣΤΟ ΘΗΣΕΙΟ, ΚΙ ΕΝΑ WHATSAPP ΓΚΡΟΥΠ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΚΟΜΑ
«Δουλεύεις και μαθαίνεις για την κουλτούρα», εξηγεί η Ναυσικά μιλώντας ευρύτερα για αυτή τη σύνδεση της πρόβας, των γυρισμάτων, και της κουλτούρας ενός τόπου που είναι πολύ περισσότερο από ένα απλό ντεκόρ. «Όταν είχαμε μπρέικ πήγαμε στην Ακρόπολη, περπατήσαμε στα Εξάρχεια, πήγαμε σε εστιατόριο στα Πετράλωνα. Ταξιδεύεις δουλεύοντας κι αυτό βοηθάει να μαθαίνεις μια χώρα περισσότερο», θυμάται. «Πήγαμε και σε μια συναυλία στο Ηρώδειο, πήγαμε σινεμά και είδαμε τον Τρελό Πιερό στο Θησείο. Κάναμε πολλά πράγματα!»
«Μου άρεσε που υπήρχαν διαφορετικές γλώσσες γιατί όταν δεν μιλάς ίδια γλώσσα με κάποιον πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω για να φτάσεις στο σημείο να ακούσεις πραγματικά, πρέπει να δώσεις κάτι από σένα όταν μιλάς σε κάποιον που δε μιλάει τη γλώσσα σου. Υπήρχε πολύς σεβασμός ανάμεσά μας νομίζω», μας λέει.
Η Μάρτιν είχε πολύ μικρή επαφή με την Ελλάδα πριν το I Love Greece. «Γνώριζα την Κρήτη αλλά αυτό ήταν όλο. Και νομίζω ήταν κι αυτό μέρος του γιατί αυτό το πρότζεκτ ήταν σημαντικό για μένα. Μου έδειξε μια πλευρά της Ελλάδας που δεν ήξερα. Έμαθα ελληνικά για μερικές βδομάδα και βούτηξα μέσα στη γλώσσα κι επίσης έμαθα παραδοσιακούς χορούς. Είναι μια τρομερά πλούσια κουλτούρα και το να μπορώ να μάθω περισσότερα ήταν απίστευτο. Είδα επίσης και μέρη της Ελλάδας που δε θα είχα δει ποτέ ως τουρίστας».
Ο δε Βενσάν, είχε πάει μια φορά διακοπές στη χώρα: «Στην Αθήνα πολύ σύντομα και σε δύο νησιά, τη Νάξο και τη Σαντορίνη. Άρα γνώριζα αυτή τη χώρα μόνο ως τουρίστας. Χάρηκα που δούλεψα εκεί με μια ελληνική ομάδα». Και τι θα του μείνει ανεξίτηλο από αυτή την μεγαλύτερη επίσκεψή του; «Όλα τα ηλιοβασιλέματα!», λέει χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αυτή πάντως η εντονότερη επαφή ανθρώπων από διαφορετικές κουλτούρες με έναν συγκεκριμένο τόπο πέρα από την τουριστική του διάσταση, ήταν μεγάλο κομμάτι της πρόθεσης για την σκηνοθέτη. «Δεν ήθελα να κάνω κάτι που να είναι φολκλόρ ή να μοιάζει με φολκλόρ», τονίζει. «Ήθελα την Ελλάδα που ξέρω στην Σέριφο και την Αθήνα και νομίζω ότι όλοι το κατάλαβαν αυτό και δουλέψαμε από την αρχή με αυτή την έγνοια».
«Ήμασταν όλοι μαζί, καθένας που είχε κάτι σημαντικό να πει, το ακούγαμε. Κι επίσης μου αρέσει το άτομο που κάνει το ντεκόρ να πάει να δει τα κουστούμια, τα άτομο που κάνει τα κουστούμια να πάει να να δει το ντεκόρ, και τα λοιπά. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Έχω ένα αρχείο με τα χρώματα, πρέπει όλα τα χρώματα να έχουν μια σχέση, να φωτίζουν κάτι. Αυτό έρχεται από την Ελλάδα, γιατί τα χρώματα εκεί είναι πολύ έντονα, με τον ήλιο, με τη φύση», εξηγεί.
Εξάλλου, παρόλο που τόσες διεθνείς παραγωγές έρχονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, πολλές από αυτές «έρχονται και χρησιμοποιούν την Ελλάδα μόνο ως ντεκόρ, θα μπορούσε να έχει γυριστεί στην Ιταλία, όπου νά’ναι», μας λέει υπογραμμίζοντας την δική της πρόθεση. Και μεταφέρει κάτι που ακούει από πολύ κόσμο που έρχεται να δουλέψει στην Ελλάδα σε κάποια τέτοια παραγωγή: «Αυτό που έχω ακούσει εδώ είναι ότι τους άρεσε τόσο πολύ να είναι στην Ελλάδα και να δουλεύουν εκεί. Υπάρχει αυτή η μελαγχολία πάντα, αλλά και αυτό το ζωντανό το στοιχείο, βγαίνουν όλα τα συναισθήματα, είναι όλα extra».
Όσο για τους δικούς της συνεργάτες; Μοιράζεται μαζί μας ένα fun fact. «Είχαμε φτιάξει όλη η ομάδα, έλληνες και γάλλοι, ένα whatsapp – σε κάθε γύρισμα έχεις ένα τέτοιο, αλλά όταν πια τελειώνουν τα γυρίσματα το σβήνεις», μας εξηγεί. «Εμείς το έχουμε κρατήσει εδώ και χρόνια και μιλάμε».
«ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΟΗΤΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΜΕΝΕΙ»
Από την άλλη, για την ελληνική πλευρά του καστ, υπήρχε ο ενθουσιασμός της δουλειάς με ένα διεθνές συνεργείο και καστ ηθοποιών, όσο κι η μοναδική ευκαιρία να κοιτάξουν την Ελλάδα μέσα από τα μάτια των ξένων συνεργατών τους.
Ο Πανάγος Ιωακείμ, που παίζει τον Θανάση, μπήκε στο καστ την τελευταία στιγμή. «Το γεγονός ότι θα έπρεπε πολύ γρήγορα να ξεσκονίσω τα γαλλικά μου και να είμαι ανάμεσα σε ένα γαλλικό συνεργείο είναι κάτι που με ενθουσίασε», μας λέει. «Ένας ακόμη λόγος βεβαίως ήταν το πόσο αξιόλογοι είναι όλοι οι συνάδελφοι (Στέλιος Μάινας, Σοφία Σεϊρλή, Άλκης Παναγιωτίδης, Μαρία Αποστολακέα, Μάκης Μαλαφέκας, Στέισι Μάρτιν, Βενσάν Ντεντιέν και Βάνα Καραμαούνας) και που είχα τη χαρά να συνυπάρξουμε και να δημιουργήσουμε κάτι παρέα. Επιπλέον, ο τρόπος που προσεγγίζει η Ναυσικά την κινηματογράφηση και το οτι μου εδωσε μια γεύση το πως λειτουργεί η βιομηχανία αυτή στη Γαλλία».
Στο ρόλο του Θανάση κάτι που τον ιντρίγκαρε ήταν η πατρότητα. «Υποδυόμενος έναν πατέρα με 2 παιδιά σε μικρές ηλικίες μπορώ να πω ότι ξεκλείδωσε κάπως μέσα μου την επιθυμία σιγά σιγά του να προχωρήσω και να δοκιμάσω κι εγώ αυτό το βήμα», ομολογεί. «Ακόμη δεν τα έχω καταφέρει, ευελπιστώ όμως σύντομα. Η ενασχόληση μου με 2 παιδιά έστω και σε αυτό το βαθμό και σε αυτή την συνθήκη, μου έδωσε μια ώθηση στο να απενοχοποιήσω την δημιουργία οικογένειας».
Η Μαρία Αποστολακέα που παίζει την Λία, σύζυγό του στην ταινία, λέει πως «τη σχέση του ζευγαριού την βρήκαμε παρέα μέσα από συζητήσεις και δοκιμές και αναπτύχθηκε μια εμπιστοσύνη που μας έκανε να νιώθουμε και τελικά όντως να είμαστε ”μαζί” κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων των σκηνών. Και το πολύ ωραίο είναι ότι η Ναυσικά μας έδωσε την ελευθερία να δοκιμάσουμε όσα της προτείναμε».
Η Αποστολακέα εξηγεί πως την γοήτευσε τόσο η ίδια η Ναυσικά, ώστε να θέλει να γίνει μέρος της ταινίας. «Ήταν πάρα πολύ ανοιχτή στις προτάσεις που κάναμε ως ηθοποιοί, δέχτηκε μάλιστα να μπούνε σκηνές που δεν υπήρχαν αρχικά στο σενάριο, χωρίς όμως ποτέ να χαθεί η γραμμή πάνω στην οποία ήθελε η ίδια να κινηθεί για να διηγηθεί την ιστορία της», τονίζει. Την γοήτευσε όμως εξίσου και το ελληνογαλλικό στοιχείο της ταινίας. «Και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων θα πραγματοποιούνταν δίπλα στη θάλασσα, η αλήθεια είναι ότι έκανε την εμπειρία πολύ ελκυστική».
«Έχει πάντα ενδιαφέρον το να βλέπεις πώς κάποιος γοητεύεται, εντυπωσιάζεται, παραξενεύεται από έναν τόπο στον οποίο δεν διαμένει», μας λέει μιλώντας για το διεθνές συνεργείο της ταινίας. «Ασκεί πάντα μια παράξενη αίγλη η Ελλάδα και αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι πώς εξακολουθεί να το κάνει αυτό, όταν, κάθε μέρα, όσα συμβαίνουν εδώ είναι άκρως απογοητευτικά».
«Το φυσικό κάλλος της Ελλάδας, η γεωγραφική της θέση, η πολυπολιτισμικότητα της και η ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων, συνιστούν παράγοντες δημιουργίας δεσμού αίματος με όσους επισκέπτονται τη χώρα μας», λέει από την πλευρά του ο Πανάγος Ιωακείμ. «Ο νόστος, η σκέψη και η καρδιά χτυπάνε στη χώρα μας. Η Ναυσικά κατάφερε να γυρίσει μια ταινία στην Ελλάδα και να δείξει μια πλευρά των Ελλήνων που έχουμε ξεχάσει κι εμείς, με τα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε».
Τα γυρίσματα πάντως τους έμειναν αξέχαστα. Για την Αποστολακέα είναι τα μπάνια στη Σέριφο που πάντα θα θυμάται, ενώ ο Πανάγος Ιωακείμ θυμάται την τελευταία μέρα με γύρισμα στο Λαγονήσι. «Με αυτοκίνητο που ήταν πάνω σε γερανό και με εμένα οδηγό», θυμάται. «Αυτό ήταν και το τελευταίο μας πλάνο. Όλο το συνεργείο ήταν μαζεμένο και περίμενε στη βάση και ένιωσα σαν οδηγός Formula 1 που πέρασε την καρό σημαία και πανηγύριζε μαζί με όλη την ομάδα! Η συγκίνηση ήταν μεγάλη! Ελληνικό και γαλλικό συνεργείο γίναμε μια αγκαλιά και πραγματικά ένιωσα πολύ ευτυχισμένος που είχα την ευκαιρία να είμαι ένα βασικό μέλος της ομάδας αυτής».
Η ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ, ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Με έναν παράδοξο τρόπο, ίσως πολλές από τις παραπάνω σκέψεις και ευαισθησίες να συμπυκνώνονται σε ένα άκρως συμβολικό cameo της ταινίας το οποίο κάνει η εμβληματική Νανά Μούσχουρη.
«Άκουγα συχνά τα τραγούδια της όταν ήμουν μικρή με τον παππού μου. Και ήθελα να γίνει σαν νονά της ταινίας, τα τραγούδια της να ρυθμούν τις εικόνες πού και πού», εξηγεί η σκηνοθέτης πάνω στο γιατί ήταν σημαντικό να κάνει αυτό το πέρασμα η μεγάλη τραγουδίστρια. Κι επιπλέον, επειδή την χαρακτηρίζει και μια συμβολική διάσταση.
«Για μένα η Μούσχουρη είναι ένας διαγενεακός δεσμός. Μαθαίνουμε από τους μεγάλους, και από αυτό που ήταν. Άμα δεν το κάνουμε, άμα δεν ξέρουμε, τότε δεν πάμε πουθενά. Για να κάνεις κάτι πρέπει να ξέρεις τι υπήρχε, πιστεύω. Ώστε να πάρεις τον δικό σου δρόμο…»
Αν αυτή είναι η σύνδεση με το παρελθόν, αναρωτιόμαστε τι κρύβει για την ίδια το μέλλον. Αρχικά, μας λέει, ένα ντοκιμαντέρ για το σινεμά που θα βγει το ‘24. Αλλά αμέσως μετά, ετοιμάζει την επόμενη ταινία μυθοπλασίας μετά από το I Love Greece, που ήταν το ντεμπούτο της.
«Θα γυριστεί αρχές του ‘24 στην Αθήνα. Θα είναι για την επιστροφή των μαρμάρων και για τις φωτιές. Και έχει όλο να κάνει με την επιθυμία! Θα είναι ένα διεθνές καστ, διεθνής συμπαραγωγή. Αυτό που μου αρέσει δηλαδή. Πολλές γλώσσες, πολλές κουλτούρες, μαζί».