ΙΒΑΝ ΓΙΟΒΑΝΟΒΙΤΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΤΖΩΚΑΣ: Η “ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ”
Η μεγάλη επιτυχία των δύο κόουτς φέτος δεν είναι αγωνιστική. Είναι ότι έκαναν τους οπαδούς τους να αγαπήσουν ξανά τις ομάδες τους.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς θα ξέρει σε λίγες ώρες αν θα κατακτήσει το πρώτο του κύπελλο ως προπονητής στην Ελλάδα, οδηγώντας τον Παναθηναϊκό και πάλι στους τίτλους μετά από 8 κυριολεκτικά «πέτρινα» χρόνια. Επιτυχημένος όμως είναι ήδη. Αφού έβγαλε, με το διπλό επί του Ολυμπιακού την προτελευταία αγωνιστική των πλέι οφ, τους «πράσινους» και πάλι στην Ευρώπη. Μετά από πέντε σεζόν που το διαβατήριο του κάποτε «πρέσβη» έμεινε σε πλήρη αχρησία. Ο στόχος επιτεύχθηκε, οι ευρωπαϊκές υποχρεώσεις εκτός από ανακτημένο γόητρο υπόσχονται και πιο γεμάτο ταμείο, αλλά μια απονομή είναι πάντα ξεχωριστή. Είναι το κερασάκι στην τούρτα.
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας δεν τα κατάφερε στον ημιτελικό του F4 του Βελιγραδίου. Το τρίποντο-μαχαιριά στο τελευταίο δευτερόλεπτο έδειξε στους Ολυμπιακούς και την άλλη πλευρά: τι συμβαίνει όταν δεν έχεις Βασίλη (Σπανούλη) και οι άλλοι έχουν Βασίλιε (Μίσιτς). Υπάρχει γαμώτο, υπάρχει στενοχώρια, το πρόσωπο του κόουτς τα αντανακλούσε κάνοντας τη διαδρομή των λίγων βημάτων μέχρι να δώσει το χέρι στον ανεξάντλητο σόουμαν Αταμάν. Αλλά, ο Ολυμπιακός είναι κάτι παραπάνω από επιτυχημένος, ακόμα κι αν βγει τέταρτος στους τέσσερις. Από «εκτός φάσης» για μια πενταετία, με όλους τους κλυδωνισμούς που έφερε ο «μέχρι τέλους» ανένδοτος στο εσωτερικό, βρίσκεται από την Α2 ξανά στο κλειστό κλαμπ των κορυφαίων. Κι ο coach B. είναι απλά ο «κόουτς της χρονιάς», στο Βελιγράδι πήρε και το σχετικό διακοσμητικό για το σαλόνι του.
Αμφότεροι, τηρουμένων των όποιων αναλογιών, δεν είναι μόνο τα ατομικά success stories σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, αντίστοιχα. Είναι και οι «καλές ιστορίες» της σεζόν, αυτές που τόσο απεγνωσμένα αναζητά διαχρονικά η χολερική εγχώρια αθλητική πραγματικότητα.
Πρόσφεραν στις ομάδες τους κάτι περισσότερο από τον τελικό απολογισμό που δεν είναι αμελητέος: ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο και ίσως ένα τίτλος στην περίπτωση του Γιοβάνοβιτς, το F4 και πιθανότατα ένα νταμπλ στην περίπτωση του Μπαρτζώκα (που σίγουρα θα γίνεται έξαλλος με όσους θεωρούν προδιαγεγραμμένη την κατάκτηση του πρωταθλήματος της Α1). Όμως ο «Κηλαηδόνης» κι ο «Σκακιστής» χάρισαν ξανά το συναισθηματικό δέσιμο σε Παναθηναϊκούς κι Ολυμπιακούς. Έκαναν τις ομάδες τους ξανά «αγαπησιάρικες». Κι αν σε μαθαίνει ένα πράγμα η ζωή, προσπαθώντας να εξηγήσεις αυτό το κόλλημα με τα σπορ που μεγαλώνοντας μοιάζει όλο και πιο παράλογο, είναι ότι το «να γουστάρεις την ομάδα σου» σταδιακά γίνεται πιο σημαντικό από το «να κερδίζει η ομάδα σου». (Ειδικά όταν αυτό το τελευταίο συνοδεύεται με το «με κάθε τρόπο».)
Αλλά είναι και κάτι άλλο. Ο χαρακτήρας.
Ο Γιοβάνοβιτς παρέλαβε έναν Παναθηναϊκό που έχει μικρύνει σε κάθε επίπεδο, με διαλυμένους τους δεσμούς οπαδών-διοίκησης-παικτών κι έκανε την επίσκεψη στη Λεωφόρο ισοδύναμη με την επίσκεψη στο σινεμά πριν λίγους μήνες για την Πίτσα Γλυκόριζα (δηλαδή feelgood αν σας φάνηκε ακατανόητα εκκεντρική η αναφορά σε Παλάσιος και Πολ Τόμας Άντερσον στην ίδια πρόταση). Και σχεδόν πάντα, παρότι η ομάδα του κατά κανόνα έπαιζε καλά, οι δηλώσεις του στο τέλος κάθε ματς ήταν πιο εντυπωσιακές. Φανερώνοντας ένα σπάνιο ήθος σε έναν χώρο που δεδομένα βγάζει τον χειρότερο εαυτό των πρωταγωνιστών του (Στον Γιοβάνοβιτς, ο Τύπος είχε επιφυλάξει μέχρι και ειρωνείες περί «κατάθλιψης» μετά τα πρώτα ματς της σεζόν – ο Γιοβάνοβιτς έχει παλέψει με την κατάθλιψη στο παρελθόν.) Σε ματς που ο Παναθηναϊκός έφαγε διαιτητικές «πιστολιές» ο Ιβάν έλεγε «να κοιτάξουμε τι δεν κάναμε εμείς καλά», σε ματς που κέρδισε δύσκολα παραδεχόταν «δεν ήμασταν καλύτεροι, ήμασταν πιο τυχεροί», ενώ έπρεπε να φτάσουν τα πλέι οφ για να εκδηλωθεί μετρημένα και να «παιξει και λίγο μπάλα» με την εξέδρα. Τόσο μέρα σε σχέση με τη νύχτα των Φάμπρι, Μπόλονι, Στραματσόνι και πάει λέγοντας. Ή κλαίγοντας.
Στο πρόσωπο του Μπαρτζώκα οι Ολυμπιακοί είχαν μια -σπάνια στα αθλητικά δρώμενα– δεύτερη ευκαιρία. Να διορθώσουν τον τρόπο με τον οποίο ο πρώτος έλληνας προπονητής που πήρε Ευρωλίγκα (με τον Ολυμπιακό το 2013) είχε φύγει το 2014: προπηλακισμένος από τους οπαδούς της ίδιας του της ομάδας στο περίφημο περιστατικό του πάρκινγκ του ΣΕΦ. Ποιος; Ο Μπαρτζώκας που έχει γραφτεί επανειλημμένα ως μεγαλύτερο μειονέκτημά του ότι «είναι πολύ Ολυμπιακός» (…και ίσως του βγήκε σε κακό την πρώτη φορά, όταν μπήκε πολύ βαθιά στην αβυσσαλέα κόντρα των διοικήσεων). Μετά από αυτό ο κόουτς περιπλανήθηκε. Αλλού διέπρεψε (Λοκομοτίβ Κουμπάν), αλλού απέτυχε (Μπαρτσελόνα) κι αλλού φόρτωσε χιλιόμετρα (Χίμκι). Επιστρέφοντας λίγο πριν την πανδημία στο λιμάνι, απέφυγε τα μεγάλα λόγια και τους λαϊκισμούς. Σήμερα, έχοντας παραδώσει μια ομάδα που ξαναγέμισε το ΣΕΦ (επαναφέροντας μάλιστα και 90s vibes μόνο που αντί για τα μοντέλα των τότε περιοδικών, τώρα στις εξέδρες κάθισαν Γιώργος Λάνθιμος, Έμμα Στόουν και Κέβιν Ντουράντ), έχει κερδίσει το προνόμιο να τον χειροκροτούν ακόμα κι όταν χάνει. Υπενθυμίζοντάς μας συχνά, στις δικές του δηλώσεις, όταν στήνονται τα συνηθισμένα λαϊκά δικαστήρια μετά από ήττες ότι «δεν παίζουμε μόνοι μας, υπάρχουν και οι αντίπαλοι».
Μεθοδικοί και οι δύο, low profile, ειλικρινείς απέναντι στον κόσμο και τον Τύπο, κυνηγοί της ουσίας κι όχι της επικοινωνίας, δούλεψαν και στο τέλος το έργο είχε happy ending (ή τουλάχιστον έχει μέχρι τώρα). Δικαιώθηκαν.
Τους ανήκει «η εκδίκηση του καλού»…και των καλών.