ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΖΗΣΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80. ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΦΑΣΗ
Atari, Μπαρμπαρέλα και Τζων Αυλακιώτης. Πώς έμοιαζε το lockdown στη σημαντικότερη δεκαετία του ελληνισμού.
Είμαι στο πολύ αλλού εδώ και μήνες με όλη αυτήν τη φάση βασικά, το λοκντάουν και τα έτσι, έχω λιώσει το ατάρι στην ασπρόμαυρη, πολύ ψώνιο το εργαλείο να πούμε.
Παίζεις και νομίζεις ότι θα μπεις μέσα στην τηλεόραση, γραφικά φοβερά, τρωει τελίτσες ο πάκμαν και εδώ σου κάθονται, στο στομάχι, σου ‘ρχεται να ρευτείς εσύ, ρεαλιστικό, χαλάλι τα εφτά μηνιάτικα.
Γενικά η φάση είναι στο πολύ δύσκολο να πούμε, έχουμε να κουρευτούμε και πέντε μήνες, που σημαίνει ότι αντέχουμε λίγο ακόμα γιατί εντάξει δεκαετία ‘80 είσαι, έτσι χάλια μαλλί έχουμε πάντα, σαν την πλάτη του Γκάλη αχτένιστη.
Φωνάζει κι ο γέρος γιατί δεν τον αφήνω να βλέπει τον Τζων τον Αυλακιώτη και την εξαφάνιση του την έτσι. “Μη φοβάσαι, του λέω δικέ μου, εδώ θα είμαστε για πόσους μήνες ακόμη, δεν τα χάνουμε, όλη μέρα σειρές θα βλέπουμε, δύο κανάλια έχουμε, θα χορτάσουμε τηλεόραση.
Δεν έχεις και τι να κάνεις όλη μέρα στο σπίτι κι έχω αρχίσει και την πέφτω σε ό,τι μανούλι αναπνέει, αλλά εμείς εδώ δεν έχουμε σόσιαλ και τα έτσι που έχετε εσείς, να στέλνουμε ίνμποξ και να γίνεται η πολύ μεγάλη φάση να πούμε.
Εμείς παίρνουμε τηλέφωνα και πρώτα το σηκώνει η γριά της και μετά το δίνει στο πρόσωπο, πρέπει να περάσεις από δέκα άτομα μέχρι να στείλεις ηχητική ντικ πικ.
Φρικάρω κιόλας λίγο γιατί στην αρχή της καραντίνας νοίκιασα τέσσερις κασέτες, είπα να ξανακάνω binge watching τα Νιτζάκια, αλλά τα κλείσανε τα βιντεοκλάμπ και “τώρα του λέω τι να τις κάνω εγώ, να στις γυρισω;”. “Όχι”, μου λέει ο βιντεοκλαμπάς, “φέρτες όταν τελειώσει η καραντίνα να μου χρωστάς κανά πεντακοσάρι”, και μου τη βγαίνει πολύ στο έτσι το ούφο και θα του τη βγω και εγώ με γκολ αλλά από οφσάιντ να πούμε να καραφλιάσει τελείως το άτομο.
Και μια μέρα δεν αντέχω άλλο και λέω “μάνα δώμου το κλειδί”, “όχι παιδι μου”, “ΜΑΝΑ ΔΩΜΟΥ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ”, και κατεβαίνω στον δρόμο και όπως είμαι καβάλα στη ρόδα έξω από την Τζίνα το δισκάδικο, με σταματάνε δύο μπάτσοι, μου λένε “ταυτότητα”. Τους τη δείχνω. “Μήνυμα έστειλες για να βγεις;”. “Πού ζείτε, σε ποια δεκαετία”, τους λέω. “Πώς να στείλω μήνυμα, με το γουόκι τόκι;”.
Και με κοιτάνε στραβά και λέω μεγάλε την έκατσες τώρα, πολύ τους την μπήκες αλλά είδανε τον Τζώνη που με περιμενε στο πιο κει πάνω στη χουσβάρνα και λουφάξανε, αλλιώς θα βαβουριάζαμε στο πολύ κάργα.
“Τζώνη, του λέω, είσαι;”. “Είμαι”, μου λέει. Και μαρσάρουμε τα εργαλεία, τρία φανάρια πίσω αυτός, έχει ζοχαδιάσει, και πίσω απ’ αυτόν κανένας, ερημιά, καραντίνα, και σταματάμε στην Μπαρμπαρέλα.
“Δικέ μου είναι κλειστή”. “Βούβα και τσεκάρισε τον δάσκαλο να πούμε”. Χτυπάω πόρτα και ανοίγει ο γορίλας ο ντισκόβιος, “ζόμπι μου την σπας”, του ρίχνω το σύνθημα, “περάστε” μου λέει. Κουφάθηκε ο δικός σου.
Η ντισκομπάλα δίνει ρέστα, άσπρη κάλτσα στην πίστα και ο κόσμος να ‘ναι και πολύ στο έτσι και στο αλλιώς. “Γουστάρω και γαμώ τα κορονοντισκοπάρτι”, μου λέει και φεύγει για ένα μανουλομάνουλο που τσουλάει επάνω σε πατίνια, και πολύ πρώτο παιδί.
Τέλος πάντων, αυτά έγιναν προχθές, κόντρα για να πάμε, κόντρα για να γυρίσουμε, τώρα να δούμε πώς θα την παλέψουμε. Ανοίξτε έστω τα μπλιμπλίκια, να στέλνουμε κωδικό για να βαράμε αγκωνιές με τον μπλε στο Ντάμπλι Ντράγκον. Λίγη ανθρωπιά ρε φίτσουλες.