ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΕΗ: ΑΝ Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΕΚΑΝΕ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΘΑ ΜΙΛΟΥΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΣ
Μια συζήτηση με τη σεναριογράφο της ταινίας που ξεκίνησε απ’ τον Παπαδιαμάντη, πήγε στις “πνίχτρες”, συνεχίστηκε με τις διαφορές μεταξύ βιβλίου και ταινίας και κατέληξε κάπου ανάμεσα στο πρώτο της αυτοκίνητο και στην πρώτη της δουλειά στη νύχτα.
Εγώ καθόμουν έξω απ’ το καφέ που είχαμε δώσει ραντεβού, εκείνη καθόταν από μέσα και έτσι στήσαμε ο ένας τον άλλον για κανά τέταρτο, παίρνοντας και δίνοντας ταυτόχρονα το ίδιο μάθημα ζωής: ότι μερικές φορές το να είσαι κάπου στην ώρα σου απλώς δεν αρκεί.
Αλλά δεν μείναμε και πολύ σ’ αυτό.
“Υπάρχει ένα κλισέ ότι αυτοί που γράφουν είναι μπεκρούλιακες ή δυστυχισμένοι ή πολύ σοβαροί”, θα μου πει μερικά λεπτά αργότερα, αφότου έχω μπει πια μέσα στο καφέ, έχω κάτσει απέναντί της και έχω βάλει το κινητό να γράφει -όποιος φαντασιώνεται δημοσιογραφικά κασετοφωνάκια, να προσέξει απόψε το βράδυ ποια χρονιά θα μπει. “Εγώ καμία σχέση, το τρέμω όλο αυτό, κυρίως τη σοβαροφάνεια”, και όντως η κουβέντα θα κυλήσει με εκείνη να ψάχνει το κωμικό σε κάθε τι και να γελάει συνέχεια -συνέχεια όμως.
Με λίγα λόγια, όποιος είδε τη “Φόνισσα” και φαντάστηκε ότι αυτήν τη σκοτεινιά θα την έβρισκε και στη σεναριογράφο της, έχει πέσει χιλιόμετρα έξω. Είναι ένας απ’ τους πιο ευχάριστους ανθρώπους με τον οποίο έχω μιλήσει. Και δεν μιλήσαμε και λίγο. Ξεκινήσαμε από τη “Φόνισσα” και την “Ευτυχία” και φτάσαμε μέχρι “Τα Καλύτερα Μας Χρόνια”, τα μυθιστορήματα της (το ένα από τα επτά) ακόμη και στο πρώτο της αυτοκίνητο -γιατί όχι;
Αν κάποιος δει τη “Φόνισσα” και του αρέσει, ποιο βιβλίο σου να πάρει μετά;
Κανένα (σ.σ. γελάμε)… Γιατί η “Φόνισσα” δεν έχει πολλά στοιχεία από μένα. Αντίθετα η “Ευτυχία” ήταν πολύ κοντά μου, κατάλαβα εύκολα τον χαρακτήρα της.
Ενώ στη “Φόνισσα”, έχουμε μία σίριαλ κίλερ που σκοτώνει βρέφη…
Και δεν βρήκατε κοινά; Γιατί έτσι;
Ούτε ένα δεν έχω σκοτώσει (σ.σ. γελάμε. Βασικά, γελάμε κάθε τρία λεπτά οπότε δεν το ξαναγράφω)
Θέλω να πω ότι ήταν από αρχής μια ταινία που δεν απευθυνόταν σε όλο το φάσμα των συναισθημάτων, ενώ η “Ευτυχία” είχε και συγκίνηση, είχε και χιούμορ.
Εδώ όλα αυτά αυτομάτως βγήκαν απ’ το κάδρο, καθώς το καλύτερο που μπορούσε να σου προκαλέσει η “Φόνισσα” ήταν να σε ενοχλήσει και να σε ταράξει.
Πιστεύεις ότι γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία και επειδή βρήκε και ένα πρόσφορο έδαφος, επειδή ήδη ο κόσμος είχε συνηθίσει να βλέπει σειρές μιας παλιότερης εποχής (“Άγριες Μέλισσες”, “Μάγισσα”, κλπ), και αυτή ήρθε και κούμπωσε κάπως πάνω σ’ αυτό; Βρήκε ένα κοινό έτοιμο να την αποδεχτεί;
Κοίταξε, ίσως να εξοικειώθηκαν αλλά μπορεί να μεταφραστεί και εντελώς αντίθετα, ότι ο κόσμος έχει γκώσει πια με τις σειρές εποχής, οπότε είναι έκπληξη που πάει τόσο καλά.
Το καταλαβαίνεις κιόλας ότι το παρακάναμε, το γράφουν πολλοί και στα social media. Είναι αυτή η παθογένεια που όταν κάτι πετυχαίνει, μετά δημιουργούνται δέκα κλώνοι του. Οπότε δεν ξέρω.
Πάντως για μένα είναι έκπληξη που πάει τόσο καλά γιατί ποιος περίμενε ότι ένα έργο του Παπαδιαμάντη θα τραβούσε ένα παιδί 15 ή 18 χρονών;
Και αν είμαι για κάτι χαρούμενη είναι γιατί η ταινία έγινε μια αφορμή για να μιλήσουν για τον Παπαδιαμάντη -ή να μας βρίσουν (σ.σ. γελάμε, προφανώς, κακώς το ξαναγράφω)
Πάντως ενώ όσοι έκαναν τις σειρές που λέμε, έδειχναν ένα εξειδικευμένο παρελθόν, ότι “πάμε να γυρίσουμε πίσω στην παλιά καλή Ελλάδα” ή “κοίτα πόσο ωραία ζούσαν οι Έλληνες το ‘50 και το ‘60”, εσείς κάνατε το αντίθετο. Είπατε “δείτε πόσο χάλια ήταν τότε”.
Δεν πήγαμε όμως στο ‘50 και το ‘60. Έχει διαφορά το ‘50 απ’ το 1903.
Ναι, έχει αλλά και πάλι έχει εξιδανικευτεί αρκετά το 1950, δεν ήταν τόσο καλά όσο δείχνουν τώρα.
Προφανώς… Και αν από κάτι πάσχουν οι σειρές εποχής με τα πάρα πολλά επεισόδια είναι ότι τους καταπίνει το φορμάτ και δεν ασχολούνται με το πόσο φυσικό είναι όντως αυτό που δείχνουν.
Έχουν ιστορικούς συμβούλους;
Δεν ξέρω, εμείς πάντως είχαμε στα “Καλύτερά μας Χρόνια” γιατί το πιάσαμε απ’ το ‘69 μέχρι ‘86-’87.
Στη “Φόνισσα” είχατε;
Είχαμε πολλούς. Και εγώ και η Εύα Νάθενα είχαμε από μία φιλόλογο. Και με ψυχολόγο είχαμε μιλήσει για να σκιαγραφήσουμε τον χαρακτήρα της ηρωίδας. Και βέβαια είχαμε διαβάσει τα πάντα, όλες τις μελέτες για το έργο.
Μάλιστα, η φιλόλογος μου αποκάλυψε ότι τότε έκαναν φόνους παιδιών κατά παραγγελία. Και αυτό μας ξεμπλόκαρε, μας έβαλε να δούμε την ιστορία αλλιώς γιατί στην αρχή τη γράφαμε πιο συμβατικά.
Πιο κοντά στο βιβλίο;
Ναι. Αλλά μετά απ’ αυτό φωτίστηκε κάπως αλλιώς η ιστορία γιατί μπορεί να καταλαβαίναμε ότι ο Παπαδιαμάντης τη συμπαθεί τη Φόνισσα, αλλά μέχρι να μάθουμε για τις πνίχτρες κάπως δεν έδενε η ιστορία.
Δεν το ένιωσες και εσύ ότι τη συμπαθεί διαβάζοντας το βιβλίο;
Ναι, δεν νιώθεις ότι την κατακρίνει.
Δεν νιώθεις ότι σου λέει την ιστορία ενός σίριαλ κίλλερ. Νιώθεις ότι τη συμπονά και θέλει κάπως να δικαιολογήσει πως έφτασε εκεί. Γι’ αυτό και έδειχνε όλα αυτά τα δεινά που είχε περάσει και η ίδια, έδειχνε την οικογένειά της, τη μάνα της κλπ, αλλά κάπως δεν έδενε μέχρι που βρήκαμε αυτό το στοιχείο.
Ότι υπήρχε ως επάγγελμα να πνίγουν μωρά;
Ναι. Μια οικογένεια μπορεί να “άντεχε” μόνο ένα ή και κανένα κορίτσι, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα που είχε για να το προικίσει. Έτσι, όταν γεννιόταν ένα παραπάνω κορίτσι από όσα μπορούσαν να “αντέξουν”, έπαιρναν μία πνίχτρα και το έπνιγε επ’ αμοιβή στην κούνια.
Και την πλήρωναν με ψωμί ή κάτι άλλο.
Τυρί δεν της είχαν δώσει στην ταινία;
Μέσα στο καλάθι, ναι. Και όταν ψάχναμε πώς θα το κάνουμε, βρήκαμε και αυτό που λέει στο τέλος η ταινία ότι η δημογεροντία της Σκοπέλου είχε ζητήσει απ’ τη γραμματεία της Δικαιοσύνης να καταργηθεί ο νόμος της προίκας “για να παύσουν οι ανομολόγητοι φόνοι θηλέων βρεφών”.
Πολύ περίεργο που δεν το ξέρει περισσότερος κόσμος.
Μα αυτό είναι το τρομακτικό, ότι δεν είναι γνωστό.
Ενώ είναι μια πληροφορία που με το που την ακούς δεν την ξεχνάς, παρόλα αυτά δεν την ξέρεις. Αγόρια δεν έπνιγαν;
Όχι γιατί τα αγόρια έφευγαν, πήγαιναν να δουλέψουν, έστελναν λεφτά και προίκιζαν τα κορίτσια.
Γυναίκα ήταν η πνίχτρα πάντα;
Όχι. Ήταν και άντρας, δεν είχε σημασία.
Εν τω μεταξύ αυτό γινόταν στα χωριά της Μάνης και εγώ είχα ήδη βάλει τη Μάνη ως τόπο γυρισμάτων, πριν μου το πει η φιλόλογος. Γιατί μου φαινόταν ότι αν έπρεπε να την απεικονίσουμε κάπως αυτήν τη γυναίκα θα έπρεπε να αποτελείται από πέτρα, ερημιά και γύρω γύρω θάλασσα, ξέρεις, μία μοναξιά, σαν μια φραγκοσυκιά με αγκάθια μέσα στην έρημο.
Αυτοί που το έβλεπαν εμπορικά το εγχείρημα, περίμεναν τέτοια επιτυχία;
Όχι, κανείς. Δεν το φανταζόμασταν κυρίως για έναν λόγο: ποιο είναι το κοινό μίας τέτοια ταινίας;
Εγώ ήλπιζα να αγγίξει κάποιες γυναίκες το θέμα της βίας, της σιωπής. Και ήλπιζα να ενδιαφέρει και τα σχολεία. Έπιασαν και τα δύο.
Αλλά τελικά έχει αγγίξει πολύ περισσότερους. Και άντρες πάρα πολλούς.
Αυτό μου κάνει εντύπωση γιατί και στο βιβλίο και στην ταινία, οι άντρες είναι κομπάρσοι. Το λέει και ο Παπαδιαμάντης ότι είχαν μείνει στο νησί οι “πιο ζαβλακωμένοι” και αυτοί που δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν, να φύγουν. Οπότε, ούτως ή άλλως, ο ρόλος των αντρών ήταν υποβαθμισμένος.
Εμείς προσθέσαμε και την κακοποίηση, που, εντάξει, υπήρχε και στον Παπαδιαμάντη αλλά όχι έτσι.
Ναι, είναι αυτή η γυναικοκτονία που έχετε βάλει και δεν υπάρχει στο βιβλίο.
Ναι αλλά στο βιβλίο δεν είναι που λέει ότι ο άλλος μαχαίρωσε την αδερφή του και ότι αυτή έκανε ησυχία για να μην την ακούσουν οι χωροφύλακες και τον συλλάβουν; Υπάρχει χειρότερο απ’ τη στιγμή που το έκανε και ο αδερφός της; Και το παρουσιάζει ως αυτονόητο. Ότι “εντάξει, με μαχαίρωσε λιγάκι, τι να κάνουμε”…
Όταν κάνεις ταινία ένα βιβλίο, πιστεύω ότι πρέπει να ψάχνεις να βρεις τι θέλει να πει και όχι τι λέει ακριβώς.
Κατάλαβα. Ναι παίρνεις την ουσία.
Την ουσία, ότι δηλαδή τότε τις γυναίκες τις μαχαίρωναν και εκείνες δεν μιλούσαν.
Οπότε τώρα μου απαντάς και στην άλλη “κριτική” που έχουν κάνει κάποιοι ότι γιατί έχετε βάλει επιπλέον πράγματα που δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Αυτός είναι ο λόγος, ότι έχετε πάρει την ουσία;
Ναι και ότι θέλαμε με κάποιον τρόπο να μιλήσει και λίγο στην εποχή μας, δηλαδή να βρούμε και έναν λόγο που την κάνουμε σήμερα τη “Φόνισσα”. Το βιβλίο έχει ξαναγίνει και ως ταινία και ως θεατρικό στη λυρική. Εμείς γιατί το κάνουμε ξανά;
Απλά έχετε βάλει αρκετά επιπλέον, πχ είναι “επαγγελματίας πνίχτρα”, κάτι που δεν υπάρχει στο βιβλίο, επίσης σκοτώνει ένα παραπάνω παιδί από ό,τι στο βιβλίο, έχει και μια γυναικοκτονία.
Καταρχάς αλλάξαμε τη σειρά της δολοφονίας του εγγονιού της. Στο βιβλίο ξεκινάει με αυτήν αλλά είδαμε ότι έτσι δεν θα υπήρχε μετά κορύφωση στην ταινία μας, γιατί αν έχει κάνει απ’ την αρχή το απόλυτο έγκλημα, έχει σκοτώσει την εγγονή που έχει και το όνομα της, μετά τι χειρότερο μπορεί να μας σοκάρει; Συνήθως αυτό πρέπει να κάνει escalate, να εξελίσσεται.
Επίσης, το ότι βάλαμε τον έναν επιπλέον θάνατο πριν τους τίτλους και όχι μέσα στον κορμό της ταινίας, το κάναμε κάπως για statement, για να ξέρει ο θεατής τι έχει έρθει να δει.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πώς δείχνατε τη νεκρή μητέρα της να είναι παντού γύρω της και αναρωτιόμουν αν ο Παπαδιαμάντης γνώριζε όντως -και γενικά οι άνθρωποι τότε- από ψυχολογία και όλες αυτές τις θεωρίες του πόσο μπορούν να επηρεάσουν τα παιδικά χρόνια έναν άνθρωπο. Και όταν διάβασα το βιβλίο είδα ότι εκεί δεν υπήρχε αυτό.
Υπήρχε… Εκεί που έλεγε και για τη μάνα της που ήταν η τρελή του χωριού κτλ.
Εντάξει, υπήρχε σαν υπόνοια ότι είχε περάσει δύσκολα τότε με την προίκα κλπ. Αλλά θέλω να πω ότι κι αυτό με την Πρωτόπαππα πανταχού παρούσα ήταν κάτι καινούργιο που προσθέσατε.
Ναι, το βάλαμε αλλά υπήρχε. Απλώς το τονίσαμε με τα σημερινά εργαλεία.
Αν σήμερα η Φόνισσα πήγαινε σε έναν ψυχαναλυτή θα ασχολούταν συνέχεια με τη μάνα της. Είχε υποστεί βία και απαξίωση από εκείνη οπότε ήταν ένα στοιχείο που θεωρούσαμε ότι έπρεπε να υπάρχει.
Πιστεύεις ότι από όλη την ταινία, με αυτό που ταυτίστηκαν οι περισσότεροι θεατές ήταν με αυτή την προβληματική σχέση μάνα-κόρης;
Ξέρεις τι φοβάμαι; Ότι ταυτίστηκαν με την γυναικεία κακοποίηση. Και το λέω το “φοβάμαι” γιατί από όσες γυναίκες μου μιλάνε, εισπράττω αυτό. Δεν μου λένε ούτε για τη μάνα ούτε για τα βρέφη. Μου λένε “ανατρίχιασα που είδα πόσο οι γυναίκες έχουμε υποφέρει”.
Κάποιες άλλες στάθηκαν σε ένα άλλο σημείο που ούτε καν είχε πάει το μυαλό μου. Σε ένα flashback, εκεί που έχει πεθάνει η μάνα της και παίρνει το χέρι της και κάνει ότι τη χαϊδεύει.
Γιατί; Τι τους άγγιξε σε αυτό;
Ότι ακόμα και πεθαμένη αναζητά το χάδι της μάνας της. Αλλά κυρίως τις άγγιξε η βία.
Αυτό σου έκανε και εντύπωση ή ήσουν υποψιασμένη λόγω των τελευταίων χρόνων και του meToo;
Ναι, το φανταζόμουν αλλά όχι ότι θα ήταν τόσες πολλές.
Να σου πω την αμαρτία μου με το που ξεκίνησε το meToo, και είδα πόσο κοινές είναι αυτές οι ”εμπειρίες”, παρότι το φανταζόμουν, κάπως σοκαρίστηκα.
Και την πιο υγιή γυναίκα να βρεις, την πιο ακομπλεξάριστη και την πιο έξω καρδιά, σίγουρα θα σου πει ότι έχει ζήσει μία τέτοια περίπτωση.
Το θέμα της κακοποίησης κτλ με είχε ξαναπασχολήσει στο τελευταίο μου βιβλίο, “Η Καλλονή”. Η ιστορία έχει να κάνει με μια πανέμορφη Ουκρανή που έρχεται πιτσιρίκι με τη μάνα της στην Ελλάδα και πώς η ομορφιά της λειτουργεί ως πόλος έλξης πάρα πολλών κακοποιητικών συμπεριφορών -από πατριούς, από το σχολείο, από παντού.
Και επειδή έχω κάποιες πολύ ωραίες φίλες, όταν είχα ξεκινήσει να το γράφω, τις έπιανα και τις ρωτούσα έτσι στο άσχετο “πες περιστατικά που η ομορφιά σου, σου έχει βγει σε ‘κακό’”.
Σου είπαν χοντρά σκηνικά;
Πολύ… Δηλαδή καταλαβαίνω και τους άντρες που έχουν γκώσει με το meToo, και που έχει παρατραβηχτεί πολλές φορές κτλ, αλλά είναι αλήθεια ότι είναι πολύ συχνό φαινόμενο.
Και το δραματικό είναι ότι είναι τόσο κοινό που οι απαντήσεις που πήρα ήταν κάπως σαν “ε, εντάξει μωρέ, και μένα μου έχει συμβεί αυτό”.
Ναι, κατάλαβα. Μια κριτική που υπήρξε είναι ότι έχει πάει πολύ προς τα φεμινιστικά ζητήματα η “Φόνισσα”, ότι “έκαναν φεμινιστή τον Παπαδιαμάντη”.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν φεμινιστής.
Ναι, για την εποχή του μπορεί…
Ποιος θα διανοούταν να γράψει τέτοια νουβέλα αν δεν ήταν φεμινιστής; Την οποία την περιγράφει και ως “κοινωνικό μυθιστόρημα”. Γιατί να την ονομάσει έτσι αν ήταν το ψυχογράφημα ενός σίριαλ κίλερ;
Πάντως είδα σε μια συνέντευξη σου που έλεγες ότι εσύ δεν είσαι φεμινίστρια.
Δεν είμαι με αυτήν την έννοια της αντιπαλότητας και του πως ό,τι συμβαίνει πρέπει να το εξετάζουμε μέσα απ’ αυτό το πρίσμα και με την υπερβολή. Προφανώς και δεν είμαι.
Τις αγαπάω τις γυναίκες και μ’ αρέσουν, θέλω να ασχολούμαι μαζί τους γιατί βρίσκω ότι έχουν πιο πολλή πλάκα από τους άντρες.
Αυτό είναι πολύ άδικο…
Είναι άδικο. Κοίταξε, τώρα κάνουμε γενικεύσεις, εντάξει; Το λέω επειδή είναι πιο χαοτικές και πιο αναλυτικές. Με ενδιαφέρει αυτή η διαδρομή που κάνουν με το μυαλό τους, ενώ οι άντρες είναι πιο συγκροτημένοι σε αυτά.
Νιώθεις όμως ότι είσαι και εσύ μέσα σε αυτό ή τις κρίνεις απ’ έξω και αφ’ υψηλού;
Και εγώ είμαι μέσα σ’ αυτό, και δεν με ενοχλεί, μ’ αρέσει. Διασκεδάζω.
Αν υπήρχε μία παρόμοια ιστορία σαν της “Φόνισσας” για τους άντρες, θα προσπαθούσα να τη γράψω και να την αντιμετωπίσω με την ίδια αγάπη και την ίδια τρυφερότητα. Δεν το ξεχωρίζω με την έννοια ότι “α, επειδή είναι γυναίκα η φόνισσα, εδώ θα πουμε τα μανιφέστα μας”.
Αλλά έγινε κι αυτό ως ένα σημείο. Και δεν είναι κακό.
Ναι, έγινε γιατί το βρίσκω δίκαιο, γιατί μιλάει για κάτι υπαρκτό. Η βία εναντίον των γυναικών υπάρχει.
Τι άλλο σου είπαν οι φίλες σου;
Ότι τους έβαζαν πολύ εύκολες ταμπέλες, ότι με το που τις έβλεπαν έτσι όμορφες αμέσως να τους την πέσουν, ότι θα είναι εύκολες, τις χούφτωναν… Γενικά πολλά πράγματα που δεν τα κάνεις εύκολα σε έναν άντρα. Τα αντίστοιχα ίσως να τα κάνουν άντρες σε άντρες. Αλλά δεν πάνε έτσι εύκολα οι γυναίκες να χουφτώσουν και μάλιστα με αυτοπεποίθηση, ότι “δεν κάνω και κάτι κακό”.
Πώς και δεν φοβήθηκες να πιάσεις ένα βιβλίο του Παπαδιαμάντη;
Κοίταξε, αυτά που είναι να ακούσουμε, θα τα ακούσουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που πάντα ψάχνουν κάτι να βρουν. Και πολλές φορές, και δικαίως, γιατί μπορεί να κάνουμε και βλακείες.
Πότε σου έφυγε αυτό, να μη σε νοιάζει τι θα πουν; Από ποια ταινία ή σειρά και μετά;
Από την πρώτη μου ταινία, από τη “Θηλυκή Εταιρεία”, όπου είχαμε φάει πάρα πολύ ξύλο αλλά για τους αντίθετους λόγους με σήμερα. Μας έλεγαν “τι μισογύνικη ταινία είναι αυτή”.
Είχα μαραζώσει. Έλεγα “ρε παιδιά, μα τι έχω κάνει πια;”. Ένιωθα εχθρούς γύρω μου, έβγαινα απ’ το σπίτι και ξέρεις, το σκεφτόμουν.
Αλλά κάποια στιγμή μετά κάπως το επεξεργάστηκα και ΟΚ, τελείωσε.
Τώρα ήμουν πολύ προετοιμασμένη για να ακούσω πάρα πολλά και το γεγονός ότι πήρε τόσο καλές κριτικές και βραβεία με έχει αφήσει άναυδη.
Δεν σου δίνει μία αυτοπεποίθηση για μετά;
Μωρέ κάθε φορά κρίνεσαι για εκείνο το συγκεκριμένο που θα κάνεις. Και σου είπα το παράδειγμα με τη “Θηλυκή Εταιρεία” που με έλεγαν “μισογύνισσα”. Τι είμαι τελικά, μισογύνισσα ή woke φεμινίστρια;
Ο καθένας θέλει να βρει αυτό που του πατάει ένα κουμπί και να το προβάλλει σε σένα.
Λογικά πάντως πρέπει να είσαι η πιο εμπορική σεναριογράφος.
Μη μου τα λες αυτά (γελάει).
Μα βάλε την “Ευτυχία”, βάλε και τη “Φόνισσα” που… πόσα εισιτήρια έχει κόψει μέχρι τώρα;
Πλησιάζει τις 400.000.
Η “Ευτυχία” πόσα έκοψε;
676.000 νομίζω;
Ίσως να μην υπάρχει κάπου καταγεγραμμένο αλλά είσαι από τις πιο εμπορικές. Δεν το έχεις σκεφτεί;
Ντάξει…
Δεν σε νοιάζει; Δεν παίρνεις ικανοποίηση απ’ αυτό;
Μωρέ να σου πω κάτι; Εγώ ξέρεις από τι παίρνω ικανοποίηση; Από το να μου δίνονται οι ευκαιρίες να δουλεύω σε πράγματα που μ’ αρέσουν και να τα βλέπω να πραγματοποιούνται. Αυτή είναι η πιο μεγάλη χαρά.
Φυσικά και μ’ αρέσει να μου λέει ο κόσμος “α, τι ωραίο”, και τα λεφτά μ’ αρέσουν και εννοείται ότι θέλουμε μία ταινία να πάει καλά, δεν πιστεύω αυτούς που λένε ότι “δεν με νοιάζει, εγώ το κάνω για τον εαυτό μου”. Όχι, δεν το κάνω για μένα, αλλιώς θα το έγραφα στο ημερολόγιο.
Αλλά είναι τόσο δύσκολη αυτή η δουλειά, έχει τόσα πάνω και κάτω, που έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί σε δύο χρόνια να μην έχω καθόλου δουλειά.
Νιώθεις καθόλου “αδικημένη” που ο κόσμος πάντα ξέρει τον σκηνοθέτη μίας ταινίας, τους ηθοποιούς και σπάνια τον σεναριογράφο;
Κοίταξε, πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Για παράδειγμα η “Ευτυχία” ξεκίνησε με άλλον σκηνοθέτη και άλλον παραγωγό. Η μόνη που έμεινε απ’ την αρχή μέχρι το τέλος ήμουν εγώ. Ωστόσο, ποτέ δεν ήταν “μία ταινία της Κατερίνας Μπέη”. Ποτέ. Κι ας την έγραψα ένα εκατομμύριο φορές γιατί τη μία έρχονταν άλλοι παραγωγοί, την άλλη άλλοι συντελεστές, όπου ο καθένας είχε τις ιδέες του κι εγώ έπρεπε να τις απορροφήσω, να δω τι μπορεί να βγει κτλ. Ευτυχώς το σκηνοθέτησε ο Άγγελος Φραντζής, που τον αγαπώ και τον θαυμάζω, οπότε όλα καλά.
Δεν έχει νόημα να στεναχωριέσαι γιατί έτσι είναι αυτή η δουλειά που κάνεις. Αν δεν σ’ αρέσει, γίνε σκηνοθέτης.
Απλά εγώ το βρίσκω πολύ άδικο. Πχ όλοι ξέρουν το “Seven”, κανείς δεν ξέρει τον σεναριογράφο του.
Είναι άδικο. Παρόλα αυτά υπάρχουν σεναριογράφοι που έχουν κάνει τη διαφορά, πχ ο Τσάρλι Κάουφμαν.
Μόνο οι σειρές στην τηλεόραση είναι πιο πολύ του σεναριογράφου, ακούς πχ να λένε Ρέππας-Παπαθανασίου, Μιρέλλα Παπαοικονόμου κλπ.
Γιατί εκεί η λειτουργία ξεκινάει απ’ το σενάριο. Πρώτα τους πας αυτό και μετά ακολουθούν όλα τα άλλα.
Είναι γενικά δύσκολη η δουλειά στην τηλεόραση;
Οι σειρές έχουν deadline και πρέπει μέσα σε 3-4 μέρες να βγάλεις επεισόδιο, καταλαβαίνεις τι είναι αυτό;
Και ξέρεις και τι άλλο είναι δύσκολο; Να πρέπει να συνεργαστείς, γιατί πολλές φορές δεν το επιλέγεις. Και σου λένε “θα γράφετε δύο άτομα, θα γράφετε τρεις”.
Μπορεί να τους φέρει ο σκηνοθέτης χωρίς να σε ρωτήσει δηλαδή;
Ή ο παραγωγός.
Και εσύ να μη θέλεις; Να μην ταιριάζεις;
Να μην ταιριάζεις. Αν βέβαια ταιριάξεις είναι τέλειο γιατί, εδώ που τα λέμε, αν πρόκειται να κουβαλήσεις μία σεζόν με 60 επεισόδια, είναι καλύτερα να έχεις παρέα, να έχεις κάποιον να το συζητάς.
Ως σεναριογράφος μπορείς να ζήσεις στην Ελλάδα.
Ανάλογα σε ποια φάση είσαι.
Μέχρι το 2007-2008 μπορούσε κάποιος να ζήσει;
Να αλλά δεν μπορούσε κανείς από το 2008 και μετά. Όμως μέχρι τότε είχα κάνει τρεις τέσσερις δουλειές στην τηλεόραση και επειδή η τηλεόραση έχει λεφτά, είχα μαζέψει κάποια για τα χρόνια της κρίσης.
Τότε άρχισα να γράφω βιβλία γιατί δεν μπορούσα να κάθομαι.
Πάντως άσχετο αλλά σε όσους θέλουν μια μέρα να γράψουν κάτι τους δίνουν κουράγιο περιπτώσεις σαν την δική σου, δηλαδή ανθρώπων που άρχισαν σχετικά “μεγάλοι” να γράφουν και όχι στα 20 τους. Πχ στη “Θηλυκή Εταιρεία” δεν ήσουν 20 χρονών, έτσι;
30 ήμουν.
Και το πρώτο σου βιβλίο πόσο χρονών το έγραψες;
40. Αλλά και πριν απ’ αυτά, έγραφα στα περιοδικά. Δηλαδή η δουλειά μου ήταν πάντα να γράφω.
Αλλά να κάτσεις και να πεις “έχω αυτήν την ιδέα, θα τη βάλω κάτω, να τη φτιάξω”, με πειθαρχία, να γράψεις 200 σελίδες…
Κοίταξε, δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνεις στα περιοδικά, απλώς είναι πιο μεγάλο. Θέλει την ίδια πειθαρχία, όπως εσύ που πρέπει να παραδώσεις ένα κομμάτι κι έχεις να γράψεις τόσες λέξεις. Το ίδιο λες και στον εαυτό σου για το βιβλίο, ότι κάθε μέρα θα γράψεις χίλιες λέξεις πχ.
Απλά γιατί δεν ήθελες να το κάνεις από πιο πριν;
Ήθελα αλλά δεν είναι και εύκολο. Είναι και πως θα κάτσει.
Το κυνηγούσες δηλαδή και δεν…
Δεν το κυνηγούσα ακριβώς, το ‘χα όμως στην άκρη του μυαλού μου. Δεν ήθελα να είμαι για πάντα στα περιοδικά. Μπορεί να περνούσαμε ωραία, να βγάζαμε και λεφτά γιατί τότε ήταν στα ντουζένια τους αλλά είχα τα μυαλά μου ανοιχτά, ήξερα ότι το σενάριο θα είναι το επόμενο βήμα μου.
Σε ποια περιοδικά ήσουν;
Σε όλα. Στο Status, στον Ταχυδρόμο, στο Cosmopolitan, στο Bazaar, στο Esquire… Μέχρι και στο Crash ήμουν με τον Τράγκα.
Και πώς έφυγες απ’ τη Νομική και πήγες να γράφεις σε περιοδικό. Πώς έγινε;
Όταν σπούδαζα δούλευα μπαργούμαν σε μεγάλα κλαμπ. Ήμουν στην Αίγλη, στο Ipanema, στο Loft εδώ δίπλα, και εκεί γνώριζες όλη την Αθήνα. Έτσι είχα γνωρίσει τον Γιώργο Μελισσινό, ο οποίος τότε ήταν αρχισυντάκτης του Κλικ -και μετά τον πάντρεψα κιόλας. Του ‘χα πει ότι θέλω να γράψω σε περιοδικό και μόλις αυτός έκανε την επόμενη φάση του Κλικ, τη μετά Κωστόπουλου, πήγα.
Απλά σου λέω τα βαρέθηκα τα περιοδικά γιατί μετά από ένα σημείο έγιναν πολύ κονσέρβα (πχ το καλοκαίρι κάνουμε αυτά τα θέματα), είχαν και έναν ανταγωνισμό εντελώς σαπουνόπερα (Κωστόπουλοι με Λυμπέρηδες). Δεν έπαιρνα πια χαρά, ήταν η μέρα της μαρμότας.
Και έψαχνες διέξοδο;
Ναι. Και έφυγα λίγο πριν φουντάρουν γενικά.
Τώρα αυτή είναι λίγο προσωπική ερώτηση αλλά πώς και σε άφησαν οι γονείς σου, εσένα, μια φοιτήτρια της Νομικής, να δουλεύει τη νύχτα; “Η κόρη μας η μπαρόβια”.
Εντελώς μπαρόβια όμως γιατί τότε δεν ήταν πολύ συνηθισμένο τα κορίτσια να δουλεύουν σε τέτοια.
Είχα ξεκινήσει κάτω στην παραλιακή στο Ipanema. Το λέω στον μπαμπά μου, ο οποίος έξαλλος, μου κόβει την κουβέντα. Του λέω “εγώ θα το κάνω γιατί θέλω μέσα σε μια σεζόν να πάρω αυτοκίνητο”. Μου απαντάει “κάνε υπομονή και θα σου πάρουμε τα Χριστούγεννα”. “Όχι, του λέω, εγώ θέλω τώρα τον Σεπτέμβριο”. Και μου λέει “τι θα γίνει και με τη σχολή σου κλπ”, ξέρεις, καβγάς. Το βασικό του ήταν η σχολή. Δεν είχε άλλη πρεμούρα.
Και τι έκανα, λοιπόν; Διάβαζα απ’ το πρωί μέχρι το απόγευμα -πρώτη φορά διάβασα τόσο πολύ στη ζωή μου-, μετά πήγαινα στη δουλειά και γυρνούσα τα ξημερώματα με πάρα πολλά λεφτά, καλέ μάτσο! Ήταν πολλά τα τιπς, βγάζαμε πάρα πολλά, και τα άφηνα κάτω για να τα βάλουν στην τράπεζα.
Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες, την τέταρτη πήγε ο μπαμπάς μου και μου πήρε ένα βιβλίο για κοκτέιλ και μου γράφει “γιατί ό,τι κάνεις στη ζωή σου πρέπει να το κάνεις καλά”.
Έλα ρε συ, πολύ γλυκός.
Δεν είναι φοβερό;
Το αυτοκίνητο τελικά το πήρες;
Το πήρα, ναι.
Τι ήταν;
Ένα Fiat Uno, το οποίο με το που το πήρα με τράκαρε μία γριά στη γωνία του σπιτιού μου και δεν το ξαναοδήγησα για ενάμιση χρόνο. Το είχα αφήσει εκεί. Και μετά άρχισα να το παίρνω και να οδηγώ τύπου τρία χιλιόμετρα και όποτε αγχωνόμουν το παράταγα εκεί. Πήγαινα την άλλη μέρα με έναν φίλο μου ή με τον αδερφό μου και το γυρνούσαμε πίσω.
Μου πήρε πολύ καιρό να οδηγήσω και τελικά δεν μ’ άρεσε ποτέ. Ακόμα και τώρα το αποφεύγω.
Τι δουλειά έκαναν οι γονείς σου;
Ο μπαμπάς μου ήταν διευθυντής προμηθειών στο Hilton. Η μαμά μου δεν δούλευε.
Και όταν τελείωσες τη Νομική δεν το ‘ψαξες καθόλου;
Καθόλου. Πήγα, και στους δύο μήνες έφυγα. Δεν μου άρεσε.
Παράλληλα όμως πήγαινα και σε μια σχολή δημοσιογραφίας, σε μία της πλάκας, μη φανταστείς.
Εσύ γράφεις πιο πολλή κωμωδία. Ισορροπείς κάπου ανάμεσα στο αστείο και τη χαρμολύπη.
Κανονικά, ναι. Νομίζω ότι η ευκολία μου είναι εκεί. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αν κάτι με ενθουσιάσει και δεν είναι κωμικό ότι δεν θα το κάνω.
Το “σοβαρό” κείμενο σου φαίνεται πιο εύκολο απ’ το κωμικό;
Είναι πιο εύκολο. Καταρχάς θεωρώ ότι το πιο δύσκολο στο σενάριο είναι ο κωμικός διάλογος. Αυτό δεν μαθαίνεται. Ό,τι τεχνική και να έχεις, το να έχει έναν ρυθμό, το να βγάζει μία τρέλα, δεν μαθαίνεται.
Το να γράψεις διάλογο πχ σε κάτι δραματικό είναι πιο εύκολο. Πιο εύκολα συγκινείς απ’ το να κάνεις τον άλλον να χαμογελάσει.
Επίσης νομίζω ότι εκεί είναι που η τεχνητή νοημοσύνη θα τα βρει μπαστούνια, στους χιουμοριστικούς διάλογους, γιατί το χιούμορ είναι αχαρτογράφητο.
Εν τω μεταξύ κάπου εδώ κοντά έμενε ο Παπαδιαμάντης.
Καλέ εδώ από πίσω στην εκκλησία είναι το κελί του, πάρα πολύ μικρό. Κι εκεί έγραψε τη “Φόνισσα”. Έχω πάει. Μοιραζόμαστε τα βάιμπς (γελάει).
Εν τω μεταξύ είναι γνωστό ότι έπινε πολύ.
Εκεί που είναι τώρα το Εμπορικό Θέατρο, ήταν μια υπόγεια ταβέρνα και τα έπινε με τον Μωραϊτίδη, με τον Νικόλαο Πλανά, έναν ιερέα που λειτουργούσε εδώ και έγινε άγιος πριν από λίγα χρόνια.
Όταν πέθανε οι φίλοι του το έγραψαν ότι έπινε πάρα πολύ.
Παπαδοπαίδι ήταν, με ανύπαντρες αδερφές. Τι να κάνει κι αυτός;