ΚΛΟΠ VS ΑΝΤΣΕΛΟΤΙ, Ο “ΡΟΚ ΣΤΑΡ” ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ “ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟ”
Οι δυο προπονητές του φετινού τελικού του Champions League, Κάρλο Αντσελότι και Γιούργκεν Κλοπ. Η ποδοσφαιρική τους καριέρα, η προπονητική τους πορεία, οι τίτλοι, τα χαρακτηριστικά, η τακτική, η φιλοσοφία και οι προηγούμενες αναμετρήσεις τους. Τι περιμένουμε να δούμε στο Παρίσι ανάμεσα στη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Λίβερπουλ.
Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Απριλίου του 2014, όταν η Ρεάλ Μαδρίτης υποδέχτηκε στο “Σαντιάγο Μπερναμπέου” την Μπορούσια του Ντόρτμουντ για τον πρώτο αγώνα της προημιτελικής φάσης του Champions League της σεζόν 2013/14. Εκείνο το βράδυ τέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι στην καριέρα τους, δυο από τους σημαντικότερους προπονητές του 21ου αιώνα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έχουν σημαδέψει με την παρουσία τους το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, τόσο με την αγωνιστική φιλοσοφία τους, όσο και με τις επιτυχίες τους: ο Κάρλο Αντσελότι και ο Γιούργκεν Κλοπ.
Οχτώ χρόνια μετά – και αφού έχουν προηγηθεί δέκα αναμετρήσεις μεταξύ τους – οι δυο τους θα βρεθούν και πάλι απέναντι, σε ένα ενδέκατο “ραντεβού”, το σημαντικότερο μέχρι σήμερα, αφού πρόκειται για τον τελικό του Champions League της φετινής σεζόν, που θα διεξαχθεί το Σάββατο, 28 Μαΐου, στο “Σταντ ντε Φρανς” της γαλλικής πρωτεύουσας. Στο Παρίσι λοιπόν, θα μάθουμε αν ο Ιταλός θα γίνει ο πρώτος προπονητής στην ιστορία με τέσσερις κερδισμένους τίτλους στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση ή αν ο Γερμανός θα γίνει ο 18ος που θα κατακτήσει το συγκεκριμένο τρόπαιο για δεύτερη φορά.
ΑΝΤΣΕΛΟΤΙ ΚΑΙ ΚΛΟΠ ΩΣ ΠΑΙΚΤΕΣ
Αμφότεροι έχουν να επιδείξουν εντυπωσιακά αποτελέσματα στη μέχρι σήμερα πορεία τους στους πάγκους, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και οι δυο υπήρξαν ποδοσφαιριστές, πριν ασχοληθούν με την προπονητική. Βέβαια σε ό,τι αφορά την καριέρα τους ως παίκτες, δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης, αφού ο Αντσελότι – που αγωνιζόταν ως χαφ – ήταν κλάσεις ανώτερος από τον αρχικά επιθετικό και κατόπιν δεξιό αμυντικό Κλοπ. Ο Ιταλός αγωνίστηκε στις Πάρμα (1976-79), Ρόμα (1979-1987) και Μίλαν (1987-1992), ενώ συμπλήρωσε και 26 επίσημες συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας, παίζοντας σε δυο Μουντιάλ (1986 & 1990) και στο EURO του 1988.
Από τη μεριά του, ο Γερμανός αγωνίστηκε για 11 χρόνια (1990-2001) στην Μάιντς, ποτέ όμως στην Bundesliga, αλλά σε χαμηλότερες κατηγορίες. Η διαφορά κλάσης αποτυπώνεται φυσικά και στους τίτλους που κατέκτησαν με τις ομάδες τους. Κανέναν ο Κλοπ, απέναντι σε 3 πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα Ιταλίας, 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο για τον Αντσελότι, που έχει να επιδείξει και μια τρίτη θέση με την Ιταλία στο Μουντιάλ του 1990. Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στα όσα πέτυχαν οι δυο τους ως παίκτες, να συμπληρώσουμε ότι ο Αντσελότι υπήρξε μέλος της μεγάλης Μίλαν των Ολλανδών (Φαν Μπάστεν, Ράικαρντ και Γκούλιτ) και του Αρίγκο Σάκι.
ΑΝΤΣΕΛΟΤΙ & ΚΛΟΠ, Η ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΠΟΡΕΙΑ
Ας δούμε τώρα πώς κύλησε η προπονητική τους πορεία μέχρι σήμερα. Ο Αντσελότι, που είναι 8 χρόνια μεγαλύτερος από τον Κλοπ (63 ο Ιταλός, 55 ο Γερμανός, αμφότεροι θα τα κλείσουν μέσα στον Ιούνιο), κάθισε για πρώτη φορά στους πάγκους πριν 30 χρόνια, το 1992, ως βοηθός του εκλέκτορα της Εθνικής Ιταλίας και παλιού του γνώριμου από τη Μίλαν, Αρίγκο Σάκι. Το 1995 ανέλαβε την πρώτη του ομάδα, την Ρετζιάνα και αυτό που τον χαρακτηρίζει από τότε, είναι ότι με εξαίρεση την οκταετή παρουσία του στον πάγκο της Μίλαν (2001-2009), σε καμία άλλη ομάδα από τις υπόλοιπες εννιά που έχει προπονήσει, δεν έμεινε πάνω από δυο χρόνια.
Εδώ εντοπίζεται και η πρώτη μεγάλη διαφορά με τον Γιούργκεν Κλοπ, αφού ο Γερμανός, συνηθίζει να “ρίχνει άγκυρα” στις δικές του ομάδες. Αυτός είναι και ο λόγος που στα 21 χρόνια που βρίσκεται στους πάγκους, ο Κλοπ έχει προπονήσει μόλις τρεις ομάδες. Συμπλήρωσε επταετία στην Μάιντς (2001-2008), συνέχισε με μια ακόμα επταετία στην Μπορούσια Ντόρτμουντ (2008-2015) και πλέον διανύει την έβδομη σεζόν του στη Λίβερπουλ, με την οποία πάντως ανανέωσε πρόσφατα το συμβόλαιό του μέχρι το 2026, κάτι που σημαίνει ότι αν το ολοκληρώσει, θα έχει παραμείνει έντεκα ολόκληρα χρόνια στους “reds”.
ΕΝΑΣ “ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ” ΓΕΜΑΤΟΣ ΤΙΤΛΟΥΣ ΚΑΙ ΡΕΚΟΡ
Βλέποντας αυτή τη σύγκριση, αν επικεντρωθούμε στην προπονητική πορεία του Αντσελότι, εύκολα θα μπορούσαμε να τον περιγράψουμε ως “γυρολόγο”, χαρακτηρισμός που όπως ξέρουμε, είναι συνήθως αρνητικός και αφορά εκείνους τους προπονητές που ουσιαστικά δεν μπορούν να στεριώσουν σε κάποια ομάδα. Υπάρχει όμως κάτι πολύ βασικό, που διαφοροποιεί τους “γυρολόγους” από τον Ιταλό και αυτό δεν είναι άλλο από το εντυπωσιακό παλμαρέ του, από την εκπληκτική συλλογή τίτλων που έχει κερδίσει σε όλους σχεδόν τους συλλόγους στους οποίους έχει εργαστεί αυτά τα χρόνια.
Ο Καρλέτο έχει να επιδείξει μερικά ζηλευτά ρεκόρ, που τον κατατάσσουν ανάμεσα στους κορυφαίους προπονητές όλων των εποχών. Να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι μετράει συνολικά 22 τίτλους στην καριέρα του (34 αν συνυπολογίσουμε και τους 12 που κατέκτησε ως παίκτης). Είναι ένας από τους μόλις τρεις προπονητές στην ιστορία (μαζί με τους Μπομπ Πέισλι και Ζινεντίν Ζιντάν), που έχει φτάσει τρεις φορές στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Champions League, δυο με τη Μίλαν και μια με τη Ρεάλ Μαδρίτης και ο μοναδικός που έχει οδηγήσει τις ομάδες του σε πέντε τελικούς της διοργάνωσης.
Ο Ιταλός ανήκει στο κλειστό “κλαμπ” των μόλις επτά μελών, εκείνων που έχουν κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών τόσο ως παίκτες όσο και ως προπονητές, μαζί με τους Μιγκέλ Μουνιόθ, Τζοβάνι Τραπατόνι, Γιόχαν Κρόιφ, Φρανκ Ράικαρντ, Πεπ Γουαρδιόλα και Ζινεντίν Ζιντάν. Μοιράζεται μαζί με τους Τραπατόνι και Φέργκιουσον, την κορυφή των προπονητών με τους περισσότερους τίτλους σε διοργανώσεις της UEFA (7) και βέβαια, φέτος πρόσθεσε ένα ακόμα εντυπωσιακό όσο και μοναδικό ρεκόρ στη συλλογή του, αφού έγινε ο πρώτος προπονητής στην ιστορία, που συμπλήρωσε τίτλους πρωταθλήματος και στις πέντε μεγάλες λίγκες της Ευρώπης (Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία).
Από τις δέκα ομάδες που έχει προπονήσει ο Αντσελότι, εξαιρώντας τη Ρετζιάνα (πρώτη επαφή του Ιταλού με τους πάγκους), αλλά και τις Πάρμα και Έβερτον, βλέπουμε ότι οι υπόλοιπες επτά, ήταν όλες πρώτης γραμμής (Γιούβε, Μίλαν, Τσέλσι, Παρί, Ρεάλ, Μπάγερν και Νάπολι). Αφήνοντας εκτός μόνο τη Νάπολι, ο Αντσελότι κατέκτησε τίτλους με τις υπόλοιπες έξι, κάτι που δείχνει ότι διαθέτει μια διαχρονική συνέπεια στο να φέρνει αποτελέσματα όταν αναλαμβάνει τις τύχες ενός συλλόγου, πετυχαίνοντάς το μάλιστα χωρίς να του είναι απαραίτητο το λεγόμενο βάθος χρόνου. Το γιατί όμως δε στέριωσε σε κανέναν από αυτούς (πλην της Μίλαν), θα το δούμε πιο μετά στο κείμενο.
Η μεγαλύτερη συγκομιδή του ήρθε, όπως είναι φυσικό, στην οκταετία του στη Μίλαν (2001-2009), εκεί όπου κατέκτησε κυριολεκτικά τα πάντα, δηλαδή και τους έξι πιθανούς τίτλους: πρωτάθλημα Ιταλίας (1), Κύπελλο Ιταλίας (1), ιταλικό Σούπερ Καπ (1), Champions League (2), ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (2) και Μουντιάλ Συλλόγων (1). Στη συνέχεια πήρε στην Αγγλία το Community Shield με την Τσέλσι και συνέχισε με ένα εντυπωσιακό νταμπλ με τους “blues” (2009/10). Ακολούθησε η Παρί Σεν Ζερμέν (2011-2013), με την οποία ο Καρλέτο έφτασε σε ένα ακόμα πρωτάθλημα, αυτό της Ligue 1 (2012/13).
Τον Ιούνιο του 2013 αντικατέστησε τον Μουρίνιο στον πάγκο της Ρεάλ και εκτός από την πολυπόθητη décima, το δέκατο δηλαδή Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία των “μερένγκες”, κατέκτησε ένα Κύπελλο Ισπανίας (2-1 την Μπαρτσελόνα), το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το Μουντιάλ Συλλόγων. Το 2016 αντικατέστησε τον Πεπ Γουαρδιόλα στην Μπάγερν και έφτασε αμέσως στην κορυφή της Bundesliga και σε δυο συνεχόμενα γερμανικά Σούπερ Καπ. Η επόμενη τριετία τον βρήκε πρώτα στη Νάπολι (2018/19) και κατόπιν στην Έβερτον (2019/21), πριν επιστρέψει το περασμένο καλοκαίρι στη Ρεάλ, όπου έφτασε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, συμπληρώνοντας έτσι το ιστορικό “πενταρέ” στις πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές λίγκες.
Ο ΚΛΟΠ “ΑΡΓΕΙ”, ΑΛΛΑ ΜΕΤΑ ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ
Πάμε τώρα στον Γιούργκεν Κλοπ, για να δούμε τί έχει κάνει και αυτός μέχρι σήμερα ως προπονητής. Όπως γράψαμε και πιο πάνω, σε αντίθεση με τον Αντσελότι, ο Γερμανός έχει δείξει την προτίμησή του στο να συμπληρώνει μεγάλους χρονικούς κύκλους στις ομάδες του. Αυτό, χωρίς αμφιβολία, τον έχει βοηθήσει να χτίσει προσεκτικά και υπομονετικά το προπονητικό του προφίλ, έτσι ώστε πάντα – όπως περίτρανα έχει αποδεχθεί μέχρι τώρα – να είναι απόλυτα έτοιμος για το επόμενο βήμα στην καριέρα του. Δυο τέτοια “άλματα” έχει κάνει, από την Μάιντς στην Ντόρτμουντ και από εκεί στη Λίβερπουλ και κατά κοινή ομολογία, τόσο το timing όσο και το αποτέλεσμα, αποδείχτηκαν πλήρως πετυχημένα.
Ο Κλοπ έχει στο παλμαρέ του τους μισούς τίτλους από τον Αντσελότι, 11 έναντι 22 του Ιταλού, χωρίς φυσικά οι δικοί του να υστερούν σε αξία. Μόλις ολοκλήρωσε την καριέρα του ως παίκτης στην Μάιντς το 2001, πέρασε αμέσως στον πάγκο της, τις δυο πρώτες χρονιές του έχασε στις λεπτομέρειες την άνοδο στην Bundesliga, το πέτυχε όμως στην τρίτη του σεζόν (2003/04), κάτι που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου. Τρία χρόνια μετά, η ομάδα υποβιβάστηκε ξανά και τελικά ο Κλοπ παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 2008, αναλαμβάνοντας την Μπορούσια Ντόρτμουντ (διαδέχτηκε τον Τόμας Ντολ).
Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Γερμανό και στις τρεις ομάδες του, είναι ότι “καθυστερεί” να φέρει τις επιτυχίες, όταν όμως ξεκινάει, δύσκολα σταματάει. Όπως με την Μάιντς, που χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να την ανεβάσει στην Bundesliga και ένας ακόμα για να της δώσει το πρώτο ευρωπαϊκό της εισιτήριο, έτσι και με την Ντόρτμουντ, ο πρώτος τίτλος ήρθε μια τριετία μετά, το πρωτάθλημα του 2010/11. Αμέσως μετά ακολούθησε το νταμπλ του 2011/12, πρώτο και μοναδικό στην ιστορία του συλλόγου και η συλλογή συμπληρώθηκε με δυο σερί γερμανικά Σούπερ Καπ, το 2013 και το 2014.
Κάπου εκεί ανάμεσα, τη σεζόν 2012/13, ο Κλοπ οδήγησε την ομάδα του και στον τελικό του Champions League το 2013 (αποκλείοντας στον ημιτελικό τη Ρεάλ Μαδρίτης με ένα επικό 4-1), όπου έχασε το τρόπαιο στις λεπτομέρειες από την Μπάγερν (2-1) με το γκολ του Ρόμπεν στην εκπνοή του παιχνιδιού. Την άνοιξη του 2015 ανακοίνωσε ότι θα έφευγε και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ήρθε η μεγάλη πρόκληση στην καριέρα του. Η Λίβερπουλ απέλυσε τον Μπρένταν Ρότζερς και κάλεσε τον Γερμανό να αναλάβει τους “reds”. Ο Κλοπ έχτισε από την αρχή την ψυχολογία της ομάδας, άρχισε να προσθέτει βασικά κομμάτια στο αγωνιστικό παζλ και λίγο έλειψε να παρουσιαστεί συνεπής στην “τριετία”, αφού έφτασε στον τελικό του Champions League το 2018.
Εκεί, στο “Ολιμπίσκι” του Κιέβου, ήταν τα τραγικά λάθη του Κάριους εκείνα που καθόρισαν το τελικό αποτέλεσμα και την ήττα από τη Ρεάλ με 3-1. Με την προσθήκη όμως του Άλισον, από την επόμενη σεζόν, το “Άνφιλντ” άρχισε να ζει και πάλι στιγμές δόξας. Όλα ξεκίνησαν το 2019 με το 6ο Champions League (2-0 την Τότεναμ) και η χρονιά ολοκληρώθηκε με το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το Μουντιάλ Συλλόγων. Σειρά είχε η Πρέμιερ Λιγκ του 2019/20, η πρώτη για τον σύλλογο μετά από 30 ολόκληρα χρόνια και η συλλογή συνεχίστηκε φέτος με το Λιγκ Καπ και το Κύπελλο Αγγλίας.
Κάτι που σημαίνει ότι ουσιαστικά μέσα σε μια τετραετία, ο Κλοπ κατέκτησε όλους τους πιθανούς προς διεκδίκηση τίτλους, εκτός του αγγλικού Σούπερ Καπ, δηλαδή του Community Shield, το οποίο έχασε το 2019 και το 2020 στα πέναλτι, αλλά θα έχει μια ακόμα ευκαιρία να το κερδίσει φέτος τον Ιούλιο. Η συγκομιδή, όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, είναι εντυπωσιακή, ειδικά αν συνυπολογίσουμε το εξής εκπληκτικό στατιστικό: Το πρωτάθλημα – όπως ήδη είπαμε – ήρθε μετά από 30 χρόνια, το Κύπελλο μετά από 16, το Champions League και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ μετά από 14 και το Λιγκ Καπ μετά από 10!
ΚΑΡΛΟ ΑΝΤΣΕΛΟΤΙ: Η ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ο Κάρλο Αντσελότι είχε ως μεγάλο δάσκαλο τον προπονητή του στη Μίλαν, Αρίγκο Σάκι. Αυτός ήταν και ο λόγος που στο ξεκίνημα της προπονητικής του καριέρας, στην Πάρμα, ήταν “κολλημένος” με το 4-4-2, πεπεισμένος ότι επρόκειτο για το “απόλυτο” σύστημα. Αργότερα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να αλλάζει συστήματα ανάλογα με την ομάδα που προπονούσε και τα ατομικά χαρακτηριστικά των παικτών που είχε στη διάθεσή του, επιλέγοντας το 3-4-1-2 όταν πήγε στη Γιούβε, για να μπορέσει να χωρέσει τον Ζιντάν στον χώρο πίσω από τους δυο επιθετικούς. Από εκεί και μετά, αποδείχτηκε πολύ καλός στο να προσαρμόζει την τακτική του και να βρίσκει τις ενδεδειγμένες λύσεις για κάθε περίσταση.
Ειδικότερα στη Μίλαν, όπου έμεινε οχτώ χρόνια, εφάρμοσε μια πλειάδα διαφορετικών συστημάτων και παραλλαγών τους, από το 4-3-2-1 στο 4-4-2 και από το 3-4-1-2 στο 4-4-1-1. Στην Τσέλσι συνέχισε με την ίδια λογική, αν και το 4-4-2 ήταν η πιο σταθερή του επιλογή, δοκιμάζοντας πάντως και το 4-3-3 σε κάποια παιχνίδια. Όταν πήγε στη Ρεάλ, άλλαξε το 4-2-3-1 του Μουρίνιο, αρχικά στο 4-4-2 και αργότερα στο 4-3-3, σύστημα που διατηρεί και στη δεύτερη θητεία του στους “μερένγκες”. Πέρα από τα συστήματα και τις τακτικές, ο Αντσελότι φημίζεται για τον ήπιο χαρακτήρα του – παρά τα κάποια σπάνια ξεσπάσματά του – καθώς και για τις άψογες σχέσεις του με τους παίκτες του.
Είναι γνωστό ότι αφήνει πρωτοβουλίες στους ποδοσφαιριστές, συζητάει μαζί τους, ακούει τί έχουν να του πουν ακόμα και στη διάρκεια του αγώνα (τρανό παράδειγμα η ρεβάνς του φετινού ημιτελικού με τη Σίτι). Κρατάει τους αναπληρωματικούς σε ετοιμότητα, είναι ακριβοδίκαιος και δίνει ευκαιρίες σε όλους, γνωρίζει πώς να εμπνέει και να δίνει κίνητρο στους παίκτες του, ξέρει πώς να διατηρεί το καλό κλίμα στα αποδυτήρια και γενικά πώς να διαχειρίζεται με επιτυχία τις συχνά δύσκολες προσωπικότητες με τις οποίες συνεργάζεται, γι’ αυτό και στην Ισπανία του έχουν κολλήσει το παρατσούκλι “pacificador” (ειρηνοποιός), το οποίο όμως έχει δηλώσει ότι δεν του αρέσει καθόλου.
Οπότε το ερώτημα που αμέσως γεννάται, είναι το εξής: αν ισχύουν όλα τα παραπάνω – που ισχύουν – τί είναι αυτό που τον κάνει να μην μπορεί να “στεριώσει” σε μια ομάδα πέρα από δυο σεζόν (εξαιρώντας πάντα τη Μίλαν); Η απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι ακριβώς λόγω του πράου χαρακτήρα του και των καλών σχέσεων που αναπτύσσει στις ομάδες που εργάζεται, αρκετές φορές αυτό γίνεται αντικείμενο “εκμετάλλευσης” από διάφορους παίκτες, κυρίως τους λεγόμενους “σταρ”, οι οποίοι νομίζουν ότι μπορούν να τον “καβαλήσουν” και να κάνουν τα δικά τους. Προφανώς αυτό δεν έχει συμβεί σε όλους τους σταθμούς της καριέρας του Ιταλού, αλλά σίγουρα όταν ο ίδιος αντιλαμβάνεται κάτι τέτοιο, προτιμάει να αποχωρεί αθόρυβα και να ψάχνει καινούργιο εργασιακό περιβάλλον.
ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΚΛΟΠ: Η ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Περνάμε στον έτερο “μονομάχο” του φετινού τελικού, τον Γιούργκεν Κλοπ, που είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του “Gegenpressing”, της τακτικής δηλαδή που θέλει τους παίκτες, μόλις χάσουν την κατοχή της μπάλας, να προσπαθήσουν να την ανακτήσουν αμέσως, πριν ο αντίπαλος καταλήξει τί θα κάνει με αυτή. Ο Κλοπ υποστηρίζει ότι η σωστή εφαρμογή του “Gegenpressing” μπορεί να αποδειχτεί πιο αποτελεσματική στη δημιουργία ευκαιριών, από έναν καλό play-maker. Το συγκεκριμένο σύστημα απαιτεί ταχύτητα, αντοχή και οργανωμένες κινήσεις, ώστε να καλυφθούν αστραπιαία οι χώροι στους οποίους θα μπορούσε να πασάρει ο αντίπαλος, ενώ ιδανικά η πίεση πρέπει να εφαρμόζεται όσο πιο ψηλά στο γήπεδο γίνεται.
Πέρα από το “Gegenpressing”, ο Κλοπ ανέπτυξε στις ομάδες του, πολύ δε περισσότερο στους “reds”, τόσο την τακτική του passing game, όσο και το πολύ γρήγορο transition και το συνεχές πάνω-κάτω σε παιχνίδια που παίρνουν τέτοιο χαρακτήρα. Κάτι που σημαίνει, ότι η Λίβερπουλ γνωρίζει και πώς να πρεσάρει ψηλά συνεχώς και με ένταση, και πώς να αλλάξει τη μπάλα με υπομονή φτάνοντας σε πολύ υψηλά ποσοστά κατοχής (όπως για παράδειγμα στον πρώτο ημιτελικό με τη Βιγιαρεάλ που άγγιξε το 80%), αλλά και πώς να ανταπεξέλθει σε ένα ματς με “τρελό” ρυθμό.
Οι σημαντικότερες επιρροές του Κλοπ στην προπονητική, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ο προπονητής του στην Μάιντς, Βόλφγκανγκ Φρανκ και ο Αρίγκο Σάκι (τις ιδέες του οποίου είχε υιοθετήσει ο Φρανκ). Ο “Κλόπο” πάντως, όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά, πέρα από τις τακτικές, δίνει μεγάλη σημασία και στη συναισθηματική προετοιμασία των παικτών του, την οποία θεωρεί το ίδιο σημαντική: “Χωρίς την τακτική δεν μπορείς να κερδίσεις, όμως το συναίσθημα κάνει τη διαφορά”, έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη. Το σύστημα που κυρίως εφάρμοσε στην Μπορούσια Ντόρτμουντ, ήταν το 4-2-3-1, όμως από την πρώτη του σεζόν στο Λίβερπουλ γύρισε στο 4-3-3, το οποίο διατηρεί μέχρι και σήμερα.
Πέρα από όλα αυτά, ο Κλοπ ξέρει να δίνει κίνητρο και να εμπνέει – όπως και ο Αντσελότι – τους παίκτες του, με διαφορετικό όμως τρόπο, πιο “heavy metal”. Όπως έχουν πει κατά καιρούς διάφοροι ποδοσφαιριστές του, ο Κλοπ όχι απλά τους “φτιάχνει”, αλλά τους παρασύρει κυριολεκτικά, κάνοντάς τους να πιστέψουν στο ακατόρθωτο. Πρόκειται για μια χαρισματική προσωπικότητα, αγαπητός όχι μόνο στους παίκτες, αλλά και στον κόσμο που τον λατρεύει. Ζει κάθε στιγμή μέσα στο γήπεδο, είναι γνωστός για τους έξαλλους πανηγυρισμούς του και απολαμβάνει την εκτίμηση όλων των συναδέλφων του, που δε χάνουν ευκαιρία να εκφραστούν με τα καλύτερα λόγια για αυτόν.
ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΤΕΛΙΚΟ
Πάμε τώρα να δούμε τι περιμένουμε από τους δυο προπονητές το βράδυ του μεγάλου τελικού, το Σάββατο 28 Μαΐου, στο “Σταντ ντε Φρανς”. Αρχίζουμε με τον Αντσελότι, που θα ξεκινήσει με τον Κουρτουά στην εστία, τον Καρβαχάλ δεξιά και τον Μεντί αριστερά. Στα στόπερ θα δούμε τον Μιλιτάο και πιθανότατα τον Αλάμπα, που έχει ξεπεράσει τον τραυματισμό του (αλλιώς εκεί θα παίξει ο Νάτσο). Στα χαφ η αμετακίνητη “Αγία Τριάδα” με τους Κασεμίρο, Μόντριτς και Κρόος. Στην τριάδα μπροστά θα δούμε σίγουρα τους Μπενζεμά και Βινίσιους. Αν μαζί τους παίξει ο Ροντρίγκο, τότε θα έχουμε ένα 4-3-3, αν ο Ιταλός προτιμήσει τον Βαλβέρδε, τότε ουσιαστικά θα έχουμε ένα 4-4-2, αφού ο Ουρουγουανός θα παίξει ως εσωτερικό χαφ με διαρκή κίνηση στο χώρο.
Ο Κλοπ θα ξεκινήσει με το γνωστό 4-3-3 και τον Άλισον στην εστία. Δεξιά θα δούμε τον Αλεξάντερ Άρνολντ, αριστερά τον Ρόμπερτσον και στα στόπερ τους Φαν Ντάικ και Κονατέ. Για την τριάδα του κέντρου έχουμε σίγουρους τους Τιάγκο και Φαμπίνιο, με τους Χέντερσον και Κεϊτά να διεκδικούν την άλλη θέση. Η προωθημένη τριάδα έχει σίγουρα τους Σαλάχ και Μανέ, από εκεί και μετά, ο Κλοπ θα πρέπει να επιλέξει έναν εκ των Φιρμίνο, Ντίας και Ζότα. Στα χαρτιά, η Λίβερπουλ είναι το φαβορί, αφού, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, μπορεί να παίξει και την πίεση, και την κατοχή και τον τρελό ρυθμό.
Να πούμε ότι οι δυο προπονητές δεν έχουν τεθεί ποτέ αντιμέτωποι με τις τωρινές τους ομάδες, όπως επίσης ότι αυτό, το ενδέκατο ραντεβού τους, είναι και το σημαντικότερο όλων, αφού ο νικητής θα ανεβάσει την ομάδα του στην κορυφή της Ευρώπης. Μπορεί να έχουν περάσει 17 χρόνια από τον – μακρινό πλέον – τελικό της Κωνσταντινούπολης, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη η βραδιά υπήρξε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιρικός εφιάλτης στην προπονητική καριέρα του Κάρλο Αντσελότι, παρά το γεγονός ότι μια διετία μετά πήρε την προσωπική του ρεβάνς στο ΟΑΚΑ.
Από τη μια μεριά λοιπόν, θα έχουμε την ομάδα (Λίβερπουλ) που είναι έτοιμη να διαχειριστεί κάθε τακτική και κάθε στιλ παιχνιδιού, ενώ από την άλλη θα περιμένει η ομάδα (Ρεάλ Μαδρίτης) που φέτος τουλάχιστον τη χαρακτηρίζει το απόλυτα δημιουργικό χάος! Αρκεί να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο οι “μερένγκες” ξεπέρασαν φέτος τα εμπόδια της Παρί, της Τσέλσι και της Σίτι, αλλά και το γεγονός ότι μιλάμε για την ομάδα που ξέρει να αποδίδει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Το σίγουρο είναι ότι στους δυο πάγκους θα καθίσουν δυο προπονητές, που τρέφουν απεριόριστη εκτίμηση ο ένας για τον άλλο, κάτι που τονίζουν σε κάθε ευκαιρία.
ΟΙ ΔΕΚΑ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΑΝΤΣΕΛΟΤΙ ΚΑΙ ΚΛΟΠ
Όπως γράψαμε στην αρχή του κειμένου, ο τελικός στο Παρίσι θα είναι η ενδέκατη συνάντηση ανάμεσα σε Αντσελότι και Κλοπ. Ας ρίξουμε μια ματιά τί συνέβη στις δέκα προηγούμενες αναμετρήσεις τους. Βλέπουμε στον συγκεντρωτικό πίνακα ότι ο Ιταλός προηγείται τόσο στις νίκες – έστω οριακά με 4-3 – όσο και στον συντελεστή τερμάτων με 11-7. Στα δέκα αυτά παιχνίδια, ο Αντσελότι ήταν προπονητής της Ρεάλ, της Νάπολι και της Έβερτον, ενώ ο Κλοπ της Ντόρτμουντ και της Λίβερπουλ. Τρεις ήταν οι διοργανώσεις στις οποίες τέθηκαν αντιμέτωποι, το Champions League (6 ματς), το Κύπελλο Αγγλίας (1 ματς) και η Πρέμιερ Λιγκ (3 ματς).
Αντίπαλοι |
Αγώνες |
Νίκες |
Ισοπαλίες |
Ήττες |
Γκολ υπέρ/κατά |
Κάρλο Αντσελότι |
10 |
4 |
3 |
3 |
11-7 |
Γιούργκεν Κλοπ |
10 |
3 |
3 |
4 |
7-11 |
Σε αυτά τα δέκα παιχνίδια, ο Αντσελότι μετράει δυο στις δυο προκρίσεις σε νοκ-άουτ αναμετρήσεις (με τη Ρεάλ επί της Ντόρτμουντ στους “8” του ChL το 2014 και με τη Λίβερπουλ επί της Έβερτον στο Κύπελλο Αγγλίας το 2020). Αντίθετα, ο Κλοπ έχει να επιδείξει μια πρόκριση, από τη φάση των ομίλων του ChL της σεζόν 2018/19, όταν στην τελευταία αγωνιστική η Λίβερπουλ νίκησε 1-0 τη Νάπολι, ισοβάθμισε μαζί της στη δεύτερη θέση, αλλά πήρε το εισιτήριο για τους “16” λόγω καλύτερης επίθεσης (9-7). Έναν χρόνο μετά, στη φάση των όμιλων του ChL 2019/20, Λίβερπουλ και Νάπολι προκρίθηκαν αμφότερες στη φάση των “16”. Ας δούμε τώρα αναλυτικά τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα μεταξύ τους αναμετρήσεων.
1. Ρεάλ Μαδρίτης – Μπορούσια Ντόρτμουντ 3-0 (2/4/2014)
Champions League 2013/14, προημιτελική φάση
2. Μπορούσια Ντόρτμουντ – Ρεάλ Μαδρίτης 2-0 (8/4/2014)
Champions League 2013/14, προημιτελική φάση
3. Νάπολι – Λίβερπουλ 1-0 (3/10/2018)
Champions League 2018/19, φάση ομίλων
4. Λίβερπουλ – Νάπολι 1-0 (11/12/2018)
Champions League 2018/19, φάση ομίλων
5. Νάπολι – Λίβερπουλ 2-0 (17/9/2019)
Champions League 2019/20, φάση ομίλων
6. Λίβερπουλ – Νάπολι 1-1 (27/11/2019)
Champions League 2019/20, φάση ομίλων
7. Λίβερπουλ – Έβερτον 1-0 (5/1/2020)
Κύπελλο Αγγλίας 2019/20, τρίτος γύρος
8. Έβερτον – Λίβερπουλ 0-0 (21/6/2020)
Πρέμιερ Λιγκ 2019/20, 30η αγωνιστική
9. Έβερτον – Λίβερπουλ 2-2 (17/10/2020)
Πρέμιερ Λιγκ 2020/21, 5η αγωνιστική
10. Λίβερπουλ – Έβερτον 0-2 (20/2/2021)
Πρέμιερ Λιγκ 2020/21, 25η αγωνιστική