“ΚΟΙΝΗ ΗΣΥΧΙΑ”, ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥΣΙΚΟΘΕΑΤΡΙΚΟ ΘΑΥΜΑ
Το Magazine παρακολούθησε την παράσταση και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του από την ανατρεπτική αναζήτηση του ονείρου στο θέατρο "Διάνα". Μας μίλησαν ο Οδυσσέας Ιωάννου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Σοφία Πανάγου και ο Δημήτρης Καπετανάκος.
Επιτρέψτε μου, πριν προχωρήσω στο κείμενο, να ξεκαθαρίσω το εξής: αυτό που θα διαβάσετε δεν είναι κριτική μιας παράστασης, δεν έχω ούτε τις γνώσεις, ούτε τη φιλοδοξία να γράψω κάτι τέτοιο. Πρόκειται απλά για μια καταγραφή όσων ένιωσα κατά τη διάρκεια της “Κοινής Ησυχίας”, μαζί με μερικές σκέψεις των πρωταγωνιστών, δηλαδή του Οδυσσέα Ιωάννου, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, της Σοφίας Πανάγου και του Δημήτρη Καπετανάκου. Τους οποίους συνάντησα την περασμένη Πέμπτη, λίγο πριν ξεκινήσει να ξετυλίγεται μπροστά μου μια μικρή μουσικοθεατρική “αποκάλυψη”.
Η αλήθεια είναι ότι ο Δημήτρης με είχε “προειδοποιήσει”: “Θα δεις ότι δεν υπάρχει η τυπική θεατρική σύμβαση, δεν υφίσταται ο τέταρτος τοίχος”. Όπου τέταρτος τοίχος, για όσους δεν το γνωρίζουν, είναι αυτός που χωρίζει το κοινό από τη σκηνή, “διάφανος” μεν για τους θεατές, ώστε να βλέπουν όσα συμβαίνουν στο πάλκο, “αδιαφανής” δε για τους ηθοποιούς, οι οποίοι θεωρητικά (πρέπει να) αγνοούν την ύπαρξη του κοινού.
Και πράγματι, στην Κοινή Ησυχία, ο τέταρτος τοίχος γίνεται κομμάτια, θρυμματίζεται από το κείμενο του Οδυσσέα, τα καλέσματα του Βασίλη, τη σκηνοθεσία της Ελένης Ράντου. Το όλο πλαίσιο θαρρείς πως είναι φτιαγμένο ακριβώς για να εξυπηρετήσει αυτόν τον σκοπό, να δημιουργήσει δηλαδή ένα και μόνο “σώμα” μέσα στο θέατρο. Και είναι που μέσα από αυτή τη συνολική συμμετοχή, για δυο ώρες, οι συντελεστές του έργου έχουν μόνιμα σηκωμένη την άγκυρα στην εξερεύνηση των “ανοιχτών ωκεανών”, στην ίδια την αναζήτηση του ονείρου.
Η σκηνογραφία είναι μινιμαλιστική. Η αφήγηση του Οδυσσέα, ενδοσκοπική, τρυφερή, με αυτό το τόσο προσωπικό του ύφος και έναν γοητευτικά μισοκρυμμένο λυρισμό, είναι η ίδια η ψυχή του, που έχει τη σπάνια ικανότητα να μετατρέπει την ποίηση σε φράσεις και να τις σκορπάει με νωχελική αυθάδεια στον χώρο, χαρίζοντάς μας αυτή την αίσθηση απελευθερωμένης ανυπακοής απέναντι σε οτιδήποτε εγκλωβίζει τις ευαισθησίες μας. Η δε φωνή του, όταν διαβάζει, είναι απόλυτα καθηλωτική στη σαφήνεια της ανάγνωσης.
Επιμένω. Ο Οδυσσέας δεν είναι στιχουργός, είναι ποιητής. Αρκεί να ακούσει κανείς τις “Μικρές νοθείες” ή το “Θες έναν κόσμο πιο μεγάλο”, για να νιώσει τί σημαίνει τροβαδούρος των αισθήσεων. Και βέβαια, αν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να “αποκρυπτογραφήσει” με τον ιδανικότερο τρόπο κάθε πιθανή “αρμονία” μέσα από την ερμηνεία αυτής της τόσο χαρακτηριστικής απαγγελίας, αυτός δεν είναι άλλος από τον Βασίλη. Ο οποίος “προκαλεί” το κοινό και το παρασέρνει σε έναν ριζοσπαστικό ρομαντισμό, εκεί όπου οι νότες δένουν με τις φράσεις, με μια ενέργεια που “ηλεκτρίζει” χωρίς την παραμικρή υποχώρηση σε ό,τι αφορά τη δύναμη της εκφραστικότητας.
“Κοίτα, υπάρχουν πολλές φορές που δεν τραγουδάω τον στίχο, αλλά την ατμόσφαιρα του στίχου, μεταφέροντάς τη σε δικές μου συναισθηματικές καταστάσεις, δηλαδή δεν είμαι ο ήρωας του κάθε τραγουδιού. Όσο πιο βαθύ είναι το κείμενο, τόσο πιο ελεύθερα μπορώ να μεταφέρομαι όπου θέλω”. Και αυτά τα λόγια του Βασίλη μεταφέρονται στη σκηνή με τη μοναδική του χροιά, θυμίζοντάς μας ότι ούτε η απελπισία, ούτε η αισιοδοξία παγιδεύονται.
Ένας υπέροχος έφηβος που σε παρασέρνει ήδη από τη γεμάτη ένταση πρώτη ανάσα, πριν ανοίξει τα παράθυρα της δικής του ψυχής, για να γεμίσει ο χώρος και ο χρόνος με την ευωδιά της μαγείας του. “Εγώ είμαι με το μινόρε, με τις αγωνίες, τα όνειρα, τα πολλά συναισθήματα”, μια εξομολόγηση στα καμαρίνια που πάνω στη σκηνή ταυτίζεται με το πάθος, τους ανέμους, τις μελαγχολικές αναμνήσεις, αλλά και τη δύναμη της ελπίδας να κατακτήσει απρόσιτες κορυφές, να γεμίσει χρώματα το θέατρο, να μας χαρίσει εκείνο το γεμάτο ειλικρίνεια χαμόγελό του.
“Η τέχνη συντροφεύει και δίνει κουράγιο σε εκείνους που αγωνίζονται για το καλύτερο, κάνει τους ανθρώπους πιο ευαίσθητους, πιο καλλιεργημένους”, μια ακόμα φράση του Βασίλη πριν ξεκινήσει η παράσταση, που βρίσκει τη δικαίωσή της στα πρόσωπα όλων των θεατών όταν ολοκληρώνεται το έργο. Νιώθεις γοητευμένος από το ταξίδι στις παρτιτούρες μιας μουσικής περιπέτειας, περνώντας από ιστορίες, εικόνες και μελωδίες του Μίκη, του Θάνου, του Νιόνιου, του Μούτση, του Ανδρέου, των Κατσιμιχαίων, του Κροκίδη, του Battisti και αρκετών άλλων ακόμα.
Η Κοινή Ησυχία οριοθετείται χρονικά – είτε στην πραγματικότητα, είτε στο όνειρο – από δυο συναυλίες του Βασίλη. Στην πρώτη από αυτές, γνωρίζονται η Σοφία και ο Δημήτρης. Στη δεύτερη, οι δυο τους έχουν αποξενωθεί, ο Δημήτρης έχει σταματήσει να ονειρεύεται και η Σοφία προσπαθεί απεγνωσμένα να τον “επαναφέρει”, αλλά και να “κρατηθεί” η ίδια στην παλιά, φλογερή τροχιά, εκείνη που τους έφερε κοντά στο παρελθόν. Εκεί είναι που το σενάριο δημιουργεί έναν φαντασιακό “υπαινιγμό”, αποκαλύπτοντας μια καινούργια διάσταση που ξεχειλίζει από τρυφερότητα, έναν “ελιγμό” μέσα στον οποίο συνυπάρχουν ο λυγμός, το όραμα και οι αισθήσεις.
“Η Κοινή Ησυχία είναι τα όνειρα που ματαιώνονται, οι προσδοκίες μας που ματαιώνονται. Είναι μια ιστορία που αφορά πολύ το σήμερα και το τώρα. Νιώθω ότι είμαστε σε μια εποχή όπου ο κόσμος δεν αντιστέκεται σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Από την άλλη, βρήκα ότι έχω πολλά κοινά με τον ρόλο, οπότε ταυτίστηκα πολύ, ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου μέσα σε αυτόν”. Τα λόγια είναι της Σοφίας, που πάνω στη σκηνή μοιάζει με αντανάκλαση αρμονίας και ευαισθησίας, παλεύοντας με τις χαμένες αγάπες και το γενναιόδωρο “μυστικό” που κρύβει μέσα της.
Δίπλα της – και ενίοτε απέναντί της – ένας εξίσου “ζωντανός” Δημήτρης, ακόμα και στην “κουρασμένη” του εκδοχή, παγιδευμένος στα τσακισμένα του όνειρα, εγκλωβισμένος στην ανία της ρουτίνας και απελπισμένος μέσα στα όρια και τους περιορισμούς της κοινής ησυχίας, δένει τη μελαγχολία και την εσωτερική του παρακμή, μετρώντας τις αντοχές του με “κραδασμούς” που αντηχούν σε όλη τη σκηνή τα προσωπικά του αδιέξοδα. Και η δική του ταύτιση με τον ρόλο, είναι ένα κοινό στοιχείο με τη Σοφία.
“Στο έργο ανακαλύπτω πλευρές της προσωπικής μου διαδρομής, μετά από κάθε παράσταση βρίσκω ένα καινούργιο κοινό στοιχείο με εμένα. Και επειδή στους ρόλους, συμφωνήθηκε να είμαστε κατά κάποιο τρόπο ο εαυτός μας, όλο αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο, γιατί εκθέτεις πολύ προσωπικά, δικά σου κομμάτια. Ξέρεις, μέσα από τη συμμετοχή μου στην παράσταση, μπόρεσα να δω ποια πράγματα έχω κάνει σωστά στη ζωή μου, ποια θα ήθελα να κάνω και τί έχω κάνει λάθος”. Λόγια του Δημήτρη, που χαρακτηρίζει το “ταξίδι” μαγικό. Ένα ταξίδι που το βλέπουμε πότε σε κανονική και πότε σε αργή κίνηση, μια ακόμα υπέροχη έμπνευση, στην οποία συνυπάρχουν αφηρημένα μέτρα, οπτικοί συμβολισμοί, αισθήσεις και παραισθήσεις.
Ποια είναι όμως τελικά αυτή η Κοινή Ησυχία, πόσο απαραίτητη είναι η αφύπνιση και πώς μπορεί ή πρέπει να λειτουργήσει; Μεμονωμένα για τον καθένα ή συνολικά; Ο λόγος στον Οδυσσέα με ένα ανατρεπτικό οξύμωρο: “Έχουν αρχίσει να πείθονται κάποιοι άνθρωποι ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική, άρα δεν έχει νόημα να ονειρεύεσαι, επειδή όλες οι εναλλακτικές που έχουν δοκιμαστεί σε κοινωνικό επίπεδο έχουν αποτύχει – στο οποίο έχουν δίκιο, έχουν πράγματι αποτύχει – αλλά το ότι έχουν αποτύχει, δε δικαιώνει σε καμία περίπτωση αυτούς που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική”.
Και συνεχίζει: “Ο εγκλωβισμός αυτός, συν τον κορονοϊό και την καραντίνα που ήρθε, μας έδειξαν όχι μόνο το εφήμερο, αλλά και το γεγονός ότι δεν έχει κανένα νόημα να προγραμματίζεις ή να προβλέπεις. Όμως, απέναντι σε αυτά, θεωρώ ότι το όνειρο όπως και η φαντασία, συμπληρώνουν την πραγματικότητα, τα έχουμε απόλυτη ανάγκη και όπως λέμε και στην παράσταση, δεν έχει σημασία αν αυτό που ονειρεύεσαι θα γίνει. Είναι μια ποιότητα του ανθρώπου το να ονειρεύεται και να φαντάζεται πράγματα, η οποία είναι τρομερά σημαντική γιατί σε βοηθάει να έχεις μια συγκεκριμένη στάση σώματος και να κοιτάς ψηλά”.
Είναι αυτό ακριβώς που προσθέτει η Σοφία: “Το όνειρο φωτίζει τον δρόμο, μας δίνει φως. Η ομορφιά είναι μέσα μας. Αν δούμε αυτή την ομορφιά της ψυχής μας, αν τη βάλουμε μπροστά από τα όνειρά μας, πιστεύω ότι θα πραγματοποιηθούν”. Και το συμπληρώνει ο Βασίλης, δίνοντας το παράδειγμα σε ό,τι αφορά τη συλλογική αφύπνιση: “Δεν ονειρεύομαι μόνο για τον εαυτό μου, ονειρεύομαι για όλα τα παιδιά του κόσμου”.
Ας επιστρέψουμε όμως στον Οδυσσέα: “Το ατομικό και το συλλογικό… Η αλήθεια είναι ότι όταν πέφτουν κορμιά δίπλα σου, δεν μπορείς να μιλάς για προσωπική ευτυχία, γιατί δεν υπάρχει. Από την άλλη όμως, πιστεύω ότι ο καθένας μας θα πρέπει να φροντίζει το μικρό κομμάτι πράσινου που έχει, δηλαδή τους φίλους του, τους ανθρώπους του, να φροντίζει τον πυρήνα του όσο μπορεί, να κρατάει τη συνοχή του δικού του κύκλου, γιατί οι πυρήνες φτιάχνουν το όλο. Από εκεί και πέρα, κάποια στιγμή, το όνειρο είναι, αυτοί οι μικροί πυρήνες να αθροιστούν σε κάτι μεγαλύτερο. Εγώ αισθάνομαι δηλαδή ότι η δουλειά μου είναι να μπορέσω να παραμείνω ζεστός, ώστε να αθροιστώ σε ένα ποτάμι όταν θα σκάσει. Δεν έχει σκάσει για την ώρα”.
Η περιπλάνηση δε σταματά ποτέ, το ίδιο και η αναζήτηση. Η Κοινή Ησυχία “ισορροπεί” ανάμεσα στον δισταγμό και την περιπέτεια, αισθάνεσαι τη Σοφία και τον Δημήτρη να “χορεύουν” το ίδιο πειστικά με τον έρωτα, αλλά και την εγκατάλειψη. Νιώθεις ότι η ενσυναίσθηση μπορεί να είναι ανατρεπτική, εύχεσαι το όνειρο να αποδειχτεί τελικά πιο “εμπρηστικό” από την πραγματικότητα, να καταργήσει κάθε μορφή σκοτεινής συμβατικότητας και ενοχλητικού κομφορμισμού, να εξαφανίσει την “ασφυξία” και να αποκαλύψει την έκσταση της συνείδησης, ως χείμαρρο απελευθερωμένης ανυπακοής, προορισμένης να επιζητά τη φαντασία, τη μέθη, την ελευθερία.
Κάτι δηλαδή τελείως αντίθετο από αυτά που ένιωσε ο Οδυσσέας μέσα στην καραντίνα: “Άλλαξε η ζωή μας, τα παιδιά μας σταμάτησαν να πηγαίνουν σχολείο, κλειστήκαμε σπίτι, δεν βλέπαμε τους φίλους μας. Δεν τη βίωσα την καραντίνα όπως πολλοί άλλοι, τα θετικά που βρήκαν, δεν τα βρήκα εγώ για να είμαι ειλικρινής. Το βίωσα όλο αυτό ως κάτι εντελώς αφύσικο και απάνθρωπο, ως κάτι εντελώς βίαιο. Η ελευθερία για μένα είναι πρωτεύον ζήτημα, τη βάζω πάνω κι απ’ την αγάπη, είναι το πρώτο πράγμα, οπότε ένιωσα τον απόλυτο εγκλωβισμό”.
Τελικά, όσο παρεξηγημένος και αν είναι ο “λαθρεπιβάτης”, δεν παύει να είναι ένας ταξιδευτής. Και τα όνειρά του θα είναι πάντα το πινέλο στον καμβά της ενδοσκόπησης, διαλύοντας κάθε ενοχλητική νόρμα. Γιατί η προοπτική και μαζί της η επιλογή, είναι ξεκάθαρες. Τουλάχιστον έτσι όπως τις ερμηνεύει ο Οδυσσέας: “Υπάρχει ένας φοβερός στίχος του Μπόρχες, που για μένα είναι μότο ζωής. Τίποτα δε χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα στην άμμο χτίζονται, αλλά εγώ θα χτίζω πάνω στην άμμο, σαν να ήταν η άμμος πέτρα. Αυτή ήταν μια συγκλονιστική σκέψη του Μπόρχες, όπου ουσιαστικά μας λέει πως, αν και γνωρίζουμε ότι τίποτα δε θα διαρκέσει για πάντα, δεν μπορεί να μην ονειρευόμαστε πάντα το καλύτερο.
Δεν μπορεί δηλαδή να μην ονειρεύεσαι πάντα το καλύτερο, επειδή είναι πολύ πιθανό πως ό,τι και αν χτίσεις, κάποτε θα χαθεί. Ναι, θα χαθεί. Και ο Παρθενώνας ακόμα, με μαθηματική ακρίβεια, σε τριακόσια χρόνια, σε τετρακόσια, θα ξαναγίνει αυτό που ήταν κάποτε, μαρμαρόσκονη. Και λοιπόν; Η δουλειά μας είναι να φτιάχνουμε Παρθενώνες. Τι κι αν δε ζήσουν για πάντα; Αυτό είναι και το όνειρο. Είναι μονόδρομος να ονειρεύεσαι τον καλύτερο εαυτό σου. Αλλιώς θα φτάσεις στον χειρότερο”.
Ας περάσουμε όμως σε ένα σημαντικό ερώτημα, το τελευταίο που έθεσα στον Οδυσσέα πριν παρακολουθήσω την παράσταση. Η Κοινή Ησυχία φιλοδοξεί τελικά να περάσει ένα μήνυμα στον θεατή; Η τοποθέτησή του ήταν η εξής: “Συνειδητοποίησα ότι παλιότερα στις παρέες μας, όταν βρισκόμασταν, ένα σημαντικό μέρος στις συζητήσεις μας ήταν η φαντασία και τα όνειρα. Ξαφνικά όμως ακρωτηριάστηκε τελείως το σώμα μας, έμειναν οι υπόλοιπες κουβέντες, αλλά σταματήσαμε να μιλάμε για το μέλλον, ήταν σαν να μη μας αφορούσε, σαν να μην πιστεύαμε ότι, ξέρεις, μπορεί να γίνει κάτι καλύτερο. Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορεί, ας το δοκιμάσουμε.
Έχει παγώσει το όνειρο μέσα μας, έχει παγώσει η φαντασία, έχει παγώσει οποιαδήποτε κουβέντα για το μέλλον, έχει παγώσει ο σχεδιασμός, παγώσανε αυτά. Οπότε θέλω να αφηγηθώ μια ιστορία. Το ότι κάποιος τώρα, όπως μας λένε, βγαίνει χαρούμενος από το θέατρο, με μια ανάταση και ότι έχει πάρει κάποιο μήνυμα, θετικό είναι, αλλά δεν κάνουμε τέχνη μηνυμάτων. Το ζητούμενο δεν είναι να φτιάξεις μηνύματα, το ζητούμενο είναι να είσαι με τον εαυτό σου ειλικρινής και να μπορέσεις να νιώσεις συγκίνηση. Της τέχνης η δουλειά είναι η συγκίνηση, όχι το κλάμα, αλλά με την ορθή έννοια, συγκίνηση, να σε παρακινεί προς τα κάπου, να σε κινητοποιεί προς τα κάπου”.
Τη δική μου απάντηση στο ερώτημα, μου την έδωσε η ίδια η παράσταση. Η Κοινή Ησυχία τελικά δεν είναι ότι έχει σαν σκοπό της να στείλει μηνύματα, καταφέρνει όμως κάτι πολύ πιο δυνατό. Να κινητοποιήσει στους θεατές με τον πιο αυθόρμητο τρόπο μια εσωτερική ευφορία, σαμποτάροντας μέσα στις ρίζες τους τις παγίδες που καθηλώνουν τις αισθήσεις. Και εκεί είναι που ξεκινάει η ενδοσκόπηση, οδηγώντας με τη σειρά της στην αυτοκριτική: “Γιατί γίναμε έτσι ρε γαμώτο, ας αρχίσουμε να λέμε μεταξύ μας πιο όμορφα πράγματα, όπως το κάναμε κάποτε”.
Δεν γίνεται να δεις την Κοινή Ησυχία και να μη φύγεις με ένα χαμόγελο από το θέατρο. Το έργο μπορεί να μη στέλνει μήνυμα, αλλά δίνει μια υπόσχεση. Και είναι αυτή η υπόσχεση το πραγματικό μήνυμα. Μια υπόσχεση μέσα στην οποία συναντάς τους πρωταγωνιστές να κάθονται δίπλα σου, μαζί σου, μπροστά σου, τραγουδώντας την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, την αγάπη, μια υπόσχεση μέσα στην οποία συναντάς την τρυφερότητα της φυσαρμόνικας του Οδυσσέα, την εκφραστικότητα της Μαίρης Μπρόζη που ανοίγει την πόρτα του παραδείσου με την ερμηνεία της στο “Cansao do Mar”, τον πιστό στη “μυθολογία” του λυρισμό του Βασίλη που ξεκλειδώνει όλα τα κλειδιά από τις παρτιτούρες χαρίζοντάς μας αιώνιους αρμονικούς ορίζοντες.
Είναι η υπόσχεση ότι αν αρχίσουμε να ονειρευόμαστε ξανά, αν αφήσουμε τη φαντασία να καθοδηγήσει τις περιπλανήσεις μας, αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να κοιτάξει και πάλι ψηλά, τότε ο “χειμώνας” της Κοινής Ησυχίας δε θα μπορέσει ποτέ να μας στερήσει την “άνοιξη” των χρωμάτων, του έρωτα, της ζωής. Σε εκείνη την άνοιξη, όπου η Σοφία και ο Δημήτρης θα στροβιλίζονται πάνω στη σκηνή χορεύοντας αέρινα βαλς και οι θεατές στην αίθουσα θα ανταλλάσσουν όνειρα μεταξύ τους…